ΤΙ
ΚΑΝΕΙ, ἀγαπητοί μου, τὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀφήνῃ τὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ
ἐπιστρέφῃ στὸ Χριστό; Αὐτὸ βλέπουμε σήμερα στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου.
* * *
Ὅταν
ὁ Κύριος κήρυττε, ὅπως σημειώνουν οἱ εὐαγγελισταί, «ὁ λαὸς ἅπας
ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων» (Λουκ. 19,48), ὅλοι ἐκρέμοντο ἀπὸ τὰ χείλη
του, καὶ αὐθόρμητα ἔλεγαν· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ
ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 7,46). Ὅλοι θαύμαζαν τὸ Χριστό. Πόσοι ὅμως τὸν
ἄκουγαν ὄχι
μόνο μὲ τὰ αὐτιὰ τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς; Πόσοι ἐδονοῦντο ψυχικῶς; Πόσοι ἄλλαζαν καὶ ἐπέστρεφαν στὴν εὐθεῖα ὁδό; Λίγοι ἔκαναν πρᾶξι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Τί λοιπὸν συνέβαινε σ᾿ αὐτούς;
Τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιστροφῆς αὐτῶν τῶν ὀλίγων βρίσκεται στὸ ἑξῆς. Αὐτοὶ δὲν ἔμεναν ἁπλῶς στὸ θαυμασμό· βύθιζαν συγχρόνως τὸ βλέμμα στὴ δική τους καρδιὰ καὶ παρατηροῦσαν τὴν ἀθλιότητά τους. Ὤ, τί συναισθήματα τοὺς ἔφερνε αὐτὴ ἡ συγκριτικὴ ἐξέτασις! Ἀπέναντί τους ἦταν ἐκεῖνος ποὺ δόλος δὲ᾿ βρέθηκε στὸ στόμα του (πρβλ. Ἰωάν. 1,47), ἐκεῖνος ποὺ ἦταν ἀνεξάντλητος ὠκεανὸς ἀγάπης, ἐκεῖνος ποὺ πονοῦσε στὴ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων. Ἔβλεπαν ἕνα μεγαλεῖο, μιὰ μορφὴ ἰδανική. Αὐτοὶ τί ἦταν ἐμπρός του; ἐλεεινοὶ καὶ τρισάθλιοι. Ὁ Χριστὸς ὕψος, αὐτοὶ βάραθρο. Ὁ Χριστὸς κορυφή, ―«ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ» (Ἀμβ. 3,3)―, αὐτοὶ ἄβυσσος κακίας καὶ διαφθορᾶς. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ τρομακτικὴ ἀπόστασι, ποὺ τοὺς χώριζε ἀπὸ τὸ Χριστό, τοὺς συγκλόνιζε, τοὺς ἔφερνε σὲ περισυλλογή, τοὺς δημιουργοῦσε τὸν πόθο, τὸν ἔρωτα τοῦ μεγαλείου. Αὐτὸ τοὺς ἔκανε ν᾿ ἀφήσουν τὰ χαμηλά, τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, καὶ νὰ πετάξουν ψηλά, σὲ κόσμους ὄμορφους, «ἠθικούς, ἀγγελικὰ πλασμένους», νὰ ἑλκύωνται ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ γίνουν μικρόχριστοι ἐπὶ τῆς γῆς. Ἂν οἱ ἄλλοι, τὸ πλῆθος, ἔμειναν στάσιμοι στὰ λιμνάζοντα ἕλη τῆς ἁμαρτίας, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι αὐτοὶ θαύμαζαν μὲν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔστρεφαν ὅμως τὸ βλέμμα καὶ πρὸς τὰ ἔσω, δὲν ἔβλεπαν καὶ τὴ δική τους ἀθλιότητα. Ἂν ἔστρεφαν τὸ βλέμμα στὴν καρδιά τους, ἡ τρομακτικὴ ἀντίθεσι θὰ τοὺς ὡδηγοῦσε σὲ σοβαρὲς σκέψεις, θὰ τοὺς ἀναστάτωνε, θὰ τοὺς ἔκανε νὰ πάρουν ταπεινωμένοι τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἀλλαγῆς, τῆς σωτηρίας. Θέλετε μερικὰ παραδείγματα;
