Ο Πλάτων σοφός και πλούσιος
Ο Άγιος Πλάτων γεννήθηκε στην σημερινή Άγκυρα, την σημερινή πρωτεύουσα της Τουρκίας. Τότε ήταν αυτοκράτορας ο χριστιανομάχος Διοκλητιανός. Οι γονείς του ήσαν ορθόδοξοι Χριστιανοί. Αυτός, λοιπόν, ο Πλάτων, γεννήθηκε και ανατράφηκε με πολλή φροντίδα. Τον έμαθαν οι γονείς του γράμματα πολλά. Από μικρός φαινόταν σε όλους φρόνιμος και έγινε σοφός. Όταν μεγάλωσε όμως μη μπορώντας να βλέπει την ασέβεια να αυξάνει, αγωνιζόταν ακατάπαυστα υπέρ της εξαπλώσεως της Χριστιανικής Θρησκείας.
Μπροστά στον άρχοντα ομολογεί με θάρρος
Επειδή όμως ομολογούσε ελεύθερα την πίστη του στον Χριστό, τον έφεραν στον άρχοντα Αγριππίνο τον βικάριο, δηλαδή τον Επίτροπο.
Αυτός, πανούργος, όπως ήταν, προσπάθησε με ημερότητα και γλυκά λόγια να ψυχράνει την θερμότητα της πίστεως του Αγίου.
Αρχίζουν τα φρικτά βασανιστήρια
Βλέποντας ο Αγριππίνος την αμετάθετη γνώμη του, άρχισε τα βασανιστήρια. Αμέσως οι στρατιώτες κατόπιν διαταγής του τον κρέμασαν σε τέσσερα μέρη από τα τέσσερα άκρα. Εκεί τον τέντωσαν και τον έδερναν δυνατά με βούνευρα δεκαέξι άνδρες, εναλασσόμενοι ανά δύο-δύο.
Ο μάρτυρας υπέμεινε αγογγύστως τα βασανιστήρια αυτά, η δε θεία δύναμη τον δυνάμωνε και του γιάτρευε αμέσως κάθε πληγή. Παντού του καταφέρνανε κτυπήματα. Φαινόταν όμως ο βασανιζόμενος μάρτυρας σε όλους λαμπρός και χαρούμενος τόσον, ώστε και αυτός ο τύραννος εξεπλάγει. Αλλά για να μην βλέπουν οι άλλοι τον μάρτυρα και πιστέψουν στον Χριστό, τον φυλάκισε. Τον μάρτυρα ακολουθούσαν στην φυλακή και όσοι είχαν διδαχθεί την ορθόδοξη πίστη και ήσαν Χριστιανοί. Προτιμούσαν να φυλακισθούν και αυτοί, παρά να αποχωριστούν από τον Άγιο. Και τούτα, διότι στερεώθηκε η καρδιά τους στην πίστη του Χριστού, περισσότερο από το θαύμα. Μέσα στη φυλακή ο Πλάτων προσευχήθηκε θερμά. Ζητούσε από τον Θεό δύναμη, για να αντιμετώπιση με θάρρος όλα τα βασανιστήρια. Από την προσευχή του αυτή ο μακάριος Πλάτων πήρε δύναμη και θάρρος. Ελυπείτο όμως γιατί δεν βασανιζόταν γρήγορα.
Επάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι
Ύστερα από επτά ημέρες κάλεσε τον Άγιο πάλιν ο κριτής και του πρότεινε να του δώσει γυναίκα του, την ανεψιά του, που ήταν ωραιότατη, εάν μόνον δεχόταν να θυσιάσει, στους θεούς. Ο Πλάτων θεώρησε την πρόταση γελοία. Ο φοβερός τότε τύραννος άρχισε να τον φοβερίζει. Αλλά ο μάρτυρας στεκόταν απτόητος. Βλέποντας όμως αυτόν ανυποχώρητο τελείως, θύμωσε πολύ ο Αγριπίνος και σκεπτόταν πως να τον τιμωρήσει σκληρά. Έδωσε ευθύς διαταγή και οι στρατιώτες του την εξετέλεσαν πρόθυμα. Τον έβαλαν επάνω σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι. Άναψαν μεγάλη φωτιά, από πάνω δε τον έδερναν με λεπτά σιδερένια ραβδιά, για να θανατωθεί με πολλούς πόνους το γρηγορότερο. Αυτό το βασανιστήριο ήταν φοβερό! Όσο το έβλεπαν από τους παρευρισκομένους, εφοβούντο. Ο Πλάτων όμως φαινόταν, όχι σαν να καιγόταν, αλλά σαν να αναπαυόταν σε δροσερά και ωραία άνθη.
