Το λιβάνι είνε μια προσφορά.
Θυμάστε τον Κάιν και τον Άβελ;
Ο πρώτος ήταν
κακός, ο δεύτερος καλός, αυτό φάνηκε και απ’ τη θυσία που πρόσφεραν στο
Θεό. Ο Κάιν σαν γεωργός πήγε στα χωράφια. Έκοψε καρπούς, και χωρίς να
τους διαλέξει τους πρόσφερε έτσι στο θυσιαστήριο.
Ο Άβελ σαν βοσκός πήγε
στο μαντρί του, διάλεξε απ’ το κοπάδι τα καλύτερα πρόβατα και τα
πρόσφερε στο θυσιαστήριο. Η προσφορά του Άβελ έγινε δεκτή απ’ το Θεό·
του Κάιν δεν έγινε. Η φωτιά που άναψε στο θυσιαστήριο του Άβελ και έκαψε
τις προσφορές του έβγαλε καθαρό καπνό, που ανέβαινε στον ουρανό. Αλλά
στο θυσιαστήριο του Κάιν ούτε φωτιά ούτε καπνός.
Ο Θεός είδε την καλή
καρδιά του Άβελ, την προθυμία του και την ευλάβειά του, και έκανε δεκτή
τη θυσία του. Ενώ η καρδιά του Κάιν δεν ήταν καθαρή και η προσφορά του
δεν ήταν εν τάξει· δεν έγινε με ακρίβεια και επιμέλεια (Γεν. 4, 1 – 7).
Σ’
αυτό το σημείο ας σταθούμε λίγο κι ας προσέξουμε, γιατί σήμερα οι
χριστιανοί πηγαίνουν στην εκκλησία δώρα.
Πηγαίνουν πρόσφορο, κερί και
λιβάνι. Στα παλιά τα χρόνια το πρόσφορο γινόταν από καθαρό αλεύρι που
κοσκίνιζαν αγνές κοπέλες με ειδικό κόσκινο, την τριχιά, το ζύμωναν και
το έψηναν στο φούρνο τους με επιμέλεια. Και τα κεριά ήταν από καθαρό
κερί και δεν είχαν μέσα άλλες ουσίες. Μοσχοβολούσε από ευωδία το κερί.
Επίσης και το λιβάνι ήταν καθαρό…
Αλλά
σήμερα; Ας μας ελεήσει ο Θεός! Η προσφορά των σημερινών χριστιανών είνε
σαν τη θυσία του Κάιν. Όχι ό,τι εκλεκτό αλλ’ ό,τι χειρότερο έχουμε
εκείνο προσφέρουμε. Όλοι μας θα κολασθούμε. Και οι λαϊκοί που προσφέρουν
τέτοιες προσφορές, αλλά κι εμείς οι παπάδες και οι δεσποτάδες, που
δεχόμαστε τέτοια δώρα χωρίς να διαμαρτυρώμαστε.
***
Το
λιβάνι λοιπόν, για να επανέλθουμε στο θέμα, είναι κι αυτό ένα είδος
προσφοράς. Αλλά για να γίνει δεκτό απ’ το Θεό, πρέπει πρώτα απ’ όλα να
προέρχεται από χριστιανούς με καθαρή καρδιά, καρδιά Άβελ. Τότε η
προσευχή που συνοδεύει το λιβάνι ανεβαίνει προς τον ουρανό. Τότε γίνεται
αυτό που λέει ο ψαλμός: «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν
σου» (Ψαλμ. 140, 2).
Ένας
νεότερος εκλεκτός διδάσκαλος της Εκκλησίας μας παίρνει αφορμή απ’ το
θυμιάτισμα για να διδάξει τους χριστιανούς με γλώσσα συμβολική αλλά και
απλή. Ποιητής καθώς είναι, κάνει το κάρβουνο του θυμιατού να μιλάει και
να λέει… Ήμουνα κάποτε ένα κάρβουνο. Το χρώμα μου μαύρο. Όπου άγγιζα
μετέδιδα τη μαυρίλα μου. το άσπρο το χρωμάτιζα μαύρο. Αλλ’ ένα χέρι με
πήρε απ’ την αποθήκη και μ’ έβαλε μαζί με άλλα κάρβουνα στο θυμιατό.
Τι
μεγάλη τιμή για μένα! Στο θυμιατό είχα την ευτυχία να σμίξω με τη φωτιά
και απ’ την ώρα εκείνη έπαψα να ’μαι μαύρο. Έγινα κόκκινο σαν τη φωτιά.
Αλλ’ αυτό δεν ήταν η μόνη ευτυχία μου. ο άνθρωπος που με πήρε και μ’
έβαλε στο θυμιατό έριξε πάνω μου λιβάνι με αρώματα και άρχισα να τα καίω
και έξω από το θυμιατό έβγαινε ένας καπνός γεμάτος ευωδία και
σκορπιζόταν σ’ όλο το χώρο του ναού.
