Θέλων ο Κύριος να δείξη το μέγα κακόν οπού απετόλμησαν να κάμουν τα τέκνα του διαβόλου, οι Εβραίοι, εσκότισε τον ήλιον από τας εξ ώρας έως τας εννέα εις όλον τον κόσμον, αι πέτραι εσχίζοντο, όλη η γη έτρεμεν. Ετέθη ο Κύριος εις τον τάφον, και ευθύς ανεστήθησαν χιλιάδες νεκροί, οπού ήσαν χιλιάδες χρόνους αποθαμένοι, και εκήρυξαν πως μόνον ο Χριστός είνε Υιός και λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των νεκρών. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί από σήμερον και ύστερα να μη κλαίωμεν τους αποθαμένους ωσάν τους ασεβείς και απίστους, οπού δεν ελπίζουν ανάστασιν. Ούτος ο κόσμος, αδελφοί μου είνε ωσάν μια φυλακή. Πότε πρέπει να χαίρεται ο άνθρωπος; Όταν εμβαίνη εις την φυλακήν ή όταν ελευθερώνεται από την φυλακήν; Ποιοι φαίνεται, όταν εμβαίνει εις την φυλακήν, τότε πρέπει να κλαίη και να λυπήται, και όταν εξέρχετια από την φυλακήν, τότε πρέπει να χαίρεται. Έτσι, αδελφοί μου, να μη λυπήσθε δια τους αποθαμένους, αλλά να αγαπάτε τους αποθαμένους, κάμνετε ότι ημπορείτε δια την ψυχήν των, συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστειας, προσευχάς, ελεημοσύνας. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα δια τους αποθαμένους σας, να τα βγάλετε διότι βλάπτετε και τον εαυτόν σας και τους αποθαμένους. Φυσικόν είνε ο άνθρωπος να γεννηθή
και να αποθάνη. Όταν γεννώμεθα, τότε πρέπει να κλαίωμεν, και όταν αποθνήσκωμεν, να χαιρώμεθα και μάλιστα να μην κλαίεται δια τα μικρά παιδιά, οπού είνε ωσάν Άγγελοι μέσα εις τον παράδεισον. Το παιδί σου του Θεού ήτο και όταν σου το εχάρισε ο Θεός, σε ετίμησε και τώρα πάλιν οπού σου το επήρε, σου ετίμησε το παιδί σου να χαίρεται πάντοτε εις τον παράδεισον, και συ να κάθεσαι να κλαις είνε άπρεπον. Ένας βασιλεύς σου γυρεύει το παιδί σου να το κάμη βεζίρη και χαίρεσαι να του το δώσης πολύ μάλλον δεν πρέπει να χαίρεσαι οπού σε ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και επήρε καρπόν από την βρωμισμένην κοιλίαν σου, και σου έβαλε το παιδί σου μέσα εις τον παράδεισον, και σου το φυλάγει να σου το παραδώσει εις την Δευτέραν Παρουσίαν να λαμπη περισσότερον από τον ήλιον, δια να λάβης τον μισθόν σου να χαίρεσαι πάντοτε μαζί του; Είνε μερικοί οπού έχουν τον διάβολον εις την καρδίαν των και λέγουν πως δεν είνε ανάστασις και δεν είδατε καμμίαν φοράν αναστηθή κανένας άνθρωπος. Όλοι οι άνθρωποι οπού είνε εδώ, πρωτού να γεννηθούν, δεν ήσαν αποθαμένοι; Καθώς ηδυνήθη ο Κύριος και μας ανέστησεν από την κοιλίαν της μητρός μας, έτσι δύναται να μας αναστήση και από την κοιλίαν της γης. Η κοιλία της μητρός μας και ο τάφος τι διαφέρει; Δεν βλέπωμεν φανερά την ανάστασιν; Όταν κοιμώμεθα, δεν είμεθα ωσάν αποθαμένοι; Ο ύπνος τι είνε; Μικρός θάνατος, και ο θάνατος μεγάλος ύπνος. Και καθώς τι σιτάρι οπού πίπτει εις την γην, ανίσως και δεν βρέχη να σπηθή να γίνη ωσάν χυλός, δεν φυτρώνει, έτσι και ημείς οπού αποθνήσκομεν και θαπτόμεθα εις την γην. Ανίσως και δεν αθάπτετο πρώτον εις τον τάφον ο Χριστός μας, δεν μας επότζε την ζωήν την αιώνιον και την ανάστασιν. Δεν βλέπετε φανερά τα χόρτα πως τα ανασταίνει ο Θεός από την γην κατ’ έτος; Γνώσιν δεν έχωμεν, χριστιανοί μου, να στοχασθώμεν τα πάντα. Όλα μας τα εχάρισεν ο Θεός. Όθεν δια το παρόν, αδελφοί μου, σας παρακαλώ να ειπήτε και δι’ όλους τους αποθαμένους τρεις φοράς: ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.