Ο τύραννος προσπάθησε και πάλι να τον πείσει, λέγοντας του:
—Θυσίασε, άθλιε, με τον λόγο μόνον και είπε, ότι είναι μεγάλος θεός ο Απόλλων και θα σε ελευθερώσω από τα βάσανα και θα σε κάμω φίλο μου αγαπητό. Ο μάρτυρας τον κοίταξε και του είπε:
—Εγώ δεν πρόκειται να αρνηθώ, από τις απειλές σου, τον Θεό μου, λυπούμενος για το σώμα μου και να φλογίζομαι εκεί αιωνία. Γιατί για μένα ζωή είναι ο θάνατος, για τον Χριστό. Γι αυτό και εσύ άφησε αμέσως το σκοτάδι, της ειδωλολατρίας, και τρέξε στο φως της αληθείας.
Αυτά τον εξαγρίωσαν περισσότερο τον τύραννο. Πρόσταξε τότε ο άγριος τύραννος βαρύτερες τιμωρίες. Έδωσε διαταγή να τον σηκώσουν από το κρεβάτι όπου τον είχαν τοποθετήσει. Και, ω του θαύματος! Ο Άγιος ήταν σαν να ξύπνησε από ήσυχο ύπνο. Έβγαινε δε απ’ αυτόν και μια ωραία ευωδία. Τότε πολλοί φώναζαν:
—Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, που ελευθέρωσε τον δούλο του, από αυτή την ανυπόφορη φλόγα του πυρός.
Του βάζουν στις μασχάλες σιδερένιες καυτές σφαίρες
Ο τύραννος πρότεινε στον Άγιο να βλασφημήσει μόνον τον Εσταυρωμένο και αμέσως να τον ελευθερώσει. Ο σοφότατος μάρτυς αποκρίθηκε στις νέες προτάσεις του τυράννου ως εξής:
— Ω καρδία, διεστραμμένη! Τον Χριστό μου να βλασφημήσω, που μου χάρισε την πνοή και την ζωή μου και με ελευθέρωσε από την αμαρτία, με το Άγιο Βάπτισμα; Φύγε από εμένα, εργάτη της ανομίας.
Αμέσως τότε τον άρπαξε από το ρούχο και του το ξέσχισε. Έδωσε διαταγή δε να βάλουν στις μασχάλες του σιδερένιες σφαίρες καυτές, οι οποίες έκαιγαν πολύ. Άρχισε να βγαίνει από παντού καπνός. Καιγόντανε τα άγια, μέλη του. Ο μάρτυρας και αυτό το μαρτύριο το υπέμεινε. Κάποιος ασεβής, που ήταν εκεί, του είπε:
—Θυσίασε Πλάτων, μήπως και δεν μπορέσεις να αντέξεις έως τέλους τις τιμωρίες.
Ο μάρτυρας τον έβρισε και άλλη φορά δεν τον άκουσε να του ξαναμιλήσει. Αυτός έβλεπε μόνο προς τον Ουρανό, αναμένοντας παρηγορία και λέγοντας:
—Βλέπε, Κύριε, και μη μακρύνεις από εμένα, γιατί θλίψη πλησίον μου ευρίσκεται.
Αμέσως τότε ο Θεός έσεισε δυνατά τον τόπο εκείνο και όλοι φοβήθηκαν.
Τον γδέρνουν
Ο θηριώδης και άγριος Αγριππίνος αμετανόητος, διέταξε να του γδάρουν, όσες σάρκες του είχαν απομείνει στο σώμα, του. Ο μάρτυρας έψελνε απ’ τους ψαλμούς και σ' αυτό ακόμη το βασανιστήριο.