Αυτά
που σας είπα είναι σαν παραβολή. Ακούστε τώρα την ερμηνεία της
παραβολής. Εγώ ο αμαρτωλός άνθρωπος είμαι το κάρβουνο. Όπως το κάρβουνο
είναι μαύρο, έτσι κι’ εγώ ήμουν μαύρος απ’ τις αμαρτίες μου. Σκόνιζα και
λέρωνα όπου βρισκόμουν. Αλλά μια ευλογημένη μέρα με λυπήθηκε ο Θεός κι’
εμένα τον αμαρτωλό, με πήρε απ’ την καρβουναποθήκη και μ’ έβαλε μέσα
στην Εκκλησία του. Αυτή είναι το θυμιατήρι. Μέσα στην Εκκλησία η μαύρη
και σκονισμένη ψυχή μου έσμιξε με τη θεϊκή φωτιά, με το Πνεύμα το Άγιο,
που μεταδίδουν η θεία διδασκαλία και τα ιερά μυστήρια. Ευλογημένος να
’ναι ο Θεός! Αράπης ήμουν στην ψυχή. Άγρια πάθη βασίλευαν μέσα μου.
Μαυρίλα σκόρπιζα παντού. Έτσι ήμουνα προτού να μπω στην Εκκλησία, προτού
να μετανοήσω και να χύσω δάκρυα πικρά, προτού να ’ρθει το Πνεύμα το
Άγιο.
Αλλά
τώρα μέσα στην καρδιά μου άναψε φωτιά. Κι’ όπως μέσ’ απ’ τα αναμμένα
κάρβουνα που ’χει το θυμιατό βγαίνει ευωδιαστός καπνός, έτσι μέσ’ απ’ τα
σπλάχνα της υπάρξεώς μου βγαίνει θερμή προσευχή, προσευχή με δάκρυα,
προσευχή που ανεβαίνει στον ουρανό. Και ο Θεός ακούει την προσευχή μου.
Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που εμένα το κάρβουνο, το μαύρο και σβησμένο, με
πήρες και μ’ έκανες κάρβουνο που καίει μέσα στην Εκκλησία σου…
Αυτά
πρέπει να σκέπτεται κάθε χριστιανός όταν πηγαίνει στην εκκλησία και
βλέπει τον ιερέα να κρατάει το θυμιατό, να περνάει μπροστά του και να
τον θυμιάζει. Τη στιγμή που τον θυμιάζει ο ιερεύς, αν είνε στο στασίδι,
πρέπει να κατέβει απ’ αυτό, να κάνη μια ελαφριά υπόκλιση και να
προσεύχεται για να κάνη ο Θεός δεκτή την προσευχή όχι μονάχα τη δική του
αλλά όλων των χριστιανών που βρίσκονται μεσ’ στην εκκλησία. Όπως τα
κάρβουνα μεσ’ το θυμιατήρι το ένα ανάβει τα’ άλλο, έτσι και μεσ’ την
εκκλησία οι χριστιανοί μαζεμένοι ανάβουν και θερμαίνονται απ’ την αγάπη
του Θεού. Ένα κάρβουνο μόνο του σβήνει εύκολα, αλλά πολλά κάρβουνα
μαζεμένα διατηρούν και αυξάνουν τη φωτιά.
Δέξου, ω Θεέ, την προσευχή μας ως θυμίαμα εύοσμο, σαν λιβάνι μυρωδάτο.
***
Αλλά
το θυμίαμα δεν είνε μονάχα μια συμβολική παράστασης της καρδιάς που
προσεύχεται στο Θεό. Είνε ακόμα και έκφρασης λατρείας, βαθιάς
ευγνωμοσύνης στο Θεό για τις άπειρες ευεργεσίες προς τον άνθρωπο, απ’
τις οποίες πιο μεγάλη είναι ότι έστειλε τον Υιό του τον μονογενή για να
θυσιασθεί και να σώσει τον κόσμο. Γι’ αυτό ο ιερεύς, όταν τελείται η
θεία λειτουργία, σε διάφορες ιερές στιγμές παίρνει το θυμιατό και
θυμιάζει την αγία τράπεζα, τις εικόνες και όλο το ναό. Θυμιάζει
προπαντός όταν τελεσθεί η θεία θυσία και ο άρτος, το ψωμί, γίνει σώμα
Χριστού, και ο οίνος, το κρασί, γίνει αίμα Χριστού.
Όπως
οι μάγοι, όταν προσκύνησαν το Χριστό, πρόσφεραν λιβάνι και σμύρνα, και
όπως οι μυροφόρες γυναίκες, όταν πήγαν στο μνήμα για να προσκυνήσουν το
Χριστό, έφεραν μαζί τους αρώματα, έτσι κι εμείς, όλη η Εκκλησία του,
προσφέρουμε θυμιάματα στη θεία λειτουργία, για να εκφράσουμε αισθήματα
απείρου ευγνωμοσύνης προς το Χριστό, τον σωτήρα των ψυχών μας. Αυτώ η
δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ» ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