ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ τῶν κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ αὔριο ἡ σύναξις τῶν Δώδεκα ἀποστόλων.
Οἱ ἀπόστολοι εἶνε ἀστέρια τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος, ποταμοὶ τοῦ Πνεύματος, στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας ποὺ γι᾽ αὐτὸ ὀνομάζεται ἀποστολική. Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; Δὲν εἴμαστε ἄξιοι. Δὲν ἔχουν ἄλλωστε ἀνάγκη τοὺς ἐπαίνους μας.
Εἶχαν ἐξαιρετικὲς εὐλογίες καὶ ἔλαβαν μεγάλες δυνάμεις γιὰ τὸ ἔργο τους.
Εἶνε θαυμαστὸ ὅτι, ἂν καὶ κατήγονταν ἀπὸ διάφορες πατρίδες καὶ εἶχαν καθένας τους διαφορετικὸ χαρακτῆρα, ἐν τούτοις ἦταν ἑνωμένοι. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἐγκωμιάζει ὡς «διῃρημένους τοῖς σώμασι, καὶ ἡνωμένους τῷ Πνεύματι» (στιχ. ἑσπ. 29ης Ἰουν.). Δώδεκα σώματα, ἀλλὰ μία ψυχή· μὲ μία πνοή, μία σκέψι, ἕνα αἴσθημα.
Ποιό ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἕνωνε; Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πίστι στὸ Χριστό. Πίστευαν ἀκραδάντως. Λέμε κ᾽ ἐμεῖς πὼς πιστεύουμε, ἀλλὰ ἡ πίστι μας δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων.
Γι᾽ αὐτὴ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀγαπητοί μου, νὰ πῶ λίγες λέξεις. Περὶ πίστεως ὁμιλεῖ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.
* * *
Ὁ Κύριος, λέει, μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς ἔφυγε ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Στὶς μεγάλες πόλεις συχνὰ συγκεντρώνεται ὅ,τι κακό. Καὶ στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ἡ φωλιὰ τοῦ Ἄννα, τοῦ Καϊάφα, τοῦ Πιλάτου. Ἀπομακρύνθηκε λοιπὸν καὶ βάδιζε πρὸς τὰ ἐρημικώτερα μέρη, στὰ μέρη «Καισαρείας τῆς Φιλίππου» (Ματθ. 16,13). Μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τῶν πόλεων, κοντὰ στὴ φύσι, ποὺ φέρνει καὶ κοντὰ στὸ Θεό, ἐκεῖ ποὺ ἀκούγεται μόνο τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, τὸ ἀηδόνι καὶ τὸ ῥυάκι, μέσα στὴν ἀμόλυντη πλάσι, στὴν ἔρημο, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα ἠρεμεῖ.
Ἐκεῖ λοιπὸν καὶ ὁ Χριστός, βαδίζοντας, ἔθεσε καθ᾽ ὁδὸν στοὺς μαθητάς του ἕνα ἐρώτημα. Εἶνε τὸ δυσκολώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ προβλήματα, ἀπὸ τὴ λύσι τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα, στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι. Ἀπήντησαν σ᾽ αὐτὸ οἱ προηγούμενες γενεὲς μετὰ ἀπὸ πεισματώδεις ἀγῶνες, θ᾽ ἀπαντήσουν καὶ οἱ μέλλουσες. Καλεῖται ν᾽ ἀπαντήσῃ καὶ ἡ δική μας γενεά. Καλεῖσαι κ᾽ ἐσύ, Χριστιανέ, σήμερα ν᾽ ἀπαντήσῃς· καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντησί σου θὰ σὲ ζυγίσω, θὰ κρίνω ἂν εἶσαι Χριστιανός.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἰησοῦ στοὺς ἀποστόλους· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ποία ἰδέα ἔχουν γιὰ μένα οἱ ἄνθρωποι; (ἔ.ἀ.). Κι αὐτοὶ τί ἀπήντησαν; Ἦταν παιδιὰ τοῦ λαοῦ. Ψαρᾶδες καὶ τεχνῖτες καὶ μικροεπαγγελματίες, εἶχαν τὸ αὐτί τους κοντὰ στὸ λαό· ἄκουγαν τὸν ἀντίκτυπο, τὰ σχόλια καὶ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ δημιουργοῦσε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Διότι κάθε δημόσιο πρόσωπο δέχεται κριτική· εἶνε ἀδύνατον ν᾽ ἀποφύγῃ τὰ σχόλια. Καὶ ἀπήντησαν.
