ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, τὴ μεγάλη αὐτὴ ἡμέρα, ἑορτάζει τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ Παράκλητος, τὸ πανάγιο Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ὡς Θεός, εἶνε βέβαια ἀόρατο. Ἔκανε ὅμως καὶ κάνει διαρκῶς αἰσθητὴ τὴν παρουσία του. Κ᾿ ἐπειδὴ πολλοὶ δὲν ἔχουν καλλιεργήσει τὴν πίστι στὸ ἅγιο Πνεῦμα, στὴν ὁμιλία αὐτὴ θ᾿ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα· Μὲ ποιούς τρόπους τὸ ἅγιο Πνεῦμα κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του στὸν κόσμο;
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἔκανε αἰσθητὴ τὴν παρουσία του διὰ τοῦ ἤχου· «Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας». Ὁ ἀέρας καὶ ὁ ἦχος αὐτὸς γέμισε ὅλο τὸν οἶκο, ὅπου «ἦσαν καθήμενοι» (Πράξ. 2,2). Στὴν κολυμβήθρα τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος, ὅπως γνωρίζετε, τὸ νερὸ καλύπτει ὅλο τὸ σῶμα τοῦ βαπτιζομένου. Πρέπει νὰ
βουτιέται ὅλο τὸ σῶμα μέσα στὸ νερὸ «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Μὴ καταντοῦμε σὰν τοὺς φράγκους, ποὺ ῥαντίζουν μόνο· ὄχι δὰ ἔτσι! Ὅπως λοιπὸν ἡ κολυμβήθρα γεμίζει νερό, ἔτσι καὶ ὅλος ὁ χῶρος τοῦ ὑπερῴου, ὅπου ἦταν οἱ μαθηταί, γέμισε ἀπὸ τὴν «βιαία πνοή». Τὸ ὑπερῷο τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγινε ἡ κολυμβήθρα τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἐκεῖ βαπτισθήκανε.
Ἀλλ᾿ ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγινε αἰσθητὴ καὶ διὰ τοῦ πυρός· «Καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός» (ἔ.ἀ. 2,3). Γιατί τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίστηκε σὰν φωτιὰ καὶ σὰν γλῶσσα; Σὰν φωτιὰ παρουσιάστηκε, γιατὶ θέλει μ᾿ αὐτὸ νὰ παραστήσῃ τὴ δύναμι ποὺ καίει καὶ φωτίζει. Ὅπως ἡ φωτιὰ ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καίει καὶ φωτίζει συγχρόνως. Ὅταν ὁ γεωργὸς βάζῃ φωτιὰ στὰ ἀγκάθια, τὰ φίδια, ποὺ ἔχουν ἐκεῖ τὶς φωλιές τους, φεύγουν μακριά. Τί σημαίνει αὐτό; Χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια εἶνε καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου· ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας, ἀγκάθια τῶν παθῶν, ἀγκάθια τῶν κακῶν συνηθειῶν. Γι᾿ αὐτὸ ἔλα, Πνεῦμα ἅγιο, σὰν φωτιά· πέσε μέσα στὰ ἀγκάθια αὐτά, στὸ χέρσο χωράφι, καὶ τὰ νοητὰ φίδια τῶν κακιῶν θὰ φύγουν μακριά, γιὰ νὰ φυτρώσουν ἔπειτα ὅλα τὰ ὡραῖα σπαρτὰ καὶ λουλούδια. Νά γιατί παρουσιάστηκε σὰν φωτιά. Γιατί ὅμως παρουσιάστηκε σὰν γλῶσσα; Ἔχει σημασία, καὶ τὸ λένε οἱ πατέρες. Ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἔχει ὡς μέσον διαδόσεως τὸ σπαθί, ὅπως τὸ Ἰσλάμ. Ὁ Χριστὸς λέει· «Ει τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…» (Ματθ. 16,24). Ἡ ἁγία θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ δὲν διαδίδεται μὲ τὸ σπαθί, διὰ τῆς βίας. Ὡς μέσον διαδόσεως θὰ ἔχῃ πάντοτε τὴ γλῶσσα, τὸ πύρινο κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!» (Λουκ. 12,49).
Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ὅμως ἔκανε καὶ θαύματα. Αἰσθητὴ λοιπόν, ἀκόμη, ἡ παρουσία του καὶ διὰ θαυμάτων. Καὶ πρῶτο θαῦμα εἶνε ἡ γλωσσομάθεια τῶν ἀποστόλων. Ἔβλεπες αὐτούς, ποὺ ἐγὼ ἀμφιβάλλω ἂν ξέρανε νὰ μιλήσουν καὶ τὰ ἑβραϊκὰ σὰν ψαρᾶδες ποὺ ἤτανε, νὰ λαλοῦν σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες καὶ διαλέκτους τοῦ κόσμου «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 2,11). Ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἦταν αἰσθητὴ διὰ τῶν γλωσσῶν ποὺ λαλοῦσαν. Σᾶς ὑπενθυμίζω κ᾿ ἕνα ἄλλο θαῦμα. Ὁ Πέτρος ὁ ψαρᾶς, ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, βλέπει ἕνα χωλὸ (=κουτσό) ποὺ εἶχε σαράντα χρόνια νὰ περπατήσῃ. Ὁ χωλὸς περίμενε μήπως τοῦ δώσῃ κάτι. Ἀλλ᾿ ὁ Πέτρος τοῦ λέει· «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι»· ἐγώ, ἂν ψάξῃς, δὲν ἔχω μιὰ δραχμή. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχω, αὐτὸ σοῦ δίνω· «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει» (Πράξ. 3,6). Καὶ αὐτός, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσῃ, ἀμέσως στερεώθηκαν τὰ σφυρά (=οἱ ἀστράγαλοί) του, ἔγινε ὑγιής, καὶ περπάτησε· πετοῦσε σὰν ἐλάφι. Ὁ Πέτρος δὲν εἶχε ἀσήμι καὶ χρυσάφι, εἶχε ὅμως Πνεῦμα ἅγιον! «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι». Θὰ ἔπρεπε τὸ ἀνάργυρον, ἡ ἀκτημοσύνη, νὰ εἶνε γνώρισμα ὅλων ὅσοι ἐτάχθησαν νὰ ποιμάνουν τὴν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Τίποτε ἄλλο δὲν χτυπάει τόσο ἄσχημα στὸ λαό μας ὅσο ἡ φιλαργυρία, καὶ μάλιστα τῶν ἀγάμων. Τώρα ὅμως, ὅπου νὰ πᾷς, βλέπεις δίπλα στοὺς ἀγάμους ἀνηψιὲς καὶ ἀνηψιούς. Καὶ ἀκοῦς· Νὰ τοὺς προικίσουμε, νὰ τοὺς σπουδάσουμε… Δὲν εἶνε αὐτὴ ἐκκλησία ἐλευθέρα καὶ ζῶσα. Φεύγω τώρα ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους κληρικοὺς τῆς Ἑλλάδος καὶ πάω στὸν πάπα. Ἔλα σὺ τώρα, ποὺ θέλεις νὰ λές, ὅτι εἶσαι διάδοχος τοῦ Πέτρου. Μπορεῖς, ἐσὺ ὁ πάπας, ὅλοι οἱ πάπαι ποὺ περάσατε, μπορεῖτε νὰ πῆτε· «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι»; Οἱ μεγαλύτερες τράπεζες τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Γαλλίας εἶνε παπικές. Ῥέει τὸ ἀργύριον… Λένε, ὅτι πρὶν πολλὰ χρόνια πῆγε κάποιος φιλόσοφος νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν πάπα. Ὁ πάπας, γιὰ νὰ τὸν ἐντυπωσιάσῃ, τοῦ λέει· ―Ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὰ μεγαλεῖα τοῦ κράτους μου (διότι εἶνε κράτος τὸ Βατικανό). Τὸν πῆγε λοιπὸν στὶς πινακοθῆκες, στὶς μεγάλες αίθουσες, στὸν τεράστιο ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ῥώμης, στὰ κειμήλια καὶ τοὺς θησαυρούς, σὲ ὅλα τὰ λείψανα ποὺ ἦταν ἐπίχρυσα καὶ ἐπάργυρα. Τοῦ τὰ ἔδειξε ὅλα αὐτά, καὶ θάμπωσαν τὰ μάτια τοῦ ἐπισκέπτου. Τότε ὁ πάπας ὁ ἄπιστος τοῦ λέει εἰρωνικῶς· ―Αὐτὰ δὲν πιστεύω νὰ τὰ εἶχε ὁ ἀπόστολος Πέτρος… (ἤθελε δηλαδὴ νὰ πῇ, ὅτι αὐτὸς ἔγινε ἀνώτερος τοῦ Πέτρου!). Καὶ ὁ φιλόσοφος τοῦ ἀπαντᾷ· ―Εἶνε ἀλήθεια, ὅτι ὁ καημένος ὁ Πέτρος δὲν εἶχε τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι». Ἀλλὰ σ᾿ ἐρωτῶ καὶ μὲ συγχωρεῖς· ἐκεῖνος δὲν τὰ εἶχε αὐτά, ἐσὺ ὅμως, ἂν φέρω ἕνα κουτσό, μπορεῖς νὰ τοῦ πῇς «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει»; Μπορεῖς νὰ τὸ πῇς; Δὲν μπορεῖς. Ἑπομένως τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ τὰ πλούτη σας, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἔχετε Πνεῦμα ἅγιο;
Αἰσθητή, λοιπόν, ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ ἀέρος καὶ τοῦ ἤχου, αἰσθητὴ διὰ τοῦ πυρός, αἰσθητὴ διὰ τῶν θαυμάτων. Τελειώνω· ἔφτασα στὸ τελευταῖο μέρος, ποὺ ἀφορᾷ τὴν ἀφεντιά μου καὶ τὴν ἀφεντιά σας. Διότι θὰ μοῦ πῆτε· ―Τί κοπιάζεις νὰ μᾶς ἀποδείξῃς, ὅτι ἦρθε Πνεῦμα ἅγιο στοὺς ἀποστόλους; Δὲν χρειάζεται· αὐτὸ εἶνε φανερό. Μπορεῖς νὰ μᾶς πῇς τώρα, ὑπάρχει σήμερα Πνεῦμα ἅγιο; Αὐτό μᾶς ἐνδιαφέρει. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «καὶ ἔστι, καὶ ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε παυσόμενον» (ὕμνος Πεντηκοστῆς). Ὑπάρχει. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε, δὲν θὰ ὑπῆρχε καὶ Ἐκκλησία. Ποῦ ὑπάρχει, ποῦ θὰ τὸ δῇς; Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀρχίζει στὴν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς ἐπικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κ᾿ Ἐκεῖνο ἔρχεται πάνω στὰ νερά, τὸ νερὸ ἀποκτᾷ πνευματικὴ ῥαδιενέργεια καὶ καθαρίζει τὸν βαπτιζόμενο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία· καὶ ἀπὸ παιδὶ τῆς νύχτας βγαίνει υἱὸς φωτὸς καὶ ἡμέρας, υἱὸς καὶ θυγατέρα τοῦ παναγίου Πνεύματος. Πνεῦμα ἅγιο στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Καὶ θά ᾿πρεπε μετὰ τὸ βάπτισμα ἡ ζωή μας νὰ εἶνε λευκὴ σὰν τὸ χιόνι. Ὅμως μετὰ τὸ βάπτισμα ἁμαρτάνεις. Τότε τί γίνεται; Παιδί μου, μὴν ἀπελπισθῇς. Πόσα ἁμαρτήματα ἔκανες; Είτε λίγα ἔκανες είτε πολλά, ῥῖξε τὸν ἑαυτό σου στὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἀπόρριψε τὴν ἀπόγνωσι. Τρέξε στὴν ἐξομολόγησι. Τὴν ὥρα ἐκείνη μπροστὰ στὸν πνευματικὸ μὲ τὸ πετραχήλι, ὁ παπᾶς δὲν εἶνε ὁ ἄσημος ἄνθρωπος. Εἶνε ἄγγελος περιβεβλημένος οὐράνια δόξα, εἶνε τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ, εἶνε αὐτὸς ὁ Χριστὸς ὁ ἐσταυρωμένος…
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἔκανε αἰσθητὴ τὴν παρουσία του διὰ τοῦ ἤχου· «Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας». Ὁ ἀέρας καὶ ὁ ἦχος αὐτὸς γέμισε ὅλο τὸν οἶκο, ὅπου «ἦσαν καθήμενοι» (Πράξ. 2,2). Στὴν κολυμβήθρα τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος, ὅπως γνωρίζετε, τὸ νερὸ καλύπτει ὅλο τὸ σῶμα τοῦ βαπτιζομένου. Πρέπει νὰ
βουτιέται ὅλο τὸ σῶμα μέσα στὸ νερὸ «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Μὴ καταντοῦμε σὰν τοὺς φράγκους, ποὺ ῥαντίζουν μόνο· ὄχι δὰ ἔτσι! Ὅπως λοιπὸν ἡ κολυμβήθρα γεμίζει νερό, ἔτσι καὶ ὅλος ὁ χῶρος τοῦ ὑπερῴου, ὅπου ἦταν οἱ μαθηταί, γέμισε ἀπὸ τὴν «βιαία πνοή». Τὸ ὑπερῷο τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγινε ἡ κολυμβήθρα τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἐκεῖ βαπτισθήκανε.
Ἀλλ᾿ ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγινε αἰσθητὴ καὶ διὰ τοῦ πυρός· «Καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός» (ἔ.ἀ. 2,3). Γιατί τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίστηκε σὰν φωτιὰ καὶ σὰν γλῶσσα; Σὰν φωτιὰ παρουσιάστηκε, γιατὶ θέλει μ᾿ αὐτὸ νὰ παραστήσῃ τὴ δύναμι ποὺ καίει καὶ φωτίζει. Ὅπως ἡ φωτιὰ ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καίει καὶ φωτίζει συγχρόνως. Ὅταν ὁ γεωργὸς βάζῃ φωτιὰ στὰ ἀγκάθια, τὰ φίδια, ποὺ ἔχουν ἐκεῖ τὶς φωλιές τους, φεύγουν μακριά. Τί σημαίνει αὐτό; Χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια εἶνε καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου· ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας, ἀγκάθια τῶν παθῶν, ἀγκάθια τῶν κακῶν συνηθειῶν. Γι᾿ αὐτὸ ἔλα, Πνεῦμα ἅγιο, σὰν φωτιά· πέσε μέσα στὰ ἀγκάθια αὐτά, στὸ χέρσο χωράφι, καὶ τὰ νοητὰ φίδια τῶν κακιῶν θὰ φύγουν μακριά, γιὰ νὰ φυτρώσουν ἔπειτα ὅλα τὰ ὡραῖα σπαρτὰ καὶ λουλούδια. Νά γιατί παρουσιάστηκε σὰν φωτιά. Γιατί ὅμως παρουσιάστηκε σὰν γλῶσσα; Ἔχει σημασία, καὶ τὸ λένε οἱ πατέρες. Ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἔχει ὡς μέσον διαδόσεως τὸ σπαθί, ὅπως τὸ Ἰσλάμ. Ὁ Χριστὸς λέει· «Ει τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…» (Ματθ. 16,24). Ἡ ἁγία θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ δὲν διαδίδεται μὲ τὸ σπαθί, διὰ τῆς βίας. Ὡς μέσον διαδόσεως θὰ ἔχῃ πάντοτε τὴ γλῶσσα, τὸ πύρινο κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!» (Λουκ. 12,49).
Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ὅμως ἔκανε καὶ θαύματα. Αἰσθητὴ λοιπόν, ἀκόμη, ἡ παρουσία του καὶ διὰ θαυμάτων. Καὶ πρῶτο θαῦμα εἶνε ἡ γλωσσομάθεια τῶν ἀποστόλων. Ἔβλεπες αὐτούς, ποὺ ἐγὼ ἀμφιβάλλω ἂν ξέρανε νὰ μιλήσουν καὶ τὰ ἑβραϊκὰ σὰν ψαρᾶδες ποὺ ἤτανε, νὰ λαλοῦν σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες καὶ διαλέκτους τοῦ κόσμου «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 2,11). Ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἦταν αἰσθητὴ διὰ τῶν γλωσσῶν ποὺ λαλοῦσαν. Σᾶς ὑπενθυμίζω κ᾿ ἕνα ἄλλο θαῦμα. Ὁ Πέτρος ὁ ψαρᾶς, ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, βλέπει ἕνα χωλὸ (=κουτσό) ποὺ εἶχε σαράντα χρόνια νὰ περπατήσῃ. Ὁ χωλὸς περίμενε μήπως τοῦ δώσῃ κάτι. Ἀλλ᾿ ὁ Πέτρος τοῦ λέει· «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι»· ἐγώ, ἂν ψάξῃς, δὲν ἔχω μιὰ δραχμή. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχω, αὐτὸ σοῦ δίνω· «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει» (Πράξ. 3,6). Καὶ αὐτός, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσῃ, ἀμέσως στερεώθηκαν τὰ σφυρά (=οἱ ἀστράγαλοί) του, ἔγινε ὑγιής, καὶ περπάτησε· πετοῦσε σὰν ἐλάφι. Ὁ Πέτρος δὲν εἶχε ἀσήμι καὶ χρυσάφι, εἶχε ὅμως Πνεῦμα ἅγιον! «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι». Θὰ ἔπρεπε τὸ ἀνάργυρον, ἡ ἀκτημοσύνη, νὰ εἶνε γνώρισμα ὅλων ὅσοι ἐτάχθησαν νὰ ποιμάνουν τὴν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Τίποτε ἄλλο δὲν χτυπάει τόσο ἄσχημα στὸ λαό μας ὅσο ἡ φιλαργυρία, καὶ μάλιστα τῶν ἀγάμων. Τώρα ὅμως, ὅπου νὰ πᾷς, βλέπεις δίπλα στοὺς ἀγάμους ἀνηψιὲς καὶ ἀνηψιούς. Καὶ ἀκοῦς· Νὰ τοὺς προικίσουμε, νὰ τοὺς σπουδάσουμε… Δὲν εἶνε αὐτὴ ἐκκλησία ἐλευθέρα καὶ ζῶσα. Φεύγω τώρα ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους κληρικοὺς τῆς Ἑλλάδος καὶ πάω στὸν πάπα. Ἔλα σὺ τώρα, ποὺ θέλεις νὰ λές, ὅτι εἶσαι διάδοχος τοῦ Πέτρου. Μπορεῖς, ἐσὺ ὁ πάπας, ὅλοι οἱ πάπαι ποὺ περάσατε, μπορεῖτε νὰ πῆτε· «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι»; Οἱ μεγαλύτερες τράπεζες τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Γαλλίας εἶνε παπικές. Ῥέει τὸ ἀργύριον… Λένε, ὅτι πρὶν πολλὰ χρόνια πῆγε κάποιος φιλόσοφος νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν πάπα. Ὁ πάπας, γιὰ νὰ τὸν ἐντυπωσιάσῃ, τοῦ λέει· ―Ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὰ μεγαλεῖα τοῦ κράτους μου (διότι εἶνε κράτος τὸ Βατικανό). Τὸν πῆγε λοιπὸν στὶς πινακοθῆκες, στὶς μεγάλες αίθουσες, στὸν τεράστιο ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ῥώμης, στὰ κειμήλια καὶ τοὺς θησαυρούς, σὲ ὅλα τὰ λείψανα ποὺ ἦταν ἐπίχρυσα καὶ ἐπάργυρα. Τοῦ τὰ ἔδειξε ὅλα αὐτά, καὶ θάμπωσαν τὰ μάτια τοῦ ἐπισκέπτου. Τότε ὁ πάπας ὁ ἄπιστος τοῦ λέει εἰρωνικῶς· ―Αὐτὰ δὲν πιστεύω νὰ τὰ εἶχε ὁ ἀπόστολος Πέτρος… (ἤθελε δηλαδὴ νὰ πῇ, ὅτι αὐτὸς ἔγινε ἀνώτερος τοῦ Πέτρου!). Καὶ ὁ φιλόσοφος τοῦ ἀπαντᾷ· ―Εἶνε ἀλήθεια, ὅτι ὁ καημένος ὁ Πέτρος δὲν εἶχε τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι». Ἀλλὰ σ᾿ ἐρωτῶ καὶ μὲ συγχωρεῖς· ἐκεῖνος δὲν τὰ εἶχε αὐτά, ἐσὺ ὅμως, ἂν φέρω ἕνα κουτσό, μπορεῖς νὰ τοῦ πῇς «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει»; Μπορεῖς νὰ τὸ πῇς; Δὲν μπορεῖς. Ἑπομένως τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ τὰ πλούτη σας, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἔχετε Πνεῦμα ἅγιο;
Αἰσθητή, λοιπόν, ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ ἀέρος καὶ τοῦ ἤχου, αἰσθητὴ διὰ τοῦ πυρός, αἰσθητὴ διὰ τῶν θαυμάτων. Τελειώνω· ἔφτασα στὸ τελευταῖο μέρος, ποὺ ἀφορᾷ τὴν ἀφεντιά μου καὶ τὴν ἀφεντιά σας. Διότι θὰ μοῦ πῆτε· ―Τί κοπιάζεις νὰ μᾶς ἀποδείξῃς, ὅτι ἦρθε Πνεῦμα ἅγιο στοὺς ἀποστόλους; Δὲν χρειάζεται· αὐτὸ εἶνε φανερό. Μπορεῖς νὰ μᾶς πῇς τώρα, ὑπάρχει σήμερα Πνεῦμα ἅγιο; Αὐτό μᾶς ἐνδιαφέρει. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «καὶ ἔστι, καὶ ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε παυσόμενον» (ὕμνος Πεντηκοστῆς). Ὑπάρχει. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε, δὲν θὰ ὑπῆρχε καὶ Ἐκκλησία. Ποῦ ὑπάρχει, ποῦ θὰ τὸ δῇς; Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀρχίζει στὴν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς ἐπικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κ᾿ Ἐκεῖνο ἔρχεται πάνω στὰ νερά, τὸ νερὸ ἀποκτᾷ πνευματικὴ ῥαδιενέργεια καὶ καθαρίζει τὸν βαπτιζόμενο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία· καὶ ἀπὸ παιδὶ τῆς νύχτας βγαίνει υἱὸς φωτὸς καὶ ἡμέρας, υἱὸς καὶ θυγατέρα τοῦ παναγίου Πνεύματος. Πνεῦμα ἅγιο στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Καὶ θά ᾿πρεπε μετὰ τὸ βάπτισμα ἡ ζωή μας νὰ εἶνε λευκὴ σὰν τὸ χιόνι. Ὅμως μετὰ τὸ βάπτισμα ἁμαρτάνεις. Τότε τί γίνεται; Παιδί μου, μὴν ἀπελπισθῇς. Πόσα ἁμαρτήματα ἔκανες; Είτε λίγα ἔκανες είτε πολλά, ῥῖξε τὸν ἑαυτό σου στὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἀπόρριψε τὴν ἀπόγνωσι. Τρέξε στὴν ἐξομολόγησι. Τὴν ὥρα ἐκείνη μπροστὰ στὸν πνευματικὸ μὲ τὸ πετραχήλι, ὁ παπᾶς δὲν εἶνε ὁ ἄσημος ἄνθρωπος. Εἶνε ἄγγελος περιβεβλημένος οὐράνια δόξα, εἶνε τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ, εἶνε αὐτὸς ὁ Χριστὸς ὁ ἐσταυρωμένος…
* * *
Μ᾿ αὐτὰ ποὺ είπαμε τελειώνοντας, ἀγαπητοί μου, θέλω νὰ ὑπογραμμίσω τοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔχει σχέσι μὲ τὸν καθένα μας προσωπικῶς. Γιὰ μᾶς Πεντηκοστὴ δὲν εἶνε μιὰ φορὰ τὸ χρόνο· γιὰ μᾶς Πεντηκοστὴ εἶνε κάθε φορὰ ποὺ μετέχουμε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ γίνεται σήμερα καὶ γιὰ μᾶς αἰσθητὴ ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος ἀμφιβάλλει, δὲν ἔχει παρὰ νὰ δοκιμάσῃ. Ἐκεῖ, στὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν προσέλθῃ μὲ πίστι καὶ φόβο Θεοῦ καὶ μὲ τὴν κατάλληλη προετοιμασία, θὰ βεβαιωθῇ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοῦ τρίτου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(β΄ μέρος μεγάλης ἑσπερινῆς παλαιᾶς ὁμιλίας σὲ Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς πρὸ 1967
http://www.augoustinos-kantiotis.gr(β΄ μέρος μεγάλης ἑσπερινῆς παλαιᾶς ὁμιλίας σὲ Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς πρὸ 1967