Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους
η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».
η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».
Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού)∙ ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή»(κάθισμα όρθρου)∙ ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄)∙ ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄) ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).
Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στα πλαίσια της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων» («Εκ γης προφαίνει Πρόδρομος σεπτήν Κάραν, καρπούς παραινών αξίους ποιείν πάλιν. Ο Βαπτίσας πριν υδάτων πηγαίς όχλους, γήθεν φανείς βάπτιζε πηγαίς θαυμάτων»).
Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» («Απεστάλη βοώντος φωνή ο Πρόδρμος ταις ερήμοις καρδίαις, την του Υιού του Θεού πίστιν ευσεβή εγκεντρίζων του όντως Θεού») (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» («Ετοιμάσατε, φάσκει και νυν ο Πρόδρομος, του Κυρίου την τρίβον, δι’ αγιότητος∙ ούτος γαρ ελθών, συν Πατρί και Πνεύματι, ταις ημών καρδίαις οικήσει εις αιώνας») (ωδή η΄).
Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που ήδη εισήλθαμε: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» («Λαμπροφανής ανέτειλεν η τιμία σου κάρα, εκ των αδύτων κόλπων γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Δυσωπούμεν σε των δεινών ευρείν λύσιν και τον καιρόν ευμαρώς ανύσαι της εγκρατείας, πρεσβείαις σου») (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας» («Ήνοιξε προπύλαις της εγκρατείας η πάνσεμνος κεφαλή σου, πανεύφημε, και τρυφήν προέθηκεν ηδυτάτην πάσι θείων χαρισμάτων∙ ων περ μετέχοντες πιστώς, το της νηστείας τραχύ γλυκαίνομεν»).
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)
«Ο άγιος Πολύκαρπος μαθήτευσε στον Θεολόγο και Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Μετά τον Βουκόλο, τον αγιότατο επίσκοπο Σμύρνης, χειροτονήθηκε από τους επισκόπους, αφού είχε προφητεύσει την είσοδό του στην ιερωσύνη ο μακάριος Βουκόλος. Συνελήφθη κατά τον διωγμό του Δεκίου και οδηγήθηκε στον ανθύπατο. Έκανε τον μαρτυρικό αγώνα του μέσα από τη φωτιά και έγινε δημιουργός εξαίσιων θαυμάτων. Διότι και προ της ιερωσύνης του γέμισε με την προσευχή του τις αποθήκες σίτου της γυναίκας που τον έθρεψε, τις οποίες προηγουμένως είχε αδειάσει για να καλύψει τις ανάγκες των πτωχών. Κι ακόμη σταμάτησε την ορμή μιας πυρκαϊάς, μετά την ανάρρησή του στην ιερωσύνη, όπως και με την ικεσία του προς τον Κύριο κατέβασε βροχή στην ξεραμένη γη και πάλι τη σταμάτησε, όταν έβρεχε διαρκώς. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».
Η χριστοκεντρικότητα της ζωής του αγίου Πολυκάρπου είναι το κύριο στοιχείο που θίγει η υμνολογία της εορτής του. Αξιοποιώντας ο υμνογράφος το ίδιο το όνομά του: Πολύκαρπος, βλέπει τον άγιο ως το πολύκαρπο στάχυ, που βλάστησε από τον σπόρο που φύτευσε στη γη ο Χριστός, όπως και ως το πολύκαρπο κλήμα που προεκτείνει την άμπελο Χριστό. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού ακούμε: «Όταν ο καρπός της Παρθένου και πηγή ζωής σπόρος έπεσε στη γη, τότε βλάστησε σένα ως πολύκαρπο στάχυ» («Ότε της Παρθένου ο καρπός και ζωαρχικώτατος σπόρος εις γην ενέπεσε, τότε σε πολύκαρπον στάχυν εβλάστησε»)∙ «Όταν υψώθηκε πάνω στο ξύλο του Σταυρού η αληθινή άμπελος που κρεμάστηκε, τότε άπλωσε εσένα ως κατάκαρπο κλήμα, που κόπηκε από το δρεπάνι του σεπτού μαρτυρίου» («Ότε επί ξύλου τουο Σταυρού, η αληθινή κρεμασθείσα υψώθη άμπελος, τότε σε κατάκαρπον κλήμα εξέτεινε, τη δρεπάνη τεμνόμενον σεπτού μαρτυρίου»). Ο υμνογράφος με άλλα λόγια κατανοεί τον άγιο Πολύκαρπο όχι ως ένα ήρωα απλώς της πίστεως, αλλά ως προέκταση της ζωής και της σταυρώσεως του Κυρίου, ως τίμιο μέλος του αγίου σώματός Του, ως ένα με Εκείνον, συνεπώς στο πρόσωπο του αγίου Πολυκάρπου βλέπει τον ίδιο τον Κύριο.
Γι’ αυτό και επιμένει στην πραγματικότητα αυτή και με άλλες εικόνες. Στην α΄ ωδή για παράδειγμα παρουσιάζει τον άγιο ως μία στήλη που έχει γραμμένο πάνω της όχι με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του Θεού, το Ευαγγέλιο της θείας χάρης. Ο άγιος Πολύκαρπος είναι ένα ζωντανό ευαγγέλιο: και μόνο βλέποντάς τον είναι σα να βλέπει κανείς τη ζωή του Χριστού. «Νόμου καινού στηλογραφία συ γέγονας, εγγεγραμμένον έχουσα, Πάτερ, ου μέλανι, αλλά Πνεύματι θείω, της χάριτος της θείας το Ευαγγέλιον». Η επισήμανση εν προκειμένω του αγίου Θεοφάνη του υμνογράφου, ότι με το Πνεύμα του Θεού είναι γραμμένο στον άγιο το ευαγγέλιο, ότι δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού φανερώνει τον Χριστό, είναι εξόχως σημαντική. Διότι μας θυμίζει ότι κανείς δεν γνωρίζει και δεν συνδέεται με τον Χριστό, ερήμην του αγίου Πνεύματος, συνεπώς εκτός της Εκκλησίας. Μόνον ο εν τη Εκκλησία ζων και ενεργούμενος από το Πνεύμα το Άγιον μπορεί να είναι και με τον Χριστό. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» κατά τον λόγο και του αποστόλου Παύλου.