Διδάσκαλε, λένε, ὁ λαὸς δὲν σὲ θεωρεῖ τυχαῖο πρόσωπο· σὲ θεωροῦν ἕνα ἄνδρα μεγάλο. Ἄλλοι λένε, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ συνετάραξε τὸν Ἰορδάνη· ἄλλοι, ὅτι εἶσαι ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ἔκλεινε καὶ ἄνοιγε τοὺς οὐρανούς· ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας, ὁ φλογερὸς κήρυκας τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ἢ κάποιος ἀπὸ τοὺς μεγάλους προφήτας.
Δὲν ἱκανοποιήθηκε ὁ Χριστός, καὶ κάνει τώρα τὸ κυριώτερο ἐρώτημά του· Σεῖς οἱ μαθηταί μου τί μὲ θεωρεῖτε; Καλὰ ὁ κόσμος, τέτοια ἰδέα ἔχει γιὰ μένα, μὲ θεωρεῖ ἕνα μεγάλο ἄνθρωπο· ἐσεῖς τί μὲ θεωρεῖτε; (ἔ.ἀ. 16,15). Ἄκρα σιγὴ τώρα μέσα στὸ δάσος. Καὶ ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἐδόθη ἡ ἀπάντησις.
Οἱ μαθηταὶ ῥιγοῦν, συγκλονίζονται. Ἀπαντοῦν ὄχι ὅλοι μαζί. Δὲν εἶνε ἀναρχούμενη μᾶζα οἱ ἀπόστολοι· εἶνε πειθαρχημένη ἀδελφότης. Ἀπαντᾷ λοιπὸν ἐκ μέρους ὅλων ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος· γίνεται τὸ στόμα τῶν ἀποστόλων. Ἐμεῖς, Κύριε, λέει, δὲν σὲ θεωροῦμε ἁπλῶς ἕνα μεγάλο ἄνδρα· ἐμεῖς σὲ θεωροῦμε ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης· πιστεύουμε ὅτι εἶσαι «ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (ἔ.ἀ. 16,16).
Τότε ὁ Χριστὸς «ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι», ἐπῄνεσε τὴν ἀπάντησι. Εἶσαι μακάριος, Πέτρο, σὺ ὁ ψαρᾶς· δὲ διάβασες βιβλία καὶ φιλοσοφίες, βρῆκες ὅμως τὸ κλειδὶ τῆς ἀληθείας, ποὺ εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Εἶσαι μακάριος, διότι αὐτὸ ποὺ εἶπες δὲν εἶνε προϊὸν ἀνθρωπίνης σκέψεως· εἶνε ὁ βράχος πάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριχθῇ τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας μου· αὐτὸ δὲν εἶνε ἀνθρώπινη ἐπινόησις, εἶνε ἔλλαμψις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποκάλυψις τοῦ οὐρανίου Πατρός μου. «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (ἔ.ἀ. 16,17). Τί λόγια! Ὅποιος διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲ δακρύζει, δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος.
Ἐκεῖ λοιπὸν καὶ ὁ Χριστός, βαδίζοντας, ἔθεσε καθ᾽ ὁδὸν στοὺς μαθητάς του ἕνα ἐρώτημα. Εἶνε τὸ δυσκολώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ προβλήματα, ἀπὸ τὴ λύσι τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα, στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι. Ἀπήντησαν σ᾽ αὐτὸ οἱ προηγούμενες γενεὲς μετὰ ἀπὸ πεισματώδεις ἀγῶνες, θ᾽ ἀπαντήσουν καὶ οἱ μέλλουσες. Καλεῖται ν᾽ ἀπαντήσῃ καὶ ἡ δική μας γενεά. Καλεῖσαι κ᾽ ἐσύ, Χριστιανέ, σήμερα ν᾽ ἀπαντήσῃς· καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντησί σου θὰ σὲ ζυγίσω, θὰ κρίνω ἂν εἶσαι Χριστιανός.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἰησοῦ στοὺς ἀποστόλους· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ποία ἰδέα ἔχουν γιὰ μένα οἱ ἄνθρωποι; (ἔ.ἀ.). Κι αὐτοὶ τί ἀπήντησαν; Ἦταν παιδιὰ τοῦ λαοῦ. Ψαρᾶδες καὶ τεχνῖτες καὶ μικροεπαγγελματίες, εἶχαν τὸ αὐτί τους κοντὰ στὸ λαό· ἄκουγαν τὸν ἀντίκτυπο, τὰ σχόλια καὶ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ δημιουργοῦσε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Διότι κάθε δημόσιο πρόσωπο δέχεται κριτική· εἶνε ἀδύνατον ν᾽ ἀποφύγῃ τὰ σχόλια. Καὶ ἀπήντησαν.
