«Ἐάν τις διψᾷ…» (Ἰωάν. 7,37)
ΕΟΡΤΗ μεγάλη σήμερα, ἀγαπητοί μου.
Ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πανηγυρίζει ἕνα κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ποὺ μετέβαλε τὴν ὄψι τῆς ἀνθρωπότητος· πῆρε τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας καὶ τοὺς ἔκανε παγκοσμίους διδασκάλους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ποὺ δυστυχῶς τὴ λησμονήσαμε, λέγεται ἐπιδημία ἢ ἐπιφοίτησις ἢ κάθοδος ἢ ἁπλούστερα
ἐρχομὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὰ νοήματα εἶνε ὑψηλά· ἴλιγγος καταλαμβάνει ὅποιον μελετᾷ τὸ ὑπερφυσικὸ γεγονός.
Ὅποιος λοιπὸν ἀμφιβάλλει ἂς δοκιμάσῃ. Διψᾷ; ἂς πλησιάσῃ τὸν ποταμό. Ὁ δὲ ποταμός, ποὺ ῥέει ἀστείρευτος διὰ μέσου τῶν αἰώνων, εἶνε ὁ ποταμὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ποταμὸς αὐτὸς δὲ θὰ στερέψῃ ποτέ· θὰ ῥέῃ ἀενάως στὸν κόσμο, θὰ δροσίζῃ καὶ θὰ ποτίζῃ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ θὰ δημιουργῇ παραδείσους πνευματικούς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
ΕΟΡΤΗ μεγάλη σήμερα, ἀγαπητοί μου.
Ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πανηγυρίζει ἕνα κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ποὺ μετέβαλε τὴν ὄψι τῆς ἀνθρωπότητος· πῆρε τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας καὶ τοὺς ἔκανε παγκοσμίους διδασκάλους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ποὺ δυστυχῶς τὴ λησμονήσαμε, λέγεται ἐπιδημία ἢ ἐπιφοίτησις ἢ κάθοδος ἢ ἁπλούστερα
ἐρχομὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὰ νοήματα εἶνε ὑψηλά· ἴλιγγος καταλαμβάνει ὅποιον μελετᾷ τὸ ὑπερφυσικὸ γεγονός.
Σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτὴ εἶνε τὸ σημερινὸ ὑπέροχο εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 7,37-52· 8,12). Δεκαεπτὰ στίχοι, δεκαεπτὰ διαμάντια. Ἂς ῥίξουμε ἕνα βλέμμα στὸν πρῶτο στίχο, ὁ ὁποῖος λέει· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ. 7,37).
Πότε εἶπε αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Χριστός; Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ὄχι μόνο τότε ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα τηροῦν τὶς παραδόσεις των. Ἀκόμη καὶ τώρα, μετὰ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, ἑορτάζουν μία ἑορτὴ ποὺ ὀνομάζεται ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας.
Ποιό ἱστορικὸ γεγονὸς ὑπενθυμίζει ἡ σκηνοπηγία; Οἱ πρόγονοί τους ἦταν σκλάβοι στὸ φαραώ, καὶ ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ. Ἐξῆλθαν λοιπὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐπέστρεφαν χαρούμενοι στὴ χώρα τους, τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλὰ δὲν ἐπέστρεψαν σύντομα. Μέχρι νὰ φθάσουν περιπλανήθηκαν σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶχαν σπίτια· ζοῦσαν ὅλοι ὑπὸ σκηνάς, ὅπως οἱ τσιγγάνοι στὰ τσαντίρια. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑώρταζαν οἱ Ἑβραῖοι τὴν ἡμέρα αὐτὴ μεγαλοπρεπῶς. Ἡ ἑορτὴ διαρκοῦσε ἑπτὰ ἡμέρες. Ἡ τελευταία ἡμέρα ἦταν ἡ πιὸ ἐπίσημη. Τότε ὁ ἀρχιερεὺς μὲ χρυσὸ κανάτι γεμᾶτο νερὸ ῥάντιζε τὸ θυσιαστήριο καὶ ὅλο τὸ λαό.
Λέει λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι τὴν τελευταία ἡμέρα, τὴν πιὸ ἐπίσημη, ὁ Χριστὸς ἦταν στὰ Ἰεροσόλυμα. Στάθηκε στὰ προπύλαια τοῦ μεγάλου ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, κ’ ἐκεῖ μίλησε. Μίλησε; Κάτι ἄλλο λέει τὸ εὐαγγέλιο· «ἔκραξε» (ἐ.ἄ). Τί σημαίνει «ἔκραξε»; Ὅλες οἱ λέξεις τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν σημασία. Ἔβγαλε ὅλη τὴ φωνή του, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ ὅλος ὁ λαός. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ ἅμα ὁ δεσπότης ἢ ὁ ἱεροκήρυκας ὑψώνῃ τὴ φωνή του λένε· «Δὲν ὑποφέρεται· πολὺ φωνάζει». Ὅποιος πονεῖ, φωνάζει. Ἡ μάνα, ποὺ βλέπει τὸ παιδί της νὰ κινδυνεύῃ, φωνάζει. Ἡ κλῶσσα, ὅταν βλέπῃ τὸ γεράκι νὰ πέφτῃ στὸν ὀρνιθῶνα, βγάζει φωνὴ σπαρακτική. Κ’ ἐμεῖς οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου, ἂν πονοῦμε τὸ ποίμνιό μας, πρέπει ὄχι ἁπλῶς νὰ λέμε, ἀλλὰ νὰ κράζουμε μεγάλῃ τῇ φωνῇ, γιὰ ν’ ἀκούσουν ὅλοι.
