Το έργο του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας «Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς»
Μέσα στο σύνολο των χριστολογικών έργων του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας υπάρχει κι αυτό που τιτλοφορείται ως εξής˙ Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς. Στο έργο αυτό βλέπει κανείς την στάση του αγίου Κυρίλλου απέναντι στις χριστολογικές αιρέσεις της εποχής του και πολύ περισσότερο απέναντι στη λεγομένη διαιρετική χριστολογία.
Το έργο γράφτηκε μεταξύ των ετών 425-427[1]. Ο Νεστόριος ανήλθε στο θρόνο της Κων/λεως το 428[2]. Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ο άγιος Κύριλλος συνέταξε το έργο αυτό πρίν ακόμη εκδηλωθεί η νεστοριανική ‘καταιγίδα’.
Η κακοδοξία, όμως, που εξέφρασε ο αιρετικός Νεστόριος είχε αρχίσει να διδάσκεται νωρίτερα. Πριν ακόμη από την ολοκληρωτική θεολογική ήττα των Αρειανών το 381 με την Β΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδο και το Σύμβολο Νικαίας-Κων/λεως, είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται τόσο η συγχυτική χριστολογία από τον Απολλινάριο Λαοδικείας (360 κ.ε.), ότι ο Χριστός είναι μία σύνθετη φύσις και ότι ο Θεός Λόγος δεν προσέλαβε ανθρώπινο νου, αλλά αυτός απετέλεσε τον νου του Χριστού, όσο και η διαιρετική χριστολογία από τον Διόδωρο Ταρσού (370), ότι στον Χριστό υπάρχουν δύο Υιοί, δύο πρόσωπα[3], ο φύσει Υιός του Πατρός και ο άνθρωπος, που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία.
Η κακοδοξία, όμως, που εξέφρασε ο αιρετικός Νεστόριος είχε αρχίσει να διδάσκεται νωρίτερα. Πριν ακόμη από την ολοκληρωτική θεολογική ήττα των Αρειανών το 381 με την Β΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδο και το Σύμβολο Νικαίας-Κων/λεως, είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται τόσο η συγχυτική χριστολογία από τον Απολλινάριο Λαοδικείας (360 κ.ε.), ότι ο Χριστός είναι μία σύνθετη φύσις και ότι ο Θεός Λόγος δεν προσέλαβε ανθρώπινο νου, αλλά αυτός απετέλεσε τον νου του Χριστού, όσο και η διαιρετική χριστολογία από τον Διόδωρο Ταρσού (370), ότι στον Χριστό υπάρχουν δύο Υιοί, δύο πρόσωπα[3], ο φύσει Υιός του Πατρός και ο άνθρωπος, που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία.
Η αντίθεση του αγίου Κυρίλλου στη διαιρετική χριστολογία φαίνεται και σε προγενέστερα έργα του, όπως τα Γλαφυρά και στις Πασχάλιες Ομιλίες[4]. Όμως, στο συγκεκριμένο έργο αρχίζει την συστηματικότερη αντίκρουσή της. Ποιός, όμως, ήταν ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας;
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας γεννήθηκε το 370 και ήταν ανηψιός του πατριάρχου Θεοφίλου. Διαδέχθηκε στο θρόνο τον θείο του παρά την ισχυρή αντίδραση της κυβέρνησης και του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος της Αλεξανδρείας. Η βιαιότητα του χαρακτήρα του και η εμπάθειά του εκδηλώθηκαν έντονα στην περίπτωση των αιρετικών Νοβατιανών και των Ιουδαίων της Αλεξανδρείας, πράγμα που τον έφερε σε σύγκρουση με τον έπαρχο Ορέστη. Το όνομα του αγίου Κυρίλλου αναμίχθηκε στο φόνο της φιλοσόφου Υπατίας.
Στα εκκλησιαστικά πράγματα ο άγιος Κύριλλος ήδη από το 403 πήρε μέρος, συνοδεύοντας τον θείο του, στην αντικανονική σύνοδο της Δρυός, που κατεδίκασε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Αρχικά ο άγιος Κύριλλος συμμερίσθηκε την αρνητική στάση του θείου του έναντι του αγίου Ιωάννου, αφού το 416 χρησιμοποίησε πολύ σκληρή γλώσσα κατά του μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας μας. Αργότερα, όμως, ως επίσκοπος υποχώρησε και ενέγραψε στα Δίπτυχα της Εκκλησίας το όνομα του ιερού Χρυσοστόμου περί το 418.
Αλλά, αυτό, για το οποίο είναι γνωστή η δραστηριότητα του αγίου Κυρίλλου, είναι ο αγώνας του κατά του αιρετικού Νεστορίου.
Ήδη από το 429 ο άγιος Κύριλλος πήρε θέση κατά του αιρετικού Νεστορίου με μια πασχάλιο Επιστολή, που έστειλε το χρόνο αυτό. Ο άγιος Κύριλλος και ο αιρετικός Νεστόριος απευθύνθηκαν στον πάπα Καιλεστίνο, ο οποίος με σύνοδο στη Ρώμη το 430 κατεδίκασε τον αιρετικό Νεστόριο. Μετά απ’αυτό ο άγιος Κύριλλος έστειλε στον αιρετικό Νεστόριο ένα κείμενο, που περιείχε 12 αναθεματισμούς και τού ζητούσε να το υπογράψει, για να απαρνηθεί με τον τρόπο αυτό τις πλάνες του. Ο αιρετικός Νεστόριος αρνήθηκε.
Το 431 συνεκλήθη η Γ΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο, η οποία είχε ως πρόεδρο τον Άγιο Κύριλλο. Ο αιρετικός Νεστόριος ήδη από την πρώτη ημέρα καθαιρέθηκε από τον θρόνο του, αφορίστηκε και καταδικάστηκε η διδασκαλία του. Ο πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης, που ήταν υποστηρικτής του αιρετικού Νεστορίου, έφθασε στη σύνοδο 4 ημέρες αργότερα.
Συνεκάλεσε μια αντισύνοδο, η οποία κατεδίκασε τον άγιο Κύριλλο για την φράση του «μίαν φύσιν του Λόγου σεσαρκωμένην ». Όπως ήταν φυσικό δημιουργήθηκε σύγχυση και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος διέταξε την εκθρόνιση και φυλάκιση και του αιρετικού Νεστορίου και του αγίου Κυρίλλου. Τελικά, ο άγιος Κύριλλος κατάφερε και απέφυγε την καταδίκη και επέστρεψε ως θριαμβευτής στην Αλεξάνδρεια, ενώ ο αιρετικός Νεστόριος κλείστηκε σε μοναστήρι στην Αντιόχεια. Η διαμάχη, όμως, δεν σταμάτησε.