Διδάσκαλε, λένε, ὁ λαὸς δὲν σὲ θεωρεῖ τυχαῖο πρόσωπο· σὲ θεωροῦν ἕνα ἄνδρα μεγάλο. Ἄλλοι λένε, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ συνετάραξε τὸν Ἰορδάνη· ἄλλοι, ὅτι εἶσαι ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ἔκλεινε καὶ ἄνοιγε τοὺς οὐρανούς· ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας, ὁ φλογερὸς κήρυκας τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ἢ κάποιος ἀπὸ τοὺς μεγάλους προφήτας.
Δὲν ἱκανοποιήθηκε ὁ Χριστός, καὶ κάνει τώρα τὸ κυριώτερο ἐρώτημά του· Σεῖς οἱ μαθηταί μου τί μὲ θεωρεῖτε; Καλὰ ὁ κόσμος, τέτοια ἰδέα ἔχει γιὰ μένα, μὲ θεωρεῖ ἕνα μεγάλο ἄνθρωπο· ἐσεῖς τί μὲ θεωρεῖτε; (ἔ.ἀ. 16,15). Ἄκρα σιγὴ τώρα μέσα στὸ δάσος. Καὶ ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἐδόθη ἡ ἀπάντησις.
Οἱ μαθηταὶ ῥιγοῦν, συγκλονίζονται. Ἀπαντοῦν ὄχι ὅλοι μαζί. Δὲν εἶνε ἀναρχούμενη μᾶζα οἱ ἀπόστολοι· εἶνε πειθαρχημένη ἀδελφότης. Ἀπαντᾷ λοιπὸν ἐκ μέρους ὅλων ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος· γίνεται τὸ στόμα τῶν ἀποστόλων. Ἐμεῖς, Κύριε, λέει, δὲν σὲ θεωροῦμε ἁπλῶς ἕνα μεγάλο ἄνδρα· ἐμεῖς σὲ θεωροῦμε ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης· πιστεύουμε ὅτι εἶσαι «ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (ἔ.ἀ. 16,16).
Τότε ὁ Χριστὸς «ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι», ἐπῄνεσε τὴν ἀπάντησι. Εἶσαι μακάριος, Πέτρο, σὺ ὁ ψαρᾶς· δὲ διάβασες βιβλία καὶ φιλοσοφίες, βρῆκες ὅμως τὸ κλειδὶ τῆς ἀληθείας, ποὺ εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Εἶσαι μακάριος, διότι αὐτὸ ποὺ εἶπες δὲν εἶνε προϊὸν ἀνθρωπίνης σκέψεως· εἶνε ὁ βράχος πάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριχθῇ τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας μου· αὐτὸ δὲν εἶνε ἀνθρώπινη ἐπινόησις, εἶνε ἔλλαμψις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποκάλυψις τοῦ οὐρανίου Πατρός μου. «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (ἔ.ἀ. 16,17). Τί λόγια! Ὅποιος διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲ δακρύζει, δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος.
* * *
Καὶ μετὰ τί τοῦ λέει· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (ἔ.ἀ. 16,18). Πλοῦτος νοημάτων συνωστίζονται μέσα στὶς λίγες αὐτὲς λέξεις.
Ἡ ἀξία μιᾶς οἰκοδομῆς δὲν εἶνε τόσο στοὺς τοίχους καὶ τὴ στέγη ὅσο στὰ θεμέλια. Ὅποιο σπίτι ἔχει γερὰ θεμέλια, δὲ φοβᾶται ποταμούς, θύελλες, σεισμούς. Ὅπως λοιπὸν κάθε σπίτι ἔχει θεμέλιο, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶνε οἰκοδομή, ποὺ ἔχτισε ὁ Θεός, καὶ θεμέλιό της εἶνε ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε «τὸ Ἄ(λφα) καὶ τὸ Ὠ(μέγα), ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος» (Ἀπ. 22,13). Εἶνε ὄχι ἁπλῶς τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός, Θεάνθρωπος. Αὐτὸ εἶπε ὁ Πέτρος· Εἶσαι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ πάνω στὴν «πέτρα», στὴν ἄσειστη αὐτὴ ἀλήθεια, εἶνε θεμελιωμένη ἡ Ἐκκλησία.