ϗ Ὅταν ὁ Κύριος πέρασε ἀπὸ τὴν Ἰεριχώ, πολὺς κόσμος ἔτρεξε νὰ τὸν ἀκούσῃ ἀπὸ περιέργεια. Τίνος ὅμως τὴν καρδιὰ διεπέρασε τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα τοῦ λόγου του; τίνος ἡ συνείδησι ξύπνησε; Ποιός ἀπὸ ᾿κεῖνο τὸ συρφετὸ ἔνιωσε τὸ Χριστό; Μόνο ὁ Ζακχαῖος. Αὐτὸς πέταξε λίγο πάνω ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τὴν ὕλη, ἀνέβηκε στὴ συκομορέα, ἀντίκρυσε τὸν Ἰησοῦ καὶ συγκλονίστηκε. Ἔκανε σύγκρισι μὲ τὴ δική του ἀθλιότητα. Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε οὔτε δραχμὴ στὴν τσέπη, αὐτὸς εἶχε ποσὰ ἀμύθητα· ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι (βλ. Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58), αὐτὸς εἶχε τὸ καλύτερο μέγαρο· ὁ Ἰησοῦς περιώδευε πόλεις καὶ χωριὰ «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. 10,38), ἦταν ἡ παρηγοριὰ καὶ ὁ προστάτης τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, αὐτὸς σκόρπιζε θλῖψι καὶ πόνο, ἀφοῦ τοὺς ἔκλεβε τὸ ψωμὶ μὲ τὸ νόμο. Αὐτὴ ἡ τρομακτικὴ ἀπόστασι μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ τὸν συγκλόνισε, καὶ πῆρε ἀποφασιστικὰ τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἤθελε νὰ πλησιάσῃ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ.19,21). Καὶ δὲν ἔφθασε μὲν στὸ σημεῖο αὐτό, εἶπε ὅμως· «Τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς» (Λουκ. 19,8). Βρέθηκε, ἐν πάσῃ περιπτώσει, στὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὸ μεγαλεῖο· φάνηκε δὲ πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πλούσιο ἐκεῖνο νεανίσκο ποὺ «ἀπῆλθε λυπούμενος» (Ματθ. 19,22· Μᾶρκ. 10,22), ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ἔδειξε τὸ ὕψος τῆς ἀκτημοσύνης.
ϗ Ἄλλο παράδειγμα. Ἂν ἡ Σαμαρεῖτις ἐπέστρεψε στὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε ἡ ἁγία Φωτεινή, τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιστροφῆς της βρίσκεται στὸ ὅτι, ὅταν ἀντίκρυσε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, εἶδε συγχρόνως καὶ τὴ δική της ἀθλιότητα. Διέκρινε ἐμπρός της κάποιον μὲ ἀνώτερο πνεῦμα, ποὺ ἔβλεπε κι αὐτὴν σὰν παιδὶ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐξέταζε σὲ ποιά φυλὴ ἀνήκει οὔτε τίνος χρώματος εἶνε. Ἐμπρός της εἶχε ἕνα προφήτη, ποὺ τῆς εἶπε μὲ λεπτομέρειες τὰ ἁμαρτήματά της. Τέλος ἡ ὑψηλὴ διδασκαλία του ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεὸς» (Ἰωάν. 4,24) κι ὅτι μπορεῖ νὰ λατρεύεται παντοῦ, τὴ συγκλονίζει. Βλέπει ὅμως ἔπειτα καὶ τὴ δική της ἀθλιότητα καὶ τρομάζει. Τί ἦταν αὐτή; Μία πόρνη· πέντε ἄντρες εἶχε ἀλλάξει, κι αὐτὸς ποὺ εἶχε τώρα δὲν ἦταν ἄντρας της. Ἐμπρὸς στὸ Χριστὸ ἔνιωσε ῥάκος. Καὶ ὅμως βλέπει τὸν ἥλιο – Χριστὸ νὰ καταδέχεται ν᾿ ἀγγίζῃ τὸ δικό της βόρβορο. Αὐτὴ ἡ συναίσθησι ὅτι εἶνε μηδέν, ἰδού, ἀγαπητοί μου, τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιστροφῆς της.