Οι Αντιοχειανοί καταφέρονταν κατά του αγίου Κυρίλλου. Το 433, όμως, ο Αντιοχείας Ιωάννης ήλθε σε συμφωνία με τον άγιο Κύριλλο και κατεδίκασε τη διδασκαλία του αιρετικού Νεστορίου, ενώ ο άγιος Κύριλλος τού έστειλε την περίφημη 39η Επιστολή του, στην οποία υπογραμμίζεται η ασύγχυτη ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και η Μαρία ονομάζεται Θεοτόκος.
Ο άγιος Κύριλλος αγωνίσθηκε κατά των Νεστοριανών για δέκα ακόμη χρόνια. Ωφείλουμε, επίσης, να επισημάνουμε ότι βασική θέση της Χριστολογίας του Αγίου Κυρίλλου ήταν η καθ’υπόστασιν ένωση των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Θεού Λόγου. Δείγμα του πανορθοδόξου κύρους και της αναγνωρίσεως της χριστολογικής θεολογίας του αγίου υπήρξε η υιοθέτηση της χριστολογίας του ως κριτηρίου ορθοδοξίας στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 444. Η μνήμη του τιμάται στις 9 Ιουνίου, ενώ η ανάμνηση της φυγής του από την Αλεξάνδρεια στην Έφεσο για την σύγκληση της Γ΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου στις 18 Ιανουαρίου[5].
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Πρόκειται για διάλογο, που απομιμείται τους πλατωνικούς διαλόγους, ένα σύνηθες για την εποχή εκείνη φαινόμενο. Η διαλογική συζήτηση γίνεται με κάποιο υποθετικό πρόσωπο, ονόματι Ερμεία. Το αντικείμενο της συζητήσεως είναι το Μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, δηλαδή η χριστολογική διδασκαλία της Εκκλησίας.
Ο Ερμείας, κάνοντας την αρχή του διαλόγου, διαπιστώνει ότι πολλοί, σα να είναι μεθυσμένοι («…καταμεθύουσί τινες…»), διατυπώνουν διάφορες γνώμες, με τις οποίες, όμως, παραχαράττουν τα παραδεδομένα υπό της Αγίας Γραφής. Ο άγιος Κύριλλος, στη συνέχεια, τον παρακινεί να πει, ποιοί είναι του καθενός απ’αυτούς οι «θρύλλοι καί τά σεμνά μυθάρια». Κι έτσι ο Ερμείας αναφέρει τις μέχρι τότε χριστολογικές αιρέσεις ως παρερμηνείες της Αγίας Γραφής.
Η αρχή γίνεται με την αναφορά του Ερμεία στην χριστολογική αίρεση του δοκητισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο εκ Θεού Λόγος ναι μεν έγινε άνθρωπος, αλλά δεν φόρεσε, δεν προσέλαβε την σάρκα από την Παρθένο. Δηλαδή, ο Χριστός δεν είχε πραγματικό, αλλά φαινομενικό σώμα, παρουσιάσθηκε φαινομενικά ως άνθρωπος.
Στή συνέχεια ο Ερμείας αναφέρεται στην χριστολογική αίρεση του Αρειανισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο Χριστός δεν ήταν κατά φύσιν Θεός, αλλά ένα θεοποιημένο κτίσμα, ένας θεοποιημένος άνθρωπος. Οι τάλανες Αρειανοί, λέει, «παραιτούνται στεφανούν τήν από γης σάρκα ταις ανωτάτω δόξαις» και ισχυρίζονται ότι ο εκ Θεού Πατρός φυείς Λόγος μετατράπηκε «εις οστέων τε καί νεύρων καί σαρκός φύσιν».
Πιό κάτω κάνει λόγο γι’αυτούς, πού υποστηρίζουν ότι ο Λόγος έλαβε την αρχή της υπάρξεώς Του από την στιγμή της γεννήσεώς Του από την Παρθένο, καθώς επίσης και για την αίρεση του Μαρκέλλου και του Φωτεινού, οι οποίοι έλεγαν ότι ο Λόγος είναι ανυπόστατος και όχι ενυπόστατος, δηλαδή απλός προφορικός λόγος και επομένως δεν είναι Θεός.
Στο τραπέζι της συζητήσεως τίθεται και χριστολογική αίρεση του Απολλιναρισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο Λόγος του Θεού δεν προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Η ενσάρκωση δεν αποτελεί τέλεια ενανθρώπηση, γιατί κατ’αυτήν ο Λόγος του Θεού προσέλαβε από την ανθρώπινη φύση μόνο το σώμα και την άλογη ψυχή. Ο Χριστός είναι μία σύνθετη φύσις και ο Θεός Λόγος δεν προσέλαβε ανθρώπινο νου, αλλά αυτός απετέλεσε τον νου του Χριστού.
Τέλος, ο Ερμείας παρουσιάζει και την διδασκαλία της χριστολογικής αιρέσεως του Νεστοριανισμού, ο οποίος απορρίπτει την οντολογική, την πραγματική ένωση εν Χριστώ της θείας με την ανθρώπινη φύση και κόβει, διαιρεί («καταδιΐστησιν») σε δύο τον ένα Χριστό, θεωρώντας ότι άλλος είναι ο άνθρωπος Ιησούς, που γεννήθηκε από την Παρθένο, και άλλος είναι ο εκ Θεού Πατρός Λόγος. Ο Θεός Λόγος ενώθηκε κατ’άκραν συνάφειαν, δηλαδή με μια απλή συνάφεια, με μια ηθική και σχετική ένωση, με τον άνθρωπο Ιησού και έτσι προήλθε ο Χριστός. Ο Θεός Λόγος δηλαδή ενοίκησε στο ναό, τον άνθρωπο Ιησού.
Εν κατακλείδι, ο Ερμείας μάς παρουσιάζει και την νεστοριανική ερμηνεία δύο χωρίων της Αγίας Γραφής. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους νεστοριανούς τό χωρίο «Ουδείς έγνω τόν Υιόν, ει μή ο Πατήρ»[6] δηλώνει τον φύσει και αληθεία Υιόν του Πατρός, ενώ αυτό που είπε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στην Θεοτόκο «Μή φοβού, Μαριάμ˙ εύρες γάρ χάριν παρά τω Θεώ καί ιδού συλλήψη εν γαστρί καί τέξη υιόν καί καλέσεις τό όνομα αυτού Ιησούν»[7], δηλώνει τον άνθρωπο Ιησού.
Μετά από την παράθεση των παραπάνω χριστολογικών αιρέσεων, ο Ερμείας ζητά από τον άγιο Κύριλλο να τού εκθέσει την αληθινή πίστη, «τό ακιβδήλως έχον»[8].
Ο άγιος Κύριλλος ανασκευάζει πρώτα την αίρεση του δοκητισμού, τον οποίο, παραπέμποντας σε ακαταμάχητα βιβλικά χωρία, χαρακτηρίζει ανατροπή όλης της πίστεως και ακύρωση της σωτηρίας. Απευθυνόμενος προς τους δοκήτες τούς λέει : «Πλανάσθε μή ειδότες τάς Γραφάς»[9] μήτε της ευσεβείας τό μέγα μυστήριον, δηλαδή τόν Χριστόν, «ος εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη»[10]. Αυτό το μυστήριο της ευσεβείας δεν είναι τίποτε άλλο, λέει, παρά αυτός ο ίδιος ο εκ Θεού Πατρός Λόγος, ο οποίος φανερώθηκε σ’εμάς εν σαρκί.