Ο άγιος Θεοφάνης δεν παύει να τονίζει - εκτός βεβαίως της μαθητείας του Πολυκάρπου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, από τον οποίο, λέγει, ότι δέχτηκε και τα ρείθρα της ζωής σαν από χείμαρρο: «Δέχτηκες το ρείθρο της ζωής σαν από χείμαρρο τρυφής, όσιε, γιατί μαθήτευσες στον αγαπημένο μαθητή που άντλησε από τον Χριστό την άβυσσο της σοφίας» (ωδή ε΄) – και το μαρτύριο αίματος του αγίου. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνάμε ότι το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου καταγράφηκε απαρχής σ’ ένα μικρό κείμενο, λίγο μετά την αποτομή της κεφαλής του, από ένα Σμυρναίο χριστιανό, ονόματι Μαρκίωνα, και επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα Παράδοση της Εκκλησίας ως προς την κατανόηση γενικώς του μαρτυρίου και της θεολογίας αυτού. Το μαρτύριο λοιπόν του αγίου τονίζεται επαρκώς από τον άγιο υμνογράφο. Δίνει όμως και τις βαθύτερες διαστάσεις του: ο άγιος Πολύκαρπος μαρτύρησε βεβαίως, αλλά προ του μαρτυρίου του ήδη μαρτυρούσε ως προς τη συνείδησή του, δηλαδή τηρώντας τις εντολές του Κυρίου. Που σημαίνει: κανείς δεν φτάνει στο σημείο ολοκληρωτικής θυσίας, χωρίς να είναι έτοιμος εσωτερικά γι’ αυτό. «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στον Χριστό, σαν ζωντανή θυσία, με την άσκηση του μαρτυρίου σου, παμμακάριε, αφού προηγουμένως προαθλήθηκες στο μαρτύριο της συνειδήσεως» («Ολόκληρον σαυτόν Χριστώ προσήγαγες ως ζώσαν θυσίαν τω μαρτυρίω, συνειδήσεως μαρτύριον προαθλήσας, παμμάκαρ, δι’ ασκήσεως») (ωδή γ΄). Κι ακόμη: Πριν ριχτεί στη φωτιά για να καεί, έκαιγε μέσα του η φλόγα της δόξας του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς η αισθητή φωτιά ολοκλήρωσε την τελείωσή του που ήδη βρισκόταν σε εξελικτική πορεία διά του Πνεύματος του Θεού. «Με λαμπρό τον νου από τη δόξα του αγίου Πνεύματος, όσιε, σαν να φλεγόσουν, για να το πούμε συμβολικά, από τη φωτιά Εκείνου, μυήθηκες σαφώς στην τελείωσή σου, θεόφρον, μέσα από την αισθητή φωτιά» («Αίγλη του Πνεύματος συ καταλαμπόμενος τον νουν, όσιε, συμβολικώς, πυρί φλεγομένω, σαφώς εμυήθης την διά πυρός σου, θεόφρον, τελείωσιν») (ωδή ε΄).
Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν που η υμνολογία μας αφενός στέκεται με σεβασμό απέναντι στο παράδοξο: να βλέπει σε βαθύ γήρας νεανική ανδρεία και υψηλό φρόνημα («Επέδειξες νεανική ανδρεία σε βαθύτατο γήρας, με τη δύναμη του Σταυρού, και ανάστησες το φρόνημά σου για τους θείους αγώνες») (ωδή η΄), δείγμα ότι τα νειάτα δεν βρίσκονται πρωτίστως στην ηλικία αλλά στην καρδιά, αφετέρου τον παραλληλίζει με τους αγίους τρείς παίδας εν τη καμίνω και τον χαρακτηρίζει «αγγέλων ισοστάσιον και αποστόλων σύσκηνον» (εξαποστειλάριον). «Με στέρεο λογισμό μπήκες μέσα στην καιόμενη φλόγα, ένδοξε, όπως οι τρεις παίδες που δρόσισαν το καμίνι με την άυλη φωτιά» («Στερρώ λογισμώ καιομένης της φλογός επέβης, ένδοξε, ως οι τρεις παίδες οι την κάμινον πυρί αϋλω δροσίσαντες») (ωδή ζ΄).
Παρασκευή, 20 Φεβρουαρίου 2015
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ
«Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν»
(Ρωμ. 13, 12)
α. Παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή και η Εκκλησία μας με τα αναγνώσματά της μάς τονίζει τα στοιχεία που κυρίως ζούμε την περίοδο αυτή: τη μετάνοια, την εντονότερη προσευχή, τη νηστεία, την ελεημοσύνη. Μας τονίζει δηλαδή όλα εκείνα που δεν έκαναν οι προπάτορές μας και γι’ αυτό έχασαν τον Παράδεισο. Ας θυμηθούμε μάλιστα ότι ακριβώς σήμερα η Εκκλησία αυτό προβάλλει: την τραγωδία της έξωσης των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο. Κι έρχεται ιδιαιτέρως το αποστολικό ανάγνωσμα από την προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου να μας ξυπνήσει από τον πνευματικό λήθαργο: «Η νύχτα όπου να ‘ναι φεύγει, και η μέρα κοντεύει να ‘ρθει». Γι’ αυτό και «ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι» (Ρωμ. 13, 11). Ο απόστολος χρησιμοποιεί την καθημερινή εικόνα της έγερσης από τον ύπνο ενόψει της ημέρας που έρχεται για να μας μιλήσει για τα πνευματικά. Τρία στοιχεία συνιστούν τον ερχομό αυτό: ο (πνευματικός) ύπνος, η έγερση, η ώρα.
β. 1. 1. Ο (πνευματικός) ύπνος: Είναι η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος ζει τη ζωή αυτή χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τον Θεό. Τον απασχολούν όλα τα επίγεια θέματα, μετέχει ενδεχομένως σε όλα αυτά, αλλά χωρίς Θεό. Κι αυτό σημαίνει ότι σε πνευματικό ύπνο βρισκόμαστε όταν
- ενδιαφερόμαστε μόνο για το τι θα φάμε, τι θα πιούμε, με τι θα ντυθούμε,
- μας ενδιαφέρει αποκλειστικά η επαγγελματική καριέρα και η θέση μας,
- μας απορροφά το κυνηγητό του χρήματος ή ίσως μόνο η ίδια η οικογένειά μας, πράγματα που επιτείνονται από τον «άθεο» μάλλον περίγυρό μας, όπως π.χ. το βλέπουμε με τα Μ.Μ.Ε. κυρίως την τηλεόραση.
Οι περιπτώσεις αυτές είναι περιπτώσεις πνευματικού θανάτου. Όπως στον ύπνο έχουμε έναν μικρό θάνατο, έτσι και στον πνευματικό. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε την ασωτία του υιού της παραβολής του ασώτου ως κατάσταση θανάτου και απώλειας.
2. Έγερση: Η διέξοδος είναι η έγερση, να ξυπνήσει δηλαδή από τον πνευματικό ύπνο και να ζει έτσι ώστε ο Θεός να προσδιορίζει τη ζωή του. Κι αυτό σημαίνει ενεργοποίηση του βαπτίσματος: επανεύρεση του ενδύματός μας που είναι ο Χριστός. «Ενδύσασθε τον Ιησούν Χριστόν». Αφ’ ης στιγμής ο Χριστός ήλθε στον κόσμο η πνευματική έγερση του ανθρώπου είναι γεγονός. Δεν μπορούμε να ζούμε σαν να μην έχει έλθει. Ο χριστιανός είναι πια ξύπνιος και παλεύει διαρκώς να φανερώνει τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι και η αληθινή έννοια της εξυπνάδας. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε έξυπνο εκείνον που καταλαβαίνει σ’ ένα βαθμό το βάθος και το πλάτος ίσως της ζωής. Μα αληθινά έξυπνος είναι εκείνος που βλέπει το πραγματικό βάθος της ζωής, δηλαδή τις ενέργειες του ίδιου του Θεού. Κι αυτή η εγρήγορση συνιστά το μυστήριο της συμμετοχής του ανθρώπου στη διαρκή έγνοια και αγάπη του Χριστού για τον κόσμο, συμμετοχή που οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου αφού τον κοινωνεί με τον Χριστό.
3. Ώρα: Ποια είναι η κατάλληλη ώρα για να ξυπνήσει κανείς; Μα το κάθε τ ώ ρ α. Η κάθε στιγμή, ανάλογα με το πώς τη ζούμε, αποκαλύπτει το έξυπνο (=ξυπνητό) ή τον ύπνο μας. Και τούτο γιατί αφενός ο θάνατος είναι διαρκώς μπροστά μας, αφετέρου επίκειται ανά πάσα στιγμή η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Αυτό τονίζει και ο απόστολος στο ανάγνωσμα. Διότι μετά τον ερχομό του Χριστού στην πρώτη Του παρουσία έχουμε εισέλθει στα λεγόμενα έσχατα, στους τελευταίους χρόνους. Η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η ώρα της Δευτέρας ελεύσεώς Του, συνεπώς δεν είναι δυνατόν να κοιμόμαστε.