Οἱ φράγκοι διαστρεβλώνουν τὸ νόημα τοῦ χωρίου καὶ λένε, ὅτι «πέτρα» εἶνε ὁ Πέτρος. Λάθος. «Πέτρα» εἶνε ἡ πίστι ποὺ διεκήρυξε ὁ Πέτρος, ἡ πίστι στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Παρερμηνεύουν παπικοὶ τὸ χωρίο, θέλοντας νὰ στηρίξουν σ᾽ αὐτὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία ἔδωσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας· «Σὺ εἶσαι Πέτρος, καὶ αὐτὴ ἡ πίστι σου εἶνε ἡ πέτρα πάνω στὴν ὁποία θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου, καὶ θὰ μείνῃ ἀνίκητη ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ ᾅδου καὶ ἀκατάλυτη».
Καὶ ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησία λέμε συχνὰ καὶ τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ. Ἕνα κτήριο ὅμως καταλύεται· ὁ χρόνος ἢ ἕνας σεισμὸς ἢ κάποια δολιοφθορὰ τῶν ἀθέων μπορεῖ νὰ τὸ φθείρῃ, νὰ τὸ γκρεμίσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἐρείπιο. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἀκόμα γκρεμιστοῦν ὅλοι οἱ ναοί, μένει ἀκατάλυτη. Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὸ κτήριο, τὰ ντουβάρια. Ξέρεις ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Βλέπεις ἐκείνη τὴ μάνα μὲ τὸ μικρό της στὴν ἀγκάλη ποὺ ψελλίζει τὶς λέξεις «Χριστὸς» καὶ «Κύριε, ἐλέησον»; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παιδὶ κ᾽ ἐκεῖνο τὸ νέο, ποὺ ἀντιστέκονται; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ γέροντα ποὺ ἔρχεται μὲ τρεμάμενα γόνατα νὰ μεταλάβῃ; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐργάτη, ἐκεῖνο τὸν ἀγρότη, ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμονα, ἐκεῖνο τὸν καθηγητή, ἐκεῖνο τὸν ἀξιωματικό, ἐκεῖνο τὸν ἄρχοντα, ποὺ κρατοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, κάνουν σταυρό, γονατίζουν στὸ πετραχήλι; Αὐτοὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος βαπτίστηκε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, εἶνε Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε μέσ᾽ στὶς καρδιές. Ἐκεῖ ἔχει ῥίξει ῥίζες, καὶ δὲ φοβᾶται θύελλες καὶ διωγμούς. Κι ἂν ἀκόμα ἀνοίξῃ ἡ κόλασι καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὴν πολεμήσουν, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμείνῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
Ἡ ἀξία μιᾶς οἰκοδομῆς δὲν εἶνε τόσο στοὺς τοίχους καὶ τὴ στέγη ὅσο στὰ θεμέλια. Ὅποιο σπίτι ἔχει γερὰ θεμέλια, δὲ φοβᾶται ποταμούς, θύελλες, σεισμούς. Ὅπως λοιπὸν κάθε σπίτι ἔχει θεμέλιο, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶνε οἰκοδομή, ποὺ ἔχτισε ὁ Θεός, καὶ θεμέλιό της εἶνε ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε «τὸ Ἄ(λφα) καὶ τὸ Ὠ(μέγα), ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος» (Ἀπ. 22,13). Εἶνε ὄχι ἁπλῶς τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός, Θεάνθρωπος. Αὐτὸ εἶπε ὁ Πέτρος· Εἶσαι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ πάνω στὴν «πέτρα», στὴν ἄσειστη αὐτὴ ἀλήθεια, εἶνε θεμελιωμένη ἡ Ἐκκλησία.
Οἱ φράγκοι διαστρεβλώνουν τὸ νόημα τοῦ χωρίου καὶ λένε, ὅτι «πέτρα» εἶνε ὁ Πέτρος. Λάθος. «Πέτρα» εἶνε ἡ πίστι ποὺ διεκήρυξε ὁ Πέτρος, ἡ πίστι στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Παρερμηνεύουν παπικοὶ τὸ χωρίο, θέλοντας νὰ στηρίξουν σ᾽ αὐτὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία ἔδωσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας· «Σὺ εἶσαι Πέτρος, καὶ αὐτὴ ἡ πίστι σου εἶνε ἡ πέτρα πάνω στὴν ὁποία θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου, καὶ θὰ μείνῃ ἀνίκητη ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ ᾅδου καὶ ἀκατάλυτη».