Γιατί, γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και έλαβε μορφή δούλου. Φανερώθηκε και στους αγγέλους, οι οποίοι, όταν γεννήθηκε, Τον υμνούσαν, λέγοντας, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ καί επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»[11]. Αλλά, φανερώθηκε και στους ποιμένες, οι οποίοι μάς παρείχαν σημεία για τον Θεό Λόγο, που έλαβε σάρκα για’μας. «Ιδού, εγεννήθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος εν πόλει Δαβίδ. Καί τούτο υμίν τό σημείον˙ ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη»[12].
Αν, λοιπόν, ερωτά ο άγιος Κύριλλος, υφίσταται ο διά Παρθένου τόκος και η εν σαρκί φανέρωση, πώς το όνομα της δοκήσεως, η οποία διαγράφει μια τόσο παχεία και εναργή οικονομία, δεν είναι αδρανής εικαιομυθία και μανία και λήρος; Γιατί, αν υπήρχε σκιά και δόκηση, τότε δεν θα υπήρχε αληθινή σάρκωση, ούτε θα κυοφορούσε η Παρθένος, ούτε ο εκ Θεού Πατρός Λόγος θα προσελάμβανε το σπέρμα του Αβραάμ, ούτε θα γινόταν όμοιος με τους αδελφούς. Εμείς, συνεχίζει ο άγιος Κύριλλος, δεν είμαστε σκιά και δόκηση, αλλά βρισκόμαστε σε απτά και ορατά σώματα, φοράμε αυτή την γηγενή σάρκα και νικώμαστε από τη φθορά και τα πάθη.
Έτσι, λοιπόν, αν ο Λόγος δεν γινόταν καθ’όλα άνθρωπος, τότε δεν θα μπορούσε και δεν θα ήθελε να βοηθήσει αυτούς, που πειράζονται και ταλαιπωρούνται, επειδή ο Ίδιος δεν θα είχε πάθει και δεν θα δοκίμαζε πειρασμούς. Γιατί, η σκιά δεν μπορεί να πάθει ο,τιδήποτε. Και το σύμπαν θα εξαφανιζόταν και θα προσχωρούσε στην ανυπαρξία. Ακόμη, ποιόν νώτο (πλάτη) παρέδωσε ο Χριστός σε μαστίγωση για την σωτηρία μας; Ποιό μάγουλο παρέδωσε στους Ιουδαίους, που Τον χτυπούσαν, και υπέμεινε τις πληγές; Ή σε ποιόν έμπηξαν καρφιά στα χέρια και στα πόδια, παρά σ’ Αυτόν, που φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα; Ή ποιά πλευρά, αφού ένυξαν οι απεσταλμένοι του Πιλάτου, ανέβλυσε απ’αυτή αίμα και ύδωρ, πράγμα που έγινε σ’όλους ορατό;
Κι αν χρειάζεται να πούμε κάτι πέρα απ’αυτά, επισημαίνει ο άγιος Κύριλλος, τότε ο Χριστός ούτε πέθανε για’μας, ούτε αναστήθηκε. Πράγμα, το οποίο αν παραδεχθούμε, τότε κενώνεται η πίστη, εξαφανίζεται ο σταυρός, που είναι η σωτηρία και η ζωή του κόσμου και καταστρέφεται παντελώς η ελπίδα αυτών, που εν πίστει έχουν κοιμηθεί.
Εν συνεχεία, ο άγιος Κύριλλος φέρνει και την μαρτυρία του Αποστόλου των Εθνών και μακαρίου Παύλου, ο οποίος απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους και κατ’επέκτασιν προς όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, λέγει : « Παρέδωκα γάρ υμίν εν πρώτοις, ο καί παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών, κατά τάς Γραφάς, καί ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα, έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείονες μένουσιν έως άρτι, τινές δέ καί εκοιμήθησαν. Έπειτα ώφθη Ιακώβω, έπειτα τοις αποστόλοις πάσιν, έσχατον δέ πάντων, ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί»[13]. Και πάλι˙ «Ει δέ Χριστός κηρύσσεται, ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσιν εν υμίν τινές, ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν; Ει δέ ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δέ Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα τό κήρυγμα ημών, κενή καί η πίστις ημών. Ευρισκόμεθα δέ καί ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι ήγειρε τόν Χριστόν, ον ουκ ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται»[14].
Προχωρώντας την ανασκευή των θέσεων της αιρέσεως του δοκητισμού, ρωτάει ο Άγιος Κύριλλος με έμφαση με ποιόν τρόπο γίνεται να πεθάνει η σκιά; Πώς, λοιπόν, ο Θεός Πατήρ ανέστησε τον Χριστό, αν Αυτός είναι σκιά και φαντασία και δεν μπορεί να αλλοιωθεί από τα δεσμά του θανάτου; Ας εξαφανισθεί, λοιπόν, αυτός ο εμετός τους, αφού θεωρούμε ότι αυτά, που λένε, είναι μύθος και αποβράσματα της νοσηράς σκέψης τους. Τέτοιους ανθρώπους μάς προαναγγέλλει ο ηγαπημένος μαθητής του Σωτήρος, γράφοντας : «Πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τόν κόσμον. Εν τούτω γινώσκεται τό Πνεύμα του Θεού. Παν Πνεύμα, ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστί. Καί τούτο εστι τό του Αντιχρίστου, ο ακηκόατε ότι έρχεται, καί νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη»[15].
Κατακλείοντας την αντιμετώπιση της αιρέσεως του δοκητισμού ο άγιος Κύριλλος, διαπιστώνει ότι, αν ο Χριστός δεν έγινε άνθρωπος, τότε ούτε αναλήφθηκε προς τον εν τοις ουρανοίς Πατέρα και Θεό, ούτε θα επιστρέψει απ’τον ουρανό σαν εμάς, δηλαδή ως άνθρωπος με σάρκα[16].
Κατόπιν ο άγιος Κύριλλος αποδεικνύει λογικώς αδύνατη και γραφικώς ανεπίτρεπτη την τροπή του Λόγου σε σάρκα, λέγοντας ότι ο πολυέλεος Λόγος του Θεού, που είναι ο δημιουργός των πάντων, εκένωσε εαυτόν και έγινε άνθρωπος για’μας, αφού έλαβε ανθρώπινη σάρκα διά μέσου παρθένου γυναικός. Επειδή τα παιδιά του Θεού έχουν πάρει όλα την ασθενή και φθαρτή ανθρώπινη φύση, σάρκα και αίμα, γι’αυτό κι Αυτός κατά παρόμοιο τρόπο πήρε σάρκα και αίμα, την ανθρώπινη φύση, χωρίς, όμως, καμμία αμαρτία.
Έγινε άνθρωπος, για να εξουδετερώσει με τον θάνατό Του και καταργήσει τον διάβολο, ο οποίος μέχρι προ ολίγου είχε την δύναμη και την εξουσία να ρίπτει τους ανθρώπους, εξ αιτίας των αμαρτιών τους στον θάνατο και να απαλλάξει αυτούς, οι οποίοι, εξαιτίας του φόβου του θανάτου, κυριαρχούνταν σ’όλο το διάστημα της ζωής τους από την καταθλιπτική δουλεία της αγωνίας και του τρόμου απέναντι του θανάτου. Να, λοιπόν, τί λέει η Γραφή[17].
Έπειτα, μάς εξηγεί την διαφορά, την διάκριση που υπάρχει μεταξύ ακτίστου και κτιστού, μεταξύ αγεννήτου και γεννητής φύσεως. Η γεννητή φύση, επειδή έλαβε την ύπαρξή της εν χρόνω, δεν είναι έξω από τα πεπερασμένα όριά της, αν πάθει κάποια αλλοίωση. Γιατί αυτό, που έλαβε την ύπαρξή του εν χρόνω, έχει σπαρμένο μέσα του και την αλλοίωση.
Η αγέννητη φύση, δηλαδή ο Θεός, που είναι πάνω από κάθε νου, επειδή έχει την ύπαρξή Του ανεξάρτητη και υπερέχουσα από κάθε γέννηση και φθορά, υπερέχει κάθε τροπής. Ο Θεός εξαιτίας της ίδιας της φύσεώς Του, που είναι αγέννητη, υπερέχει και διαφέρει ασυγκρίτως από κάθε τι, που λαμβάνει την ύπαρξή του διά της γεννήσεως και, επομένως, δεν μπορεί να συμβεί κάτι σ’Αυτόν από αυτά, που, συνήθως, συμβαίνουν στα δημιουργήματά Του.
Έτσι, λοιπόν, το θείον είναι αμετάπτωτο. Τα κτιστά, όμως, επειδή βρίσκονται σε αλλοίωση και τροπή, έχουν την παραφθορά κοντά στην πόρτα τους αγχίθυρος [= αγχι (κοντά-πλησίον-εγγύς) + θύρα (πόρτα)]. Και γνωρίζοντας αυτό το πράγμα πολύ καλά και σα να φιλοσοφεί άριστα ο προφήτης Ιερεμίας λέει προς τον Θεό ότι «Σύ καθήμενος εις τόν αιώνα καί ημείς απολλύμενοι τόν αιώνα». Έτσι, λοιπόν, το θείον βασιλεύει και κατακρατεί τα πάντα, χωρίς να τυραννείται από κανένα πάθος.
Εμείς, όμως, επειδή έχουμε ευτροχώτατη και ευπαράφορη φύση, εξαιτίας της αλλοιώσεως και της τροπής, που φέρουμε μέσα μας, απολλύμεθα τόν αιώνα, δηλαδή χανόμασθε σε κάθε καιρό και χρόνο, αφού είμαστε φθαρτοί και τρεπτοί. Ούτε η αγέννητη θεία φύση έπαθε κάποια τροπή από τα πάθη, ούτε η γεννητή, φθαρτή και αλλοιουμένη κτιστή φύση απέκτησε την ουσιώδη ατρεψία, ούτε απέκτησε τα αγαθά της θείας φύσεως, σα να ήταν δικά της.
Και, για να αντιληφθούμε καλύτερα ότι η φύση του Λόγου είναι παντελώς άτρεπτη και αναλλοίωτη, ενώ η γεννητή φύση είναι αλλοιωτή, ο άγιος Κύριλλος μάς φέρνει την μαρτυρία του πνευματοφόρου και προφητάνακτος μακαρίου Δαβίδ, ο οποίος λέγει : «Οι ουρανοί απολούνται, σύ δέ διαμένεις, καί πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, καί ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς, καί αλλαγήσονται. Σύ δέ ο αυτός ει, καί τά έτη σου ουκ εκλείψουσι ».
Και κατακλείει λέγοντας, ότι η θεωρία περί της τροπής του Λόγου σε σάρκα είναι λήρος και μανία[18].
Πιo κάτω ο άγιος Κύριλλος έρχεται να ανασκευάσει με τον ίδιο πάλι τρόπο την θεωρία περί της τροπής της σαρκός στη φύση της θεότητος.
Αν η φύση της θεότητος μετατράπηκε στη φύση της σαρκός, αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύση πέταξε την σάρκα και μετεβλήθη σε θεότητα και θεία ουσία. Όμως, εμείς δεν θα πεισθούμε σ’αυτή την εμβροντησία και την ασυνεσία, αλλά θα πιστέψουμε περισσότερο τις θείες Γραφές και τον προφήτη Ησαΐα, ο οποίος λέει : «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται καί τέξεται Υιόν καί καλέσεις τό όνομα αυτού Εμμανουήλ»[19], με την οποία προφητεία επισφραγίζεται η προσφώνηση του Αρχαγγέλου και ερμηνεύεται η άνωθεν εκλογή της Παρθένου : «Μή φοβού Μαριάμ ότι ιδού συλλήψη εν γαστρί καί τέξη Υιόν καί καλέσεις τό όνομα αυτού Ιησούν»[20]. Εμείς πιστεύουμε, προσθέτει ο άγιος Κύριλλος, ότι ο Εμμανουήλ πραγματικά γεννήθηκε από Παρθένο γυναίκα και διατηρούμε το λαμπρό και αξιάγαστο των δύο φύσεων[21].
Κατόπιν ο άγιος Κύριλλος επιχειρηματολογεί εναντίον εκείνων, που πίστευαν ότι ο Λόγος έλαβε αρχή της υπάρξεως από την στιγμή της γεννήσεώς Του από την Παρθένο.
Κατ’αρχήν ο άγιος Κύριλλος είναι αυστηρός και χαρακτηρίζει αυτή την θεωρία ως δυσβουλία και μειρακιώδη αβελτηρία, ως μύθο γραώδη και βδελυρό και για τους πιστεύοντας αυτήν εφαρμόζει το εξής γραφικό χωρίο : «Τάφος, αληθώς, ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν, ιός ασπίδων υπό τά χείλη αυτών, ων τό στόμα αράς καί πικρίας γέμει»[22].
Έπειτα φέρνει την μαρτυρία του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου. «Εν αρχή ην ο Λόγος, πάντα δι’αυτού εγένετο καί χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν»[23]. «Ο ην απ’αρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα καί αι χείρες ημών εψηλάφησαν περί του λόγου της ζωής. Καί η ζωή εφανερώθη καί εωράκαμεν καί μαρτυρούμεν καί απαγγέλλομεν υμίν τήν ζωήν τήν αιώνιον, ήτις ην πρός τόν Πατέρα καί εφανερώθη ημίν»[24].