γ. Η Μ. Σαρακοστή έχει ακριβώς τον σκοπό αυτό: να μας κρούει αδιάκοπα το καμπανάκι της εγρήγορσης: να κάνουμε πέρα από τη ζωή μας ό,τι μας αποκοιμίζει, δηλαδή την κάθε αμαρτία, και να μας στρέφει προς το φως, δηλαδή τον Χριστό. Γι’ αυτό και θεωρείται όχι μόνο η πιο ευλογημένη περίοδος της Εκκλησίας αλλά και η πιο ρεαλιστική.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ
«Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί»
(Ματθ. 6, 16)
α. Την Κυριακή της Τυροφάγου – παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή – η Εκκλησία μάς θυμίζει το πιο τραγικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας στον κόσμο: την εξορία του από τον Παράδεισο. Κι αυτό για να μάς προκαλέσει να θυμηθούμε ότι ο Παράδεισος είναι η αληθινή πατρίδα μας και να μας παρακινήσει στον αγώνα επαναποκτήσεώς του με τα μέσα που μας παρέχει ο Σωτήρας Χριστός και το ζωντανό σώμα Του η Εκκλησία. Και τα μέσα αυτά: την ταπείνωση, την εγκράτεια, την αγάπη, μας τα δίνει η Εκκλησία πάντοτε, κατεξοχήν όμως την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, επιμέρους θέμα των οποίων είναι και η νηστεία, δεδομένου ότι κατά την υμνολογία μας «ο Αδάμ εξεβλήθη του Παραδείσου διά της βρώσεως».
β. 1. Ο ίδιος ο Κύριος λοιπόν μίλησε για την αξία της νηστείας. «Συ δε νηστεύων…». «Όταν νηστεύητε…». «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Κι όχι μόνο μίλησε για τη νηστεία, αλλά και εμπράκτως απέδειξε την αξία της, όταν ο Ίδιος νήστευσε επί σαράντα ημέρες μετά το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό. Γι’ αυτό και οι απόστολοι εξίσου νήστευσαν και δίδαξαν για την αξία της νηστείας, κάτι που η ίδια η Εκκλησία μας ακολούθησε στη συνέχεια στοιχώντας στην Παράδοση αυτή.
Έτσι πριν πούμε οτιδήποτε άλλο για τη νηστεία φαίνεται καθαρά πόσο ξένοι προς το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που παραθεωρούν τη νηστεία, θεωρώντας την κατασκεύασμα των παπάδων και των μοναχών, ως να μην είναι η νηστεία αγώνας και προσπάθεια και των ιδίων. Κι ακόμη πόσο πλανεμένοι είναι και εκείνοι οι διάφοροι αιρετικοί, παλαιότεροι και σύγχρονοι, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η νηστεία δεν ανήκει μέσα στην Παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Ο συνεπής χριστιανός δεν συζητά αυτονοήτως τέτοιο θέμα. Το θεωρεί δεδομένο κι απλώς αγωνίζεται για την ορθή εφαρμογή του.
2. Κι ακριβώς, αν ο χριστιανός δεν συζητά για την ύπαρξη και την αξία της νηστείας, προβληματίζεται πολύ σοβαρά για το είδος και τις διάφορες εκφάνσεις της. Διότι διαπιστώνει συχνά διαστρεβλωμένες αντιλήψεις γι’ αυτήν ακόμη και σε εκκλησιαστικούς θεωρούμενους ανθρώπους, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Κύριος αναφέρεται στη νοσηρότητα που παρουσιάζεται στη νηστεία, κατεξοχήν με την υποκριτική μορφή της. «Μη νηστεύητε ώσπερ οι υποκριταί» σημείωσε, που σημαίνει ότι δεν δικαιώνεται απλώς ο νηστεύων, αλλ’ ο ορθά νηστεύων. Ποια είναι νοσηρή νηστεία κατά τον Κύριο; Η νηστεία που δουλεύει στην ανθρωπαρέσκεια και τον εγωϊσμό, εκείνη δηλαδή που τελική αναφορά δεν έχει τον Θεό αλλά τον άνθρωπο ως θήρευση του «εύγε» και του «μπράβο» αυτού («όπως φανώσιν τοις ανθρώποις νηστεύοντες»). Είναι ευνόητο έτσι ότι η νηστεία αυτή όχι μόνο δεν φέρνει κανένα θετικό πνευματικό αποτέλεσμα, αλλ’ αντιθέτως απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό, όπως το βλέπουμε τούτο πολύ καθαρά στο πρόσωπο του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής.
Και ποια είναι η υγιής νηστεία; Η νηστεία που αναφορά έχει τον ίδιο τον Θεό και συνεπώς αποφεύγει τη δημοσιοποίησή της. Πρόκειται δηλαδή για τη νηστεία που λειτουργεί ως μέσον και εργαλείο για την ορθή στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Κι επειδή ορθά στέκεται ο άνθρωπος έναντι του Θεού όταν ζει όπως Εκείνος, δηλαδή όταν αγαπά – «ο γάρ Θεός αγάπη εστί» - άρα η νηστεία καταξιώνεται στον βαθμό που συνεργεί στην απόκτηση της αγάπης από τον άνθρωπο. Αν με άλλα λόγια νηστεύοντας δεν αυξάνω την αγάπη μου προς τον Θεό και κυρίως προς τον συνάνθρωπο, τότε η νηστεία μου πάσχει ως υποκριτική και ψευδής με αποτέλεσμα την καταδίκη της από τον Θεό.
3. Η ένσταση είναι προφανής: δεν μπορώ να αγαπώ χωρίς να νηστεύω; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Διότι αγάπη σημαίνει αγαθή διάθεση ψυχής που φανερώνεται έμπρακτα. Χρειάζεται δηλαδή να βρίσκεται ο πιστός ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα ψυχής και σώματος προκειμένου να αγαπά με τον θυσιαστικό χαρακτήρα της αγάπης του Χριστού. Και μάλιστα να αγαπά τον κάθε συνάνθρωπο ακόμη και τον θεωρούμενο εχθρό του. Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να ελέγχει αδιάκοπα κάθε τι που έρχεται να χαλάσει την αγαθή αυτή διάθεσή του και την έμπρακτη φανέρωσή της, πράγμα που παραπέμπει στη νηστεία ως καθημερινό έλεγχο του εαυτού και ορθή διαχείριση των άτακτων ορμών της ψυχής και του σώματος. Θέλουμε να πούμε ότι αν ένας άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει την ενστικτώδη κίνησή του για φαγητό, όπως να φάει κρέας για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να ελέγξει ολόκληρο τον εαυτό του προκειμένου να τον διαθέσει εν θυσία αγάπης προς τον συνάνθρωπό του; Είναι προφανές ότι η αδυναμία του αυτή θα αποκαλύπτει και την αδυναμία του να αγαπήσει ορθά, κατά την εντολή του Κυρίου που επιτάσσει να αγαπάμε τον συνάνθρωπο με τη μεγαλύτερη δυνατή θυσιαστική αγάπη: «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού».