Καὶ ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησία λέμε συχνὰ καὶ τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ. Ἕνα κτήριο ὅμως καταλύεται· ὁ χρόνος ἢ ἕνας σεισμὸς ἢ κάποια δολιοφθορὰ τῶν ἀθέων μπορεῖ νὰ τὸ φθείρῃ, νὰ τὸ γκρεμίσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἐρείπιο. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἀκόμα γκρεμιστοῦν ὅλοι οἱ ναοί, μένει ἀκατάλυτη. Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὸ κτήριο, τὰ ντουβάρια. Ξέρεις ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Βλέπεις ἐκείνη τὴ μάνα μὲ τὸ μικρό της στὴν ἀγκάλη ποὺ ψελλίζει τὶς λέξεις «Χριστὸς» καὶ «Κύριε, ἐλέησον»; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παιδὶ κ᾽ ἐκεῖνο τὸ νέο, ποὺ ἀντιστέκονται; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ γέροντα ποὺ ἔρχεται μὲ τρεμάμενα γόνατα νὰ μεταλάβῃ; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐργάτη, ἐκεῖνο τὸν ἀγρότη, ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμονα, ἐκεῖνο τὸν καθηγητή, ἐκεῖνο τὸν ἀξιωματικό, ἐκεῖνο τὸν ἄρχοντα, ποὺ κρατοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, κάνουν σταυρό, γονατίζουν στὸ πετραχήλι; Αὐτοὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος βαπτίστηκε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, εἶνε Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε μέσ᾽ στὶς καρδιές. Ἐκεῖ ἔχει ῥίξει ῥίζες, καὶ δὲ φοβᾶται θύελλες καὶ διωγμούς. Κι ἂν ἀκόμα ἀνοίξῃ ἡ κόλασι καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὴν πολεμήσουν, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμείνῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
* * *
Σήμερα ἐκεῖνο ποὺ σπανίζει δὲν εἶνε ὁ χρυσός· τὸ πολὺ σπάνιο σήμερα εἶνε ἡ πίστι. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἂν ξανάρθω στὴ γῆ, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι;» (βλ. Λουκ. 18,8). Μέσ᾽ στοὺς ἑκατὸ ζήτημα ἂν ἕνας πιστεύῃ. Ἄλλα «πιστεύω» ἀπατηλὰ ἐπικρατοῦν. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὰ σὰν φάρος οὐράνιος ὑψώνεται τὸ «Πιστεύω» τῆς Ἐκκλησίας, τὸ «πιστεύω» τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, τῶν ἁλιέων, τῶν ἁπλοϊκῶν ψυχῶν. Λένε γιὰ τὸ μεγάλο Γάλλο μαθηματικὸ Πασκάλ, ὅτι θαύμασε σὲ χωριὸ τῆς Βρετάνης ἕνα χωρικὸ τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, καὶ εἶπε· Δὲ θέλω τὴν ἐπιστήμη, δὲ θέλω τὴ φιλοσοφία· θέλω τὴν πίστι τῶν χωρικῶν τῆς Βρετάνης!
Χριστέ ―ἂς ποῦμε ἐμεῖς―, δὲ θέλουμε τὰ ψεύτικα φῶτα, τὴ ματαιότητα, τὰ πλούτη τοῦ κόσμου· δῶσ᾽ μας τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων, τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τῶν ἁγίων πατέρων καὶ τῶν προγόνων μας. Χριστέ, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5). Χωρὶς αὐτὴ δὲ ζοῦμε.
Ἀνοῖξτε, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Καὶ στὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ποὺ ἀπευθύνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστός, κάθε ψυχή, κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος κ᾽ ἐσεῖς, ν᾽ ἀπαντήσουμε ὅπως ὁ Πέτρος· Ναί, Κύριε, πιστεύω ὅτι σὺ εἶσαι «ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»· ἀμήν.
Χριστέ ―ἂς ποῦμε ἐμεῖς―, δὲ θέλουμε τὰ ψεύτικα φῶτα, τὴ ματαιότητα, τὰ πλούτη τοῦ κόσμου· δῶσ᾽ μας τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων, τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τῶν ἁγίων πατέρων καὶ τῶν προγόνων μας. Χριστέ, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5). Χωρὶς αὐτὴ δὲ ζοῦμε.
Ἀνοῖξτε, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Καὶ στὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ποὺ ἀπευθύνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστός, κάθε ψυχή, κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος κ᾽ ἐσεῖς, ν᾽ ἀπαντήσουμε ὅπως ὁ Πέτρος· Ναί, Κύριε, πιστεύω ὅτι σὺ εἶσαι «ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 29-6-1969 Κυριακὴ πρωί)