«Εἶπε τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Ἤθελα, ἂν μποροῦσα, τὸ δίδαγμά του νὰ τὸ φυτέψω μέσα σας ὅπως ὁ γεωργὸς φυτεύει τὸ σπόρο στὴ γῆ. Καὶ ἂν αὐτὸ τὸ ἔνιωθε ὁ κόσμος ὅλος, θὰ ἄλλαζε ἡ ὄψι τῆς γῆς.
Μὰ ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ δίδαγμα;
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Ἤθελα, ἂν μποροῦσα, τὸ δίδαγμά του νὰ τὸ φυτέψω μέσα σας ὅπως ὁ γεωργὸς φυτεύει τὸ σπόρο στὴ γῆ. Καὶ ἂν αὐτὸ τὸ ἔνιωθε ὁ κόσμος ὅλος, θὰ ἄλλαζε ἡ ὄψι τῆς γῆς.
Μὰ ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ δίδαγμα;
Πρὶν φθάσουμε σ᾿ αὐτό, θὰ σᾶς κάνω ἕνα ἐρώτημα.
Ἀπ᾿ ὅλα τὰ δυστυχήματα ποιό θεωρεῖτε πιὸ μεγάλο; Ἀπ᾿ τὴν ἀπάντησι, ποὺ θὰ δώσετε, θὰ σᾶς ζυγίσω καὶ
θὰ καταλάβω ἂν εἶστε Χριστιανοί. Σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἁγία Γραφή, τὸ φοβερώτερο δυστύχημα εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Ἦταν κάποτε ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνταν καὶ τὴν πιὸ μικρὴ ἁμαρτία. Οἱ μάνες ἔλεγαν στὰ παιδιά· Μὴν τὸ κάνεις αὐτό, εἶνε ἁμαρτία! Κ᾿ ἐκεῖνα ἔτρεμαν. Τότε ἡ γῆ ἦταν γεμάτη ἀγγέλους. Τώρα κανένας φόβος γιὰ τὴν ἁμαρτία. Ὑποτιμοῦν τὸν κίνδυνο ἀπὸ αὐτήν.
Εἴμαστε στὰ χρόνια ποὺ λέει τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ βρίσκεται σὲ ἀναισθησία. Ὅπως πίνει κανεὶς ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ τώρα τὸ καλοκαίρι, ἔτσι σήμερα κάνει τὴν πιὸ φοβερὴ ἁμαρτία. Ἡ ἀδικία, τὰ διαζύγια, οἱ ἐκτρώσεις, ἡ ἀσέβεια, ἡ βλασφημία εἶνε σὰν τὸ κρύο νερὸ τοῦ διαβόλου (βλ. Ἰὼβ 15,16). Δὲν εἶνε τίποτε, λένε, ἡ ἁμαρτία… Σὲ τέτοια ἐποχὴ ζοῦμε.
Καὶ ὅμως ἡ ἁμαρτία εἶνε τὸ φοβερώτερο κακὸ ἀπ᾿ ὅλα· κι ἀπ᾿ τὸν καρκίνο, κι ἀπ᾿ τὴν πυρκαγιά, κι ἀπ᾿ τὸ σεισμό, κι ἀπ᾿ τὸ φαρμάκι τῆς κόμπρας… Ὤ καὶ νὰ ἄνοιγαν τὰ μάτια μας καὶ νὰ βλέπαμε!
Θὰ ποῦν μερικοί, ὅτι τὰ λέω ὑπερβολικά. Ὄχι. Δὲν σᾶς εἶπα οὔτε τὸ ἕνα χιλιοστὸ τῆς πραγματικότητος. Νά ᾿χα καιρό, θὰ σᾶς ἀνέλυα πόσα καὶ ποιά κακὰ φέρνει ἡ ἁμαρτία.
Πρῶτα – πρῶτα χτυπάει τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ γιατροὶ τώρα ἄρχισαν νὰ τὸ καταλαβαίνουν καὶ νὰ τὸ παραδέχωνται αὐτό. Κάτι, ποὺ ἀπὸ πολὺ παλιὰ τὸ λέει ὁ Παρακλητικὸς κανόνας· «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή…».
Ὤ ἡ ἁμαρτία! Εἶνε δύναμι καταστροφῆς, διαφθορᾶς καὶ ἀποσυνθέσεως. Ἀποσυνθέτει ὄχι μόνο καὶ τὸν πιὸ γερὸ ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ποὺ μιὰ μέρα θὰ πάῃ κι αὐτὸς στὸν τάφο, ἀλλὰ καταστρέφει κάτι μεγαλύτερο καὶ πολὺ πιὸ πολύτιμο· καταστρέφει τὴν ψυχή.