ϗ Ἀλλ᾿ ἐκεῖ ποὺ καθαρώτερα φανερώνεται ποιό εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐπιστρέφῃ στὸ Θεό, εἶνε ἡ σημερινὴ παραβολή. Ὁ ἄσωτος, ὅταν σώθηκαν τὰ λεφτὰ κι ἀπὸ τὴν πεῖνα κατήντησε χοιροβοσκὸς κ᾿ ἔτρωγε ξυλοκέρατα, βρέθηκε σὲ δύσκολη θέσι. Ἕνα βασιλόπουλο αὐτός, νὰ βόσκῃ χοίρους! Τὸ περιβάλλον ἐκεῖνο τοῦ εἶνε ἀφόρητο. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ εἶχε γίνει ἀκάθαρτος σὰν τοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκε, ἔτσι τοῦ ἄξιζε. Αὐτὴ ἡ ἀπερίγραπτη ἀθλιότης δημιουργεῖ στὴν ψυχή του ἕνα συναίσθημα συντριβῆς. Κλαίει. Ἡ σκέψι του πετᾷ στὸ πατρικό του, ὅπου κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ δοῦλοι περνοῦν καλύτερα. Ὤ τὸ μεγαλεῖο τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ, ὤ ἡ δική του ἀθλιότης! Συγκλονίζεται. Καὶ ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, μεταξὺ τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς ἀθλιότητος, παίχθηκε τὸ δρᾶμα τῆς ἐπιστροφῆς του.
Ἀπὸ τὰ παραδείγματα αὐτὰ καταλαβαίνουμε, ὅτι τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιστροφῆς βρίσκεται σὲ δύο σημεῖα· στὸ θαυμασμὸ τῆς πίστεως καὶ στὴ δική μας αὐτομεμψία.
μόνο μὲ τὰ αὐτιὰ τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς; Πόσοι ἐδονοῦντο ψυχικῶς; Πόσοι ἄλλαζαν καὶ ἐπέστρεφαν στὴν εὐθεῖα ὁδό; Λίγοι ἔκαναν πρᾶξι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Τί λοιπὸν συνέβαινε σ᾿ αὐτούς;
Τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιστροφῆς αὐτῶν τῶν ὀλίγων βρίσκεται στὸ ἑξῆς. Αὐτοὶ δὲν ἔμεναν ἁπλῶς στὸ θαυμασμό· βύθιζαν συγχρόνως τὸ βλέμμα στὴ δική τους καρδιὰ καὶ παρατηροῦσαν τὴν ἀθλιότητά τους. Ὤ, τί συναισθήματα τοὺς ἔφερνε αὐτὴ ἡ συγκριτικὴ ἐξέτασις! Ἀπέναντί τους ἦταν ἐκεῖνος ποὺ δόλος δὲ᾿ βρέθηκε στὸ στόμα του (πρβλ. Ἰωάν. 1,47), ἐκεῖνος ποὺ ἦταν ἀνεξάντλητος ὠκεανὸς ἀγάπης, ἐκεῖνος ποὺ πονοῦσε στὴ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων. Ἔβλεπαν ἕνα μεγαλεῖο, μιὰ μορφὴ ἰδανική. Αὐτοὶ τί ἦταν ἐμπρός του; ἐλεεινοὶ καὶ τρισάθλιοι. Ὁ Χριστὸς ὕψος, αὐτοὶ βάραθρο. Ὁ Χριστὸς κορυφή, ―«ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ» (Ἀμβ. 3,3)―, αὐτοὶ ἄβυσσος κακίας καὶ διαφθορᾶς. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ τρομακτικὴ ἀπόστασι, ποὺ τοὺς χώριζε ἀπὸ τὸ Χριστό, τοὺς συγκλόνιζε, τοὺς ἔφερνε σὲ περισυλλογή, τοὺς δημιουργοῦσε τὸν πόθο, τὸν ἔρωτα τοῦ μεγαλείου. Αὐτὸ τοὺς ἔκανε ν᾿ ἀφήσουν τὰ χαμηλά, τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, καὶ νὰ πετάξουν ψηλά, σὲ κόσμους ὄμορφους, «ἠθικούς, ἀγγελικὰ πλασμένους», νὰ ἑλκύωνται ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ γίνουν μικρόχριστοι ἐπὶ τῆς γῆς. Ἂν οἱ ἄλλοι, τὸ πλῆθος, ἔμειναν στάσιμοι στὰ λιμνάζοντα ἕλη τῆς ἁμαρτίας, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι αὐτοὶ θαύμαζαν μὲν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔστρεφαν ὅμως τὸ βλέμμα καὶ πρὸς τὰ ἔσω, δὲν ἔβλεπαν καὶ τὴ δική τους ἀθλιότητα. Ἂν ἔστρεφαν τὸ βλέμμα στὴν καρδιά τους, ἡ τρομακτικὴ ἀντίθεσι θὰ τοὺς ὡδηγοῦσε σὲ σοβαρὲς σκέψεις, θὰ τοὺς ἀναστάτωνε, θὰ τοὺς ἔκανε νὰ πάρουν ταπεινωμένοι τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἀλλαγῆς, τῆς σωτηρίας. Θέλετε μερικὰ παραδείγματα;
ϗ Ὅταν ὁ Κύριος πέρασε ἀπὸ τὴν Ἰεριχώ, πολὺς κόσμος ἔτρεξε νὰ τὸν ἀκούσῃ ἀπὸ περιέργεια. Τίνος ὅμως τὴν καρδιὰ διεπέρασε τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα τοῦ λόγου του; τίνος ἡ συνείδησι ξύπνησε; Ποιός ἀπὸ ᾿κεῖνο τὸ συρφετὸ ἔνιωσε τὸ Χριστό; Μόνο ὁ Ζακχαῖος. Αὐτὸς πέταξε λίγο πάνω ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τὴν ὕλη, ἀνέβηκε στὴ συκομορέα, ἀντίκρυσε τὸν Ἰησοῦ καὶ συγκλονίστηκε. Ἔκανε σύγκρισι μὲ τὴ δική του ἀθλιότητα. Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε οὔτε δραχμὴ στὴν τσέπη, αὐτὸς εἶχε ποσὰ ἀμύθητα· ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι (βλ. Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58), αὐτὸς εἶχε τὸ καλύτερο μέγαρο· ὁ Ἰησοῦς περιώδευε πόλεις καὶ χωριὰ «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. 10,38), ἦταν ἡ παρηγοριὰ καὶ ὁ προστάτης τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, αὐτὸς σκόρπιζε θλῖψι καὶ πόνο, ἀφοῦ τοὺς ἔκλεβε τὸ ψωμὶ μὲ τὸ νόμο. Αὐτὴ ἡ τρομακτικὴ ἀπόστασι μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ τὸν συγκλόνισε, καὶ πῆρε ἀποφασιστικὰ τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἤθελε νὰ πλησιάσῃ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ.19,21). Καὶ δὲν ἔφθασε μὲν στὸ σημεῖο αὐτό, εἶπε ὅμως· «Τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς» (Λουκ. 19,8). Βρέθηκε, ἐν πάσῃ περιπτώσει, στὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὸ μεγαλεῖο· φάνηκε δὲ πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πλούσιο ἐκεῖνο νεανίσκο ποὺ «ἀπῆλθε λυπούμενος» (Ματθ. 19,22· Μᾶρκ. 10,22), ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ἔδειξε τὸ ὕψος τῆς ἀκτημοσύνης.