και να αποθάνη. Όταν γεννώμεθα, τότε πρέπει να κλαίωμεν, και όταν αποθνήσκωμεν, να χαιρώμεθα και μάλιστα να μην κλαίεται δια τα μικρά παιδιά, οπού είνε ωσάν Άγγελοι μέσα εις τον παράδεισον. Το παιδί σου του Θεού ήτο και όταν σου το εχάρισε ο Θεός, σε ετίμησε και τώρα πάλιν οπού σου το επήρε, σου ετίμησε το παιδί σου να χαίρεται πάντοτε εις τον παράδεισον, και συ να κάθεσαι να κλαις είνε άπρεπον. Ένας βασιλεύς σου γυρεύει το παιδί σου να το κάμη βεζίρη και χαίρεσαι να του το δώσης πολύ μάλλον δεν πρέπει να χαίρεσαι οπού σε ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και επήρε καρπόν από την βρωμισμένην κοιλίαν σου, και σου έβαλε το παιδί σου μέσα εις τον παράδεισον, και σου το φυλάγει να σου το παραδώσει εις την Δευτέραν Παρουσίαν να λαμπη περισσότερον από τον ήλιον, δια να λάβης τον μισθόν σου να χαίρεσαι πάντοτε μαζί του; Είνε μερικοί οπού έχουν τον διάβολον εις την καρδίαν των και λέγουν πως δεν είνε ανάστασις και δεν είδατε καμμίαν φοράν αναστηθή κανένας άνθρωπος. Όλοι οι άνθρωποι οπού είνε εδώ, πρωτού να γεννηθούν, δεν ήσαν αποθαμένοι; Καθώς ηδυνήθη ο Κύριος και μας ανέστησεν από την κοιλίαν της μητρός μας, έτσι δύναται να μας αναστήση και από την κοιλίαν της γης. Η κοιλία της μητρός μας και ο τάφος τι διαφέρει; Δεν βλέπωμεν φανερά την ανάστασιν; Όταν κοιμώμεθα, δεν είμεθα ωσάν αποθαμένοι; Ο ύπνος τι είνε; Μικρός θάνατος, και ο θάνατος μεγάλος ύπνος. Και καθώς τι σιτάρι οπού πίπτει εις την γην, ανίσως και δεν βρέχη να σπηθή να γίνη ωσάν χυλός, δεν φυτρώνει, έτσι και ημείς οπού αποθνήσκομεν και θαπτόμεθα εις την γην. Ανίσως και δεν αθάπτετο πρώτον εις τον τάφον ο Χριστός μας, δεν μας επότζε την ζωήν την αιώνιον και την ανάστασιν. Δεν βλέπετε φανερά τα χόρτα πως τα ανασταίνει ο Θεός από την γην κατ’ έτος; Γνώσιν δεν έχωμεν, χριστιανοί μου, να στοχασθώμεν τα πάντα. Όλα μας τα εχάρισεν ο Θεός. Όθεν δια το παρόν, αδελφοί μου, σας παρακαλώ να ειπήτε και δι’ όλους τους αποθαμένους τρεις φοράς: ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.