Γι’ αυτό και τη νηστεία η Εκκλησία μας δεν την θεωρεί μόνον από πλευράς σωματικής (νη-εσθίω= δεν τρώγω), αλλά και από πλευράς πνευματικής. Η σωματική νηστεία δηλαδή έχει νόημα όταν συνδυάζεται με την πνευματική διάστασή της: την αποχή των όποιων κακών και πονηριών, διαφορετικά από μόνη της θεωρείται μία απλή δίαιτα, η οποία απολυτοποιούμενη εκπίπτει από σωτηριώδη ενέργεια σε δαιμονικό κατασκεύασμα. «Βρωμάτων νηστεύουσα, ψυχή μου», ακούμε στους ύμνους της Εκκλησίας μας την περίοδο αυτή, «και παθών μη καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη ατροφία. Ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά του Θεού και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσθαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις. Μη ουν αμαρτάνουσα την νηστείαν αχρειώσης, αλλ’ ακίνητος προς ορμάς ατόπους μένε, δοκούσα παρεστάναι εσταυρωμένω τω Σωτήρι, μάλλον δέ συσταυρούσθαι, τω δια σε σταυρωθέντι, εκβοώσα προς αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Όταν νηστεύεις από φαγητά, ψυχή μου, και δεν καθαρίζεσαι από τα πάθη, μάταια χαίρεσαι για την έλλειψη τροφής σου. Γιατί αν δεν σου γίνει αφορμή για διόρθωση η νηστεία σου αυτή, μισείται ως ψεύτικη από τον Θεό, ενώ γίνεσαι όμοια με τους κάκιστους δαίμονες που ποτέ τους δεν τρώνε. Μη λοιπόν με την αμαρτία κάνεις άχρηστη τη νηστεία, αλλά να μένεις ακίνητη προς τις άτοπες ηδονές, θεωρώντας ότι στέκεσαι μπροστά στον εσταυρωμένο Σωτήρα που σταυρώθηκε για σένα, μάλλον ότι σταυρώνεσαι μαζί Του, φωνάζοντας προς Αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».
Ούτε μόνη λοιπόν η σωματική νηστεία ούτε μόνη ίσως η πνευματική ως ακατόρθωτη γίνεται αποδεκτή. Σωματική και πνευματική νηστεία συνοδεύουν, έχοντας ως σκοπό τη δημιουργία των ορθών προϋποθέσεων του ανθρώπου ώστε να μπορεί να αγαπά κατά το πρότυπο και την εντολή του Χριστού.
4. Χρειάζεται όμως κάποια προσοχή στη σωματική διάσταση της νηστείας. Εγκρατευόμαστε στη λήψη τροφής και ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Άλλωστε κατ’ ακρίβεια όπως είπαμε νηστεύω σημαίνει δεν τρώγω καθόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι νηστεία ο χριστιανός από πλευράς ποσοτικής κάνει όλον τον χρόνο: αποφεύγει τον πλήρη χορτασμό του στομάχου του, ενώ από πλευράς ποιοτικής τις συγκεκριμένες περιόδους που η Εκκλησία μας έχει καθορίσει, κατεξοχήν δε την περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Με μία ακόμη παρατήρηση: ότι επειδή σκοπός της σωματικής νηστείας είναι η με ευκολία εφαρμογή της πνευματικής νηστείας που οδηγεί στη ζωή της αγάπης, γι’ αυτό και εκείνοι που λόγω ηλικίας ή αρρώστιας αδυνατούν να νηστεύσουν σωματικά – πώς να νηστεύσει ένας γέρος και άρρωστος άνθρωπος ή ένα πολύ μικρό παιδί; - δεν νηστεύουν. Τον ρόλο της σωματικής νηστείας παίζει η αρρώστια τους, τα γεράματά τους, η όποια σωματική αδυναμία τους. Η σωματική νηστεία ξανατονίζουμε δεν υπάρχει προς εξόντωση του ανθρώπου, αλλά προς ενίσχυση του πνευματικού αγώνα προς απόκτηση της αγάπης.
γ. «Νηστεύσωμεν λοιπόν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον τω Κυρίω». Ο προσανατολισμός μας στη ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η ενεργοποίηση της εν ημίν υπάρχουσας χάρης Του από το βάπτισμά μας πρέπει να συνιστούν τον άξονα πάνω στον οποίο κάθε πίκρα από τον περιορισμό των σαρκικών ορέξεών μας θα μεταποιείται σε γλυκύτητα και αγαλλίαση. Μ’ αυτό το όραμα καλούμαστε να πορευτούμε τη Μ. Σαρακοστή, η οποία ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μας παρέχει η Εκκλησία μας.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)
῾᾽Αποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽ (Ρωμ. 13, 12)
α. Μετά τήν προετοιμασία τῶν τριῶν εἰσαγωγικῶν γιά τήν Μ. Τεσσαρακοστή ἑβδομάδων, ὅπου διαρκῶς ἡ ᾽Εκκλησία μας πρόβαλλε τήν μετάνοια ὡς τόν μοναδικό δρόμο ὀρθῆς βίωσης τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, ἔρχεται σήμερα, παραμονή τῆς εἰσόδου μας στήν Τεσσαρακοστή μέ τήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου καί μάλιστα διά τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος νά διασαλπίσει ἔντονα ἐκεῖνο κυρίως τό λόγιο τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ σφραγίδα τῆς περιόδου, τό ῾σύνθημα᾽ κυριολεκτικά τῶν πιστῶν πού πρέπει διαπαντός νά ἔχουμε πρό ὀφθαλμῶν καί μέσα στήν καρδιά μας: ἡ κλήση γιά ἀποτίναξη τῶν σκοτεινῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων μας καί γιά ἔνδυσή μας μέ τά ὅπλα τοῦ φωτός. ῾᾽Αποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽.
β. 1. Τό πρῶτο βεβαίως πού μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος εἶναι νά ἀποδεχθοῦμε ὅτι πολύ συχνά βρισκόμαστε σέ κατάσταση σκότους, δηλαδή ἁμαρτίας, γι᾽ αὐτό καί τά ἔργα μας εἶναι ἔργα ἁμαρτωλά. Κι εἶναι γεγονός ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος καί μάλιστα Χριστιανός, πού νά μήν ὁμολογεῖ μέ εὐκολία τήν ἁμαρτωλότητά του σ᾽ ἕνα γενικό καί ἀόριστο ἐπίπεδο. ῾Καί ποιός δέν εἶναι ἁμαρτωλός;᾽ ἀκοῦμε ἀπό τόν καθένα στήν ὅποια συζήτηση πού μποροῦμε νά κάνουμε μαζί του. Μία τέτοια ὁμολογία ὅμως πού καλύπτεται κάτω ἀπό τήν ἀοριστολογία καί τήν γενικολογία δέν φαίνεται νά εἶναι αὐτό πού ἔχει κατά νοῦ ὁ ἀπόστολος. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀόριστη ἀποδοχή τῆς ἁμαρτωλότητός μας κατά πᾶσα πιθανότητα λειτουργεῖ ὡς ἄλλοθι τῆς ἴδιας τῆς ἁμαρτίας μας, ἀφοῦ τελικά ὅλοι τό...ἴδιο κάνουμε καί στήν ἴδια κατάσταση βρισκόμαστε. Μέ ἄλλα λόγια ὁμολογοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας γιά νά τή δικαιώσουμε ὡς κάτι τό φυσικό!
2. Ὁ ἀπόστολος ὅμως μέ τήν πρόσκλησή του ν᾽ ἀποτινάξουμε τά ἔργα τοῦ σκότους καί τῆς ἁμαρτίας δίνει δραματικό χαρακτήρα στόν λόγο του: ὅ,τι κάνουμε, ὅ,τι λέμε, ὅ,τι ἀκόμη σκεφτόμαστε, ἄν εἶναι ἀποκομμένο ἀπό τόν Χριστό, τήν πηγή τοῦ φωτός, εἶναι ἁμαρτία καί ἄρα σκοτάδι. Τελικῶς, ὁ μή ἐν Χριστῷ ἐνεργῶν ζεῖ καί κινεῖται στήν ἀνυπαρξία, ἔστω κι ἄν φαίνεται σπουδαῖο καί σημαντικό αὐτό πού ἐπιτελεῖ στόν κόσμο. Κι ἴσως ἡ ἐποχή μας εἶναι τέτοια ἐποχή ἀνυπαρξίας ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς, ἀφοῦ ὄχι μόνον οἱ ἐκτός τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά πολλές φορές καί οἱ ἴδιοι οἱ Χριστιανοί ζοῦμε καί συμπεριφερόμαστε σά νά μήν ἔχουμε καμμία σχέση μέ τόν Χριστό, σάν νά εἴμαστε στήν πρό Χριστοῦ ἀκόμη ἐποχή. Πρόκειται δυστυχῶς γιά τήν κατάσταση τῆς ἐκκοσμίκευσης, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ πρό πολλοῦ, κατά τήν ὁποία ἔχει ἀποδεσμευτεῖ ἡ ζωή μας ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί συνεπῶς ἡ ἀθεΐα μέ τήν πρακτική της μορφή εἶναι τό γνώρισμα τῆς ζωῆς μας.
Ἡ τραγικότητα ὅμως τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἔχει ὑποδειχθεῖ ἤδη ἀπό τόν Κύριο: εἶναι ζωή ἐν θανάτῳ. ᾽Εκεῖνος πού δέν προσδιορίζεται στή ζωή του ἀπό τίς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ στήν πραγματικότητα εἶναι νεκρός. Τά λόγια τοῦ ῎Ιδιου ἐν προκειμένῳ ἠχοῦν πολύ ξερά καί πένθιμα: ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽. Εἶναι νεκρός ὅποιος δέν Τόν ἀποδέχεται καί δέν θέλει νά Τόν ἀκολουθεῖ ὡς μαθητής Του. Σάν τήν περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ πού ὄντως ἡ κατάστασή του λόγω τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τόν Πατέρα του ἦταν κατάσταση ἀνυπαρξίας καί θανάτου. Νά ἀποθέσουμε λοιπόν τά ἔργα τοῦ σκότους σημαίνει νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας κάθε τι πού ἀποτελεῖ κεντρί τοῦ θανάτου, κάθε τι πού μᾶς στερεῖ τήν ἰκμάδα τῆς ζωῆς.
3. Πῶς θά γίνει αὐτό; Μέ ποιόν τρόπο μποροῦμε νά ξεφύγουμε ἀπό τά θανατερά αὐτά δίχτυα; Ὁ ἀπόστολος εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός: μόνο μέ τή στροφή μας πρός τό φῶς. ῾᾽Ενδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽. Μόνο μέ τό θετικό ξεπερνιέται τό ἀρνητικό. Τό σκοτάδι δέν... σκοτώνεται πυροβολώντας το. Κατά φυσικό τρόπο ἐξαφανίζεται, μόλις ἔρχεται τό φῶς. Ἡ νύχτα πάντα ὑποχωρεῖ, μόλις ξεπροβάλλει ἡ αὐγή καί ὁ ἥλιος. ῎Ετσι καί τό σκότος τῆς ἁμαρτίας ἐξαφανίζεται, μόλις ὁ ἄνθρωπος στραφεῖ πρός τό φῶς τό πνευματικό, πρός τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. Καί στροφή πρός τό φῶς σημαίνει ἔνδυση τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ, ὅπως τό λέει καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος: ῾᾽Ενδύσασθε τόν Κύριον ᾽Ιησοῦ Χριστόν᾽.
Πῶς νά ντυθῶ ὅμως τόν Χριστό, τόν ῾Οποῖο ἤδη ἔχω ἐνδυθεῖ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μου; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽. Πῶς λοιπόν νά ντυθῶ τό ἴδιο ἔνδυμα μέ τό ὁποῖο ἤδη εἶμαι καλυμμένος; Γιά μᾶς τούς Χριστιανούς λοιπόν πού εἴμαστε ἐνδεδυμένοι τόν Κύριο, ἡ προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου πρέπει νά ἐννοηθεῖ ὡς ἐπανεύρεση τοῦ ἐνδύματός μας. Καί μετά τό βάπτισμα δυστυχῶς ἁμαρτάνουμε. Ἡ ἀμέλειά μας μᾶς κάνει νά ξεφτίζουμε αὐτό πού πάντα ἔπρεπε νά διατηρεῖται καινούργιο. ῎Αρα ντύνομαι τόν Χριστό σημαίνει, γιά μένα τόν βαπτισμένο, ζωή μετάνοιας. Καλοῦμαι νά ζῶ ἐν μετανοίᾳ, γιά νά καθαρίζω τό ἔνδυμα πού ἔλαβα στό βάπτισμα. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε οἱ Πατέρες μας χαρακτηρίζουν τήν μετάνοια ὡς ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματος καί δεύτερο βάπτισμα. Σταματῶ λοιπόν νά εἶμαι στό σκοτάδι, ὅταν παίρνω τό δρόμο τῆς μετάνοιας, μέ τήν ὁποία καί πάλι ξαναβρίσκω τόν ἀληθινό μου ἑαυτό, τό φῶς πού μέ πλημμύρισε τήν ἡμέρα τῆς ἀναγεννήσεώς μου μέ τήν ἔνταξή μου στήν ᾽Εκκλησία.
4. Κι αὐτή ἡ ἐπανεύρεση τοῦ ἐνδύματος διά τῆς μετανοίας εἶναι ζωή δύναμης καί ἐξουσίας. Γιατί, λέει, ῾ἐνδύσασθε τά ὅ π λ α τοῦ φωτός᾽. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μᾶς δίνει ὅπλα καί φανερώνει τήν ἐξουσία πού λάβαμε ὡς τέκνα πιά Θεοῦ. ῾Ὅσοι ἔλαβον τόν Χριστόν ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι᾽. Ποιά εἶναι αὐτά τά ὅπλα; Εἶναι ἡ πανοπλία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ πανοπλία τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας, βασισμένος σέ ἀνάλογη περιγραφή τοῦ ἀπ. Παύλου, θά ἀναγγείλει: ῾Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται. Οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε...Καί ἀναλαβόντες τήν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τήν πίστιν, καί ὡς θώρακα τήν προσευχήν, καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην. ᾽Αντί μαχαίρας τήν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν᾽. (Τό στάδιο τῶν ἀρετῶν ἔχει ἀνοίξει. Ὅσοι θέλετε νά ἀγωνιστεῖτε εἰσέλθετε... Καί ἀφοῦ φορέσαμε τήν πανοπλία τοῦ Σταυροῦ, ἄς πολεμήσουμε τόν ἐχθρό, ἔχοντας τήν πίστη σάν στέρεο τεῖχος καί σάν θώρακα τήν προσευχή καί περικεφαλαία τήν ἐλεημοσύνη. Στήν θέση τοῦ μαχαιριοῦ τήν νηστεία, ἡ ὁποία βγάζει ἀπό τήν καρδιά κάθε κακία).
γ. Πίστη, προσευχή, ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη, νηστεία: νά τά ὅπλα τῆς πνευματικῆς μας πανοπλίας, μέ τά ὁποῖα καλούμαστε νά βαδίσουμε κατά τήν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μ. Σαρακοστῆς, ἀλλά καί καθ᾽ ὅλη τήν ζωή μας. Δέν ἔχουμε παρά νά συναισθανθοῦμε τήν ἐξουσία πού μᾶς ἔχει δοθεῖ καί νά τήν ἐνεργοποιήσουμε. Τό τέλος προβάλλει ἐμπρός μας λαμπρό καί γεμάτο χάρη: ἡ συμμετοχή μας στήν ᾽Ανάσταση, ἡ πληρότητα τῆς ἔνταξής μας στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀληθινή πατρίδα μας!