Ως απόδειξη της αρχαιότητος της υπάρξεως του Χριστού φέρνει τα ίδια τα λόγια του Σωτήρος, ο οποίος είπε προς τους Ιουδαίους : « Αμήν, αμήν λέγω υμίν, πρίν Αβραάμ γενέσθαι, εγώ ειμί»[25]. Εδώ, βέβαια, ο Χριστός μιλάει για την αΐδια ύπαρξή Του ως Θεός, πράγμα που οι Ιουδαίοι παρανόησαν και, απορώντας, Τόν ρώτησαν : «Πεντήκοντα έτη ούπω έχεις, καί Αβραάμ εώρακας»;[26]
Στη συνέχεια ο άγιος Κύριλλος ανασκευάζει την αίρεση του Μαρκέλλου και του Φωτεινού, οι οποίοι έλεγαν ότι ο Λόγος είναι ανυπόστατος και όχι ενυπόστατος, δηλαδή απλός προφορικός λόγος και επομένως δεν είναι Θεός.
Αμέσως φέρνει σε αντιπαράθεση ο άγιος Κύριλλος το ερώτημα του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου : «Τίς εστίν ο ψεύστης, ει μή ο αρνούμενος, ότι Ιησούς ουκ έστιν ο Χριστός; Ούτος εστίν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τόν Πατέρα καί τόν Υιόν. Πας ο αρνούμενος τόν Υιόν, ουδέ τόν Πατέρα έχει˙ ο ομολογών τόν Υιόν, καί τόν Πατέρα έχει»[27].
Κανένας δεν μπορεί να μάθει τί είναι ο Πατήρ, αν δεν δεχθεί τον Υιό ενυπόστατο και γεννητό. Όπως, επίσης, κανένας δεν μπορεί να μάθει τί είναι ο Υιός, αν δεν δεχθεί ότι γέννησε ο Πατήρ. Αν ο Υιός είναι ανύπαρκτος, δεν μπορούμε αληθινά να καταλάβουμε τον Πατέρα. Πώς θα είναι Πατήρ, αν δεν γέννησε αληθινά; Ή, αν γέννησε το ανυπόστατο και ανύπαρκτο, τότε αυτό, που γέννησε, είναι το μηδέν. Γιατί, το ανυπόστατο ισούται με το μηδέν και περισσότερο μ’αυτό, που δεν υπάρχει καθόλου. Επομένως, ο Θεός είναι Πατήρ του μηδενός. Αλλά, αυτά χαρακτηρίζονται «ύθλος εικαίος» από τον άγιο Κύριλλο. Πώς θα ήταν εξαίρετη η αγάπη του Θεού και Πατρός σ’εμάς;
Κι αν έδωσε ο Πατήρ τον ανυπόστατο Υιό Του για τη σωτηρία μας, τότε έδωσε το μηδέν, άρα ούτε ο Λόγος έγινε άνθρωπος, ούτε υπέστη τον Τίμιο Σταυρό, ούτε κατήργησε την εξουσία του θανάτου και ούτε αναστήθηκε. Αν, λοιπόν, ο Λόγος είναι το μηδέν και ανύπαρκτος, πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι από τα παραπάνω; Άρα, ο λόγος της Γραφής εξαπάτησε τους πιστούς και η εδραιότητα της πίστεως εξαφανίστηκε και μηδενίσθηκε, πράγμα, βέβαια, αδύνατο.
Εξακολουθεί ο άγιος Κύριλλος την ανατροπή της αιρέσεως αυτής με αναφορά τώρα στη θεολογία της φυσικής εικόνος.
Ο Υιός, λέει, χαρακτηρίζεται από την Αγία Γραφή ως «εικών του Πατρός»[28] και χαρακτήρ του Γεγεννηκότος. Και οι εικόνες είναι σαν τα αρχέτυπα. Αν, λοιπόν, η εικόνα είναι ανυπόστατος και ο χαρακτήρ ανύπαρκτος, τότε, αναγκαστικά, ανυπόστατο θα είναι και το αρχέτυπο. Έπειτα, όταν ο Απόστολος Φίλιππος, που ήταν πολύ χρηστομαθής, ζητούσε από τον Χριστό να τού δείξει τον Πατέρα – «Κύριε, δείξον ημίν τόν Πατέρα καί αρκεί ημίν »[29]- ζητούσε να δει τον υπαρκτό και ενυπόστατο Πατέρα. Αν, λοιπόν, ο Υιός ήταν ανυπόστατος και μηδενικό, σύμφωνα με το αχαλίνωτο θράσος αυτών των αιρετικών, τότε δεν θα προέτεινε τον Εαυτό Του, για να γνωρίσουμε τον Πατέρα, λέγοντας πάλι προς τον Απόστολο Φίλιππο : «Τοσούτον χρόνον μεθ’υμών ειμί καί ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τόν Πατέρα. Ου πιστεύεις, ότι εγώ εν τω Πατρί καί ο Πατήρ εν εμοί εστί; εγώ καί ο Πατήρ εν εσμέν»[30]. Αλλά, πώς γίνεται ο ενυπόστατος και υπαρκτός Πατήρ να έχει μέσα Του τον ανυπόστατο και ανύπαρκτο Υιό; Τότε θα κινδύνευε κι αυτός ο Πατήρ, αφού έχει μέσα Του το μηδέν, να νοηθεί ότι υπάρχει μέσα στο μηδέν και να γίνει κι Αυτός μηδενικό.
Αφού κατέδειξε ο άγιος Κύριλλος την ατοπία του λόγου, καταχωρεί και άλλα δύο αγιογραφικά χωρία, με τα οποία αποδεικνύεται ότι ο Λόγος είναι ενυπόστατος. «Εγώ ειμί η ζωή»[31] είναι το ένα και «Εγώ ειμί ο Ων» το άλλο. Και καταλήγει ότι η θεωρία περί ανυποστάτου Λόγου είναι «ψευδηγόρημα σαθρόν καί φρενός απόβρασμα της ηλιθιωτάτης»[32].
Στη συνέχεια ο άγιος Κύριλλος ανατρέπει την αίρεση του απολλιναρισμού, χρησιμοποιώντας περισσότερο λογικά και λιγότερο γραφικά επιχειρήματα.