Το μεγαλείον της Κυριακής ημέρας
Επήγεν ο Κύριος εις την κόλασιν και έβγαλε τον Αδάμ, την Εύαν και το γένος του. Ανέστη την τρίτην ημέραν. Εφάνη δώδεκα φοράς εις τους Αποστόλους του. Έγινε χαρά εις τον ουρανόν, χαρά εις την γην και εις όλον τον κόσμον, φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις την καρδίαν των Εβραίων και μάλιστα του διαβόλου. Δια τούτο και οι Εβραίοι δεν κατακαίονται άλλην ημέραν τόσον, ωσάν την Κυριακήν, οπού ακούουν τον παπά μας να λέγη: «Ο αναστάς εκ νεκρών Χριστός ο αληθινός Θεός ημών¨. Διότι εκείνο οπού εσπούδαζον οι Εβραίοι να κάμουν δια να εξαλείψουν το όνοαμ του Χρισού μας, εγύρισεν εναντίον της κεφαλής των. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να χαιρώμεθα πάντοτε, μα περισσότερον την Κυριακήν, οπού είνε η Ανάστασις του Χριστού μας. Διότι Κυριακήν ημέραν έγινεν ο Ευαγγελισμός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Κυρικήν ημέραν μέλλει ο Κύρος να αναστήση όλον τον κόσμον. Πρέπει και ημείς να εργαζώμεθα τας εξ ημέρας δια ταύτα τα μάταια, γήινα και ψεύτικα πράγματα, και την Κυρικήν να πηγαίνωμεν εις την εκκλησίαν και να στοχαζώμεθα τας αμαρτίας μας, τον θάνατον, την κόλασιν, τον παράδεισον, την ψυχήν μας οπού είνε τιμιωτέρα από όλων τον κόσμον, και όχι να πολυτρώγωμεν, να πολυπίνωμεν και να κάμνωμεν αμαρτίας, ούτε να εργαζώμεθα και να πραγματευώμεθα την Κυριακήν. Εκείνο το κέρδος οπού γίνεται την Κυριακήν είνε αφορισμένο και κατηραμένο, και βάνετε φωτιά και κατάρα εις το σπίτι σας και όχο ευλογίαν, και ή σε θανατώνει ο Θεός παράκαιρα, ή την γυναίκα σου, ή το παιδί σου, ή το ζώον σου ψοφά, ή άλλον κακό σου κάμνει. Όθεν, αδελφοί μου, δια να μη πάθετε κανένα κακόν, μήτε ψυχικόν μήτε σωματικόν, εγώ σας συμβουλεύω να φυλάγετε την Κυριακήν, ωσάν οπού είνε αφιερωμένη εις τον Θεόν. Εδώ πώς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Την φυλάγετε την Κυριακήν; Αν είσθε χριστιανοί, να την φυλάγετε. Έχετε εδώ πρόβατα; Το γάλα της Κυριακής τι το κάμνετε; Άκουσε, παιδί μου, να το σμίγης όλο και να το κάμνης επτά μερίδια και τα εξ μερίδια κράτησέ τα δια τον εαυτόν σου, κσι το άλλο μερίδιο της Κυριακής, αν θέλεις, δώσε το ελεημοσύνην εις τους πτωχούς ή εις την εκκλησίαν, δια να ευλογήση ο Θεός τα πράγματά σου. Και αν τύχη ανάγκη και θέλεις να πωλήσης πράγματα φαγώσιμα την Κυριακήν, εκείνο το κέρδος μη το σμίγεις εις την σακκούλα σου, διότι την μαγαρίζει αλλά δώσε τα ελεημοσύνην, δια να σας φυλάγη ο Θεός.
Ο άγιος Κοσμάς προφητεύει
Εις τας τεσσεράκοντα ημέρας ευλόγησεν ο Κύριος τους αγίους Αποστόλους, ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθησεν εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός, να συμβασιλεύη αιωνίως και να προσκυνήται από τους Αγγέλους. Ένα πράγμα θα σας φανερώσω, χριστιανοί μου, το ηξεύρω πως θα σας καύσω την καρδιά, είνε φοβερόν και λυπηρόν, τρέμει η καρδιά μου να το ειπώ, αλλά τι να κάμω, οπού μου λέγει ο Χριστός μας πως ανίσως και δεν το φανερώσω, με θανατώνει και με βάνει εις την κόλασιν; Μας φανερώνει η θεία Γραφή, το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, πως εις τον όγδοον αιώνα θα γίνει το τέλος του κόσμου και μέλλει να χαλάσει τούτος ο κόσμος.