Ἡ ἁμαρτία θολώνει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, χτυπάει τὸ συναίσθημα, μολύνει τὴν καρδιά, παίρνει ψαλίδι καὶ κόβει τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς· τὸ δὲ νεῦρο τῆς ψυχῆς εἶνε ἡ θέλησις.
Μὲ ἄρρωστη τὴ θέλησι, ὁ ἄνθρωπος μοιάζει σὰν τὸν παραλυτικό, ποὺ μένει ἀκίνητος. Βλέπει τὸ καλὸ μπροστά του, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ. Χτυπᾷ ἡ καμπάνα, κι αὐτὸς δὲν ἔρχεται στὴν ἐκκλησία. Ἄλλος πάλι, ἐνῷ χτυπᾷ ἡ πρώτη καμπάνα, χτυπᾷ ἡ δεύτερη καὶ ἡ τρίτη καμπάνα, ἔρχεται ἐκεῖ κατὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας.
Ὅσοι ἀπὸ σᾶς ἔχετε τὴν καλὴ συνήθεια νὰ ἔρχεστε νωρὶς στὴν ἐκκλησία, νὰ εἶστε εὐλογημένοι. Ὅταν ἔρχεστε νωρίς, ἀκοῦτε καὶ τὸν Ἑξάψαλμο, τὰ ἕξι λουλούδια τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ εἶνε ἕνα μεγαλεῖο.
Πολλὰ βιβλία διάβασα, ἀλλὰ σὰν τὸν Ἑξάψαλμο δὲν εἶδα. Μακάρι νὰ εἶχα χρόνο νὰ τὸν ἑρμηνεύσω. Ξέρετε τί νοήματα κρύβει; Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἄλλους ποιητάς, γιὰ Πίνδαρο, Εὐριπίδη καὶ τοὺς ἄλλους. Πέστε μου γιὰ τὸ Δαυΐδ· γι᾿ αὐτὴ τὴν οὐράνια κιθάρα, γι᾿ αὐτὸ τὸ βιολί, γι᾿ αὐτὸ τὸ ἀηδόνι τῆς Ἐκκλησίας.
Λέει κάπου λοιπὸν στὸν Ἑξάψαλμο· «Οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου. …ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ» (Ψαλμ. 37,4-5). Τί θὰ πῇ αὐτό; Ὅτι οἱ ἁμαρτίες εἶνε βουνό, φορτίο βαρύ, πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μου, καὶ ὑποφέρω ἀπὸ τὸ βάρος τους. Καὶ τὸ λέει αὐτὸ ὄχι ἕνας ἄσημος, ἀλλὰ ἕνας ἔνδοξος καὶ πλούσιος βασιλιᾶς, στὸν κολοφῶνα τοῦ μεγαλείου. Ἀναστενάζει ὁ Δαυῒδ καὶ φωνάζει· Θεέ μου, ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ποὺ ψυχοπλακώνει τὴν καρδιά μου.
Φορτίο βαρὺ ἡ ἁμαρτία. Μολύβι, ποὺ ἂν τὸ ῥίξῃς στὴ θάλασσα πάει μὲ ὁρμὴ στὸν πάτο.
Ἀπ᾿ ὅλα τὰ δυστυχήματα ποιό θεωρεῖτε πιὸ μεγάλο; Ἀπ᾿ τὴν ἀπάντησι, ποὺ θὰ δώσετε, θὰ σᾶς ζυγίσω καὶ
θὰ καταλάβω ἂν εἶστε Χριστιανοί. Σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἁγία Γραφή, τὸ φοβερώτερο δυστύχημα εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Ἦταν κάποτε ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνταν καὶ τὴν πιὸ μικρὴ ἁμαρτία. Οἱ μάνες ἔλεγαν στὰ παιδιά· Μὴν τὸ κάνεις αὐτό, εἶνε ἁμαρτία! Κ᾿ ἐκεῖνα ἔτρεμαν. Τότε ἡ γῆ ἦταν γεμάτη ἀγγέλους. Τώρα κανένας φόβος γιὰ τὴν ἁμαρτία. Ὑποτιμοῦν τὸν κίνδυνο ἀπὸ αὐτήν.