ϗ Ἄλλο παράδειγμα. Ἂν ἡ Σαμαρεῖτις ἐπέστρεψε στὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε ἡ ἁγία Φωτεινή, τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιστροφῆς της βρίσκεται στὸ ὅτι, ὅταν ἀντίκρυσε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, εἶδε συγχρόνως καὶ τὴ δική της ἀθλιότητα. Διέκρινε ἐμπρός της κάποιον μὲ ἀνώτερο πνεῦμα, ποὺ ἔβλεπε κι αὐτὴν σὰν παιδὶ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐξέταζε σὲ ποιά φυλὴ ἀνήκει οὔτε τίνος χρώματος εἶνε. Ἐμπρός της εἶχε ἕνα προφήτη, ποὺ τῆς εἶπε μὲ λεπτομέρειες τὰ ἁμαρτήματά της. Τέλος ἡ ὑψηλὴ διδασκαλία του ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεὸς» (Ἰωάν. 4,24) κι ὅτι μπορεῖ νὰ λατρεύεται παντοῦ, τὴ συγκλονίζει. Βλέπει ὅμως ἔπειτα καὶ τὴ δική της ἀθλιότητα καὶ τρομάζει. Τί ἦταν αὐτή; Μία πόρνη· πέντε ἄντρες εἶχε ἀλλάξει, κι αὐτὸς ποὺ εἶχε τώρα δὲν ἦταν ἄντρας της. Ἐμπρὸς στὸ Χριστὸ ἔνιωσε ῥάκος. Καὶ ὅμως βλέπει τὸν ἥλιο – Χριστὸ νὰ καταδέχεται ν᾿ ἀγγίζῃ τὸ δικό της βόρβορο. Αὐτὴ ἡ συναίσθησι ὅτι εἶνε μηδέν, ἰδού, ἀγαπητοί μου, τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιστροφῆς της.
ϗ Ἀλλ᾿ ἐκεῖ ποὺ καθαρώτερα φανερώνεται ποιό εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐπιστρέφῃ στὸ Θεό, εἶνε ἡ σημερινὴ παραβολή. Ὁ ἄσωτος, ὅταν σώθηκαν τὰ λεφτὰ κι ἀπὸ τὴν πεῖνα κατήντησε χοιροβοσκὸς κ᾿ ἔτρωγε ξυλοκέρατα, βρέθηκε σὲ δύσκολη θέσι. Ἕνα βασιλόπουλο αὐτός, νὰ βόσκῃ χοίρους! Τὸ περιβάλλον ἐκεῖνο τοῦ εἶνε ἀφόρητο. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ εἶχε γίνει ἀκάθαρτος σὰν τοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκε, ἔτσι τοῦ ἄξιζε. Αὐτὴ ἡ ἀπερίγραπτη ἀθλιότης δημιουργεῖ στὴν ψυχή του ἕνα συναίσθημα συντριβῆς. Κλαίει. Ἡ σκέψι του πετᾷ στὸ πατρικό του, ὅπου κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ δοῦλοι περνοῦν καλύτερα. Ὤ τὸ μεγαλεῖο τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ, ὤ ἡ δική του ἀθλιότης! Συγκλονίζεται. Καὶ ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, μεταξὺ τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς ἀθλιότητος, παίχθηκε τὸ δρᾶμα τῆς ἐπιστροφῆς του.
Ἀπὸ τὰ παραδείγματα αὐτὰ καταλαβαίνουμε, ὅτι τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιστροφῆς βρίσκεται σὲ δύο σημεῖα· στὸ θαυμασμὸ τῆς πίστεως καὶ στὴ δική μας αὐτομεμψία.