Ο προφήτης Ηλίας και ο αντίχριστος
Και θα στείλη ο Θεός τον προφήτην Ηλίαν να διδάξη τους χριστιανούς να φυλάγουν την πίστιν των. Ο αντίχριστος, αδελφοί μου, είνε άνθρωπος οπού έχει κακήν γνώμην, κακήν προαίρεσιν και κατοικεί ο διάβολος εις την καρδίαν του, και λέγει πως είνε Θεός, και ο αντίχριστος θα θανατώση τον προφήτη Ηλίαν. Εγώ, αδελφοί μου, εξετάζοντας έμαθα και εκατάλαβα, πως ο προφήτης Ηλίας και ο αντίχριστος ήλθε και εθανάτωσε τον προφήτην Ηλίαν. Ο προφήτης Ηλίας, χριστιανοί μου, είνε ζωντανός τόσους χρόνους και ηξεύρει ο Θεός που τον έχει φυλαγμένον έως σήμερον. Ανίσως και θέλετε να μάθετε που ευρίσκετε, εδώ κοντά είνε και αυτός, τα λόγια οπού σας λέγω εκείνου είνε. Ο προφήτης Ηλίας, όταν έλθη να διδάξη, δεν θα φανερωθή εις τον κόσμον, καθώς λέγει το Άγιον Πνεύμα, ίνα μη ελθών πατάξη την γην άρδην, ήτοι, λέγει το Άγιον Πνεύμα, δια να μη φοβίση και ταράξη τον κόσμον και την γην, δεν θέλω τον φανερώσει εις σας τους χριστιανούς. Αμή τι έχει, παιδιά μου, να φανερωθή; Ο ζήλος του και η διδασκαλία του. Αυτά τα δύο με ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός δια την ευσπλαχνίαν του και μου εχάρισε, και μη μαρτερήτε άλλον Ηλίαν να σας διδάξη. Αμή ται καρτερούμεν; Λυπηρόν είνε να σας ειπώ! Σήμερον, αύριον καρτερούμεν δίψας, πείνας μεγάλας, οπού να δίνωμεν χιλιάδας φλωριά και να μη ευρίσκωμεν ολίγον ψωμί ή νερό. Σήμερον, αύριον περιμένομεν θανατικάς ασθενείας μεγάλας, οπού να μη προφθάνωμεν οι ζωντανοί να θάπτωμεν τους αποθαμένους. Σεισμός παγκόσμιος θα γίνει, όλος ο κόσμος θα γίνει ένας κάμπος. Θα πέσουν όλα τα βουνά, όλα τα σπίτια. Η θάλασσα θα σηκωθεί υψηλά δέκα πέντε πήχεις από τα ψηλότερα βουνά. Τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανόν, ο ήλιος και η σελήνη θα σκοτισθούν, ο ουρανός οπού φαίνεται, η γη και τα πάντα, και όλος ο κόσμος θα χαλάση. Πότε θα γίνουν αυτά; Ο Χριστός μας λέγει: Επλησίασε τώρα κοντά, έγγιξε το μαχαίρι εις το κόκκαλον. Έξαφνα θα γίνουν, ημπορούν να γίνουν και απόψε. Τάχα να μη είνε και τώρα η αρχή; Δεν βλέπετε πως εχάθησαν τα γεννήματά σας και τα σπαρτά σας; Εστέρεψαν αι βρύσες, τα ποτάμια, σήμερον μας υστερεί το ένα, αύριον το άλλο, και από ολίγον μας τα δίδει ο Θεός, και ημείς ως αναίσθητοι δεν τα στοχαζόμεθα.