Ξίφει τελειούται
Με άλλη διαταγή του Αγριππίνου του ξεσχίζουν το δέρμα του προσώπου, τόσο που φάνηκαν τα οστά. Όμως το σχήμα του προσώπου δεν χάθηκε. Αφού, λοιπόν, χόρτασε την ανήμερη ψυχή του ο Αγριππίνος, τότε κατέβασε τον Άγιο από το ξύλο και του είπε ήρεμα:
—Μην θελήσεις, Πλάτων, να προτιμήσεις θάνατο πικρό, από την γλυκιά ζωή και να βάλεις όλους σου τους συγγενείς και εμάς σε θλίψη απαρηγόρητη γιατί πολύ λυπούμεθα την νεότητα σου.
Αλλά επειδή ο μάρτυρας ήταν αμετακίνητος στην πίστη του, τον κρέμασε πάλι και του ξέσχισαν τούς μηρούς, τα γόνατα και τα υπόλοιπα μέρη του σώματος του, έως τους αστραγάλους. Αλλά και επειδή και πάλι αμετάπιστος ήταν, τον κολάκευε ο τύραννος, λέγοντάς του.
—Έως πότε δεν πείθεσαι να θυσιάσεις; Σε αγαπούμε, γιατί έχεις το όνομα του σοφού Πλάτωνα και θέλουμε να γίνεις όμοιός του στην αρετή και την σοφία. Αλλά και πάλι ο μάρτυρας ήταν αμετακίνητος. Και πάλι φυλακίστηκε. Ο τύραννος έδωσε διαταγή να του δίνουν τόσο μόνο ψωμί και νερό, όσον να κρατιέται στη ζωή και να μη πεθάνει. Αλλά ο τύραννος βλέποντας τελικά την αδυναμία του να μεταπείσει τον Άγιο, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τον έφεραν οι δήμιοι στον καθορισμένο τόπο και ο Άγιος είπε με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση:
—Κύριε, εις χείρας Σου, παραδίδω το πνεύμα μου.
Και αμέσως τον αποκεφάλισαν. Ήταν 18 Νοεμβρίου του έτους 296.
Μερικοί, βλέποντας το μαρτύριο του Αγίου πίστεψαν στην δύναμη του Χριστού. Πήραν κατόπιν το σώμα του και το έθαψαν σε επίσημο τάφο.
Στίχος
Μικροῦ λαθὼν παρῆλθεν ἡμᾶς ὁ Πλάτων, Πλάτων ἐκεῖνος, ὃν πλατὺ κτείνει ξίφος. Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ τε Πλάτωνα ἄορ κατέπεφνεν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Δυὰς ἡ εὐκλεής, τῶν κλεινῶν Ἀθλοφόρων, ἐδόξασε λαμπρῶς, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ὁ Πλάτων ὁ ἔνδοξος, Ρωμανὸς τε ὁ ἔνθεος, ἐναθλήσαντες, καὶ τὸν ἐχθρὸν καθελόντες, ὅθεν πάντοτε, ὑπὲρ ἠμῶν δυσωπούσι, τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πλατυνόμενος, ἀγάπῃ θείᾳ, τὴν φερώνυμον, κλῆσίν σου Μάρτυς, τῇ ἀθλήσει ἀληθεύουσαν ἔδειξας· καὶ μαρτυρίου ἀνύσας τὸν δίαυλον, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος. Πλάτων ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ πλάτει Ἄγιε, τῶν σῶν ἀγώνων, τοῦ ἐχθροῦ ἐστένωσας, πᾶσαν ὀλέθριον ἰσχύν, καὶ χάριν νέμεις τοῖς ψάλλουσι· χαίροις ὦ Πλάτων Μαρτύρων ὡράϊσμα.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ὁπλῖται ἄριστοι, τῆς ἀληθείας, τὸν τοῦ ψεύδους ἄρχοντα, κατετροπώσασθε στερρῶς, σὺν Ῥωμανῷ Πλάτων ἔνδοξε, τῆς εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες.
Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ ἁγία μνήμη σου, τὴν οἰκουμένην εὐφραίνει, συγκαλοῦσα ἅπαντας, ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ σου, ἔνθα νῦν, μέτ' εὐφροσύνης συναθροισθέντες, ᾄσμασι, σὰς ἀριστείας Πλάτων ὑμνοῦμεν, καὶ ἐν πίστει ἐκβοῶμεν· Βαρβάρων ῥῦσαι τὴν πόλιν σου Ἅγιε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σόφίαν.