* * *
Ἀδελφοί
μου! Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ μας ἔχει μεγαλεῖο, ἡ Ἐκκλησία εἶνε ὕψος
θαυμαστό. Μέσα σ᾿ αὐτὴν ἀκούγεται τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13,34·
15,12), τὸ «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (Ματθ. 6,10), βασιλεία δικαιοσύνης,
ἀγάπης, ἀδελφοσύνης, εἰρήνης. Ἀλλὰ δὲν
ὠφελεῖ νὰ μείνουμε μόνο σ᾿ αὐτὸ τὸ θαυμασμό. Πρέπει συγχρόνως νὰ
στρέψουμε τὴν προσοχὴ καὶ κάπου ἀλλοῦ· νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ
δοῦμε τὴν ἀθλιότητά μας, ν᾿ ἀναλογιστοῦμε σὲ ποιά ἀπόστασι ἀπὸ τὸ
μεγαλεῖο αὐτὸ βρισκόμαστε ἐμεῖς, ὅπως ἔκανε ὁ ἄσωτος. Ἂν τὸ κάνουμε
αὐτό, θὰ διαπιστώσουμε τὴν τρομακτικὴ ἀντίθεσι. Ἡ διαπίστωσις αὐτὴ θὰ
μᾶς βάλῃ σὲ ἀνησυχία καὶ σοβαρὲς σκέψεις. Καὶ ἔτσι μπορεῖ νὰ γεννηθῇ
μέσα μας ἡ ὤθησι ν᾿ ἀφήσουμε τὰ χαμηλά, νὰ πάρουμε ταπεινωμένοι τὸ
δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, καὶ βαδίζοντας συνεχῶς πρὸς τὴν κορυφὴ νὰ
βρεθοῦμε τέλος στὴν πατρικὴ οἰκία καὶ νὰ δεχθοῦμε ὅπως ὁ ἄσωτος τὸν
ἐναγκαλισμὸ τῆς σωτηρίας.
Θαυμασμὸς λοιπὸν καὶ αὐτομεμψία. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει σήμερα θαυμασμὸς τοῦ μεγαλείου; Θαυμάζουμε ἐμεῖς τὴν πίστι μας; Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ τὸν θαύμαζαν. Ἀργότερα οἱ ἄνθρωποι θαύμαζαν τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς μάρτυρες, τοὺς ὀσίους. Τὰ περασμένα χρόνια οἱ πρόγονοί μας μελετοῦσαν τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ θαύμαζαν τὴ ζωή, τὶς ἀρετές, τὰ παθήματα, τὰ μαρτύριά τους. Σήμερα ἐμεῖς τί θαυμάζουμε; Μήπως ἔπαυσε τώρα ἡ θρησκεία μας νὰ ἔχῃ δύναμι καὶ αίγλη; Ὄχι. Ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ.13,8). Καὶ ὅμως ἔπαυσε ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὴν πίστι μας. Ἄλλα θαυμάζουμε τώρα· πράγματα ἐφήμερα, ἀνθρώπινες θεωρίες ποὺ περιέχουν λάθη, πρόσωπα ἄσωτα καὶ διεφθαρμένα, μὲ δυὸ λόγια τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα. Ὅλα τὰ θαυμάζουμε, πλὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὤ γενεὰ πονηρὰ καὶ διεστραμμένη!
Ἔπαυσε ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὴ θρησκεία μας, ἀλλ᾿ ἔπαυσε καὶ ἡ πρὸς τὰ ἔσω στροφή μας. Παύσαμε νὰ ἐξετάζουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ βλέπουμε τὴν ἀθλιότητά μας. Ἡ ἁμαρτία κανένα δὲν ἀνησυχεῖ. Πώρωσις ἄνευ προηγούμενου ἐπικρατεῖ στὶς συνειδήσεις. Γι᾿ αὐτὸ λίγοι βρίσκονται στὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας, μικρὸ – πολὺ μικρὸ εἶνε τὸ ποίμνιο τοῦ Ἰησοῦ.