Ψυχή και Χριστός
Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλω, καν ο ουρανός να κατεβή κάτω, καν η γη να ανεβή επάνω, καν όλος ο κόσμος να χαλάση, καθώς μέλλει να χαλάση, σήμερον, αύριον, να μη σας μέλλη τι έχει να κάμη ο Θεός. Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν, τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν, μη σας μέλλει, δώσατέ τα δεν είνε ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορεί να σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μη τα χάσετε. Τώρα, αδελφοί μου, τι σημείον καρτερούμεν; Δεν καρτερούμεν άλλο παρά πότε να λάμψη ο πανάγιος Σταυρός εις τον ουρανόν περισσότερον από τον ήλιον, και να λάμψη ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός και Θεός επτά φοράς περισσότερον από τον ήλιον, με χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες Αγγέλους, με δόξαν θεϊκήν.
Η μέλλουσα κρίσις
Και έχει ν’ αναστήσει ο Κύριος όλον τον κόσμον. Και οι καλοί θα είνε ως Άγγελοι, και οι κακοί ωσάν δαίμονες, πρώτον τα τέκνα του διαβόλου οι Εβραίοι, οι οποίοι όχι μόνον δεν επίστευσαν εις τον Χριστόν μας, αλλά και τον εσταύρωσαν. Τότε θα ίδουν εκείνην την δόξαν του Χριστού μας να πιστεύσουν και να τον προσκυνήσουν, αμή εκείνη η πίστις δεν τους ωφελεί τότε. Τώρα χρειάζεται η πίστις. Δια τούτο, αδελφοί μου, καλότυχοι και τρισμακάριοι οι χριστιανοί οπού πιστεύουν τώρα, και αλλοίμονον εις τους απίστους. Καλύτερα αν μη είχον γεννηθή εις τον κόσμον. Τότε θα ξεχωρίση ο Κύριος τους δικαίους από τους αμαρτωλούς, καθώς ξεχωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τα ερίφια, και θα βάλη τους δικαίους εις τα δεξιά του, και τους αμαρτωλούς εις τα αριστερά του. Και θα είπη εις τους δικαίους: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου να κληρονομήσετε τον παράδεισον, να χαίρεσθε μαζί με τους Αγγέλους μου πάντοτε, διότι εφυλάξατε την πίστιν μπου και τα προστάγματά μου». εις δε τους αμαρτωλούς θα είπη ο Κύριος: «Πηγαίνεται σεις οι κατηραμένοι εις την κόλασιν να καίεσθε μαζί με τον διάβολον, τον πατέρα σας, πάντοτε, διότι δεν αφυλάξατε την πίστιν μου και τα προστάγματά μου». Και θα ανοίξη ο Κύριος ένα πύρινον ποταμόν, ως θάλασσα, να ρίψη όλους τους ασεβείς, απίστους, αιρετικούς, αθέους και αμαρτωλούς μέσα, να καίωνται πάντοτε και θα βάλη τους ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς και δικαίους μέσα εις τον παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε.
Ο αμετανόητος αμαρτωλός
Όθεν πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να στοχασθώμεν τι είμεθα, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Και ανίσως είμεθα δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοι. Ανίσως δε είμεθα αμαρτωλοί, πρέπει τώρα όπου έχομεν καιρόν να μετανοήσωμεν από τα κακά και να πράξωμεν τα καλά. η κόλασις μας καρτερεί πότε θα μετανοήσωμεν; Όχι αύριον, μεθαύριον και του χρόνου, αλλ’ αυτήν την ώραν. Διότι δεν ηξεύρομεν έως αύριον τι έχομεν να πάθωμεν. Ο Χριστός μας λέγει να είμεθα πάντοτε έτοιμοι. Πόσον κακόν πράγμα είνε, χριστιανοί μου, να πέση ο άνθρωπος εις αμαρτίαν και να μη μετανοήση: Στοχασθήτε!