Εἴμαστε στὰ χρόνια ποὺ λέει τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ βρίσκεται σὲ ἀναισθησία. Ὅπως πίνει κανεὶς ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ τώρα τὸ καλοκαίρι, ἔτσι σήμερα κάνει τὴν πιὸ φοβερὴ ἁμαρτία. Ἡ ἀδικία, τὰ διαζύγια, οἱ ἐκτρώσεις, ἡ ἀσέβεια, ἡ βλασφημία εἶνε σὰν τὸ κρύο νερὸ τοῦ διαβόλου (βλ. Ἰὼβ 15,16). Δὲν εἶνε τίποτε, λένε, ἡ ἁμαρτία… Σὲ τέτοια ἐποχὴ ζοῦμε.
Καὶ ὅμως ἡ ἁμαρτία εἶνε τὸ φοβερώτερο κακὸ ἀπ᾿ ὅλα· κι ἀπ᾿ τὸν καρκίνο, κι ἀπ᾿ τὴν πυρκαγιά, κι ἀπ᾿ τὸ σεισμό, κι ἀπ᾿ τὸ φαρμάκι τῆς κόμπρας… Ὤ καὶ νὰ ἄνοιγαν τὰ μάτια μας καὶ νὰ βλέπαμε!
Θὰ ποῦν μερικοί, ὅτι τὰ λέω ὑπερβολικά. Ὄχι. Δὲν σᾶς εἶπα οὔτε τὸ ἕνα χιλιοστὸ τῆς πραγματικότητος. Νά ᾿χα καιρό, θὰ σᾶς ἀνέλυα πόσα καὶ ποιά κακὰ φέρνει ἡ ἁμαρτία.
Πρῶτα – πρῶτα χτυπάει τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ γιατροὶ τώρα ἄρχισαν νὰ τὸ καταλαβαίνουν καὶ νὰ τὸ παραδέχωνται αὐτό. Κάτι, ποὺ ἀπὸ πολὺ παλιὰ τὸ λέει ὁ Παρακλητικὸς κανόνας· «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή…».
Ὤ ἡ ἁμαρτία! Εἶνε δύναμι καταστροφῆς, διαφθορᾶς καὶ ἀποσυνθέσεως. Ἀποσυνθέτει ὄχι μόνο καὶ τὸν πιὸ γερὸ ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ποὺ μιὰ μέρα θὰ πάῃ κι αὐτὸς στὸν τάφο, ἀλλὰ καταστρέφει κάτι μεγαλύτερο καὶ πολὺ πιὸ πολύτιμο· καταστρέφει τὴν ψυχή.
Ἡ ἁμαρτία θολώνει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, χτυπάει τὸ συναίσθημα, μολύνει τὴν καρδιά, παίρνει ψαλίδι καὶ κόβει τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς· τὸ δὲ νεῦρο τῆς ψυχῆς εἶνε ἡ θέλησις.
Μὲ ἄρρωστη τὴ θέλησι, ὁ ἄνθρωπος μοιάζει σὰν τὸν παραλυτικό, ποὺ μένει ἀκίνητος. Βλέπει τὸ καλὸ μπροστά του, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ. Χτυπᾷ ἡ καμπάνα, κι αὐτὸς δὲν ἔρχεται στὴν ἐκκλησία. Ἄλλος πάλι, ἐνῷ χτυπᾷ ἡ πρώτη καμπάνα, χτυπᾷ ἡ δεύτερη καὶ ἡ τρίτη καμπάνα, ἔρχεται ἐκεῖ κατὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας.
Ὅσοι ἀπὸ σᾶς ἔχετε τὴν καλὴ συνήθεια νὰ ἔρχεστε νωρὶς στὴν ἐκκλησία, νὰ εἶστε εὐλογημένοι. Ὅταν ἔρχεστε νωρίς, ἀκοῦτε καὶ τὸν Ἑξάψαλμο, τὰ ἕξι λουλούδια τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ εἶνε ἕνα μεγαλεῖο.
Πολλὰ βιβλία διάβασα, ἀλλὰ σὰν τὸν Ἑξάψαλμο δὲν εἶδα. Μακάρι νὰ εἶχα χρόνο νὰ τὸν ἑρμηνεύσω. Ξέρετε τί νοήματα κρύβει; Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἄλλους ποιητάς, γιὰ Πίνδαρο, Εὐριπίδη καὶ τοὺς ἄλλους. Πέστε μου γιὰ τὸ Δαυΐδ· γι᾿ αὐτὴ τὴν οὐράνια κιθάρα, γι᾿ αὐτὸ τὸ βιολί, γι᾿ αὐτὸ τὸ ἀηδόνι τῆς Ἐκκλησίας.
Λέει κάπου λοιπὸν στὸν Ἑξάψαλμο· «Οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου. …ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ» (Ψαλμ. 37,4-5). Τί θὰ πῇ αὐτό; Ὅτι οἱ ἁμαρτίες εἶνε βουνό, φορτίο βαρύ, πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μου, καὶ ὑποφέρω ἀπὸ τὸ βάρος τους. Καὶ τὸ λέει αὐτὸ ὄχι ἕνας ἄσημος, ἀλλὰ ἕνας ἔνδοξος καὶ πλούσιος βασιλιᾶς, στὸν κολοφῶνα τοῦ μεγαλείου. Ἀναστενάζει ὁ Δαυῒδ καὶ φωνάζει· Θεέ μου, ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ποὺ ψυχοπλακώνει τὴν καρδιά μου.
Φορτίο βαρὺ ἡ ἁμαρτία. Μολύβι, ποὺ ἂν τὸ ῥίξῃς στὴ θάλασσα πάει μὲ ὁρμὴ στὸν πάτο.
* * *
Ἕνας μεγάλος ζωγράφος ζωγράφισε τὸν ἁμαρτωλὸ σὰν ἀχθοφόρο, σὰν χαμάλη, ποὺ ὁ διάβολος τὸν φόρτωσε φορτίο βαρύ, καὶ τό ᾿δεσε πάνω του καλὰ μ᾿ ἕνα συρματόσχοινο. Μετὰ τὸν ἄφησε. Προχώρα, τοῦ λέει, μὲ τὸ φορτίο· καὶ νὰ δοῦμε ποιός θὰ σὲ λύσῃ.
Προσπαθοῦσε ὁ ταλαίπωρος νὰ λυθῇ. Κουράστηκε. Ποτάμι ἔτρεχε ὁ ἱδρώτας του. Ἔπεσε κάτω, ἀλλὰ δὲν κατάφερε τίποτε.
Κάποια στιγμὴ εἶδε νὰ περνοῦν ἀπὸ μπροστά του οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλάτων, ἄλλα μεγάλα πνεύματα. Σᾶς παρακαλῶ πολύ, τοὺς εἶπε, λύστε με ἀπὸ τὸ φορτίο! Αὐτοὶ ὅμως κάθονταν καὶ φιλοσοφοῦσαν γιὰ τὸ φορτίο. Τὸ ἐξέταζαν, τὸ ἐρευνοῦσαν, τὸ ζύγιζαν, μὰ κανείς τους δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ ἀφαιρέσῃ οὔτε κάτι ἐλάχιστο ἀπὸ τὸ βάρος. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἀπελπισμένος. Ἀναστέναζε καὶ ἔκλαιγε.
Ἐπὶ τέλους πέρασε κ᾿ ἕνας ἀσκητὴς μὲ τὸ ῥαβδί του. Αὐτὸς τοῦ εἶπε· Ἄνθρωπέ μου, ἂν θέ᾽ς νὰ λυτρωθῇς, βλέπεις αὐτὸ τὸ ἀνηφοράκι; Ἀνέβα στὴν κορυφή, καὶ τότε θὰ πέσῃ ἀπὸ τοὺς ὤμους σου τὸ φορτίο ποὺ ἔχεις. Ὁ ἄνθρωπος πίστεψε στὰ λόγια του. Μπουσουλώντας σιγὰ – σιγὰ ἀνέβηκε στὴν κορυφή. Κ᾿ ἐκεῖ τί εἶδε; Εἶδε τὸν Κύριο ἐσταυρωμένο, ποὺ ἔλαμπε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο. Καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος τοῦ λέει· «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11,28). Καὶ πίστεψε ὁ ἄνθρωπος στὸ Χριστὸ καὶ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου!
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄγγελοι πέταξαν ἀπὸ τὰ οὐράνια, ἔκοψαν τὰ δεσμὰ καὶ ἐλευθέρωσαν τὸν ἄνθρωπο. Αὐτόματως ἔφυγε ἀπὸ τὴν πλάτη του τὸ φορτίο. Ἀκούστηκαν τότε μουσικὲς καὶ ἐμβατήρια οὐράνια. Γιατὶ εἶπε ὁ Χριστός· «Χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,7).
