Ο Σαπρίκιος ήταν ιερεύς καλός. Παρ’ όλον όμως το αξίωμα της ιεροσύνης και τα μαρτύρια, τα όποια έλαβε από τους τυράννους διά την πίστη, επειδή δεν άφησε το μίσος και δεν συγχώρησε τον αδελφό του Νικηφόρον, εξέπεσε από την αξία του Μαρτυρίου ο δυστυχής και ζημιώθηκε από το στεφάνι της αθλήσεως που έχασε για τη μνησικακία του.
Αντιθέτως ο συμπαθής της νίκης επαξίως επώνυμος και τροπαιοφόρος Νικηφόρος, επειδή ποθούσε την αγάπη και ζητούσε με όλη του την καρδία την συμφιλίωση, αξιώθηκε παραδόξως του Μυστηρίου ο πάνσοφος και έλαβε χωρίς κόπους και πόνους τον στέφανο.
Ο Σατανάς βάζει έχθρα μεταξύ τους
Αυτός ο Σαπρίκος ήταν από την Αντιόχεια ιερεύς το αξίωμα. Είχε μεγάλη φιλία με τον ευλογημένο Νικηφόρον. Αυτός ήταν κοσμικός και δεν είχε καμιά εκκλησιαστική αξία. Ήταν όμως πολύ πιο ενάρετος από τους ιερείς. Τέτοια φιλία είχε με τον Σαπρίκιον, ώστε ο ένας ζούσε στην ψυχή του άλλου. Είχαν και οι δύο την ίδια επιθυμία, την ίδια γνώμη, την ίδια θέληση. Αλλά το φθονερό φίδι δεν μπορούσε να υποφέρει να βλέπει τέτοια ομόνοια. ο μισόκαλος που βασκαίνει το αγαθόν, έβαλε μεταξύ τους τέτοιο σκάνδαλο, όση αγάπη είχαν άλλοτε. Τόσο δε μίσησε ο ένας τον άλλο ώστε δεν μπορούσε να τον δει, αλλά γύριζαν από άλλο δρόμο, για να μη συναντηθούν. Διότι η μεγάλη φιλία γίνεται μεγάλο μίσος, κατά τον κοινό λόγο, όπως συνέβη με αυτούς.Πλην όμως ο πράος Νικηφόρος, ο αγαθός και επιεικής και μέτριος, κατάλαβε ότι ο δαίμονας ήταν ο αίτιος της έχθρας και φρόντιζε να γίνει και πάλι συμφιλίωση μεταξύ τους, για να μη δυσαρεστούν τον φιλάνθρωπο Θεόν.
Η σκληρότερη όμως και αταπείνωτη καρδιά του Σαπρίκιου δεν μετανόησε καθόλου να δείξει συμπάθεια. δεν θυμήθηκε την πρότερη φιλία ο άσπλαχνος. Ούτε την εντολή του
Δεσπότου Χριστού ο ασυνείδητος, μάλιστα εφ’ όσον ήταν και θύτης και μαθητής του προστάτου Χρίστου. Ούτε το συμφέρον του σκέφθηκε για να συγχωρήσει τον φίλο του. δεν
θυμήθηκε τα Ευαγγελικά λόγια που κάθε μέρα διάβαζε: «Ἐάν γάρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμιν ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. στ΄ 14). και
πάλιν: «Ἐάν οὔν προσφέρης τό δῶρον σου ἐπί τό θυσιαστήριον κακει μνησθῆς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τί κατά σου, ἅφες ἐκεῖ τό δῶρον σου ἔμπροσθέν του θυσιαστηρίου, καί ὑπάγε
πρῶτον, διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῶ σου, καί τότε ἐλθῶν πρόσφερε τό δῶρον σου» (Ματθ. ε΄ 23-24).
Ο Νικηφόρος επεδίωκε τη συμφιλίωση
Σύμφωνα λοιπόν με τον σκοπό του βρήκε μια ευκαιρία και επήγε ήσυχα και έπεσε στα πόδια του και με μεγάλη ταπείνωση του είπε: «Συγχώρεσε μέ γιά τόν Κύριον, σέ ὅσα σου
ἔφταιξα καί σέ λύπησα». Αλλά ούτε τον συμπόνεσε η σκληρή εκείνη ψυχή, ούτε τον συμπάθησε. Ούτε ένα λόγο προς τον φίλο του είπε, ούτε με ένα βλέμμα καθόλου τον κοίταξε,
αλλά έστρεψε το πρόσωπο του προς τα πίσω.