Τιμωρία των Εβραίων
Τον παλαιόν καιρόν οι εβραίοι εθανάτωσαν όλους τους προφήτας, όλους τους δικαίους διδασκάλους χιλιάδες φορές άφησαν τον Χριστόν και επροσκύνησαν τον διάβολον, και τόσον, οπού έκαμαν ένα μοσχάρι και το επροσκυνούσαν δια Θεόν, καθώς το έχουν έως σήμερον. Και τώρα το αυτό είνε να συναναστρέφεται, να τρώγης και να πίνης με τον διάβολον. Ετόλμησαν και εσταύρωσαν και τον Χριστόν μας. Ο Πανάγαθος εις όλα αυτά τους εφύλαγε, τους εσκέπαζεν. Εκαρτέρησεν ο Κύριος ύστερα από την σταύρωσιν του τριάντα χρόνια να μετανοήσουν, αλλά δεν μετενόησαν. Τότε τους κατηράσθη, τους αφώρισε, τους οργίσθη και αφήκε τον διάβολον μέσα εις την καρδίαν των, καθώς τον έχουν έως σήμερον. Εσκοτίσθησαν, έφυγον από όλον τον κόσμον και επήγαν εις την Ιερουσαλήμ. Σηκώνει ο Θεός τον βασιλέα από την παλαιάν Ρώμην και πολιορκεί τους Εβραίους μέσα εις την Ιερουσαλήμ, και οι πατέρες και αι μητέρες έσφαζον τα τέκνα των και τα έτρωγον. Ο διάβολος θέλει να τρώγουν οι γονείς τα τέκνα των, και όχι ο Θεός. Ακούετε, αδελφοί μου, ο άνθρωπος τι κακόν παθαίνει όταν αμαρτάνει και τον εγκαταλείψει ο Θεός; Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος. Μεγάλην ευσπλαγχνίαν έχει ο Θεός, αλλά έχει και μεγάλην οργήν και καθώς επαίδευσε τους Εβραίους, παιδεύει και ημάς, ανίσως και δεν κάμνωμεν καλά. Βάνει ο Θεός τον βασιλέα μέσα εις την Ιερουσαλήμ και θανατώνει χίλιες εκατόν είκοσι χιλιάδες Εβραίους, και τόσον, οπού έγινε το αίμα ωσάν θάλασσα. Τριάντα φλωρία επώλησαν οι Εβραίοι τον Χριστόν μας, τριάντα εις το φλωρί επώλησεν ο Χριστός μας χίλιες χιλιάδες Εβραίους. Εσύ έμαθες και πωλείς τον Χριστόν, και εκείνος δεν ημπορεί να σε πωλήσει;
Η κακία των Εβραίων
Και τώρα μη δυνάμενοι οι Εβραίοι να τον μετασταυρώσουν τον Χριστόν, κάθε Μεγάλην Παρασκευήν τον κάνουν από κερί και τον σταυρώνουν, και ύστερα τον καίουν ή παίρνουν ένα αρνί και το κτυπούν με τα μαχαίρια και το σταυρώνουν αντί του Χριστού. Ακούετε κακίαν των Εβραίων και του διαβόλου; Καθώς γεννηθεί το Εβραιόπαιδον, αντί να το μαθαίνουν να προσκυνεί τον Θεόν, οι Εβραίοι, παρακινούμενοι από τον πατέρα των τον διάβολον, ευθύς οπού γεννηθεί, το μαθαίνουν να βλασφημά και να αναθεματίζει τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας και εξοδεύουν πενήντα, εκατόν πουγγία να εύρουν κανένα χριστιανόπουλο να το σφάξουν, να πάρουν το αίμα του, και με εκείνο να κοινωνούν. Ο διάβολος θέλει να πίνωμεν το αίμα των παιδίων, και όχι ο Θεός. Ο Χριστός μας παραγγέλλει να ευχώμεθα όλον τον κόσμον. Ο Εβραίος, όσον και αν είνε φίλος σου, πήγαινε, καλημέρισέ τον, και βάλε το αυτί σου να ακούσεις τι σου λέγει. Εσύ τον εύχεσαι και τον χαιρετάς, και εκείνος σε καταράται και σου λέγει, κακή ημέρα σου, διότι η καλή ημέρα είνε του Χριστού, και δεν θέλει ούτε να την ακούσει ούτε να την είπη ο Εβραίος. Κοίταξε εις το πρόσωπόν ένα Εβραίον όταν γελά, τα δόντια του ασπρίζουν, το πρόσωπόν του είνε ωσάν πανί αφωρισμένο, διότι έχει την κατάραν από τον Θεόν, και δεν γελά η καρδία του. Έχει τον διάβολον μέσα του οπού δεν τον αφήνει. Κοίταξε και ένα χριστιανόν εις το πρόσωπον, ας είναι και αμαρτωλός, λάμπει το πρόσωπόν του, χύνει η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Σφάζει ο Εβραίος ένα πρόβατον, και το μισό το εμπροσθινόν το κρατεί δια λόγου του, και το πισινόν το μουντζώνει και το πωλεί εις τους χριστιανούς δια να τους μαγαρίσει. Και αν σου δώσει ο Εβραίος κρασί ή ρακί, είναι αδύνατον να μη το μαγαρίσει πρώτον και αν δεν προφθάσει να κατουρήσει μέσα, θα πτύσει. Όταν αποθάνει