Τὰ κάτεργα τῆς Σιβηρίας καὶ ὅπου γῆς ἦταν τὸ τελευταῖο μέρος
πού θά ἤθελε νὰ βρεθεῖ κανείς. Ὅποιος καταδικαζόταν σ’ αὐτά, οὐσιαστικὰ
ἀποχαιρετοῦσε τὴ ζωή. Ποιὸ αἴσθημα νὰ κυριαρχοῦσε στὴν ψυχὴ τῶν
καταδίκων; Ἀσφαλῶς ἀποτροπιασμὸς γιὰ τὴ φριχτὴ ἐξορία τους καὶ βαθὺς
πόθος γιὰ ἐπιστροφὴ στὸν τόπο τους.
Τί θὰ λέγαμε ὅμως, ἂν κάποιος αἰσθανόταν τὸ ἀντίθετο; Ἂν τοῦ
ἄρεσε δηλαδή ὁ τόπος τοῦ βασανισμοῦ καὶ τὸν ἀγαποῦσε σὰν πατρίδα του;
Καὶ ἀντὶ νὰ φύγει ἀπὸ ᾿κεῖ τὸ ταχύτερο, αὐτὸς ἐπεδίωκε νὰ παραμείνει ὅσο
τὸ
δυνατόν περισσότερο; Σίγουρα θὰ λέγαμε, πὼς κάτι δὲν πάει καλό μ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Ὅμως καὶ πάλι τί θὰ λέγαμε, ἂν κάποιος μᾶς ἔλεγε, ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι καὶ ὁ καθένας ἀπό μᾶς; Μὰ πῶς μπορεῖ νὰ συμβαίνει αὐτό;
δυνατόν περισσότερο; Σίγουρα θὰ λέγαμε, πὼς κάτι δὲν πάει καλό μ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Ὅμως καὶ πάλι τί θὰ λέγαμε, ἂν κάποιος μᾶς ἔλεγε, ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι καὶ ὁ καθένας ἀπό μᾶς; Μὰ πῶς μπορεῖ νὰ συμβαίνει αὐτό;
Μὲ τὸ πταῖσμα τοῦ γενάρχη μας, τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἔχουμε
ἐξορισθεῖ ὅλοι μας στὴ γῆ. Καὶ ὅμως δὲν ζοῦμε πιὰ μὲ τὴ βαθειὰ νοσταλγία
γιὰ ἐπιστροφὴ στὴν ἀληθινή μας πατρίδα, τὸν Παράδεισο. Ἀγαπήσαμε τὸν
τόπο τῆς ἐξορίας μας, τὴ γῆ, σὰν νά ἦταν τὸ πατρικό μας σπίτι. Πολλοὶ
οὔτε πιστεύουμε κἄν πὼς ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἄλλη πατρίδα μας. Ὁ Ἀδάμ, ὅταν
βρέθηκε ἔξω ἀπ’ τὸν Παράδεισο γυμνός, ἀφοῦ ἐκδύθηκε «στολὴν θεοΰφαντον»
καὶ στερήθηκε «ἀγαθῶν παντοίων», «ἐκάθισεν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ
θρηνῶν ὠδύρετο», ποθώντας νὰ ἀπολαύσει ξανὰ τὴ μοναδική του λαμπρότητα.
Ἐμεῖς ὅμως ποθοῦμε ὄχι νὰ ξαναγίνουμε «Παραδείσου κάτοικοι», ἀλλὰ νὰ
παρατείνουμε, ὅσο γίνεται περισσότερο, τὴν παραμονή μας στὴ γῆ. Τῶν
ἀκανθῶν, τῶν τριβόλων καὶ τῶν βασάνων.
Στὴν ψυχή μας σημειώθηκε μιὰ ἀλλοίωση. Μὲ τὴ διακοπή τῆς
κοινωνίας μας μὲ τὸν Θεό, οἱ δυνάμεις τοῦ καλοῦ ἀτόνησαν μέσα μας.