Συλλαμβάνεται ο Σαπρίκιος
Κατά τον καιρόν εκείνον που βρισκόταν σε τόσο μίσος παράλογο ο Σαπρίκιος, άναψε και πάλι ο διωγμός κατά των Χριστιανών. Είχαν ανέβει στον θρόνο της βασιλείας, ο Ιουλιανόςο Παραβάτης και ο αδελφός του Γάλλος. Αυτοί έστειλαν σε όλους τους άρχοντες αυστηρές διαταγές, να τιμωρούν τους πιστούς με διάφορα βασανιστήρια, και όσοι δεν
προσκυνήσουν τα είδωλα να πεθαίνουν με πικρότατο θάνατον. Αυτή η διαταγή έφθασε και στη χώρα, που ζούσε ο Σαπρίκιος και ο Νικηφόρος. Ο Σαπρίκιος είχε το αξίωμα της
Ιεροσύνης και τον άρπαξαν αμέσως οι υπηρέτες του ηγεμόνος και τον έφεραν μπροστά του, για εξέταση.
Όταν τον ρώτησαν για τη θρησκεία του, το επάγγελμα του και το όνομά του, απάντησε: «τό ὄνομά μου εἶναι Σαπρίκιος, στή θρησκεία μου εἶμαι Χριστιανός καί τό ἀξίωμά μου
Ἱερεύς». Ο ηγεμόνας για να τον κάμει να φοβηθεί, του διάβασε τα βασιλικά προστάγματα για να ακούσει τις απειλές και τις τιμωρίες που έλεγαν. Ο Σαπρίκιος χωρίς φόβο απάντησε:
«Ἐμεῖς, ὤ ἡγεμών, εἴμαστε πολύ καλά διδαγμένοι ἀπό τίς θεῖες ἐντολές πού εἶναι καί ἀληθινές καί ἀξιόπιστες. Προσκυνοῦμεν ἕνα Θεόν στήν οὐσίαν σέ τρία πρόσωπα ἀδιαίρετα.
Αὖτον μόνον ὁμολογοῦμεν καί γνωρίζουμε Ποιητήν ὁρατῶν τέ πάντων καί ἀοράτων. Οἱ δικοί σας Θεοί τῶν Ἑλλήνων εἶναι μύθοι πραγματικῶς καταγέλαστοι, ἐπειδή εἶναι ἔργα ἀπό
χέρια ἀνθρώπων καί ἄχρηστα πράγματα».
Όταν τα άκουσε αυτά ο δυνάστης έχασε κάθε ελπίδα και άρχισε να παιδεύει τον Σαπρίκιο. Πρώτον τον έβαλαν σε ένα φοβερό όργανο, που το ονόμαζαν κοχλίαν. Ήταν σαν
μάγγανο, με το όποιο τον έσφιγγαν δυνατά για να λιώσει το σώμα και να τσακισθεί από το σφίξιμο και να θανατωθεί πικρότατα. Σ’ αυτό το σκληρότατο και ανυπόφορο βάσανο,
έμεινε πολλή ώρα ο Σαπρίκιος. Υπέμεινε με καρτερία και δεν αρνήθηκε την ευσέβεια. Είχε πεισθεί στα δεσποτικά λόγια του Κυρίου που λέγει: «Μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν
ἀποκτεινόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι΄ 28).
Όταν λοιπόν ο τύραννος είδε, ότι υπέμεινε με θαυμάσια καρτερία, το φρικτό αυτό βασανιστήριο, κατάλαβε ότι δεν είχε πια ελπίδα να τον νικήσει. Έβγαλε γι’ αυτό την έξης διαταγή:
«Τόν Σαπρίκιον τόν ἱερέα τῶν Χριστιανῶν, ἐπειδή δέν ἐγκατέλειψε τήν ματαίαν ἐκείνην λατρείαν τους οὔτε καταδέχτηκε νά προσκύνηση τούς ἀθανάτους θεούς, ἀλλά φάνηκε
παρήκοος στά βασιλικά προστάγματα, διατάσσω νά ἀποκεφαλιστῆ μέ ξίφος ἐπειδή δέν ὑπάκουσε».
Στον τόπο της εκτελέσεως
Τρέχει ο Νικηφόρος με ευλάβεια και πέφτει στα πόδια του Σαπρίκιου και δέεται και τον παρακαλεί θερμότατα και του λέγει: «Σαπρίκιε, μή ἀφίσης τόν φίλον σου ἀσυγχώρητο καί φύγης ἀπό κοντά τοῦ ἀμετανόητος καί στερηθῆς τήν αἰώνια μακαριότητα. Βάλε στό νοῦ σου, ὅτι εἶσαι λειτουργός του Δεσπότου Χρίστου. Σήμερα γίνεσαι κοινωνός τῶν παθημάτων
Τοῦ διά τοῦ Μαρτυρίου καί τοῦ θανάτου. Μή πᾶς πρός αὐτόν ἄσπονδος καί ἄσπλαγχνος καί ἀνήμερος καί ἀπό αὐτά τά θηρία ἀγριώτερος». Αλλά εκείνος ούτε στράφηκε να ιδή τον
άλλοτε αγαπημένο του που κειτόταν στα πόδια του και έκλαιε. Είχε φράξει τα αυτιά του με το κερί της μνησικακίας και πήγαινε το δρόμο του αδιάλλακτος και αδιόρθωτος.