κανένας Εβραίος, τον βάζουν μέσα εις ένα σκαφίδι μεγάλο και τον πλένουν με ρακί, και του βγάνουν όλην του την βρώμα, και εκείνο το ρακί το φτιάνουν με μυριστικά, και τότε το πωλούν εις τους χριστιανούς ευθηνότερον, δια να τους μαγαρίσουν. Πωλούν ψάρια εις την πόλιν οι Εβραίοι; Ανοίγουν το στόμα του οψαρίου και κατουρούν μέσα, και τότε το πωλούν εις τους χριστιανούς. Ο Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είνε μπάσταρδος, και η Παναγία μου πόρνη. Το άγιον Ευαγγέλιον λέγει πως το έγραψεν ο διάβολος. Τώρα έχω μάτια να βλέπω τον Εβραίον; Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου, και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος ωσάν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το δε να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγίαν μου, δεν θέλω να τον βλέπω. Και η ευγενία σας πως σας βαστά η καρδία να κάνετε πραγματείας με τους Εβραίους; Εκείνος οπού συναναστρέφεται με τους Εβραίους, αγοράζει και πωλεί, τι φανερώνει; Φανερώνει και λέγει, πως καλά έκαμαν οι Εβραίοι και εθανάτωσαν τους προφήτας και όλους τους διδασκάλους και όλους τους καλούς. Καλά έκαμαν και κάμνουν να υβρίζουν τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας. Καλά κάμνουν και μας μαγαρίζουν και πίνουν το αίμα μας. Ταύτα διατί σας τα είπα, χριστιανοί μου; Όχι δια να φονεύετε τους Εβραίους και να τους κατατρέχετε, αλλά δια να τους κλαίετε, πως άφησαν τον Θεόν και επήγαν με τον διάβολον. Σας τα είπα να μετανοήσωμεν ημείς τώρα οπού έχομεν καιρόν, δια να μη τύχη και μας οργισθή ο Θεός και μας αφήσει από το χέρι του και το πάθωμεν και ημείς σαν τους Εβραίους και χειρότερα.
Χριστιανοί μου, φθάνουν αυτά, δεν ημπορώ να σας είπω περισσότερα. Σας είπα και εγώ εκείνο οπού με εφώτισεν ο Θεός ζητήσατε και η ευγενία σας να μάθετε τα άλλα. Είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί, καταλάβετε το καλόν σας και κάμετε το. Τώρα τι κάμνομεν, χριστιανοί μου; Εγώ σας συμβουλεύω, αμή δεν με συμβουλεύετε και η ευγενία σας; Η εργασία η ιδική μου είνε και ιδική σας, είνε της πίστεώς μας, του Γένους μας. Έχω και δύο λογισμούς. Ο ένας λογισμός μου λέγει να σας ευχηθώ και να με ευχηθήτε, και να σηκωθώ να πηγαίνω εις άλλο μέρος, να ακούσουν και άλλοι αδελφοί μας οπού με καρτερούν. Ο άλλος λογισμός μου λέγει: Όχι, μη πηγαίνεις, μόνον κάθησε να κάμεις καθώς έκαμες και εις τα άλλα χωρία, να τελειώσεις και τα επίλοιπα. Διότι αυτά οπού είπομεν εις τρεις λόγους με συντομίαν, ομοιάζουν ωσάν ένας άνθρωπος να κτίσει μίαν εκκλησίαν χωρίς σκεπήν. Τα άλλα οπού έχομεν να είπωμεν ομοιάζουν ωσάν σκεπήν. Ποία είνε η σκεπή; Εγώ βλέπω το Γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά, έχουν κατάρες, αφορισμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίας και άλλα τοιαύτα. Να καθαρισθούν οι χριστιανοί να αγιασθούν τα χωρία των και να καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς. Το δεύτερον παρακινώ τους χριστιανούς να φτιάσουν σταυρούς και κομποσχοίνια, και παρακαλώ τον Χριστόν μας και τα ευλογεί, δια να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήρια. Τρίτον είνε οπού κάμνω τους χριστιανούς όλους και συγχωρούν ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο λογισμός μου. αλλά τώρα μου δίνετε την ευχήν σας να πηγαίνω, και τα άλλα τα τελειώνετε η ευγενία σας; – Όχι, άγιε διδάσκαλε, σε παρακαλούμεν να καθήσης να μας τα τελειώσης, διότι δεν ηξεύρομεν να τα κάμωμεν. – Καλά, χρισιανοί μου, δια την αγάπην του Χριστού μας και την ιδικήν σας θα καθήσω.