Τῶν ἀγώνων τῷ πλάτει Μάρτυς σοφέ, πλατυνόμενον πίστει πανευκλεῶς, ἐχθροῦ ἀπεστένωσας, μηχανὰς καὶ ἠφάνισας, καὶ καλῶς τελέσας, τὸν δρόμον τὸν ἔνθεον, Παραδείσου πλάτος, γηθόμενος ἔφθασας· ὅθεν Ἐκκλησία, πλατυσμῷ εὐσεβείας, ἀστράπτουσα σήμερον, ἑορτάζει τὴν μνήμην σου, καὶ βοᾷ σοι Μακάριε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τῶν Ἑλλήνων λιπὼν ἅπασαν τὴν ματαιότητα, τῶν Χριστοῦ Μαθητῶν τὰ ψυχωφελῆ διδάγματα ἠγάπησε λίαν Πλάτων ὁ θεόφρων. Διὸ καὶ ὤφθη πᾶσιν αἰδέσιμος, καὶ ἄγκυρα πίστεως ἐν τῇ πατρίδι, ἧς καὶ ἡ κλῆσις σαφῶς Ἄγκυρα ὑπάρχει. Καλῶς γὰρ τοῦτον ἐκθρεψαμένη, βεβαίαν σκέπην κατ' ἐχθρῶν, καὶ ἀντιλήπτορα θερμὸν ἐν πολέμοις εὑρίσκει, καθ' ἑκάστην ἐκβοῶσα πρὸς αὐτόν· Βαρβάρων ῥῦσαι τὴν πόλιν σου Ἅγιε.
Μεγαλυνάριον.
Πλάτος εὐσεβείας διατρανοῖ, Πλάτων ὁ θεόφρων, τῇ στενώσει τῶν αἰκισμῶν, πίστεως δὲ ῥώμην, ὁ Ῥωμανὸς ἐκλάμπει, καὶ ἄμφω τὸ τοῦ Λόγου, πάθος δοξάζουσι.
http://xristianos.gr
Ο Άγιος Πλάτων γεννήθηκε στην σημερινή Άγκυρα, την σημερινή πρωτεύουσα της Τουρκίας. Τότε ήταν αυτοκράτορας ο χριστιανομάχος Διοκλητιανός. Οι γονείς του ήσαν ορθόδοξοι Χριστιανοί. Αυτός, λοιπόν, ο Πλάτων, γεννήθηκε και ανατράφηκε με πολλή φροντίδα. Τον έμαθαν οι γονείς του γράμματα πολλά. Από μικρός φαινόταν σε όλους φρόνιμος και έγινε σοφός. Όταν μεγάλωσε όμως μη μπορώντας να βλέπει την ασέβεια να αυξάνει, αγωνιζόταν ακατάπαυστα υπέρ της εξαπλώσεως της Χριστιανικής Θρησκείας.
Μπροστά στον άρχοντα ομολογεί με θάρρος
Επειδή όμως ομολογούσε ελεύθερα την πίστη του στον Χριστό, τον έφεραν στον άρχοντα Αγριππίνο τον βικάριο, δηλαδή τον Επίτροπο.
Αυτός, πανούργος, όπως ήταν, προσπάθησε με ημερότητα και γλυκά λόγια να ψυχράνει την θερμότητα της πίστεως του Αγίου.
Αρχίζουν τα φρικτά βασανιστήρια
Βλέποντας ο Αγριππίνος την αμετάθετη γνώμη του, άρχισε τα βασανιστήρια. Αμέσως οι στρατιώτες κατόπιν διαταγής του τον κρέμασαν σε τέσσερα μέρη από τα τέσσερα άκρα. Εκεί τον τέντωσαν και τον έδερναν δυνατά με βούνευρα δεκαέξι άνδρες, εναλασσόμενοι ανά δύο-δύο.