Αφού παραθέτει την ορθόδοξη ομολογία πίστεως περί του προσώπου του Χριστού και της ενώσεως των δύο φύσεων σε αντιπαράθεση με την αιρετική διδασκαλία του απολλιναρισμού, τούς καλεί να παραμείνουν πιστοί στην αρχαιοτάτη αυτή πίστη και την αποκαλυφθείσα παράδοση από τους Αγίους Αποστόλους και να μην βάζουν την λογική τους και την σκέψη τους σε θέματα δογματικά, που είναι υπέρ νουν, γιατί είναι ριψοκίνδυνο, ενώ και ο ίδιος ο Κύριος λέει : « Ου γάρ εισίν αι βουλαί μου, ώσπερ αι βουλαί υμών, ουδ’ώσπερ αι οδοί υμών, αι οδοί μου, αλλ’ώσπερ απέχει ο ουρανός από της γης, ούτως απέχει η οδός μου από των οδών υμών καί τά διανοήματα υμών από της διανοίας μου». Ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Η υπέρ λόγον ένωση των δύο ανίσων και ανομοίων φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως στο ένα πρόσωπο, στη μία υπόσταση του Θεού Λόγου, δεν μας εμποδίζει από το να γνωρίζουμε και να προσκυνούμε τον ένα Χριστό και Κύριο και Υιό. Δεν Τον διασπάμε ούτε Τον διαιρούμε.
Εδώ, όμως, παραθέτει μια πολύ σημαντική θεολογική πτυχή της Χριστολογίας˙ τον λόγο, τον τρόπο και τον σκοπό της Ενανθρωπήσεως.
Ο λόγος της Ενανθρωπήσεως είναι να απαλλάξει το σώμα από την φθορά και την ψυχή από την αμαρτία. Αυτό μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος, το στόμα του Χριστού : «Επειδή γάρ τά παιδία κεκοινώνηκεν σαρκός καί αίματος, καί αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα διά του θανάτου καταργήση τόν τό κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τόν διάβολον, καί απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω διά παντός του ζην, ένοχοι ήσαν δουλείας»[33] και «τό γάρ αδύνατον του νόμου, εν ω ησθένει διά της σαρκός, ο Θεός τόν εαυτού Υιόν πέμψας εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας καί περί αμαρτίας, κατέκρινε τήν αμαρτίαν εν τη σαρκί, ίνα τό δικαίωμα του νόμου πληρωθή εν ημίν τοις μή κατά σάρκα περιπατούσιν, αλλά κατά Πνεύμα»[34].
Ο τρόπος της Ενανθρωπήσεως είναι βαθύς και απόρρητος και δεν μπορεί να το καταλάβει η διάνοια του ανθρώπου. Είναι ανερμήνευτος. Το βαθύ και υπέρ νουν αυτό μυστήριο μόνο με την απερίεργη πίστη μπορούμε να το δεχθούμε και να το κηρύττουμε.
Στο σημείο αυτό ο άγιος Κύριλλος ανακεφαλαιώνει όλα τα προηγούμενα μ’ένα θαυμάσιο τρόπο και καταλήγει ευχόμενος να εξαφανισθεί κάθε λήρος, κάθε αδρανής μύθος, κάθε ψευδοδοξία και κάθε απάτη προερχομένη από ωραία και κομψά λόγια[35].
Ευθύς αμέσως προχωρά ο άγιος Κύριλλος στην αντίκρουση της αιρέσεως του νεστοριανισμού.
Το ερώτημα τίθεται ευθέως από τον Ερμεία˙ Ποιόν γέννησε η Παρθένος, τον άνθρωπο ή τον Θεό Λόγο; Ο άγιος Κύριλλος απαντά ότι όλη η πλάνη συνίσταται στον χωρισμό, στη διαίρεση του Εμμανουήλ σε Θεό Λόγο και σε άνθρωπο ειδικώς και υπενθυμίζει στον Ερμεία τα λόγια της Αγίας Γραφής : «Υμείς δέ, αγαπητοί, μνήσθητε των ρημάτων των προειρημένων υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι έλεγον υμίν, ότι επ’εσχάτων των χρόνων ελεύσονται εν εμπαιγμονή εμπαίκται κατά τάς εαυτών επιθυμίας πορευόμενοι των ασεβειών. Ούτοι εισίν οι αποδιορίζοντες ψυχικοί, πνεύμα μή έχοντες»[36].
Ο νους μας θεωρεί την διαφορά των φύσεων, της θεότητος και της ανθρωπότητος, αλλά ταυτόχρονα παραδέχεται την ένωσή τους σε ένα Χριστό και Υιό, τον ενανθρωπήσαντα Λόγο. Την θέση αυτή ο άγιος Κύριλλος την στηρίζει αγιογραφικώς˙ «Παύλος δούλος Ιησού Χριστού, κλητός απόστολος, αφωρισμένος εις Ευαγγέλιον Θεού, ο προεπηγγείλατο διά των προφητών αυτού εν Γραφαίς αγίαις, περί του Υιού αυτού του γενομένου εκ σπέρματος Δαβίδ κατά σάρκα, του ορισθέντος Υιού του Θεού εν δυνάμει κατά Πνεύμα αγιωσύνης»[37], και πάλι «Ου γάρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν, ει μή Ιησούν Χριστόν καί τούτον εσταυρωμένον»[38], και τέλος «Κύριος είπε πρός με˙ Υιός μου ει σύ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε»[39].
Για την κατανόηση του τρόπου της αδιαιρέτου ενώσεως προσκομίζει το παράδειγμα της ενώσεως της ψυχής και του σώματος. Όπως ο άνθρωπος αποτελείται από δύο ανόμοια στοιχεία, την ψυχή και το σώμα, η ένωση των οποίων μάς κάνει τον ένα άνθρωπο, κατά παρόμοιο τρόπο η ένωση των δύο ανομοίων φύσεων επί Χριστού (θείας και ανθρωπίνης) μάς κάνει τον ένα Χριστό.
Πώς, όμως, κατανοούμε τον Χριστό ως Θεό ενανθρωπήσαντα; Ο άγιος Κύριλλος μάς παραπέμπει σε πολύ χαρακτηριστικά αγιογραφικά χωρία. Λέει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στους Ιουδαίους ˙ «Ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τά έργα του Αβραάμ εποιείτε αν˙ νυν δέ ζητείτε με αποκτείναι, άνθρωπον ος τήν αλήθειαν υμίν λελάληκα, τούτο Αβραάμ ουκ εποίησε»[40]. Γράφει και ο Απόστολος Παύλος για τον Χριστό : «Ος εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού, δεήσεις τε καί ικετηρίας πρός τόν δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ θανάτου, μετά κραυγής ισχυράς καί δακρύων προσενέγκας, καί εισακουσθείς από της ευλαβείας, καίπερ ων Υιός, έμαθεν αφ’ων έπαθε τήν υπακοήν»[41]. «Ει γάρ έγνωσαν ουκ αν τόν Κύριον της δόξης εσταύρωσαν»[42]. «Ος ων απαύγασμα της δόξης καί χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού, φέρων τε τά πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού, καθαρισμόν των αμαρτιών ποιησάμενος, εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, τοσούτω κρείττων γενόμενος των αγγέλων, όσω διαφορώτερον κεκληρονόμηκεν όνομα»[43]. «Τόν δέ βραχύ τι παρ’αγγέλους ηλαττωμένον βλέπομεν Ιησο~υν, διά τό πάθημα του θανάτου δόξη καί τιμή εστεφανωμένον»[44] . [45]
Όμως, η νεστοριανή αίρεση έθετε κι άλλο καίριο ερώτημα. Αυτός ο ένας Κύριος Ιησούς Χριστός ποιός είναι, «ο εκ γυναικός άνθρωπος ή γουν ο εκ Θεού Λόγος»; Η απάντηση του αγίου Κυρίλλου απέναντι σ’αυτές τις φληνάφεις εικαιομυθίες είναι ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι ούτε μόνο ο Θεός Λόγος χωρίς την ανθρωπότητα, ούτε ο εκ Παρθένου ναός χωρίς να ενωθεί με τον Λόγο, αλλά ο Λόγος γενόμενος σάρξ. Και αναφέρει μερικά αγιογραφικά χωρία αποδεικτικά της ανθρωπίνης και θείας φύσεως του Χριστού.