Προσπαθοῦσε ὁ ταλαίπωρος νὰ λυθῇ. Κουράστηκε. Ποτάμι ἔτρεχε ὁ ἱδρώτας του. Ἔπεσε κάτω, ἀλλὰ δὲν κατάφερε τίποτε.
Κάποια στιγμὴ εἶδε νὰ περνοῦν ἀπὸ μπροστά του οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλάτων, ἄλλα μεγάλα πνεύματα. Σᾶς παρακαλῶ πολύ, τοὺς εἶπε, λύστε με ἀπὸ τὸ φορτίο! Αὐτοὶ ὅμως κάθονταν καὶ φιλοσοφοῦσαν γιὰ τὸ φορτίο. Τὸ ἐξέταζαν, τὸ ἐρευνοῦσαν, τὸ ζύγιζαν, μὰ κανείς τους δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ ἀφαιρέσῃ οὔτε κάτι ἐλάχιστο ἀπὸ τὸ βάρος. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἀπελπισμένος. Ἀναστέναζε καὶ ἔκλαιγε.
Ἐπὶ τέλους πέρασε κ᾿ ἕνας ἀσκητὴς μὲ τὸ ῥαβδί του. Αὐτὸς τοῦ εἶπε· Ἄνθρωπέ μου, ἂν θέ᾽ς νὰ λυτρωθῇς, βλέπεις αὐτὸ τὸ ἀνηφοράκι; Ἀνέβα στὴν κορυφή, καὶ τότε θὰ πέσῃ ἀπὸ τοὺς ὤμους σου τὸ φορτίο ποὺ ἔχεις. Ὁ ἄνθρωπος πίστεψε στὰ λόγια του. Μπουσουλώντας σιγὰ – σιγὰ ἀνέβηκε στὴν κορυφή. Κ᾿ ἐκεῖ τί εἶδε; Εἶδε τὸν Κύριο ἐσταυρωμένο, ποὺ ἔλαμπε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο. Καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος τοῦ λέει· «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11,28). Καὶ πίστεψε ὁ ἄνθρωπος στὸ Χριστὸ καὶ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου!
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄγγελοι πέταξαν ἀπὸ τὰ οὐράνια, ἔκοψαν τὰ δεσμὰ καὶ ἐλευθέρωσαν τὸν ἄνθρωπο. Αὐτόματως ἔφυγε ἀπὸ τὴν πλάτη του τὸ φορτίο. Ἀκούστηκαν τότε μουσικὲς καὶ ἐμβατήρια οὐράνια. Γιατὶ εἶπε ὁ Χριστός· «Χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,7).
* * *
Ἀδέρφια μου, δὲν εἶνε λόγια αὐτά, δὲν εἶνε ποίησις, δὲν εἶνε ζωγραφιά. Εἶνε μιὰ πραγματικότης. Καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει πάνω στοὺς ὤμους του τὶς ἁμαρτίες του. Αὐτὲς εἶνε τὸ μεγαλύτερό μας δυστύχημα, ποὺ ἔχει συνέπειες καὶ πέρα ἀπὸ τὸν τάφο.
Ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ· Ἐλᾶτε, ἁμαρτωλοὶ ὁδοιπόροι τοῦ κόσμου· γυναῖκες καὶ ἄντρες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἐλᾶτε γιὰ νὰ πάρω ἀπὸ τοὺς ὤμους σας τὸ φορτίο καὶ νὰ σᾶς ξεκουράσω.
Δόξα στὸ Χριστό! Αὐτός, σὰν τὸν μυθικὸ Ἄτλαντα, σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου.
Τὸ φάρμακο κατὰ τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἕνα· ἡ ἀκράδαντη πίστι στὸ Χριστό. Ποιά πίστι; ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὄχι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου.
Κοίταξε τὸ ἅγιο ποτήριο μὲ πίστι. Μιὰ σταγόνα ἀπ᾿ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ καίει τὰ ἁμαρτήματα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Αὐτὸ εἶνε τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας, αὐτὸ ἡ ἐλπίδα μας.