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)
«᾽Εάν μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτών, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6, 15)
α. Στο τελευταίο σκαλοπάτι για την είσοδό μας στην Μεγάλη Σαρακοστή η Εκκλησία μας έρχεται διά του ευαγγελικού αναγνώσματος – τμήματος της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο – να επιτείνει ό,τι ετόνισε στις προηγούμενες εισαγωγικές Κυριακές του Τριωδίου: ότι δεν είναι δυνατόν να πορευτούμε την ευλογημένη αυτήν περίοδο, που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, ότι δεν μπορούμε να έχουμε δηλαδή πραγματική σχέση με τον Θεό μας, αν δεν πετάξουμε από πάνω μας τις «μάσκες» της υποκρισίας και δεν σταθούμε έναντι Αυτού με το αυθεντικό πρόσωπό μας, αυτό που δημιουργεί η αληθινή μετάνοια: χωρίς τις επακαλύψεις της μνησικακίας, με αληθινή νηστεία που γίνεται για εμάς τους ίδιους, με συναίσθηση ότι το κέντρο βάρους της ζωής μας, ο αληθινός θησαυρός μας, βρίσκεται όχι στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου του παρερχομένου, αλλά στη Βασιλεία του Θεού. Κι αυτό σημαίνει ότι η Μεγάλη Σαρακοστή λειτουργεί ως τύπος όλης της ζωής μας, αφού ο καθημερινός αγώνας του χριστιανού είναι πώς να διατηρηθεί ακέραιο το αυθεντικό του πρόσωπο, εκείνο που βγήκε από την αγία κολυμβήθρα της Εκκλησίας μας ως μέλος Χριστού. Ο Κύριος λοιπόν τονίζει: κανείς δεν μπορεί να είναι με τον Θεό και να διατηρεί το δώρο της χάρης Του, χωρίς πρώτα από όλα να δίνει αδιάκοπα τη συγγνώμη του στον συνάνθρωπό του. Κατά τη διατύπωση του Ίδιου: «᾽Εάν μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν».
β. 1. Κι είναι αλήθεια ότι η επισήμανση του Κυρίου είναι καίριας και αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι η μνησικακία, ως μνήμη της κακίας των άλλων και αδυναμία συνεπώς προσφοράς της συγγνώμης μας για τα τυχόν παραπτώματά τους απέναντί μας, αποτελεί ένα από τα βασικά και μόνιμα σχεδόν προβλήματα στις σχέσεις μας με αυτούς. Λόγοι προσβλητικοί, κακές συμπεριφορές, στάσεις αδιαφορίας του άμεσου ή ευρύτερου περίγυρού μας, έρχονται πολλές φορές να προκαλέσουν τον υπάρχοντα εγωισμό μας, ο οποίος απαιτεί την αποδοχή και τον έπαινο, ίσως μάλιστα και την κυριαρχία επί των άλλων, ακυρώνοντας έτσι τη μοναδική και αποκλειστική σχεδόν προϋπόθεση παρουσίας του Θεού στη ζωή μας: την αγάπη. Με άλλα λόγια η μνησικακία αποτελεί το μεγαλύτερο φράγμα για να παραμένουμε εν τω Θεώ, αφού «ο Θεός αγάπη εστί», ενώ αποκαλύπτει περίτρανα τον εγωισμό που έχει θρονιαστεί ως βασιλιάς στην καρδιά μας, συνεπώς και την κατίσχυση της αμαρτίας πάνω μας.
2. Ο Κύριος λοιπόν είναι σαφής: αν δεν αποτινάξουμε από την καρδιά μας, δηλαδή από τον βαθύτερο εαυτό μας, την όποια μνησικακία μας, αν δεν αγωνιζόμαστε να είμαστε ανεξίκακοι με αγάπη μέσα μας, πρόσωπο Θεού δεν πρόκειται να δούμε, ούτε εν τω νυν ούτε εν τω μέλλοντι αιώνι. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε ότι ο αγώνας αυτός δεν είναι μία απομείωσή μας: χάνουμε κάτι, αλλά ο κατεξοχήν εμπλουτισμός μας: διώχνουμε αυτό που συνιστά δηλητήριο της ψυχής μας και ενέργεια δαιμονική και κρατάμε και αυξάνουμε τη χάρη του Θεού. Την αλήθεια αυτή ο Κύριος δεν την κήρυξε μόνον με τα παραπάνω λόγια, με θετική και αρνητική διατύπωση, που και μόνον αυτά ήταν βεβαίως υπεραρκετά για τη συνειδητοποίηση της φοβερής σημασίας της ανεξικακίας, αλλά και με τα λόγια της προσευχής που μας έμαθε να λέμε, στην Κυριακή λεγόμενη προσευχή, στο γνωστό «Πάτερ ημών»: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»: συγχώρησε τις αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε τις αμαρτίες των άλλων. Η συγγνώμη του Θεού προς εμάς έχει ως μοναδική προϋπόθεση τη συγγνώμη τη δική μας προς τους συνανθρώπους μας. Ο Κύριος δηλαδή «έδεσε» τη σωτηρία μας με την καλή σχέση μας προς τους άλλους. Αυτό που τόνισε το ευαγγέλιο της κρίσεως της προηγουμένης Κυριακής, έρχεται σήμερα να τονιστεί και με έναν άλλον τρόπο.
3. Εκεί όμως που ο Κύριος έδωσε το συγκλονιστικότερο «μάθημα» της ανεξικακίας ήταν με την ίδια τη ζωή Του, όταν βρισκόταν μάλιστα πάνω στον Σταυρό. Ο Σταυρός Του, που περικλείει όλη την τελειότητα (όσιος Μάρκος ο ασκητής), ήταν η αποκάλυψη της άπειρης αγάπης Του και της ανεξικακίας Του, απέναντι μάλιστα σε μία ανθρωπότητα, η οποία τόσο είχε εκτροχιαστεί, ώστε θέλησε να σκοτώσει τον ίδιο τον Δημιουργό και Ευεργέτη της. «Πάτερ, άφες αυτοίς• ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» είναι τα λόγια προσευχής Του υπέρ των σταυρωτών Του. Και το παράδειγμα αυτό συγγνώμης και ανεξικακίας συνέχισαν, με τη βοήθεια και τη χάρη βεβαίως του Ίδιου, και οι απόστολοι και οι μάρτυρες και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας. Ο άγιος Στέφανος για παράδειγμα: τι άλλο κάνει όταν την ώρα που λιθοβολείται από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους επαναλαμβάνει, απλώς παραλλαγμένα, τα ίδια λόγια του Κυρίου; «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»; Το ίδιο και ο νεώτερος άγιος, για να μνημονεύσουμε και έναν ακόμη, Διονύσιος Αιγίνης: κρύβει και καλύπτει από το απόσπασμα που τον κυνηγά, τον φονιά του αδελφού του και στη συνέχεια τον φυγαδεύει.
Έτσι όρος, προϋπόθεση για να είναι κανείς Χριστιανός, είναι η βίωση της ανεξικακίας και της συγγνώμης. Δεν μπορεί κανείς να λέγεται Χριστιανός, χωρίς να συγχωρεί τους πάντες, έστω κι αν αυτοί είναι εχθροί του. Κι αυτό άλλωστε, ως γνωστόν, είναι το διακριτικό που ξεχωρίζει τον χριστιανό μάρτυρα από οποιοδήποτε άλλο είδος μάρτυρα: ο χριστιανός πεθαίνει προσευχόμενος υπέρ των διωκτών του, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τη γνησιότητα της πίστης του στον Χριστό.