Σχετικά με την θεία φύση : «Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τόν Πατέρα. Εγώ καί ο Πατήρ εν εσμέν»[46]. «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ότι όπου εάν συναχθώσι δύο ή τρεις εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»[47]. «Ιδού εγώ μεθ’υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος»[48].
Και ο Απόστολος Παύλος, ανακηρύττοντας την θεότητα του Χριστού, λέει : «Παύλος ο απόστολος ουκ απ’ανθρώπων, ουδέ δι’ανθρώπων, αλλά διά Ιησού Χριστού»[49]. «Γνωρίζω δέ υμίν τό Ευαγγέλιον, τό ευαγγελισθέν υπ’εμού, ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον. Ουδέ γάρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό, ουδέ εδιδάχθην, αλλά δι’αποκαλύψεως Ιησού Χριστού»[50]. Σχετικά με την ανθρώπινη φύση : «Ο Πατήρ μου μείζων μου εστίν»[51]. «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου, ω δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς. Ότε ήμην μετ’αυτών, εγώ ετήρουν αυτούς εν τω ονόματί σου, ους δέδωκάς μοι, καί εφύλαξα αυτούς, καί ουδείς εξ αυτών απώλετο, ει μή ο υιός της απωλείας, ίνα η Γραφή πληρωθή. Νυν δέ πρός σέ έρχομαι, καί ταύτα λαλώ εν τω κόσμω, ίνα έχωσι τήν χαράν τήν εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς»[52]. Και, τέλος, από τον Απόστολο Παύλο «Ει δέ καί εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκ έτι γινώσκομεν»[53].
Πολύ ακριβής [εν προκειμένω είναι η χρησιμοποίηση των προσηγοριών Μονογενής και Πρωτότοκος για τον ενανθρωπήσαντα Λόγο, της πρώτης επειδή παραμένει Λόγος, αν και έγινε άνθρωπος, της δευτέρας επειδή έγινε αληθής άνθρωπος. Μάλιστα οι αγγελικές δυνάμεις καλούνται από την Γραφή να προσκυνήσουν τον Πρωτότοκον , όχι γιατί ήταν απλώς άνθρωπος, αλλά γιατί ήταν ο Μονογενής Λόγος, που διά της ενανθρωπήσεως έγινε πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς.
Σ’αυτή την ορθόδοξη ερμηνεία του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Λόγου προβάλλεται μία ένσταση. Άραγε, άνθρωπο προσκυνούμε, όταν προσκυνούμε τον Εμμανουήλ; Ο άγιος Κύριλλος είναι κατηγορηματικός και απαντά ότι δεν προσκυνούμε άνθρωπο ψιλό, αλλά τον κατά φύσιν Θεό, που έγινε άνθρωπος[54].
Η ένσταση γίνεται οξύτερη, εξ αφορμής του λόγου του Χριστού προς την Σαμαρείτιδα : «ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν»[55]. Λοιπόν, πώς είναι προσκυνητός ο συντασσόμενος με τους προσκυνούντας; Πρόκειται για ένα ερώτημα, που στο βάθος κρύβεται ο νεστοριανισμός και πίσω απ’αυτόν η ιουδαϊκή πλάνη, που έβλεπε τον Χριστό ως άνθρωπο ψιλό.
Ο άγιος Κύριλλος με δεξιοτεχνία ξεπερνά την διαιρετική νοοτροπία, που βρίσκεται στη βάση του ερωτήματος και απαντά ότι Αυτός, που μιλούσε στην Σαμαρείτιδα, ήταν ο εις Χριστός, ο οποίος αποτελούνταν από την προσκυνουμένη θεία φύση και την προσκυνούσα ανθρώπινη φύση. Η προσκύνηση αποδίδεται σ’Αυτόν, που κατά τη θεία Του φύση είναι ίσος με τον Πατέρα και μαζί μ’Εκείνον και το Άγιον Πνεύμα συνδοξαζόμενος, έστω κι αν διά της ενανθρωπήσεως έγινε άνθρωπος χάριν ημών, ούτε μόνο Θεός γυμνός, ούτε μόνο άνθρωπος ψιλός. Αυτή την τοποθέτηση κατοχυρώνει ο άγιος Κύριλλος με πλούσια αναφορά στην Αγία Γραφή και στο Μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος[56].
Το θέμα, που θίγεται στη συνέχεια, είναι η αντίδοση των ιδιωμάτων των φύσεων, εξ αφορμής ενός συμπερασματικού σχολίου του Ερμεία περί του ότι ο Χριστός και ως άνθρωπος χορηγεί το Άγιον Πνεύμα στους αγιαζομένους. Πώς η σάρξ του Χριστού είναι ζωοποιός και πώς ο σταυρωθείς είναι ο κτίσας τα πάντα και εν ω τά πάντα συνέστηκε και πώς ο προσερχόμενος προς τον Βαπτιστή Ιησούς είναι αρχαιότερός του και πώς του Αβραάμ παλαιότερος;
Σ’ όλ’αυτά τα ερωτήματα ο άγιος Κύριλλος απαντά με την ορθόδοξη διδασκαλία περί της αντιδόσεως των ιδιωμάτων των δύο φύσεων του Χριστού. Οι δύο φύσεις ενώθηκαν αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως και ασυγχύτως, διατηρώντας καθεμιά τις ιδιαιτερότητές της, τα φυσικά και ουσιώδη προσόντα της. Δεν αντίκειται η μία στην άλλη, αλλά η ανθρώπινη υποτάσσεται και εμπλουτίζεται με την θεία φύση.
Οι δύο φύσεις αλληλοπεριχωρούνται, δηλαδή ενοικούν, κατά ασύγχυτο τρόπο, στο ένα πρόσωπο του Θεανθρώπου. Κατά την αλληλοπεριχώρηση αυτή η θεία φύση ενεργεί και μεταδίδει, ενώ η ανθρώπινη δέχεται τη θεία ενέργεια. Συνέπεια της υποστατικής ενώσεως και της αλληλοπεριχωρήσεως των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Θεανθρώπου είναι η αντίδοση, η κοινοποίηση των ιδιωμάτων.