Ο μάρτυρας υπέμεινε αγογγύστως τα βασανιστήρια αυτά, η δε θεία δύναμη τον δυνάμωνε και του γιάτρευε αμέσως κάθε πληγή. Παντού του καταφέρνανε κτυπήματα. Φαινόταν όμως ο βασανιζόμενος μάρτυρας σε όλους λαμπρός και χαρούμενος τόσον, ώστε και αυτός ο τύραννος εξεπλάγει. Αλλά για να μην βλέπουν οι άλλοι τον μάρτυρα και πιστέψουν στον Χριστό, τον φυλάκισε. Τον μάρτυρα ακολουθούσαν στην φυλακή και όσοι είχαν διδαχθεί την ορθόδοξη πίστη και ήσαν Χριστιανοί. Προτιμούσαν να φυλακισθούν και αυτοί, παρά να αποχωριστούν από τον Άγιο. Και τούτα, διότι στερεώθηκε η καρδιά τους στην πίστη του Χριστού, περισσότερο από το θαύμα. Μέσα στη φυλακή ο Πλάτων προσευχήθηκε θερμά. Ζητούσε από τον Θεό δύναμη, για να αντιμετώπιση με θάρρος όλα τα βασανιστήρια. Από την προσευχή του αυτή ο μακάριος Πλάτων πήρε δύναμη και θάρρος. Ελυπείτο όμως γιατί δεν βασανιζόταν γρήγορα.
Επάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι
Ύστερα από επτά ημέρες κάλεσε τον Άγιο πάλιν ο κριτής και του πρότεινε να του δώσει γυναίκα του, την ανεψιά του, που ήταν ωραιότατη, εάν μόνον δεχόταν να θυσιάσει, στους θεούς. Ο Πλάτων θεώρησε την πρόταση γελοία. Ο φοβερός τότε τύραννος άρχισε να τον φοβερίζει. Αλλά ο μάρτυρας στεκόταν απτόητος. Βλέποντας όμως αυτόν ανυποχώρητο τελείως, θύμωσε πολύ ο Αγριπίνος και σκεπτόταν πως να τον τιμωρήσει σκληρά. Έδωσε ευθύς διαταγή και οι στρατιώτες του την εξετέλεσαν πρόθυμα. Τον έβαλαν επάνω σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι. Άναψαν μεγάλη φωτιά, από πάνω δε τον έδερναν με λεπτά σιδερένια ραβδιά, για να θανατωθεί με πολλούς πόνους το γρηγορότερο. Αυτό το βασανιστήριο ήταν φοβερό! Όσο το έβλεπαν από τους παρευρισκομένους, εφοβούντο. Ο Πλάτων όμως φαινόταν, όχι σαν να καιγόταν, αλλά σαν να αναπαυόταν σε δροσερά και ωραία άνθη.
Ο τύραννος προσπάθησε και πάλι να τον πείσει, λέγοντας του:
—Θυσίασε, άθλιε, με τον λόγο μόνον και είπε, ότι είναι μεγάλος θεός ο Απόλλων και θα σε ελευθερώσω από τα βάσανα και θα σε κάμω φίλο μου αγαπητό. Ο μάρτυρας τον κοίταξε και του είπε:
—Εγώ δεν πρόκειται να αρνηθώ, από τις απειλές σου, τον Θεό μου, λυπούμενος για το σώμα μου και να φλογίζομαι εκεί αιωνία. Γιατί για μένα ζωή είναι ο θάνατος, για τον Χριστό. Γι αυτό και εσύ άφησε αμέσως το σκοτάδι, της ειδωλολατρίας, και τρέξε στο φως της αληθείας.
Αυτά τον εξαγρίωσαν περισσότερο τον τύραννο. Πρόσταξε τότε ο άγριος τύραννος βαρύτερες τιμωρίες. Έδωσε διαταγή να τον σηκώσουν από το κρεβάτι όπου τον είχαν τοποθετήσει. Και, ω του θαύματος! Ο Άγιος ήταν σαν να ξύπνησε από ήσυχο ύπνο. Έβγαινε δε απ’ αυτόν και μια ωραία ευωδία. Τότε πολλοί φώναζαν:
—Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, που ελευθέρωσε τον δούλο του, από αυτή την ανυπόφορη φλόγα του πυρός.
