Ἕνας δημοσιογράφος ἐπισκέφθηκε φιλική του οἰκογένεια. Ἔπιασε, λοιπόν, κουβέντα μέ ἕνα παιδάκι, μαθητή δημοτικοῦ. Τό ἐρώτησε:
-Πιστεύεις στόν Χριστό;
Ἔκπληκτο τό παιδί τοῦ ἀπάντησε:
Τί; Στό Χριστό δέν θά πιστεύω; Μά εἶναι ὁ Θεός μας!
-Μπράβο! τοῦ λέει. Καί ἄν.... πεθάνεις; Θά πᾶς στόν παράδεισο; Καί ἄν δέν βρεῖς ἐκεῖ τόν Χριστό; Τί θά κάμεις;
Τό μικρό παιδί, ξεπερνώντας τό σόκ ἀπό τό ἄκουσμα τοῦ πιθανοῦ θανάτου του (!), εἶπε μέ ἁπλότητα:
-Καί ἄν, (συνεχίζει ἀπτόητος ὁ δημοσιογράφος), μάθεις ὅτι ὁ Χριστός ἔχει πάει στήν κόλαση, τότε τί θά κάνεις;
Ἀπάντησε ὁ μικρός, χωρίς νά ταραχθῆ καθόλου:
-Μά δέν τό καταλάβατε ἀκόμη; Ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι ὁ παράδεισος. Ἄν ὁ Χριστός πάει στήν κόλαση, ἡ κόλαση γίνεται ἀμέσως παράδεισος!
Ἴσως, σέ κάποιους φανῆ παράξενη ἡ ἀπάντηση τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Ὅμως, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Μέ αὐτό τό νόημα περιγράφει καί ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου τήν κατάβαση (=κάθοδο) τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη, πού ἔγινε μετά τό σωτήριο πάθος, δηλ. τόν Σταυρό καί τήν ταφή Του. Λέει, λοιπόν, ὁ ἅγιος:
«Μόλις “ἀκούσθηκε” ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη, ὅσοι ἦταν κάτω ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου, μέ πρῶτο τόν Ἀδάμ, ἀναθάρρησαν. Ὅταν δέ Τόν εἶδαν, ὁ Ἀδάμ ἔκπληκτος φώναξε πρός ὅλους: “Ὁ Κύριός μου μετά πάντων”. Καί τότε ὁ Χριστός κράτησε τόν Ἀδάμ ἀπό τό χέρι καί τόν ἀνέστησε, λέγοντας:
-Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι (πνευματικά) καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἐγώ σέ διατάσσω: ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων. Γιά σένα ἔλαβα τήν δική σου μορφή, τοῦ δούλου. Γιά σένα σταυρώθηκα...
Δές τά φτυσίματα στό πρόσωπό μου, πού καταδέχθηκα γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν πρώτη ὡραιότητα. Δές τά ραπίσματα τῶν σιαγόνων μου, πού καταδέχθηκα γιά νά διορθώσω τήν διεστραμμένη (ἀπό τήν ἁμαρτία) μορφή σου, στόν ἀρχικό “κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ” πλασμένο ἄνθρωπο. Δές τό μαστίγωμα τῆς ράχης μου, πού καταδέχθηκα γιά νά σκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Γεύθηκα χολή γιά νά θεραπεύσω τήν πικρία τῆς παρακοῆς σου... Ἀλλά σηκωθεῖτε, ἄς φύγωμε ἀπό ἐδῶ. Ἄς μεταβοῦμε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή· ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία· ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς· ἀπό τήν ὀδύνη στήν χαρά· ἀπό τήν σκλαβιά στήν ἐλευθερία· ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεση· ἀπό τήν φυλακή στόν παράδεισο· ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό» (P.G. 43, 461).
Δές τά φτυσίματα στό πρόσωπό μου, πού καταδέχθηκα γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν πρώτη ὡραιότητα. Δές τά ραπίσματα τῶν σιαγόνων μου, πού καταδέχθηκα γιά νά διορθώσω τήν διεστραμμένη (ἀπό τήν ἁμαρτία) μορφή σου, στόν ἀρχικό “κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ” πλασμένο ἄνθρωπο. Δές τό μαστίγωμα τῆς ράχης μου, πού καταδέχθηκα γιά νά σκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Γεύθηκα χολή γιά νά θεραπεύσω τήν πικρία τῆς παρακοῆς σου... Ἀλλά σηκωθεῖτε, ἄς φύγωμε ἀπό ἐδῶ. Ἄς μεταβοῦμε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή· ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία· ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς· ἀπό τήν ὀδύνη στήν χαρά· ἀπό τήν σκλαβιά στήν ἐλευθερία· ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεση· ἀπό τήν φυλακή στόν παράδεισο· ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό» (P.G. 43, 461).
Ὅλα αὐτά ἀφοροῦν καί ἐμᾶς. Τό ἔχουμε συνειδητοποιήσει; Καί τί κάνουμε γι᾿ αὐτό; Ἄν τηρήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅλα τά παραπάνω δῶρα τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως γίνονται δικά μας. Καί τότε ἡ ζωή μας γεμίζει ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ· καί, φυσικά, ὅπου εἶναι ὁ Χριστός ἐκεῖ εἶναι ὁ παράδεισος!
Ἀρχιμ. Ν.Κ.