Εἶπα στὴν ἀρχή, ὅτι ὅλη ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἔχει ἕνα δίδαγμα. Ἀσθενὴς καὶ παράλυτος, ποὺ εἶχε μολύβι τὸ κορμί του, ἀλλὰ καὶ πιὸ μολύβι τὴν ψυχή του, ἦταν ὁ παραλυτικὸς τοῦ εὐαγγελίου. Ἐμεῖς βλέπουμε τὸ κορμί του, ὁ Χριστὸς βλέπει τὴν ψυχή του. Γι᾿ αὐτὸ δὲν τοῦ λέει πρῶτα τὸ «Ἔγειρε καὶ περιπάτει», ἀλλὰ τὸ «Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,5). Λοιπόν, μεγαλύτερη προσοχὴ νὰ ἔχουμε στὴν ψυχὴ ἀπ᾿ ὅ,τι στὸ σῶμα.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀνοίξῃ τὰ μάτια μας καὶ νὰ φυλαχθοῦμε ἀπ᾿ τὸ κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν» (Ῥωμ. 12,9), μῖσος δηλαδὴ κατὰ τοῦ κακοῦ. Φεῦγε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, λέει καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, «ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως» (Σ. Σειρ. 21,2), σὰν ἀπὸ φίδι. Κι ὅταν πέφτουμε σὲ ἁμάρτημα, νὰ τὸ θεωροῦμε μεγάλο δυστύχημα τῆς ζωῆς σας. Ἀλλὰ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε. Διότι φτάνει μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μᾶς ξεπλύνῃ. Ὁ Χριστός, ποὺ δέχτηκε ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, θὰ δεχτῇ κ᾿ ἐμᾶς καὶ θὰ μᾶς πῇ· «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2).
Τῆς ἀφέσεως αὐτῆς εἴθε νὰ τύχουμε ὅλοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν· ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ· Ἐλᾶτε, ἁμαρτωλοὶ ὁδοιπόροι τοῦ κόσμου· γυναῖκες καὶ ἄντρες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἐλᾶτε γιὰ νὰ πάρω ἀπὸ τοὺς ὤμους σας τὸ φορτίο καὶ νὰ σᾶς ξεκουράσω.
Δόξα στὸ Χριστό! Αὐτός, σὰν τὸν μυθικὸ Ἄτλαντα, σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου.
Τὸ φάρμακο κατὰ τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἕνα· ἡ ἀκράδαντη πίστι στὸ Χριστό. Ποιά πίστι; ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὄχι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου.
Κοίταξε τὸ ἅγιο ποτήριο μὲ πίστι. Μιὰ σταγόνα ἀπ᾿ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ καίει τὰ ἁμαρτήματα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Αὐτὸ εἶνε τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας, αὐτὸ ἡ ἐλπίδα μας.
Εἶπα στὴν ἀρχή, ὅτι ὅλη ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἔχει ἕνα δίδαγμα. Ἀσθενὴς καὶ παράλυτος, ποὺ εἶχε μολύβι τὸ κορμί του, ἀλλὰ καὶ πιὸ μολύβι τὴν ψυχή του, ἦταν ὁ παραλυτικὸς τοῦ εὐαγγελίου. Ἐμεῖς βλέπουμε τὸ κορμί του, ὁ Χριστὸς βλέπει τὴν ψυχή του. Γι᾿ αὐτὸ δὲν τοῦ λέει πρῶτα τὸ «Ἔγειρε καὶ περιπάτει», ἀλλὰ τὸ «Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,5). Λοιπόν, μεγαλύτερη προσοχὴ νὰ ἔχουμε στὴν ψυχὴ ἀπ᾿ ὅ,τι στὸ σῶμα.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀνοίξῃ τὰ μάτια μας καὶ νὰ φυλαχθοῦμε ἀπ᾿ τὸ κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν» (Ῥωμ. 12,9), μῖσος δηλαδὴ κατὰ τοῦ κακοῦ. Φεῦγε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, λέει καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, «ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως» (Σ. Σειρ. 21,2), σὰν ἀπὸ φίδι. Κι ὅταν πέφτουμε σὲ ἁμάρτημα, νὰ τὸ θεωροῦμε μεγάλο δυστύχημα τῆς ζωῆς σας. Ἀλλὰ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε. Διότι φτάνει μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μᾶς ξεπλύνῃ. Ὁ Χριστός, ποὺ δέχτηκε ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, θὰ δεχτῇ κ᾿ ἐμᾶς καὶ θὰ μᾶς πῇ· «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2).
Τῆς ἀφέσεως αὐτῆς εἴθε νὰ τύχουμε ὅλοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Γεωργίου Χαροκόπου Καλλιθέας – Ἀθηνῶν τὴν 9-7-1961