Με δάκρυα γονατιστός ζητεί να τον συγχωρήσει
Ο Νικηφόρος αρχίζει να του λέγει τα ίδια και περισσότερα και να κλαίει με δάκρυα αδιάκοπα και να ζητεί συγχώρηση. Ο Σαπρίκιος ούτε τις φωνές του φίλου του άκουε, ούτε την ταπείνωσή του λυπόταν. και αυτοί οι ίδιοι οι δήμιοι, είχαν βαρεθεί να βλέπουν τον Νικηφόρον, να ζητεί συγχώρηση, με τόση ευλάβεια από ένα κατάδικο. Γι’ αυτό τον κορόιδευαν και
τον έλεγαν ανόητο και χωρίς ντροπή:
«Τί κόπτεσαι ἄσκοπα, καί ὀδύρεσαι καί κλαῖς, ζητώντας ἀπό ἕνα κακοποιόν συγχῶ- ρῆσι; Ἐμεῖς πηγαίνουμε νά τόν ἐκτελέσουμε καί σύ προσεύχεσαι καί ζητᾶς συγχώρησι ἀπό ἕνα
ἔνοχο;». Αυτά τα έλεγαν οι στρατιώτες, γιατί δεν ήξεραν πόσο ευσεβής φιλόχριστος ήταν ο μακάριος Νικηφόρος. Παρ’ όλα αυτά εκείνος εξακολουθούσε να τον ακολουθεί κλαίγοντας
και παρακαλώντας με αναρίθμητα δάκρυα, για να παρακίνηση τη λίθινη εκείνη ψυχή σε συμπάθεια. Ο Σαπρίκιος, δυσαρεστημένος και οργισμένος και σαν να απορούσε έφθασε
στον τόπο της καταδίκης ο ασυνείδητος.
Αμετανόητος αρνείται τον Χριστό
Τότε, ώ τη μεγίστη συμφορά! Ώ, τί σιχαμένα πτώματα κάνει η μνησικακία! Αρνείται το Χριστό ο άχρηστος. Εγκαταλείπει τον συμπαθή και φιλάνθρωπο, ο μισόκαλος. Καταπατεί ενώπιον πάντων την ευσέβεια και γίνεται, αλλοίμονο! Ο πρώην μύστης της Αγίας Τριάδος και ίσος με τους Αγγέλους, λάτρης των ειδώλων και των δαιμόνων αιχμάλωτος. Ο σοφός
Σολομών λέγει: «ὁδοί μνησικάκων, φέρουσι τόν ἄνθρωπον εἰς θάνατον» (Παροιμ. Σολ. 28).
Αυτό λύπησε τον Νικηφόρο περισσότερο. Πρώτα έβλεπε τον φίλο του, να παραβαίνει μία εντολή του Χριστού. Τώρα απαρνείται τον ίδιον τον Νομοθέτη και πέφτει τελείως στην
ασέβεια. Αισθάνθηκε να καίγονται τα σπλάγχνα του από τον πόνο. Άρχισε και πάλιν να τον παρακαλεί και να κόπτεται, υπενθυμίζοντας σ' αυτόν και της ιεροσύνης το αξίωμα:
«Ἀδελφέ φίλτατε, καί Πάτερ Σεβασμιώτατε, μή θελήσης νά προδώσης τόν ποιητήν καί σωτήρα σου», του έλεγε. «Μή ἀπαρνηθῆς τήν ὁμολογίαν τήν ὁποίαν ὑποσχέθηκες νά
φυλάξης ἐνώπιον Θεοῦ καί Ἀγγέλων. Σεβάσου τούς ἄθλους πού ἔλαβες γιά τόν Χριστόν. Λυπήσου τούς πόνους σου καί κεῖνες τίς φοβερές περιστροφές τοῦ κοχλίου. Βασανίστηκες
τόσον καιρόν γιά τήν εὐσέβειαν. Μή θελήσης νά τήν προδώσης τόσο ἀνόητα. Σέ μία στιγμή θά ζημιωθῆς τόσους ἀγῶνες καί βραβεῖα. Τίμησε τό μέγα ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης καί μή
τά καταφρόνησης. σέ παρακαλῶ, φίλε μου. Μαζί μέ μένα, σέ παρακαλοῦν καί "τάξεις Ἀγγέλων καί Μαρτύρων χορείαν". Μή διαψεύσης τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως. Τούτην τήν ὥραν
ἀκόμη εἶναι τά βραβεῖα στά χέρια σου καί στό κεφάλι σου τῆς ἀθλήσεως τό στεφάνι».