Του βάζουν στις μασχάλες σιδερένιες καυτές σφαίρες
Ο τύραννος πρότεινε στον Άγιο να βλασφημήσει μόνον τον Εσταυρωμένο και αμέσως να τον ελευθερώσει. Ο σοφότατος μάρτυς αποκρίθηκε στις νέες προτάσεις του τυράννου ως εξής:
— Ω καρδία, διεστραμμένη! Τον Χριστό μου να βλασφημήσω, που μου χάρισε την πνοή και την ζωή μου και με ελευθέρωσε από την αμαρτία, με το Άγιο Βάπτισμα; Φύγε από εμένα, εργάτη της ανομίας.
Αμέσως τότε τον άρπαξε από το ρούχο και του το ξέσχισε. Έδωσε διαταγή δε να βάλουν στις μασχάλες του σιδερένιες σφαίρες καυτές, οι οποίες έκαιγαν πολύ. Άρχισε να βγαίνει από παντού καπνός. Καιγόντανε τα άγια, μέλη του. Ο μάρτυρας και αυτό το μαρτύριο το υπέμεινε. Κάποιος ασεβής, που ήταν εκεί, του είπε:
—Θυσίασε Πλάτων, μήπως και δεν μπορέσεις να αντέξεις έως τέλους τις τιμωρίες.
Ο μάρτυρας τον έβρισε και άλλη φορά δεν τον άκουσε να του ξαναμιλήσει. Αυτός έβλεπε μόνο προς τον Ουρανό, αναμένοντας παρηγορία και λέγοντας:
—Βλέπε, Κύριε, και μη μακρύνεις από εμένα, γιατί θλίψη πλησίον μου ευρίσκεται.
Αμέσως τότε ο Θεός έσεισε δυνατά τον τόπο εκείνο και όλοι φοβήθηκαν.
Τον γδέρνουν
Ο θηριώδης και άγριος Αγριππίνος αμετανόητος, διέταξε να του γδάρουν, όσες σάρκες του είχαν απομείνει στο σώμα, του. Ο μάρτυρας έψελνε απ’ τους ψαλμούς και σ' αυτό ακόμη το βασανιστήριο.
Ξίφει τελειούται
Με άλλη διαταγή του Αγριππίνου του ξεσχίζουν το δέρμα του προσώπου, τόσο που φάνηκαν τα οστά. Όμως το σχήμα του προσώπου δεν χάθηκε. Αφού, λοιπόν, χόρτασε την ανήμερη ψυχή του ο Αγριππίνος, τότε κατέβασε τον Άγιο από το ξύλο και του είπε ήρεμα:
—Μην θελήσεις, Πλάτων, να προτιμήσεις θάνατο πικρό, από την γλυκιά ζωή και να βάλεις όλους σου τους συγγενείς και εμάς σε θλίψη απαρηγόρητη γιατί πολύ λυπούμεθα την νεότητα σου.
Αλλά επειδή ο μάρτυρας ήταν αμετακίνητος στην πίστη του, τον κρέμασε πάλι και του ξέσχισαν τούς μηρούς, τα γόνατα και τα υπόλοιπα μέρη του σώματος του, έως τους αστραγάλους. Αλλά και επειδή και πάλι αμετάπιστος ήταν, τον κολάκευε ο τύραννος, λέγοντάς του.
—Έως πότε δεν πείθεσαι να θυσιάσεις; Σε αγαπούμε, γιατί έχεις το όνομα του σοφού Πλάτωνα και θέλουμε να γίνεις όμοιός του στην αρετή και την σοφία. Αλλά και πάλι ο μάρτυρας ήταν αμετακίνητος. Και πάλι φυλακίστηκε. Ο τύραννος έδωσε διαταγή να του δίνουν τόσο μόνο ψωμί και νερό, όσον να κρατιέται στη ζωή και να μη πεθάνει. Αλλά ο τύραννος βλέποντας τελικά την αδυναμία του να μεταπείσει τον Άγιο, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τον έφεραν οι δήμιοι στον καθορισμένο τόπο και ο Άγιος είπε με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση:
—Κύριε, εις χείρας Σου, παραδίδω το πνεύμα μου.
Και αμέσως τον αποκεφάλισαν. Ήταν 18 Νοεμβρίου του έτους 296.
Μερικοί, βλέποντας το μαρτύριο του Αγίου πίστεψαν στην δύναμη του Χριστού. Πήραν κατόπιν το σώμα του και το έθαψαν σε επίσημο τάφο.