Είναι πολλοί παπάδες εδώ; κάμνετε τον κόπον, άγιοι ιερείς, να σηκωθείτε επάνω να ιδώ, είσθε πολλοί; Άγιοι ιερείς, μου κάμνετε μιαν χάριν, να διαβάσωμεν ένα άγιον Ευχέλαιον, να χρισθούν οι χριστιανοί οι αδελφοί μας; – Ορισμός σου, άγιε του Θεού. – Έχω φλωρία πολλά να σας πληρώσω, μα δεν σας τα δίδω. Θέλω χάρισμα, διότι με πληρωμήν δεν ενεργεί η χάρις του Θεού, του Παναγίου Πνεύματος διότι έτσι λέγει ο Χριστός μας: Χάρισμα σας έδωσα εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δίδετε και σεις εις τους αδελφούς σας. Το κάμνετε, άγιοι ιερείς; – Μάλιστα, άγιε του Θεού. – Παρακαλώ και εγώ τους χριστιανούς και σας συγχωρούν, ή δεν έχετε αμαρτίας; Και σας φιλεύω αύριο από ένα βιβλίον, όχι δια πληρωμήν, αλλά δια μιαν ευχήν. –Ορισμός σου. –Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε δια τους αγίους ιερείς οπού θα σας διαβάσουν το άγιον Ευαγγέλιον, τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς. Αν θέλετε και η αγιωσύνη σας ζητήσατε συγχώρησιν. Άγιε εφημέριε, μου χρειάζονται απόψε να ετοιμάσης είκοσι φλετζάνια και δύο οκάδες λάδι. Χριαλίδια έχει το παιδί το ιδικό μου και σου δίδει. Και αν θέλης, περιπατησε, παπά μου, εις τα σπίτια να μαζεύης καμμιά δεκαριά οκάδες λάδι, και βάνεις δια το Ευχέλαιον μια οκά, και το άλλο το δίνεις της παπαδιάς και το τρώγει. Δεν είνε καλά έτσι; Το κάμνεις; -Το κάμνω, άγιε του Θεού. –Αν δεν το κάμης, αύριον σε κηρύττω ψέφτη και σε εντροπιάζω. Σηκωθήτε επάνω δέκα εντόπιοι ακούσατε. Οι πέντε να κάμετε απόψε δεκαπέντε σακκιά και σεις αι γυναίκες να φέρετε ψωμί και το σιτάρι απόψε και σεις οι πέντε να σταθήτε επίτροποι, και να κόψετε τα ψωμία και να τα βάλετε μέσα εις τα σακκία, και το σιτάρι. Το κάμνετε; -Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. Εσείς οι άλλοι πέντε να φέρετε πέντε καζάνια νερό απόψε να ξημερωθούν έτοιμα δια να παρακαλέσωμεν τον Χριστόν αύριον να τα ευλογήση και να πάρουν οι χριστιανοί δι’ αγιασμόν. Το κάμνετε; -Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. –Καλά, παιδιά μου. καθήσατε να τελειώσωμεν και τα επίλοιπα. Προσέχετε λοιπόν, παιδιά μου, να μη υπερυφανεύεσθε.