ΣΗΜΕΡΑ εἶνε Κυριακή. Καὶ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ὀνομάζεται Κυριακὴ τῶν Πατέρων. Γιατί ὀνομάζεται ἔτσι; Διότι σήμερα ἑορτάζουν οἱ Πατέρες. Ποιοί λέγονται πατέρες; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ θ᾿ ἀπαντήσουμε. Θὰ σᾶς μιλήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια, νὰ μὲ καταλάβετε.
Ὅλοι ξέρουμε, ὅτι πατέρες λέγονται αὐτοὶ ποὺ γεννοῦν παιδιά. Ἀλλὰ τὸ νὰ γεννήσῃ κανείς, ἡ ἀναπαραγωγὴ ἢ διαιώνισις τοῦ είδους, εἶνε νόμος παγκόσμιος. Δὲ γεννοῦν μόνο οἱ ἄνθρωποι· γεννοῦν καὶ τὰ ζῷα. Δὲν εἶνε λοιπὸν τόσο δύσκολο νὰ φέρῃ κάποιος παιδὶ στὸν κόσμο. Τὸ δύσκολο εἶνε νὰ πάρῃς
―ἐπιτρέψατέ μου― αὐτὴ τὴ «μύξα», αὐτὸ τὸ κομμάτι τὸ «κρέας», καὶ νὰ τὸ κάνῃς ἄνθρωπο, νὰ πάρῃς αὐτὸ τὸ «ξύλο τὸ ἀπελέκητο» καὶ νὰ τὸ κάνῃς ἕνα ὡραῖο ἔπιπλο. Τὸ δύσκολο εἶνε νὰ πάρῃς τὸ παιδὶ καὶ νὰ τὸ ἀναθρέψῃς· νὰ τὸ μάθῃς ἡ πρώτη λέξι ποὺ θὰ πῇ νὰ εἶνε Θεός, νὰ σηκώνῃ τὸ χεράκι του νὰ κάνῃ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, νὰ γονατίζῃ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσεύχεται, νὰ ἐκκλησιάζεται, ν᾿ ἀγαπάῃ τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, νὰ πονάῃ τὴν πατρίδα.
http://www.augoustinos-kantiotis.gr
Ὅλοι ξέρουμε, ὅτι πατέρες λέγονται αὐτοὶ ποὺ γεννοῦν παιδιά. Ἀλλὰ τὸ νὰ γεννήσῃ κανείς, ἡ ἀναπαραγωγὴ ἢ διαιώνισις τοῦ είδους, εἶνε νόμος παγκόσμιος. Δὲ γεννοῦν μόνο οἱ ἄνθρωποι· γεννοῦν καὶ τὰ ζῷα. Δὲν εἶνε λοιπὸν τόσο δύσκολο νὰ φέρῃ κάποιος παιδὶ στὸν κόσμο. Τὸ δύσκολο εἶνε νὰ πάρῃς
―ἐπιτρέψατέ μου― αὐτὴ τὴ «μύξα», αὐτὸ τὸ κομμάτι τὸ «κρέας», καὶ νὰ τὸ κάνῃς ἄνθρωπο, νὰ πάρῃς αὐτὸ τὸ «ξύλο τὸ ἀπελέκητο» καὶ νὰ τὸ κάνῃς ἕνα ὡραῖο ἔπιπλο. Τὸ δύσκολο εἶνε νὰ πάρῃς τὸ παιδὶ καὶ νὰ τὸ ἀναθρέψῃς· νὰ τὸ μάθῃς ἡ πρώτη λέξι ποὺ θὰ πῇ νὰ εἶνε Θεός, νὰ σηκώνῃ τὸ χεράκι του νὰ κάνῃ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, νὰ γονατίζῃ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσεύχεται, νὰ ἐκκλησιάζεται, ν᾿ ἀγαπάῃ τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, νὰ πονάῃ τὴν πατρίδα.
Ἀλλὰ πόσοι ἆραγε ἀπὸ τοὺς γονεῖς ἀνταποκρίνονται σ᾿ αὐτὸ τὸ χρέος; Ἐλάχιστοι. Οἱ πολλοὶ δυστυχῶς ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ παιδί, δὲν τὸ διδάσκουν, δὲν τὸ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, αἰσχρολογοῦν καὶ μολύνουν τὴν ἁγνὴ ψυχή του, ἢ καὶ ἀνοίγουν μπροστά του τὸ βρωμερό τους στόμα καὶ βλαστημοῦν τὰ θεῖα καὶ τὰ ἅγια. Αὐτοὶ πλέον δὲν εἶνε γονεῖς, εἶνε δολοφόνοι· φονεύουν ὄχι τὸ σῶμα ἀλλὰ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Αὐτὸ δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀπὸ τέτοιους γονεῖς τί παιδιὰ θὰ βγοῦν;
Ἄλλοτε κάθε σπίτι ἦταν μιὰ ἐκκλησιά. Νύχτωνε, κι ὁ πατέρας τοὺς μάζευε ὅλους, γονάτιζαν μπροστὰ στὶς εἰκόνες, ἔκαναν τὴν προσευχή τους, κ᾿ ἔπεφταν καὶ κοιμοῦνταν σὰν ἄγγελοι. Δείξατέ μου τώρα μιὰ τέτοια οἰκογένεια!
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς πατέρες αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἄλλοι πατέρες. Εἶνε οἱ διδάσκαλοι. Ναί· ἕνας καλὸς δάσκαλος, ποὺ διδάσκει τὰ παιδιὰ ὅ,τι ὡραῖο καὶ ὑψηλὸ ὑπάρχει στὸν κόσμο, εἶνε κι αὐτὸς πατέρας, καὶ ἀναπληρώνει τὶς ἐλλείψεις τῆς οἰκογενειακῆς ἀνατροφῆς. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔλεγε· «Στὸν πατέρα μου (τὸν Φίλιππο) ὀφείλω τὸ ζῆν, στὸν διδάσκαλό μου (τὸν Ἀριστοτέλη) ὀφείλω τὸ εὖ ζῆν».
Πατέρες εἶνε ἀκόμα οἱ κληρικοί. Ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ ποίμνιό τους, ἀργυρολογοῦν καὶ ἐμπορεύονται τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, ἐνδιαφέρονται, πηγαίνουν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, προστατεύουν τὴ χήρα καὶ τὸ ὀρφανό, εἶνε ἕτοιμοι ἀκόμη καὶ τὸ αἷμα τους νὰ δώσουν γιὰ τὶς ψυχές. Τέτοιοι παπᾶδες καὶ δεσποτάδες εἶνε εὐλογία. Χαρὰ στὸ λαὸ ποὺ ἔχει τέτοιους κληρικούς· αὐτοὶ λέγονται πατέρες.
Ἄλλοτε κάθε σπίτι ἦταν μιὰ ἐκκλησιά. Νύχτωνε, κι ὁ πατέρας τοὺς μάζευε ὅλους, γονάτιζαν μπροστὰ στὶς εἰκόνες, ἔκαναν τὴν προσευχή τους, κ᾿ ἔπεφταν καὶ κοιμοῦνταν σὰν ἄγγελοι. Δείξατέ μου τώρα μιὰ τέτοια οἰκογένεια!
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς πατέρες αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἄλλοι πατέρες. Εἶνε οἱ διδάσκαλοι. Ναί· ἕνας καλὸς δάσκαλος, ποὺ διδάσκει τὰ παιδιὰ ὅ,τι ὡραῖο καὶ ὑψηλὸ ὑπάρχει στὸν κόσμο, εἶνε κι αὐτὸς πατέρας, καὶ ἀναπληρώνει τὶς ἐλλείψεις τῆς οἰκογενειακῆς ἀνατροφῆς. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔλεγε· «Στὸν πατέρα μου (τὸν Φίλιππο) ὀφείλω τὸ ζῆν, στὸν διδάσκαλό μου (τὸν Ἀριστοτέλη) ὀφείλω τὸ εὖ ζῆν».
Πατέρες εἶνε ἀκόμα οἱ κληρικοί. Ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ ποίμνιό τους, ἀργυρολογοῦν καὶ ἐμπορεύονται τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, ἐνδιαφέρονται, πηγαίνουν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, προστατεύουν τὴ χήρα καὶ τὸ ὀρφανό, εἶνε ἕτοιμοι ἀκόμη καὶ τὸ αἷμα τους νὰ δώσουν γιὰ τὶς ψυχές. Τέτοιοι παπᾶδες καὶ δεσποτάδες εἶνε εὐλογία. Χαρὰ στὸ λαὸ ποὺ ἔχει τέτοιους κληρικούς· αὐτοὶ λέγονται πατέρες.
* * *
Τέτοιους λοιπὸν πατέρας ἑορτάζουμε σήμερα; Ὄχι. Σήμερα πετάξτε ψηλά, ψηλὰ στὰ οὐράνια, καὶ μετρῆστε ἄστρα. Πόσα; Μετρῆστε τριακόσια δεκαοκτὼ ἄστρα. Πατέρες λέγονται, ἀλλὰ τί πατέρες; Εἶνε οἱ ἅγιοι πατέρες. Ὅπως μέσ᾿ στὸ δάσος μερικὰ δέντρα εἶνε ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα καὶ ξεχωρίζουν, ἔτσι καὶ μέσα ἀπὸ ὅλους ὅσους λέγονται πατέρες (πιστοὺς γονεῖς, εὐγενεῖς διδασκάλους, εὐλαβεῖς κληρικούς) ξεχωρίζουν αὐτοί. Εἶνε 318. Εἶνε ἱερεῖς, εἶνε ἀρχιερεῖς, εἶνε μεγάλα πνεύματα.
Ἡ ἱστορία λέει, ὅτι στὴν ἐποχή τους παρουσιάστηκε ἕνας μεγάλος αἱρετικός, ὁ Ἄρειος. Αὐτὸς ἄνοιξε τὸ ἄθλιο στόμα του καὶ εἶπε μιὰ βλασφημία. Εἶπε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός. Ἐνῷ χιλιάδες φωνὲς μαρτυροῦν τὴ θεότητα του, ὁ Ἄρειος δὲν τὸ παραδεχόταν· θεωροῦσε τὸ Χριστὸ σὰν ἕναν ἄνθρωπο ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Καὶ τότε ἔγινε μεγάλη ταραχή.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσε ἕνας εὐσεβὴς βασιλεύς, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Αὐτὸς ἐκάλεσε τοὺς ἁγίους πατέρας στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Μαζεύτηκαν 318, καὶ οἱ πιστοὶ βγῆκαν καὶ τοὺς προσκυνοῦσαν. Γιατί; Γιατὶ ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν ἔρθει ἀπὸ φυλακές, ἐξορίες, μαρτύρια. Ἦταν ἄλλος χωρὶς αὐτί, ἄλλος χωρὶς μάτι, ἄλλος χωρὶς δόντια, ἄλλος χωρὶς δάχτυλα. Εἶχαν πάνω στὸ κορμί τους τὰ παράσημα, τὰ «στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» Χριστοῦ (Γαλ. 6,17).
Μερικοὶ ἦταν καὶ θαυματουργοί. Μεταξὺ τῶν 318 ἁγίων πατέρων ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν ἀγράμματος, ἀλλὰ μέσα του εἶχε φωτιά. Ὅταν ἄκουσε τὸν Ἄρειο νὰ λέῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός, σηκώθηκε καὶ τοῦ ᾿δωσε χαστούκι, τὸν χτύπησε νὰ κλείσῃ τὸ στόμα του. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων, γιὰ νὰ δώσῃ μιὰ εἰκόνα πῶς τὰ τρία πρόσωπα τῆς Θεότητος εἶνε μία οὐσία, καὶ πῶς ἡ μία Θεότης ἔχει τρία πρόσωπα, πῆρε ἕνα κεραμίδι καὶ μπροστὰ στὸν Ἄρειο εἶπε «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος»· καὶ τότε τὰ τρία στοιχεῖα ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ κεραμίδι χωρίστηκαν, ἡ φωτιὰ ἀνέβηκε ἐπάνω, τὸ χῶμα ἔμεινε στὰ χέρια του, καὶ τὸ νερὸ ἔπεσε κάτω. Καὶ ὅλοι εἶδαν τὸ θαῦμα. Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος πάλι ἔδειξε μιὰ πέτρα ποὺ ὑπῆρχε στὸ μέσον τῆς συνάξεως καὶ λέει στοὺς ἀρειανούς· ―Ἂν ἔχετε ἐσεῖς τὴν ἀλήθεια, ἐπιβεβαιῶστε την μὲ θαῦμα· κάνετε αὐτὴ τὴν πέτρα νὰ βγάλῃ λάδι. Καὶ ἐνῷ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου ἀπομακρύνθηκαν, ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος κατόπιν προσευχῆς ἔκανε ἐμπρὸς στὰ μάτια τους τὸ θαῦμα· ἡ πέτρα ῥάγισε καὶ ἔτρεχε λάδι. Ἔτσι ἀπεστόμωσε τοὺς αἱρετικούς. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ κοπίασε περισσότερο καὶ ἀπέδειξε θεολογικῶς, ὅτι ὁ Χριστός μας εἶνε Θεός, εἶνε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος συνέτριψε καὶ κονιορτοποίησε τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου.
Αὐτοὶ λοιπὸν εἶνε οἱ πατέρες. Καὶ αὐτοὶ ἔγραψαν ὄχι μὲ μελάνι ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα καὶ τὰ δάκρυά τους τὸ «Πιστεύω» ποὺ ἀκοῦμε κάθε φορά. Τὸ «Πιστεύω» ἄρχισαν νὰ τὸ γράφουν οἱ 318 πατέρες ποὺ συγκρότησαν τὴν Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Αὐτὸ τὸ γεγονός, αὐτὴ τὴ μεγάλη ἑορτή, ἑορτάζουμε σήμερα.
Ἡ ἱστορία λέει, ὅτι στὴν ἐποχή τους παρουσιάστηκε ἕνας μεγάλος αἱρετικός, ὁ Ἄρειος. Αὐτὸς ἄνοιξε τὸ ἄθλιο στόμα του καὶ εἶπε μιὰ βλασφημία. Εἶπε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός. Ἐνῷ χιλιάδες φωνὲς μαρτυροῦν τὴ θεότητα του, ὁ Ἄρειος δὲν τὸ παραδεχόταν· θεωροῦσε τὸ Χριστὸ σὰν ἕναν ἄνθρωπο ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Καὶ τότε ἔγινε μεγάλη ταραχή.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσε ἕνας εὐσεβὴς βασιλεύς, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Αὐτὸς ἐκάλεσε τοὺς ἁγίους πατέρας στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Μαζεύτηκαν 318, καὶ οἱ πιστοὶ βγῆκαν καὶ τοὺς προσκυνοῦσαν. Γιατί; Γιατὶ ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν ἔρθει ἀπὸ φυλακές, ἐξορίες, μαρτύρια. Ἦταν ἄλλος χωρὶς αὐτί, ἄλλος χωρὶς μάτι, ἄλλος χωρὶς δόντια, ἄλλος χωρὶς δάχτυλα. Εἶχαν πάνω στὸ κορμί τους τὰ παράσημα, τὰ «στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» Χριστοῦ (Γαλ. 6,17).
Μερικοὶ ἦταν καὶ θαυματουργοί. Μεταξὺ τῶν 318 ἁγίων πατέρων ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν ἀγράμματος, ἀλλὰ μέσα του εἶχε φωτιά. Ὅταν ἄκουσε τὸν Ἄρειο νὰ λέῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός, σηκώθηκε καὶ τοῦ ᾿δωσε χαστούκι, τὸν χτύπησε νὰ κλείσῃ τὸ στόμα του. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων, γιὰ νὰ δώσῃ μιὰ εἰκόνα πῶς τὰ τρία πρόσωπα τῆς Θεότητος εἶνε μία οὐσία, καὶ πῶς ἡ μία Θεότης ἔχει τρία πρόσωπα, πῆρε ἕνα κεραμίδι καὶ μπροστὰ στὸν Ἄρειο εἶπε «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος»· καὶ τότε τὰ τρία στοιχεῖα ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ κεραμίδι χωρίστηκαν, ἡ φωτιὰ ἀνέβηκε ἐπάνω, τὸ χῶμα ἔμεινε στὰ χέρια του, καὶ τὸ νερὸ ἔπεσε κάτω. Καὶ ὅλοι εἶδαν τὸ θαῦμα. Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος πάλι ἔδειξε μιὰ πέτρα ποὺ ὑπῆρχε στὸ μέσον τῆς συνάξεως καὶ λέει στοὺς ἀρειανούς· ―Ἂν ἔχετε ἐσεῖς τὴν ἀλήθεια, ἐπιβεβαιῶστε την μὲ θαῦμα· κάνετε αὐτὴ τὴν πέτρα νὰ βγάλῃ λάδι. Καὶ ἐνῷ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου ἀπομακρύνθηκαν, ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος κατόπιν προσευχῆς ἔκανε ἐμπρὸς στὰ μάτια τους τὸ θαῦμα· ἡ πέτρα ῥάγισε καὶ ἔτρεχε λάδι. Ἔτσι ἀπεστόμωσε τοὺς αἱρετικούς. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ κοπίασε περισσότερο καὶ ἀπέδειξε θεολογικῶς, ὅτι ὁ Χριστός μας εἶνε Θεός, εἶνε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος συνέτριψε καὶ κονιορτοποίησε τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου.
Αὐτοὶ λοιπὸν εἶνε οἱ πατέρες. Καὶ αὐτοὶ ἔγραψαν ὄχι μὲ μελάνι ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα καὶ τὰ δάκρυά τους τὸ «Πιστεύω» ποὺ ἀκοῦμε κάθε φορά. Τὸ «Πιστεύω» ἄρχισαν νὰ τὸ γράφουν οἱ 318 πατέρες ποὺ συγκρότησαν τὴν Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Αὐτὸ τὸ γεγονός, αὐτὴ τὴ μεγάλη ἑορτή, ἑορτάζουμε σήμερα.
* * *
Τί διδασκόμεθα ἐμεῖς; Διδασκόμεθα, ὅτι παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ἡ πίστις μας, πίστις ἡ ὀρθόδοξος. Ἡ πίστις, ποὺ σήμερα κινδυνεύει περισσότερο ἀπὸ ἄλλες φορές. Τότε ἦταν ἕνας Ἄρειος, τώρα εἶνε πολλοί. Γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ ὀρθολογιστὰς ἐπιστήμονας, ποὺ κοροϊδεύουν τὴν πίστι τῶν πατέρων μας καὶ λένε· Δὲν εἶνε τίποτα τὸ ἕνα, δὲν εἶνε τίποτα τὸ ἄλλο. Κινδυνεύει ἡ πίστις μας πρὸ παντὸς ἀπὸ αἱρετικούς. Σ᾿ ἕνα σχολειὸ ὁ καλὸς δάσκαλος ἔβαλε τὰ παιδιὰ στὴ γραμμὴ καὶ ὅλα ἔκαναν τὸ σταυρό τους ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα. Τὸ ρώτησε· ―Γιατί δὲν κάνεις σταυρό; ―Ἐμένα, λέει, ὁ πατέρας μου μοῦ εἶπε νὰ μὴν κάνω σταυρό. ―Τί εἶσαι ἐσύ; ―Εἶμαι μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ… Καταλάβατε; Ξάπλωσαν πολὺ οἱ χιλιασταί, ποὺ εἶνε τὰ ἐγγόνια – τὰ τρισέγγονα τοῦ Ἀρείου, ἡ μεγάλη χολέρα καὶ κατάρα ποὺ μᾶς ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀμερική. Στὴν Πελοπόννησο μιὰ γυναίκα πῆγε στὴν ἐκκλησία τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Γυρίζει πίσω καὶ τί νὰ δῇ· ὁ ἄντρας της ὁ χιλιαστής, τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦσαν οἱ καμπάνες καὶ ἀκουγόταν τὸ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…», κατέβασε τὶς εἰκόνες, τὶς ἔκανε κομμάτια – κομμάτια, πῆρε μπριζόλες καὶ μὲ τὰ ξύλα ἀπ᾿ τὶς εἰκόνες ἔψησε τὶς μπριζόλες του ὁ ἄτιμος! Ἐκεῖ φτάσαμε τώρα, ἀδέρφια μου. Ἔχουμε τοὺς ἀθέους ὀρθολογιστάς, ἔχουμε τοὺς χιλιαστάς, ἔχουμε τοὺς μασόνους, ἔχουμε τοὺς ροταριανούς, ἔχουμε…
Κοιτάξτε καλά. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός· ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἐκεῖνον. Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη ἔρθῃ ποτὲ στιγμὴ κατηραμένη καὶ μείνῃς ἕνας καὶ μόνος στὴν ὀρθόδοξο πίστι, νὰ σταθῇς ἐμπρὸς στοὺς τάφους τῶν πατέρων σου καὶ νὰ φωνάξῃς· «Πιστεύω, Κύριε!». Φτάνει ὁ ἕνας. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλούς. Δώδεκα ἀποστόλους εἶχε ὁ Κύριος καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἄλλαξε ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κοπάδια ἄχρηστα. Ζητάει ψυχὲς ποὺ νὰ πιστεύουν ὀρθοδόξως σ᾿ αὐτόν. «Ὅσοι πιστοί», «ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.), νὰ μείνουμε κοντὰ στὸ Χριστό, προσηλωμένοι στὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία.
Οἱ 318 θεοφόροι πατέρες (ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅλοι) μᾶς φωνάζουν· «Πιστεύετε στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ μάχεσθε νὰ μείνῃ ἡ πατρίδα σας ὀρθόδοξος. Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, μάχεσθε ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος μέχρι ἐσχάτων», καὶ ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ & Γαβριὴλ Πύργων – Ἑορδαίας 30-5-1971)Κοιτάξτε καλά. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός· ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἐκεῖνον. Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη ἔρθῃ ποτὲ στιγμὴ κατηραμένη καὶ μείνῃς ἕνας καὶ μόνος στὴν ὀρθόδοξο πίστι, νὰ σταθῇς ἐμπρὸς στοὺς τάφους τῶν πατέρων σου καὶ νὰ φωνάξῃς· «Πιστεύω, Κύριε!». Φτάνει ὁ ἕνας. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλούς. Δώδεκα ἀποστόλους εἶχε ὁ Κύριος καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἄλλαξε ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κοπάδια ἄχρηστα. Ζητάει ψυχὲς ποὺ νὰ πιστεύουν ὀρθοδόξως σ᾿ αὐτόν. «Ὅσοι πιστοί», «ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.), νὰ μείνουμε κοντὰ στὸ Χριστό, προσηλωμένοι στὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία.
Οἱ 318 θεοφόροι πατέρες (ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅλοι) μᾶς φωνάζουν· «Πιστεύετε στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ μάχεσθε νὰ μείνῃ ἡ πατρίδα σας ὀρθόδοξος. Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, μάχεσθε ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος μέχρι ἐσχάτων», καὶ ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
http://www.augoustinos-kantiotis.gr