4. Βεβαίως η απόκτηση της ανεξικακίας δεν είναι κάτι εύκολο. Απαιτεί αγώνα διαρκή και επίπονο. Χρειάζεται να «ματώσει» κανείς εσωτερικά, για να μπορέσει να σταθεί με καθαρή καρδιά απέναντι στον συνάνθρωπό του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ασκητή εκείνου στο Γεροντικό, που έφτυνε αίμα τη στιγμή που τον πλησίασε ένας άλλος αδελφός. Και στην ερώτηση του αδελφού τι συνέβη, εκείνος απάντησε: Πριν από λίγο ένας αδελφός με πίκρανε. Και παρακάλεσα τον Θεό να μου βγάλει την πίκρα από μέσα μου. Και να, ο Θεός με άκουσε και έκανε αίμα την πίκρα μου και την έβγαλα.
Θα πρέπει μάλιστα να διέλθει ο πιστός από ορισμένα στάδια, που μας τα έχουν υποδείξει και καθορίσει οι ασκητικοί Διδάσκαλοι και Πατέρες της Εκκλησίας. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, για παράδειγμα, ο επονομαζόμενος της Κλίμακος, μας μιλάει για τρεις βαθμίδες στην ανεξικακία. Πρώτη βαθμίδα, γράφει, είναι να αποδέχεται κανείς τις προσβολές και τις ατιμίες, έστω με οδύνη και πικρία ψυχής. Στη δεύτερη βαθμίδα φθάνουν αυτοί που έχοντας πια περάσει από την πρώτη, δεν θλίβονται για τις προσβολές και τις αναποδιές που τους συμβαίνουν, αλλά και δεν χαίρονται βεβαίως. Και η τρίτη βαθμίδα, το στάδιο των τελείων, είναι γι’ αυτούς που όχι μόνον δεν πονούν και δεν πικραίνονται, αλλά θεωρούν ως επαίνους τις ατιμίες. Πρόκειται για στάδιο τελείωσης που χαρακτηρίζεται από το σύγχρονο λογικοκρατούμενο και αυτονομημένο άνθρωπο ως τρέλα. «Αρχή ανεξικακίας – λέει επακριβώς –εν πικρία και οδύνη ψυχής τας ατιμίας καταδέχεσθαι. Μεσότης, αλύπως εν ταύταις διακείσθαι. Τέλος δε, ως ευφημίας ταύτας λογίζεσθαι».
5. Ο ίδιος μάλιστα άγιος προβαίνει και σε άλλα σημεία των λόγων του και σε συγκεκριμένες συμβουλές, που μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να ξεπεράσει τη μνησικακία. Μερικά παραδείγματα.
- Αν αισθάνεσαι πικρία και μίσος απέναντι σε κάποιον αδελφό και δεν έχεις τη δύναμη να τον αγαπήσεις με την καρδιά σου, τουλάχιστον να μετανοείς απέναντί του και να τον πλησιάζεις με τα λόγια, με το στόμα. Ίσως έτσι ντραπείς τα λόγια σου και τον αγαπήσεις πραγματικά.
- Αν ακούσεις ότι κάποιος αδελφός σε κατηγόρησε, μην αφεθείς εσύ στο πάθος της μνησικακίας, αλλά ξεπέρασέ το λέγοντας γι’ αυτόν επαινετικά λόγια.
- Αν δεις ή ακούσεις κάτι που σου κινεί το πάθος της κατακρίσεως (καρπού της μνησικακίας), μη λες ότι από αγάπη κατακρίνεις, διότι η αγάπη οδηγεί σε κρυφή προσευχή υπέρ αυτού που έσφαλε, και όχι σε κατηγόρια. Αυτός ο τρόπος αντιδράσεως μάλιστα – προσευχή υπέρ αυτών που μας φταίνε – αποτελεί κατά τον άλλον μεγάλο ασκητικό διδάσκαλο όσιο Μάρκο τον ασκητή, «κτύπημα και πληγή των δαιμόνων».
γ. Η ανεξικακία, ενόψει μάλιστα της Σαρακοστής που μας ωθεί με όλες τις εκφράσεις της στην αποκάλυψη του γνήσιου εαυτού μας, όπως είπαμε, παρ’ όλες τις δυσκολίες αποκτήσεως και βιώσεώς της, είναι ό,τι πιο απαραίτητο για την πορεία μας ως χριστιανών. Δεν θα σωθούμε από τις τυχόν νηστείες ή τις ελεημοσύνες ή τις προσευχές μας, αν όλα αυτά δεν βρίσκουν την κατάληξή τους στην ανεξικακία ή και δεν την έχουν ως προϋπόθεσή τους. Διότι, και πάλι θα το πούμε, η αρετή αυτή είναι έκφραση της αγάπης και η αγάπη είναι και θα είναι το απόλυτο κριτήριο της ζωής μας.
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΕΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΤΑΝΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)
«Ο άγιος Λέων καταγόταν από τη Ραβέννα και ήταν υιός ευγενών γονέων. Λόγω της καθαρότητας του βίου του και της επιμέλειας των λογισμών του πέρασε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης, κατά τους νόμους της Εκκλησίας, και με θεία ψήφο αναδείχτηκε Πρόεδρος της Μητροπόλεως της Κατάνης, η οποία βρίσκεται στην περιώνυμη Σικελία, όπου ακόμη και τώρα βγαίνει φωτιά και ρέει λάβα από το βουνό της Αίτνας. Αυτός λοιπόν, όπως λέει και το όνομά του, σαν λιοντάρι στην πίστη και σαν ήλιος στη λάμψη, καταφώτισε όλους, επιμελούμενος των ψυχών, γινόμενος προστάτης των χηρών και φροντίζοντας τους πτωχούς. Γι’ αυτόν τον λόγο με μόνη την προσευχή του έριξε κάτω στη γη αγαλματένιο είδωλο και φρόντισε να κτιστεί μεγάλος και ωραίος ναός στην καλλίνικο μάρτυρα Λουκία, ενώ αποτέφρωσε τον μάγο Ηλιόδωρο με τις μαγγανείες του. Διότι όταν αυτός φάνηκε σε όλους ανάμεσα στον όχλο, κάνοντας μαγείες και δημιουργώντας εντυπώσεις, ο μακάριος Λέων αφού τον έπιασε γρήγορα με τα χέρια του και τον έδεσε με το ιερό πετραχήλι του, έδωσε εντολή να ανάψουν μεγάλη φωτιά στο μέσο της πόλης. Κι αφού δημοσίευσε όλες τις μαγγανείες του, έχοντάς τον δεμένο από τον τράχηλο, μπήκε μαζί του στο μέσο της καμίνου, και δεν βγήκε από εκεί, μέχρις ότου αποτεφρώθηκε εντελώς ο δειλός. Αυτό κατέπληξε τους πάντες. Διότι όχι μόνον ο μέγας Λέων έμεινε άφλεκτος, αλλά η φλόγα δεν άγγιξε καθόλου ούτε κι ένα από τα ιερά ενδύματά του. Όταν το θαύμα αυτό έγινε γνωστό παντού και το άκουσαν με τα αυτιά τους και οι αυτοκράτορες Λέων και Κωνσταντίνος, κάλεσαν τον άγιο να έλθει κοντά τους, και άγγιζαν τα πόδια του και τον παρακαλούσαν να προσεύχεται υπέρ αυτών. Αυτός όχι μόνον εν ζωή υπήρξε μέγας θαυματουργός, αλλά και μετά την ταφή του συνέχισε να επιτελεί θαύματα».