Ἔκραξε ὁ Χριστός. Τί ἔκραξε; Λόγια ἀνεκτίμητα, αἰώνια. Ἔλαβε ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ ῥάντιζε ὁ ἀρχιερεύς, καὶ εἶπε· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω»· ὅποιος διψᾷ, νὰ ἔρχεται σ’ ἐμένα καὶ νὰ πίνῃ. Τί νερὸ ἐννοεῖ; γιὰ ποιά δίψα ὁμιλεῖ σήμερα ὁ Χριστός;
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε διπλός· ἔχει ὁρατὸ καὶ ἀόρατο μέρος. Τὸ ὁρατὸ εἶνε τὸ σῶμα του· τὸ ἀόρατο, ποὺ εἶνε ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν, μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σύμπαν, εἶνε ἡ ψυχή του. Διπλὸς ὁ ἄνθρωπος, διπλὲς καὶ οἱ ἀνάγκες του. Συνεπῶς ἔχει καὶ ἀνάγκες πνευματικές. Καὶ ὅποιος δὲ νιώθει ἀνάγκες πνευματικές, δὲν εἶνε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, καταντᾷ κτηνώδης. Καὶ τέτοιος εἶνε ὁ ὑλιστὴς ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος μας.
Μία ὑλικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος εἶνε ἡ δίψα. Θέλει νερό. Ἰδίως ἐν καιρῷ καύσωνος εἴδατε μὲ πόση βουλιμία ἁρπάζει τὸ ποτήρι μὲ τὸ δροσερὸ νερὸ καὶ πίνει; Οἱ πατέρες μας ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία τοῦ 1922, ὅταν πέρασαν τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο, δίψασαν πολύ. Κι ὅταν εἶδαν τὸν Σαγγάριο, ἔπεσαν στὰ νερά του καὶ ἔπιναν ἀχόρταγα.
Ἡ δίψα εἶνε φυσικὴ ἀνάγκη. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ὁ πανάγαθος, ποὺ φύτευσε στὸ σῶμα τὴν ἀνάγκη τῆς δίψης, ὁ ἴδιος φρόντισε νὰ ὑπάρχῃ καὶ τὸ μέσον ποὺ θὰ ἱκανοποιῇ τὴν ἀνάγκη αὐτή. Ἐδῶ φαίνεται ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ σοφία του. Καμμία ἀνάγκη ποὺ ἐφύτευσε μέσα μας δὲν στερεῖται τὸ ἀντίστοιχο μέσον πρὸς ἱκανοποίησίν της. Ὑπάρχει δίψα, ὑπάρχουν ὅμως καὶ βροχὴ καὶ χιόνι καὶ πηγὲς καὶ ποταμοὶ καὶ λίμνες. Ὑπάρχει ἄφθονο νερό. Κάθε σταλαγματιὰ εἶνε καὶ μιὰ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀχάριστοι εἴμεθα ἐμεῖς! Θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγὲς καὶ τὰ νερά…
Ἀλλ’ ἐκτὸς τοῦ σώματος διψᾷ καὶ ἡ ψυχή. Τί διψᾷ; Ὅπως ὁ μαγνήτης στρέφεται πρὸς τὸν βορρᾶ, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶνε πλασμένη νὰ στρέφεται πάντοτε πρὸς τὰ μεγάλα καὶ αἰώνια. Διψᾷ ἡ ψυχὴ ὅ,τι ὡραῖο καὶ ὑψηλό. Εἶνε θεοειδής, ὅπως τὴν χαρακτήρισε ὁ Πλάτων. Μοιάζει μὲ τὸ Θεό, θέλει νὰ τοῦ μοιάσῃ. Ἐκεῖ ἀναπαύεται καὶ ἠρεμεῖ. Μὲ ἄλλα λόγια ἐκεῖ βρίσκει τὴν εὐτυχία ποὺ διψᾷ. Παγκόσμιος αὐτὸς ὁ πόθος. Ὅπου νὰ πᾶμε, εἴτε στοὺς Ἐσκιμώους εἴτε στοὺς ἀγρίους, σὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς γῆς, οἱ ἄνθρωποι, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους ὅλοι ἀνεξαιρέτως ζητοῦν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία.
Ἀλλ’ ἐνῷ ὅλοι συμφωνοῦν ὡς πρὸς τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, διαφωνοῦν ὡς πρὸς τὸ μέσον μὲ τὸ ὁποῖο θὰ φθάσουν σ’ αὐτό. Ἄλλοι λένε ὅτι ἡ εὐτυχία εἶνε στὸ χρῆμα, ἄλλοι στὴ δόξα, ἄλλοι στὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις, ἄλλοι στὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη, ἄλλοι στὸν τεχνικὸ πολιτισμό. Ἀλλὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ―δὲν τὰ περιφρονοῦμε, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ τὴν ὕλη―, ὅση ἀξία κι ἂν ἔχουν, χρειάζεται νὰ τὸ ποῦμε ὅτι ἀδυνατοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τοὺς βαθυτέρους πόθους τῆς ψυχῆς; Ἂν ἀμφιβάλλετε, ρωτῆστε τοὺς πλουσίους· θὰ δῆτε ὅτι ἀναστενάζουν. Ρωτῆστε τοὺς ἐνδόξους τῆς γῆς· θὰ σᾶς ποῦν, ὅτι ὅλα εἶνε ἕνα ψέμα. Ρωτῆστε κ’ ἐκείνους ποὺ δοκίμασαν ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις, τὸν πανσεξουαλισμὸ καὶ τὰ ναρκωτικά (ποὺ ἔχουν τεραστία διάδοσι, μέχρι καὶ τὰ σχολεῖα)· ὅλοι θὰ σᾶς ