«…Ἰσχυρὰν
παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν
ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν…» (Ἑβρ. 6,18-19)
ΣΗΜΕΡΑ,
ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Δ΄ Κυριακὴ τῶν Nηστειῶν. Πλησιάζει τὸ Πάσχα, κ’
ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν ἔχουμε προετοιμασθῆ. Σήμερα ἐπίσης ἡ ἁγία μας
Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Τὸ εὐαγγέλιο
περιγράφει τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου παιδιοῦ. Καὶ ὁ
ἀπόστολος; Ὁ σημερινὸς ἀπόστολος εἶνε μιὰ ὡραία περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς
Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁμιλεῖ περὶ
ἐλπίδος. Γι’ αὐτὸ κ’ ἐγὼ θὰ πῶ λίγες λέξεις γιὰ τὴν
ἐλπίδα.
ἐλπίδα.
* * *
Τί θὰ πῇ ἐλπίς; Εἶνε μιὰ
δύναμις, μιὰ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν ἐφύτευσε μέσ’ στὴν καρδιὰ κάθε
ἀνθρώπου. Ὅλοι ζοῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα. Ἀφαίρεσε τὴν ἐλπίδα, καὶ ὁ
ἄνθρωπος θ’ αὐτοκτονήσῃ· ἐὰν τοῦ λείψῃ ἡ ἐλπίδα, δὲν ἔχει στήριγμα νὰ
κρατηθῇ.
Ὑπάρχουν ἐλπίδες πολλῶν εἰδῶν. Νὰ προσέξουμε ὅμως, διότι ὑπάρχουν καὶ ἐλπίδες ψεύτικες, κάλπικα νομίσματα· εἶνε ἄμμος, ἐπάνω στὴν ὁποία δὲ μποροῦμε νὰ θεμελιώσουμε τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐτυχίας. Ποιές εἶνε οἱ ἐλπίδες τοῦ κόσμου, σὲ τί ἐλπίζει;
* Στὸ χρῆμα, στὸ παραδάκι. Μαζεύει, μαζεύει… Σὰν μυρμήγκι δουλεύει μέρα – νύχτα. Καὶ στερεῖται τὰ πάντα. Κ’ εἶνε ἕτοιμος, γιὰ μερικὰ κέρματα, νὰ πάῃ στὰ δικαστήρια. Τὰ λεφτά μου! σοῦ λέει. Στηρίζεται σ’ αὐτά· ἡ ἐλπίδα του εἶνε στὰ χρήματα. Δὲν ἀρνοῦμαι, ὅτι ἔχει καὶ τὸ χρῆμα κάποια ἀξία· ὄχι ὅμως αὐτὴ ποὺ νομίζουμε. Ἀπόδειξις· ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ διαψεύδεται. Τὸ ξέρετε κ’ ἐσεῖς πολὺ καλά, τὸ εἴδαμε κ’ ἐμεῖς οἱ γεροντότεροι. Στὴν περίοδο πρὸ τῆς κατοχῆς πολλοὶ εἶχαν ἀποταμιεύσει στὶς τράπεζες πολλὰ χρήματα· καὶ ἦρθε αἴφνης ἡ κατοχὴ καὶ ἡ ἀξία τοῦ χρήματος ἔπεσε. Τὸ χαρτονόμισμα ἔχασε τὴν ἀγοραστική του ἀξία· μὲ ἕνα ἑκατομμύριο δὲν ἀγόραζες ἕνα καρβέλι ψωμί! Πεῖνα τότε. Κ’ ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· ὅτι «μιὰ φούχτα ἀλεύρι – μιὰ φούχτα χρυσάφι». Γιὰ νὰ μάθουμε, ὅτι ἡ ἐλπίδα δὲν πρέπει νὰ εἶνε στὰ χρήματα.
* Ἄλλοι ἔχουν ἐλπίδα – ποῦ; στὸ κόμμα, σὲ πολιτικὰ πρόσωπα. Δὲν τὸ λέγω αὐτὸ μὲ κάποια σκοπιμότητα· ὁμιλῶ ἀπὸ περιωπῆς. Ξέρετε πολὺ καλά, ὅτι οὐδέποτε συνταυτίσθηκα μὲ μία πολιτικὴ παράταξι· καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κόμματα, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐδιώχθη ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος. Ὁμιλῶ λοιπὸν ἔξω ἀπὸ κόμματα καὶ λέγω· ἔχουν λάθος πολλοὶ ποὺ ἐλπίζουν σὲ πρόσωπα ὑψηλὰ ἱστάμενα (νομάρχες, ὑπουργούς, πρωθυπουργούς, ἀρχηγοὺς κομμάτων κ.λπ.), καὶ μὲ τὶς πλάτες αὐτῶν ἀπειλοῦν τοὺς ἄλλους, καὶ νομίζουν ὅτι αὐτοὶ εἶνε ἰσχυροί. Τί μᾶς λέει ἡ ἱστορία· πρόσωπα, ποὺ ἔφτασαν στὰ μεγάλα ἀξιώματα, ξαφνικὰ ἔπεσαν, καὶ εἶνε τώρα στὶς φυλακές, καὶ δὲν ἔχουν κανένα θαυμαστὴ καὶ κανείς δὲν τοὺς ὑπολογίζει. Ἡ ἐλπίδα μας λοιπὸν οὔτε στὸ χρῆμα οὔτε σὲ πολιτικὰ πρόσωπα, ποὺ παρέρχονται. «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145,3).
* Ἄλλος λέει· Ἐγὼ δὲν ἔχω ἐλπίδα οὔτε στὰ χρήματα οὔτε στοὺς πολιτικούς· ἐγὼ ἐλπίζω στὴν ἐπιστήμη – λέει τὴ λέξι ἐπιστήμη καὶ γεμίζει τὸ στόμα του λὲς καὶ τρώει γαλατομπούρεκο. Ποιός τὸ λέει αὐτό; Ἂν τό ᾽λεγε κανένας μεγάλος ἐπιστήμων, κανένας σοφός, αὐτοὶ κάτι ξέρουν. Τὸ λένε κάτι ἀγράμματοι καὶ ἀστοιχείωτοι ποὺ δὲ μάθανε οὔτε τὸ ἄλφα τῆς ἐπιστήμης, κάτι ἡμιμαθεῖς ποὺ δὲ μελέτησαν ἀκόμα τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί μιλοῦν ἔτσι καὶ στηρίζουν στὴν ἐπιστήμη κάθε ἐλπίδα. Ποιά ἐλπίδα ὅμως; Δὲν ἄκουσαν, ὅτι ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἐκθειάζουν, αὐτή ἔχει φτειάξει ἀποθῆκες γεμᾶτες ἀπὸ πυρηνικὲς κεφαλὲς ποὺ μποροῦν νὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο; Ματαία λοιπὸν ἡ ἐλπίδα στὴν ἐπιστήμη. Κι ὅπως εἶπε κάποιος ἅγιος, «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὴν ἀνθρωπότητα». Ὄχι ὁ ἀγράμματος βοσκὸς ἢ ὁ ταπεινὸς ἐργάτης, ἀλλ’ αὐτοὶ ποὺ μάθανε πολλὰ γράμματα, αὐτοὶ θ’ ἀνεβοῦν μιὰ μέρα ψηλά, πάνω ἀπ’ τὰ σύννεφα, θὰ πιέσουν ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνα κουμπὶ καὶ θὰ ῥίξουν κάτω στὴ γῆ ἀτομικὲς βόμβες, ποὺ θὰ κάνουν στάχτη τοὺς ἀνθρώπους.
* Ὁ ἕνας λοιπὸν ἐλπίζει στὸ χρῆμα, ὁ ἄλλος στὸ κόμμα, ὁ ἄλλος στὴν ἐπιστήμη. Κι ὁ ἄλλος; Ἐγώ, σοῦ λέει, ἐλπίδα ἔχω στὴν οἰκογένεια, στὰ παιδιά μου!… Ἄλλο πάλι αὐτό. Δὲ λέμε νὰ μὴν ἀγαπᾷς τὰ παιδιά σου, ἀλλοίμονο· ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε καὶ πρέπει νὰ τ’ ἀγαποῦμε. Ἀλλὰ νὰ τ’ ἀγαπᾷς ὅπως πρέπει, ὄχι ὑπερβολικά. Μὴ μοιάσῃς μὲ τὴ μαϊμοῦ· λένε ὅτι ἡ μαϊμοῦ, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη στὰ παιδιά της, τ’ ἀγκαλιάζει καὶ τὰ σφίγγει τόσο, ποὺ τὰ πνίγει. Ἔτσι κάνουν τώρα πολλὲς μανάδες. Ν’ ἀγαπᾷς τὸ παιδὶ μέσα στὰ μέτρα ποὺ λέει ὁ Χριστός· καὶ παραπάνω, ν’ ἀγαπᾷς Αὐτόν. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα στὰ παιδιὰ πάνω ἀπ’ τὸ μέτρο εἶνε λάθος. Τὰ παιδιά μου νά ᾽νε καλά, λέει, αὐτὰ θὰ μὲ κοιτάξουν, θὰ μὲ γηροκομήσουν… Θὰ σὲ κοιτάξουν; Παλαιότερα ναί· τώρα, στὴν ἐποχή μας; Σὲ ποιά παιδιὰ στηρίζεσαι;… Ἔλα νὰ σὲ πάω στὸ γηροκομεῖο, νὰ σοῦ δείξω ποιά εἶνε ἡ ἐλπίδα στὰ παιδιά. Ἐκεῖ μιὰ μέρα ἦρθε ἀπὸ κάπου μιὰ γριὰ 70 – 80 ἐτῶν ποὺ ἔτρεμαν τὰ πόδια της. Ἔκλαιγε. —Γιατί κλαῖς, γιαγιά; —Δὲν κλαίω γιὰ τὰ γεράματα, οὔτε γιὰ τὴν ἀδυναμία μου· κλαίω γιατὶ ἔχω ἕξι παιδιά, πῆγα καὶ ζήτησα νὰ μὲ πάρῃ κάποιο κοντά του, καὶ μ’ ἔδιωξαν ὅλα!…. Τόσα παιδιά, νύφες καὶ γυιοί, τὴν ἔδιωξαν καὶ τὴν ἔῤῥιξαν στὸ γηροκομεῖο. Ἔννοια σας· τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ χαϊδεύετε, ποὺ δὲν τὰ μάθατε ν’ ἀγαποῦν καὶ νὰ προσκυνοῦν τὸ Θεό, ποὺ δὲν τοὺς τραβήξατε ποτέ τὸ αὐτάκι ἀλλὰ τ’ ἀφήσατε ἀσύδοτα, αὐτὰ θὰ γίνουν θηρία…
Ὑπάρχουν ἐλπίδες πολλῶν εἰδῶν. Νὰ προσέξουμε ὅμως, διότι ὑπάρχουν καὶ ἐλπίδες ψεύτικες, κάλπικα νομίσματα· εἶνε ἄμμος, ἐπάνω στὴν ὁποία δὲ μποροῦμε νὰ θεμελιώσουμε τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐτυχίας. Ποιές εἶνε οἱ ἐλπίδες τοῦ κόσμου, σὲ τί ἐλπίζει;
* Στὸ χρῆμα, στὸ παραδάκι. Μαζεύει, μαζεύει… Σὰν μυρμήγκι δουλεύει μέρα – νύχτα. Καὶ στερεῖται τὰ πάντα. Κ’ εἶνε ἕτοιμος, γιὰ μερικὰ κέρματα, νὰ πάῃ στὰ δικαστήρια. Τὰ λεφτά μου! σοῦ λέει. Στηρίζεται σ’ αὐτά· ἡ ἐλπίδα του εἶνε στὰ χρήματα. Δὲν ἀρνοῦμαι, ὅτι ἔχει καὶ τὸ χρῆμα κάποια ἀξία· ὄχι ὅμως αὐτὴ ποὺ νομίζουμε. Ἀπόδειξις· ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ διαψεύδεται. Τὸ ξέρετε κ’ ἐσεῖς πολὺ καλά, τὸ εἴδαμε κ’ ἐμεῖς οἱ γεροντότεροι. Στὴν περίοδο πρὸ τῆς κατοχῆς πολλοὶ εἶχαν ἀποταμιεύσει στὶς τράπεζες πολλὰ χρήματα· καὶ ἦρθε αἴφνης ἡ κατοχὴ καὶ ἡ ἀξία τοῦ χρήματος ἔπεσε. Τὸ χαρτονόμισμα ἔχασε τὴν ἀγοραστική του ἀξία· μὲ ἕνα ἑκατομμύριο δὲν ἀγόραζες ἕνα καρβέλι ψωμί! Πεῖνα τότε. Κ’ ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· ὅτι «μιὰ φούχτα ἀλεύρι – μιὰ φούχτα χρυσάφι». Γιὰ νὰ μάθουμε, ὅτι ἡ ἐλπίδα δὲν πρέπει νὰ εἶνε στὰ χρήματα.
* Ἄλλοι ἔχουν ἐλπίδα – ποῦ; στὸ κόμμα, σὲ πολιτικὰ πρόσωπα. Δὲν τὸ λέγω αὐτὸ μὲ κάποια σκοπιμότητα· ὁμιλῶ ἀπὸ περιωπῆς. Ξέρετε πολὺ καλά, ὅτι οὐδέποτε συνταυτίσθηκα μὲ μία πολιτικὴ παράταξι· καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κόμματα, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐδιώχθη ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος. Ὁμιλῶ λοιπὸν ἔξω ἀπὸ κόμματα καὶ λέγω· ἔχουν λάθος πολλοὶ ποὺ ἐλπίζουν σὲ πρόσωπα ὑψηλὰ ἱστάμενα (νομάρχες, ὑπουργούς, πρωθυπουργούς, ἀρχηγοὺς κομμάτων κ.λπ.), καὶ μὲ τὶς πλάτες αὐτῶν ἀπειλοῦν τοὺς ἄλλους, καὶ νομίζουν ὅτι αὐτοὶ εἶνε ἰσχυροί. Τί μᾶς λέει ἡ ἱστορία· πρόσωπα, ποὺ ἔφτασαν στὰ μεγάλα ἀξιώματα, ξαφνικὰ ἔπεσαν, καὶ εἶνε τώρα στὶς φυλακές, καὶ δὲν ἔχουν κανένα θαυμαστὴ καὶ κανείς δὲν τοὺς ὑπολογίζει. Ἡ ἐλπίδα μας λοιπὸν οὔτε στὸ χρῆμα οὔτε σὲ πολιτικὰ πρόσωπα, ποὺ παρέρχονται. «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145,3).
* Ἄλλος λέει· Ἐγὼ δὲν ἔχω ἐλπίδα οὔτε στὰ χρήματα οὔτε στοὺς πολιτικούς· ἐγὼ ἐλπίζω στὴν ἐπιστήμη – λέει τὴ λέξι ἐπιστήμη καὶ γεμίζει τὸ στόμα του λὲς καὶ τρώει γαλατομπούρεκο. Ποιός τὸ λέει αὐτό; Ἂν τό ᾽λεγε κανένας μεγάλος ἐπιστήμων, κανένας σοφός, αὐτοὶ κάτι ξέρουν. Τὸ λένε κάτι ἀγράμματοι καὶ ἀστοιχείωτοι ποὺ δὲ μάθανε οὔτε τὸ ἄλφα τῆς ἐπιστήμης, κάτι ἡμιμαθεῖς ποὺ δὲ μελέτησαν ἀκόμα τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί μιλοῦν ἔτσι καὶ στηρίζουν στὴν ἐπιστήμη κάθε ἐλπίδα. Ποιά ἐλπίδα ὅμως; Δὲν ἄκουσαν, ὅτι ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἐκθειάζουν, αὐτή ἔχει φτειάξει ἀποθῆκες γεμᾶτες ἀπὸ πυρηνικὲς κεφαλὲς ποὺ μποροῦν νὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο; Ματαία λοιπὸν ἡ ἐλπίδα στὴν ἐπιστήμη. Κι ὅπως εἶπε κάποιος ἅγιος, «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὴν ἀνθρωπότητα». Ὄχι ὁ ἀγράμματος βοσκὸς ἢ ὁ ταπεινὸς ἐργάτης, ἀλλ’ αὐτοὶ ποὺ μάθανε πολλὰ γράμματα, αὐτοὶ θ’ ἀνεβοῦν μιὰ μέρα ψηλά, πάνω ἀπ’ τὰ σύννεφα, θὰ πιέσουν ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνα κουμπὶ καὶ θὰ ῥίξουν κάτω στὴ γῆ ἀτομικὲς βόμβες, ποὺ θὰ κάνουν στάχτη τοὺς ἀνθρώπους.
* Ὁ ἕνας λοιπὸν ἐλπίζει στὸ χρῆμα, ὁ ἄλλος στὸ κόμμα, ὁ ἄλλος στὴν ἐπιστήμη. Κι ὁ ἄλλος; Ἐγώ, σοῦ λέει, ἐλπίδα ἔχω στὴν οἰκογένεια, στὰ παιδιά μου!… Ἄλλο πάλι αὐτό. Δὲ λέμε νὰ μὴν ἀγαπᾷς τὰ παιδιά σου, ἀλλοίμονο· ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε καὶ πρέπει νὰ τ’ ἀγαποῦμε. Ἀλλὰ νὰ τ’ ἀγαπᾷς ὅπως πρέπει, ὄχι ὑπερβολικά. Μὴ μοιάσῃς μὲ τὴ μαϊμοῦ· λένε ὅτι ἡ μαϊμοῦ, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη στὰ παιδιά της, τ’ ἀγκαλιάζει καὶ τὰ σφίγγει τόσο, ποὺ τὰ πνίγει. Ἔτσι κάνουν τώρα πολλὲς μανάδες. Ν’ ἀγαπᾷς τὸ παιδὶ μέσα στὰ μέτρα ποὺ λέει ὁ Χριστός· καὶ παραπάνω, ν’ ἀγαπᾷς Αὐτόν. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα στὰ παιδιὰ πάνω ἀπ’ τὸ μέτρο εἶνε λάθος. Τὰ παιδιά μου νά ᾽νε καλά, λέει, αὐτὰ θὰ μὲ κοιτάξουν, θὰ μὲ γηροκομήσουν… Θὰ σὲ κοιτάξουν; Παλαιότερα ναί· τώρα, στὴν ἐποχή μας; Σὲ ποιά παιδιὰ στηρίζεσαι;… Ἔλα νὰ σὲ πάω στὸ γηροκομεῖο, νὰ σοῦ δείξω ποιά εἶνε ἡ ἐλπίδα στὰ παιδιά. Ἐκεῖ μιὰ μέρα ἦρθε ἀπὸ κάπου μιὰ γριὰ 70 – 80 ἐτῶν ποὺ ἔτρεμαν τὰ πόδια της. Ἔκλαιγε. —Γιατί κλαῖς, γιαγιά; —Δὲν κλαίω γιὰ τὰ γεράματα, οὔτε γιὰ τὴν ἀδυναμία μου· κλαίω γιατὶ ἔχω ἕξι παιδιά, πῆγα καὶ ζήτησα νὰ μὲ πάρῃ κάποιο κοντά του, καὶ μ’ ἔδιωξαν ὅλα!…. Τόσα παιδιά, νύφες καὶ γυιοί, τὴν ἔδιωξαν καὶ τὴν ἔῤῥιξαν στὸ γηροκομεῖο. Ἔννοια σας· τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ χαϊδεύετε, ποὺ δὲν τὰ μάθατε ν’ ἀγαποῦν καὶ νὰ προσκυνοῦν τὸ Θεό, ποὺ δὲν τοὺς τραβήξατε ποτέ τὸ αὐτάκι ἀλλὰ τ’ ἀφήσατε ἀσύδοτα, αὐτὰ θὰ γίνουν θηρία…
* * *
Ποῦ νὰ ἐλπίζουμε; Ὄχι στὸ χρῆμα,
ὄχι στὰ κόμματα, ὄχι στὴν ἐπιστήμη, ὄχι στὰ παιδιά. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν νὰ
πιαστοῦμε; Αὐτὰ ὅλα εἶνε ἄμμος· καὶ σπίτι χτισμένο στὴν ἄμμο θὰ
γκρεμίσῃ. Ἐγὼ θὰ σᾶς δείξω βράχο· πάνω σ’ αὐτὸν νὰ χτίσετε τὸ σπίτι
τῆς εὐτυχίας σας. Τὸ λέει σήμερα καὶ ἡ θεία λειτουργία τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου στὴν εὐχὴ μετὰ τὸν καθαγιασμό· «Σὺ γὰρ εἶ, Κύριε, …ἡ ἐλπὶς τῶν
ἀπηλπισμένων». Τὸ λέει σήμερα καὶ ὁ ἀπόστολος· ἐλπίδα μας ὁ Χριστός.
Δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο, αὐτὴ εἶνε ἡ ἐλπίδα μας. Καὶ πῶς παρομοιάζει ὁ
ἀπόστολος τὴν ἐλπίδα στὸ Χριστό; Μὲ ἄγκυρα (βλ. Ἑβρ. 6,19). Καράβι
δίχως ἄγκυρα δὲν ταξιδεύει· κι ὅταν κινδυνεύῃ νὰ παρασυρθῇ ἀπ’ τὸν
ἄνεμο, ὁ πλοίαρχος διατάζει· ῥίξτε τὴν ἄγκυρα! καὶ ἔτσι σῴζεται. Ὅπως
λοιπὸν γιὰ τὰ πλοῖα σωτηρία εἶνε ἡ ἄγκυρα, ἔτσι γιὰ μᾶς σωτηρία εἶνε ἡ
ἐλπίδα στὸ Χριστό. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἄγκυρά μας. Μὲ μία μόνο διαφορά· ἐνῷ ἡ
ἄγκυρα τῶν πλοίων βυθίζεται κάτω, ἡ ἄγκυρα τῆς ἐλπίδος μας εἰσέρχεται
«εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος», ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, ἐκεῖ
ποὺ εἶνε ὁ Χριστός.
Γι’ αὐτό, κι ἂν δὲν ἔχῃς χρήματα, ἔχε ἐλπίδα. Ξέρω φτωχοὺς ποὺ ἔζησαν, καὶ ξέρω πλουσίους ποὺ τὸ χρῆμα δὲν τοὺς ἔσωσε. Ὅταν ὁ Ὠνάσης ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἔλεγε· Γιατρέ, σοῦ δίνω ὅ,τι θέλεις, ἀρκεῖ νὰ ζήσω… Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα ν’ ἀποθάνῃ. Κι ἂν λοιπὸν εἶσαι φτωχός, ἔχε ἐλπίδα στὸ Χριστό· κι ἂν εἶσαι χήρα καὶ ὀρφανό, ἔχε ἐλπίδα στὸ Χριστό· κι ἂν εἶσαι ἐξόριστος καὶ ἀπόδημος καὶ βρίσκεσαι στὰ ἄκρα τοῦ κόσμου, ἔχε ἐλπίδα στὸ Χριστό.
Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἐλπίδα στὸ Χριστό. Κι ἀλλοίμονο σ’ ὅποιον τὴ χάσῃ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βεβαιώνει, ὅτι φροντίζει ἐκεῖνος γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς μᾶς προστατεύει. Αὐτὸς ποὺ τρέφει τὰ κοράκια τοῦ οὐρανοῦ, θὰ θρέψῃ κ’ ἐμᾶς. «Οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ’ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω» (Δευτ. 31,6,8· Ἑβρ. 13,5)· δὲ σ’ ἀφήνω, δὲ σ’ ἐγκαταλείπω, λέει· καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός. Δὲ θὰ σ’ ἀφήσω, ἄνθρωπε· εἶμαι κοντά σου, δίπλα σου. Τοῦ Θεοῦ εἶνε ὅλα· τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ ἄστρα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη – τὸ φεγγάρι· τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ ποτάμια, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα· τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ γυναίκα, τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ἄντρας, τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ παιδιά, τοῦ Θεοῦ εἶνε ὅλα. Τίποτα δὲν ἔχουμε δικό μας.