Προσφέρεται να θυσιαστεί αντί του Σαπρίκιου
Βάζει λοιπόν τον εαυτόν του στο Μαρτύριο. Γέρνει τον αυχένα του και παρακαλεί τους δήμιους, να αποκεφαλίσουν αυτόν αντί του Σαπρίκιου.Αυτοί όμως δεν τολμούσαν να θανατώσουν άνθρωπο χωρίς διαταγή.
Τρέχει λοιπόν ένας από τους στρατιώτες προς τον ηγεμόνα και του λέγει ότι ο Σαπρίκιος αθέτησε την ομολογία και την ευσέβεια και έκαμε το θέλημα του. Άλλος όμως, Νικηφόρος
ονόματι, παρακαλούσε με θάρρος θερμότερο, να λάβει, σαν να είχε κάποιο χρέος, αντί για εκείνον τον θάνατον. Τότε ο ηγεμόνας άλλαξε στην διαταγή το όνομα και αντί του
Σαπρίκιου έγραψε το όνομα του Νικηφόρου.
Ο Νικηφόρος αποκεφαλίζεται
Όταν έφεραν την διαταγή οι στρατιώτες στους δήμιους, ο καλός ο Νικηφόρος δέχεται με το ξίφος τον θάνατον. Έτσι με λίγο πόνο κληρονόμησε ουράνια βασιλεία. Και όχι μόνο νίκησε την πλάνη και την ασέβεια, αλλά και το πάθος της μνησικακίας. Εφάνει στ’ αλήθεια Νικηφόρος με την πράξη μάλλον παρά με το όνομα.
Τοιουτοτρόπως αποδεικνύεται ότι οι πόνοι του σώματος και οι κακοπάθειες δεν έχουν τόση δύναμη να κάνουν φίλο τον Κύριο, όση έχουν η φιλανθρωπία, η συμπάθεια και η αγάπη
προς τον πλησίον. Αυτή είναι το κεφάλαιο όλων των αρετών. Αυτό παρήγγειλε ο Δεσπότης Χριστός. Καθένας μπορεί να βεβαιωθεί από το φρικτό παράδειγμα του Σαπρίκιου, ο
όποιος ενώ υπέμεινε αντρίκια και γενναία τόσες δοκιμασίες και βασανίσθηκε για την αγάπη του Χριστού ο ταλαίπωρος, όμως επειδή είχε καρδιά σκληρή κι’ ανάλγητη, όχι μόνο δεν
ωφελήθηκε από τα βασανιστήρια, αλλά έγινε αρνητής του Χριστού και της ευσέβειας.
Ο φιλόχριστος όμως Νικηφόρος, που δεν πήρε καμιά κακοπάθεια και κανένα βάσανο για την ευσέβεια, εν τούτοις, χωρίς ιδρώτες και πόνους, αλλά μόνο με την φιλαδελφία και με την καλοσύνη της ψυχής, αξιώθηκε να λάβει το στέφανο του Μαρτυρίου.
Στίχος
Τόν ἐκ παλαίου κλητικόν Νικηφόρον
Τμηθέντα γνώθι πρακτικόν Νικηφόρον.
Φασγάνω ἀμφ’ ἐνάτη, Νικηφόρε, δειροτομήθης.
Απολυτίκιον Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἀγάπη τοῦ Κτίσαντος, καταυγασθεῖς τήν ψυχήν, τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος, ἐκπληρωτῆς ἀκριβής, ἐμφρόνως γεγένησαι, ὅθεν καί τόν πλησίον, ὡς σαῦτον ἀγαπήσας,
ἤθλησας Νικηφόρε, καί τόν ὄφιν καθεῖλες, ἐντεῦθεν ἐν ὁμονοία, ἠμᾶς διατήρησον.
Κοντάκιον Ήχος γ΄. Η Παρθένος σήμερον.
Πτερωθεῖς ἀοίδιμε, τή τοῦ Κυρίου ἀγάπη, καί τόν τούτου ἔνδοξε, Σταυρόν ἔπ’ ὤμων βαστάσας, ἤσχυνας τοῦ διαβόλου τάς μεθοδείας, ἤθλησας μέχρι θανάτου καί ἀληθείας,
διά τοῦτο ἀνεδείχθης, ὁπλίτης μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον
Πλήρης ὧν ἀγάπης της πρός Θεόν, ἠγάπησας μάκαρ, τόν πλησίον ὡς σεαυτόν ὅθεν καί ἀθλήσας, τοῦ μίσους τόν ἐργάτην, καθεῖλες Νικηφόρε, Χριστῷ πειθόμενος.
http://www.xristianos.gr/