Στίχος
Μικροῦ λαθὼν παρῆλθεν ἡμᾶς ὁ Πλάτων, Πλάτων ἐκεῖνος, ὃν πλατὺ κτείνει ξίφος. Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ τε Πλάτωνα ἄορ κατέπεφνεν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Δυὰς ἡ εὐκλεής, τῶν κλεινῶν Ἀθλοφόρων, ἐδόξασε λαμπρῶς, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ὁ Πλάτων ὁ ἔνδοξος, Ρωμανὸς τε ὁ ἔνθεος, ἐναθλήσαντες, καὶ τὸν ἐχθρὸν καθελόντες, ὅθεν πάντοτε, ὑπὲρ ἠμῶν δυσωπούσι, τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πλατυνόμενος, ἀγάπῃ θείᾳ, τὴν φερώνυμον, κλῆσίν σου Μάρτυς, τῇ ἀθλήσει ἀληθεύουσαν ἔδειξας· καὶ μαρτυρίου ἀνύσας τὸν δίαυλον, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος. Πλάτων ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ πλάτει Ἄγιε, τῶν σῶν ἀγώνων, τοῦ ἐχθροῦ ἐστένωσας, πᾶσαν ὀλέθριον ἰσχύν, καὶ χάριν νέμεις τοῖς ψάλλουσι· χαίροις ὦ Πλάτων Μαρτύρων ὡράϊσμα.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ὁπλῖται ἄριστοι, τῆς ἀληθείας, τὸν τοῦ ψεύδους ἄρχοντα, κατετροπώσασθε στερρῶς, σὺν Ῥωμανῷ Πλάτων ἔνδοξε, τῆς εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες.
Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ ἁγία μνήμη σου, τὴν οἰκουμένην εὐφραίνει, συγκαλοῦσα ἅπαντας, ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ σου, ἔνθα νῦν, μέτ' εὐφροσύνης συναθροισθέντες, ᾄσμασι, σὰς ἀριστείας Πλάτων ὑμνοῦμεν, καὶ ἐν πίστει ἐκβοῶμεν· Βαρβάρων ῥῦσαι τὴν πόλιν σου Ἅγιε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σόφίαν.
Τῶν ἀγώνων τῷ πλάτει Μάρτυς σοφέ, πλατυνόμενον πίστει πανευκλεῶς, ἐχθροῦ ἀπεστένωσας, μηχανὰς καὶ ἠφάνισας, καὶ καλῶς τελέσας, τὸν δρόμον τὸν ἔνθεον, Παραδείσου πλάτος, γηθόμενος ἔφθασας· ὅθεν Ἐκκλησία, πλατυσμῷ εὐσεβείας, ἀστράπτουσα σήμερον, ἑορτάζει τὴν μνήμην σου, καὶ βοᾷ σοι Μακάριε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τῶν Ἑλλήνων λιπὼν ἅπασαν τὴν ματαιότητα, τῶν Χριστοῦ Μαθητῶν τὰ ψυχωφελῆ διδάγματα ἠγάπησε λίαν Πλάτων ὁ θεόφρων. Διὸ καὶ ὤφθη πᾶσιν αἰδέσιμος, καὶ ἄγκυρα πίστεως ἐν τῇ πατρίδι, ἧς καὶ ἡ κλῆσις σαφῶς Ἄγκυρα ὑπάρχει. Καλῶς γὰρ τοῦτον ἐκθρεψαμένη, βεβαίαν σκέπην κατ' ἐχθρῶν, καὶ ἀντιλήπτορα θερμὸν ἐν πολέμοις εὑρίσκει, καθ' ἑκάστην ἐκβοῶσα πρὸς αὐτόν· Βαρβάρων ῥῦσαι τὴν πόλιν σου Ἅγιε.
Μεγαλυνάριον.
Πλάτος εὐσεβείας διατρανοῖ, Πλάτων ὁ θεόφρων, τῇ στενώσει τῶν αἰκισμῶν, πίστεως δὲ ῥώμην, ὁ Ῥωμανὸς ἐκλάμπει, καὶ ἄμφω τὸ τοῦ Λόγου, πάθος δοξάζουσι.
http://xristianos.gr