Δηλαδή αντίδοση των ιδιωμάτων σημαίνει την μετάδοση των ιδιωμάτων και ονομάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού, όχι, όμως, και μετάδοση των ιδιωμάτων της μίας φύσεως στην άλλη καθ’εαυτήν[57]. Και πάλι ρωτά ο Ερμείας : πώς ο Λόγος, αν και υπεράνω φθοράς και θανάτου, λέγεται ότι πέθανε; Και απαντά ο άγιος Κύριλλος˙ επειδή η ανθρώπινη φύση είναι δεκτική θανάτου, Αυτός αναδέχεται το ιδίωμα του θανάτου, επειδή αποθνήσκει κατά σάρκα.
Ο λόγος τελειώνει με την διατύπωση της αντινεστοριανικής πλευράς της Ορθοδόξου πίστεως : «ταις των πατέρων επόμενοι δόξαις, τόν εκ ρίζης Ιεσσαί, τόν εκ σπέρματος Δαυίδ, τόν εκ γυναικός κατά σάρκα, τόν μεθ’ημών υπό νόμον ως άνθρωπον και υπέρ ημάς δι’εαυτόν ζωοποιόν καί ζωήν, Υιόν είναι του Θεού κατά αλήθειαν πιστεύομεν, ούτε ψιλούντες θεότητος τό ανθρώπινον, ούτε μήν ανθρωπότητος απαμφιέννυντες τόν Λόγον μετά τήν άφραστον συμπλοκήν, αλλ’ένα καί τόν αυτόν ομολογούντες Υιόν, εκ δυοίν πραγμάτοιν, εις εν τι τό εξ αμφοίν απορρήτως εκπεφηνότα, καθ’ένωσιν δηλονότι τήν ανωτάτω, καί ου φύσεως παρατροπήν. Όσον γάρ ούτω δοξάζουσι περείσται τό κερδος, σαφηνιεί λέγων ο Χριστού μαθητής˙ Ος αν ομολογήση ότι Ιησούς εστίν ο Υιός του Θεού, ο Θεός εν αυτώ μένει, καί αυτός εν τω Θεώ»[58].
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας «Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» αποτελεί ένα νευραλγικότατο δογματικό εγχειρίδιο περί της διδασκαλίας του προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού.
Ο αντιαιρετικός αυτός πατήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναπτύσσει διεξοδικώτατα αγιογραφικώς, κυρίως, αλλά και λογικώς, την Ορθόδοξη Χριστολογία ως απάντηση στις χριστολογικές αιρέσεις του δοκητισμού, του Αρειανισμού, του Μαρκέλλου και του Φωτεινού, του Απολλιναρισμού και του Νεστοριανισμού, που κυριαρχούσαν στην εποχή του και τις οποίες χαρακτηριστικώς ονομάζει ως φληνάφεις εικαιομυθίες, λήρους, αδρανείς μύθους, ψευδοδοξίες και απάτες προερχόμενες από ωραία και κομψά λόγια, ψευδηγορήματα σαθρά και φρενός αποβράσματα της ηλιθιωτάτης, ύθλους εικαίους και μανία. Είχε κατανοήσει πολύ καλά ο πνευματέμφορος άγιός μας τον άρρηκτο και λειτουργικό δεσμό, που υπάρχει, κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, μεταξύ Χριστολογίας και Σωτηριολογίας, ώστε η μία να μην μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από την άλλη. Χωρίς ορθό δόγμα, ορθοδοξία και ορθοπραξία, δεν υπάρχει σωτηρία.
Η αίρεση ακυρώνει την σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί, αν κάτι δεν προσέλαβε ο Χριστός, τότε αυτό δεν σώζεται. Επειδή, όμως, όλος ο άνθρωπος αμάρτησε ως σώμα και λογική ψυχή, γι’αυτό και ο Θεάνθρωπος προσέλαβε ολόκληρο τον άνθρωπο και τον έσωσε. «Τό απρόσληπτον, αθεράπευτον˙ ο δέ ήνωται, τούτο καί σώζεται», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.
πρωτοπρεσβ. Άγγελος Αγγελακόπουλοςεφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Ἐν Πειραιεῖ 9/6/2013
[1] ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, έκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα 2004, σ.50.
[2] Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ.796.
[3] ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π. σ.125.
[4] Ό.π. σσ.130-137.
[5] Δ. ΤΣΑΜΗΣ, Εκκλησιαστική γραμματολογία, έκδ. Πουρναράς, Θεσ/κη 1996, σσ. 129-131.
[6] Ματθ. 11,27.
[7] Λουκ. 1, 30-31.
[8] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, PG 75, 1192-1193.
[9] Ματθ. 22,29.
[10] Α΄ Τιμ. 3,16.
[11] Λουκ. 2,14.
[12] Λουκ. 2,10-12.
[13] Α΄ Κορ. 15,3-8.
[14] Α΄ Κορ. 15,12-15.
[15] Α΄ Ιω. 4,1-3.
[16] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, PG 75, 1196-1197C.
[17] Γαλ. 4,4, Εβρ. 2,14-15.
[18] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, PG 75, 1197D-1200.
[19] Ησ. 7,14.
[20] Λουκ. 1, 30-31.
[21]ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, PG 75, 1201ΑΒ.
[22] Ρωμ. 3,13-14.
[23] Ιω. 1,1-3.
[24] Α΄ Ιω. 1,1-2.
[25] Ιω. 8,58.
[26] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, αυτόθι, 1201C-1204A.
[27] Α΄ Ιω. 2,22-23.
[28] Β΄ Κορ. 4,4.
[29] Ιω. 14,8.
[30] Ιω. 14,9-10.
[31] Ιω. 14,6.
[32] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, PG 75, 1204Β-1208Β.
[33] Εβρ. 2,14-15.
[34] Ρωμ. 8,3-4.
[35] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, PG 75, 1208C-1220.
[36] Ιούδ. 17-19.
[37] Ρωμ. 1,1-4.
[38] Α΄ Κορ. 2,2.
[39] Πράξ. 13,33.
[40] Ιω. 8,39-40.
[41] Εβρ. 5,7-8.
[42] Α΄ Κορ. 2,8.
[43] Εβρ. 1,3-4.
[44] Εβρ. 2,9.
[45] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, PG 75, 1221-1225C.
[46] Ιω. 10,30.
[47] Ματθ. 18,20.
[48] Ματθ. 28,20.
[49] Γαλ. 1,1.
[50] Γαλ. 1,11-12.[51] Ιω. 14,28.
[52] Ιω. 17,11-13.
[53] Β΄ Κορ. 5,16.
[54] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, PG 75, 1225D-1232D.
[55] Ιω. 4,22.
[56]ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενο~υς, PG 75, 1233-1241Β.
[57] Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική θεολογία και πνευματικότητα, έκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσ/κη, σ. 34.
[58] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί τ~ης [ενανθρωπήσεως το~υ Μονογενο~υς, PG 75, 1241Β-1253.
http://www.xristianos.net