Ο Ιωσήφ, ο υμνογράφος του αγίου Λέοντα, επιμένει ιδιαιτέρως στο θαυματουργικό χάρισμα του αγίου. Θαυματουργός άλλωστε επονομάζεται. Και πέραν των επεμβάσεών του σε όλα τα νοσήματα, και μάλιστα τα ανίατα, τονίζει το χάρισμά του για την εκδίωξη των πονηρών δαιμόνων. «Υπήρξες, ιεράρχα, αυτός που καθαρίζει τα νοσήματα, που φυγαδεύει τα πονηρά πνεύματα και αποτελεί το καταφύγιο των πιστών ανθρώπων» («Νοσημάτων καθάρσιον, πονηρών δαιμόνων φυγαδευτήριον, ιεράρχα, εχρημάτισας, και πιστών ανθρώπων καταφύγιον») (ωδή δ΄). Ο άγιος Λέων θεωρείται «ειδικός» στην εκδίωξη των ακαθάρτων πνευμάτων, διότι ακριβώς έγινε το όργανο του Θεού για την αποκάλυψη και την εξαφάνιση του πονηρού μάγου Ηλιοδώρου. Η προσευχή του, γι’ αυτό, συνιστά μάστιγα που τα απομακρύνει από τους ανθρώπους. «Έτυχες των θείων χαρισμάτων, ώστε να θεραπεύεις πάθη ανίατα και να εκδιώκεις ακάθαρτα πνεύματα με τη μάστιγα των προσευχών σου» («Χαρισμάτων θείων τετύχηκας, πάθη ανίατα θεραπεύειν πάντοτε, και προσευχών μάστιγι ακάθαρτα διώκειν πνεύματα») (στιχηρό εσπερινού). Από την άποψη αυτή, ιδιαιτέρως στην εποχή μας που μαστίζεται από ανίατα πολλές φορές νοσήματα: καρκίνους, άγνωστες ιώσεις κλπ., αλλά και από πολλούς δαιμονισμούς και επιρροές ακαθάρτων πνευμάτων, ο άγιος Λέων θα έπρεπε να είναι άγιος της «πρώτης γραμμής». Κι όταν μάλιστα υπάρχει η διαχρονική βεβαίωση ότι θαυματουργούσε όχι μόνο εν ζωή, αλλά και μετά θάνατον, σαν, κατά κάποιο τρόπο, πέλαγος απείρων θαυμάτων («των απείρων θαυμάτων το πέλαγος», όπως λέει ο οίκος του κοντακίου του). Διότι «οι άγιοι εις τον αιώνα ζώσι».
Ο άγιος υμνογράφος πολλές φορές βεβαίως προβαίνει και στην ερμηνεία της λήψεως από τον Θεό του θαυματουργικού του χαρίσματος. Όλη του τη ζωή την διάβηκε στη γη, σημειώνει, με φλογερή αγάπη προς τον Θεό, γι’ αυτό και πήρε τη χάρη αυτή της θαυματουργίας («τον βίον όλον, ον εν τη γη διαπύρω αγάπη ετέλεσε και είληφεν ουρανόθεν των απείρων θαυμάτων το πέλαγος») (οίκος κοντακίου). Και την αγάπη αυτή την απέκτησε όχι άκοπα, αλλά με έντονη ασκητική προσπάθεια, καθώς αγωνιζόταν να έχει προσηλωμένο πάντοτε τον νου του στον πρώτο Νου, τον ίδιο τον Θεό. «Καθρεπτίζοντας τον αίτιο όλων Νου, τον Θεό, στον δικό σου καθαρότατο νου, δέχτηκες από Αυτόν την αίγλη των χαρισμάτων, θεόπνευστε» («Νοΐ καθαρωτάτω νουν τον πάντων αίτιον ενοπτριζόμενος, παρ’ αυτού εδέξω χαρισμάτων την αίγλην, θεόπνευστε») (ωδή ε΄). Εκεί που δίνει μία εξαιρετική όμως χριστοκεντρική εξήγηση, με πολλή ποιητικότητα, του θαυματουργικού του χαρίσματος είναι στην ωδή θ΄: Βλάστησε ο άγιος τα σταφύλια των αρετών, λέει, σαν κλήμα στο αμπέλι του Χριστού, κι αυτά έσταξαν το γλεύκος των θαυμάτων. Από αυτό το γλεύκος πίνουν οι πιστοί και λαμβάνουν και υγεία και ευχαρίστηση. «Ως κλήμα της αληθινής γεγονώς, πάτερ, αμπέλου, εβλάστησας αρετών βότρυας, θαυμάτων γλεύκος εναποστάζοντας∙ εξ ου οι πίνοντες πιστώς, υγείαν κομίζονται και αγαλλίασιν».
Αξίζει όμως να δούμε και την ερμηνεία του αγίου υμνογράφου στο παράδοξο θαύμα της αποτέφρωσης του μάγου Ηλιοδώρου. Παραξενεύει η ενέργειά του: αποτέφρωσε έναν άνθρωπο. Αλλά ο άγιος δεν προέβη στη βίαιη αυτή κίνηση από μίσος και φανατισμό: το μίσος και ο φανατισμός στοχοποιούν κάποιον και παλεύουν να τον εξοντώσουν, ερήμην των ίδιων. Ο «αντίπαλος» στέκει ακριβώς απέναντι και πετροβολείται. Εδώ έχουμε τη συγκλονιστική συμπαράταξη του αγίου στην ίδια τιμωρία: εισέρχεται κι αυτός στη φωτιά, συμπαρασύροντας το όργανο του διαβόλου. Η κίνησή του βρίσκεται μέσα στην ενέργεια της χάρης του Θεού - το αποτέλεσμα το αποδεικνύει. Διότι λειτουργεί ως ποιμένας που πρέπει να σώσει τις ψυχές των πιστών του. Ο Ηλιόδωρος παρέσυρε πολλούς. Μπροστά στο φαινόμενο αυτό ο άγιος πρέπει να αντιδράσει. Προς χάρη ακριβώς του ποιμνίου του. «Αυτόν που μώραινε με τις απάτες των δαιμόνων όλους τους πιστούς στον Χριστό, τον παρέδωσες με δίκαιη ψήφο στη φωτιά, μακάριε, και έσωσες τις ψυχές από την ολέθρια αυτή βλάβη, σαν Ποιμένας αληθινός και σωτήριος» («Τον απάταις δαιμόνων πάντας τους πιστεύοντας Χριστώ μωραίνοντα, τω πυρί δικαία παραδέδωκας ψήφω, μακάριε, και ψυχάς ερρύσω της ολεθρίου τούτου βλάβης, ως ποιμήν αληθής και σωτήριος») (ωδή ε΄). Ο άγιος Λέων εν προκειμένω αποτελεί παράδειγμα και πρότυπο για όλους τους χριστιανούς, και μάλιστα τους κληρικούς, στο πώς αντιμετωπίζονται οι εχθροί της Εκκλησίας: μόνον όταν έχει κανείς τη διάθεση να θυσιαστεί και ο ίδιος. Όταν κίνητρό μας είναι η αγάπη μας στον λαό του Θεού, με απόφαση να πεθάνουμε κι εμείς γι’ αυτήν την αγάπη, τότε η στροφή μας κατά της πλάνης αποκτά αποτελεσματικότητα και γίνεται σωτήρια.
http://pgdorbas.blogspot.gr