Ἀδελφοί μου· δύο εἶνε τὰ αιτια τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν περισσοτέρων ἀπὸ τὸ Θεό· ἡ ἔλλειψις θαυμασμοῦ πρὸς τὴ θρησκεία μας καὶ ἡ ἔλλειψις αὐτοεξετάσεως. Ἂς εὐχηθοῦμε, ὅλοι ν᾿ ἀνακαλύψουμε τὸ μυστικό, τὸ δρόμο αὐτὸ τῆς ἐπιστροφῆς καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ ν’ ἀναφωνήσουμε κ᾿ ἐμεῖς· «Ἀναστάντες πορευσόμεθα πρὸς τὸν πατέρα…» (Λουκ. 15,18)· ἀμήν.
Θαυμασμὸς λοιπὸν καὶ αὐτομεμψία. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει σήμερα θαυμασμὸς τοῦ μεγαλείου; Θαυμάζουμε ἐμεῖς τὴν πίστι μας; Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ τὸν θαύμαζαν. Ἀργότερα οἱ ἄνθρωποι θαύμαζαν τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς μάρτυρες, τοὺς ὀσίους. Τὰ περασμένα χρόνια οἱ πρόγονοί μας μελετοῦσαν τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ θαύμαζαν τὴ ζωή, τὶς ἀρετές, τὰ παθήματα, τὰ μαρτύριά τους. Σήμερα ἐμεῖς τί θαυμάζουμε; Μήπως ἔπαυσε τώρα ἡ θρησκεία μας νὰ ἔχῃ δύναμι καὶ αίγλη; Ὄχι. Ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ.13,8). Καὶ ὅμως ἔπαυσε ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὴν πίστι μας. Ἄλλα θαυμάζουμε τώρα· πράγματα ἐφήμερα, ἀνθρώπινες θεωρίες ποὺ περιέχουν λάθη, πρόσωπα ἄσωτα καὶ διεφθαρμένα, μὲ δυὸ λόγια τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα. Ὅλα τὰ θαυμάζουμε, πλὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὤ γενεὰ πονηρὰ καὶ διεστραμμένη!
Ἔπαυσε ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὴ θρησκεία μας, ἀλλ᾿ ἔπαυσε καὶ ἡ πρὸς τὰ ἔσω στροφή μας. Παύσαμε νὰ ἐξετάζουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ βλέπουμε τὴν ἀθλιότητά μας. Ἡ ἁμαρτία κανένα δὲν ἀνησυχεῖ. Πώρωσις ἄνευ προηγούμενου ἐπικρατεῖ στὶς συνειδήσεις. Γι᾿ αὐτὸ λίγοι βρίσκονται στὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας, μικρὸ – πολὺ μικρὸ εἶνε τὸ ποίμνιο τοῦ Ἰησοῦ.
Ἀδελφοί μου· δύο εἶνε τὰ αιτια τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν περισσοτέρων ἀπὸ τὸ Θεό· ἡ ἔλλειψις θαυμασμοῦ πρὸς τὴ θρησκεία μας καὶ ἡ ἔλλειψις αὐτοεξετάσεως. Ἂς εὐχηθοῦμε, ὅλοι ν᾿ ἀνακαλύψουμε τὸ μυστικό, τὸ δρόμο αὐτὸ τῆς ἐπιστροφῆς καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ ν’ ἀναφωνήσουμε κ᾿ ἐμεῖς· «Ἀναστάντες πορευσόμεθα πρὸς τὸν πατέρα…» (Λουκ. 15,18)· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης στην αίθουσα του συλλόγου των «40 Μάρτυρες» Κοζάνης 9-2-1958)