Ἀπέκτησαν αντίθετη ροπή. Πρὸς τὸ κακό. Ἡ καθεμιά ἔγινε τὸ ἀντίθετό της.
Δὲν ποθοῦμε πιὰ τὴ θέωση μέσα ἀπὸ μιὰ σχέση ἀγάπης μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ
ὑπόλοιπα κτίσματα. Ὁραματιζόμαστε μιὰν αὐτοθέωση. Καὶ τὴν ἐπιδιώκουμε μ’
ἕναν δικό μας τρόπο, ὄχι ὅπως μᾶς ὑπέδειξε ὁ Θεός. Νομίζουμε ὅτι, ἂν
γίνουμε ἀνεξάρτητοι ἀπ’ αὐτὸν καὶ κυριαρχήσουμε μὲ τὴ δύναμη πάνω στὸ
φυσικὸ κόσμο, θὰ πραγματοποιήσουμε τὸ ὄνειρό μας. Θὰ γίνουμε θεοί.
Ὅμως πηγὴ ζωῆς καὶ δύναμης εἶναι μόνο ὁ Θεός. Τὰ πάντα παίρνουν ζωὴ ἐκ
τοῦ μηδενός μόνο ἀπὸ Αὐτόν. Ἡ σχέση μὲ τὸν Θεὸ σημαίνει μετοχή στὴ ζωή. Ἡ
ἀποκοπὴ ἀπὸ αὐτὸν σηματοδοτεῖ τὸν θάνατο. Ἔξω ἀπ’ τὸν Θεό, κανένας
ἄλλος δὲν ἔχει τίποτε νὰ μᾶς δώσει. Μακριὰ ἀπὸ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος καταντᾶ
φτωχός, γυμνός, ἀδύναμος καὶ ἐν τέλει νεκρός. Καὶ εἶναι τραγικό ὁ
ἄνθρωπος νὰ ἀγαπᾶ τὴν πνευματική γυμνότητα καὶ φτώχεια, τὴ στιγμὴ ποὺ
εἶναι στὸ χέρι του νὰ ἀγαπᾶ Ἐκεῖνον ποὺ καὶ ἔχει καὶ μπορεῖ νὰ τοῦ
μεταδώσει πλοῦτο καὶ ζωὴ καὶ περίσσεια ζωῆς (Ἰω. 10,10).
Ὁ
ἀββᾶς Μακάριος κάποτε ἄκουσε ἕνα παιδὶ νὰ λέει στὴ μάνα του: «Ἕνας
πλούσιος μὲ ἀγαπάει, ἀλλὰ ἐγὼ τὸν μισῶ. Καὶ ἕνας φτωχὸς μὲ μισεῖ, ἀλλὰ
ἐγὼ τὸν ἀγαπῶ». Καὶ θαύμασε ἀκούγοντάς το. «Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά,
πάτερ;» τὸν ρώτησαν οἱ συνοδοί του. «Γιατί θαύμασες;» «Ἀληθινὰ ὁ Κύριός
μας, εἶπε, καὶ πλούσιος εἶναι καὶ μᾶς ἀγαπᾶ, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ
τὸν ἀκολουθήσουμε. Ὁ διάβολος ὅμως, ὁ ἐχθρός μας, καὶ φτωχὸς εἶναι καὶ
μᾶς μισεῖ. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὴν ἀκαθαρσία του».
Καιρός, μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδάμ, ποὺ
προβάλλεται ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία μας στὰ θυρανοίξια τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς,
νὰ ξαναθυμηθοῦμε κι ἐμεῖς ποῦ εἶναι ὁ πλοῦτος καὶ ποῦ ἡ φτώχεια, ποιὰ
εἶναι ἡ πατρίδα μας καὶ ποιὸς ὁ τόπος τῆς ἐξορίας μας.
Πρωτ. Δ. Μ.