Πίστι λοιπὸν στὸ Θεό, ἐλπίδα στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, κι ὅπως λέει ὁ ποιητὴς ποτέ ἀπελπισία·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν’ ἀκουμπήσω νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;».
Αὐτὰ μᾶς διδάσκουν σήμερα τὰ ἱερὰ λόγια. Παρακαλῶ κρατῆστε τα καὶ φυλάξτε τα στὴν καρδιά σας. Μακριὰ ἀπὸ ψευδεῖς ἐλπίδες καὶ ἰνδάλματα ἀπατηλά, ποὺ σήμερα μεσουρανοῦν καὶ αὔριο σβήνουν. Ἐλπίδα μας ὁ Χριστός! ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Γι’ αὐτό, κι ἂν δὲν ἔχῃς χρήματα, ἔχε ἐλπίδα. Ξέρω φτωχοὺς ποὺ ἔζησαν, καὶ ξέρω πλουσίους ποὺ τὸ χρῆμα δὲν τοὺς ἔσωσε. Ὅταν ὁ Ὠνάσης ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἔλεγε· Γιατρέ, σοῦ δίνω ὅ,τι θέλεις, ἀρκεῖ νὰ ζήσω… Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα ν’ ἀποθάνῃ. Κι ἂν λοιπὸν εἶσαι φτωχός, ἔχε ἐλπίδα στὸ Χριστό· κι ἂν εἶσαι χήρα καὶ ὀρφανό, ἔχε ἐλπίδα στὸ Χριστό· κι ἂν εἶσαι ἐξόριστος καὶ ἀπόδημος καὶ βρίσκεσαι στὰ ἄκρα τοῦ κόσμου, ἔχε ἐλπίδα στὸ Χριστό.
Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἐλπίδα στὸ Χριστό. Κι ἀλλοίμονο σ’ ὅποιον τὴ χάσῃ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βεβαιώνει, ὅτι φροντίζει ἐκεῖνος γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς μᾶς προστατεύει. Αὐτὸς ποὺ τρέφει τὰ κοράκια τοῦ οὐρανοῦ, θὰ θρέψῃ κ’ ἐμᾶς. «Οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ’ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω» (Δευτ. 31,6,8· Ἑβρ. 13,5)· δὲ σ’ ἀφήνω, δὲ σ’ ἐγκαταλείπω, λέει· καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός. Δὲ θὰ σ’ ἀφήσω, ἄνθρωπε· εἶμαι κοντά σου, δίπλα σου. Τοῦ Θεοῦ εἶνε ὅλα· τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ ἄστρα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη – τὸ φεγγάρι· τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ ποτάμια, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα· τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ γυναίκα, τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ἄντρας, τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ παιδιά, τοῦ Θεοῦ εἶνε ὅλα. Τίποτα δὲν ἔχουμε δικό μας.
Πίστι λοιπὸν στὸ Θεό, ἐλπίδα στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, κι ὅπως λέει ὁ ποιητὴς ποτέ ἀπελπισία·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν’ ἀκουμπήσω νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;».
Αὐτὰ μᾶς διδάσκουν σήμερα τὰ ἱερὰ λόγια. Παρακαλῶ κρατῆστε τα καὶ φυλάξτε τα στὴν καρδιά σας. Μακριὰ ἀπὸ ψευδεῖς ἐλπίδες καὶ ἰνδάλματα ἀπατηλά, ποὺ σήμερα μεσουρανοῦν καὶ αὔριο σβήνουν. Ἐλπίδα μας ὁ Χριστός! ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Ἰτέας – Φλωρίνης 24-3-1985)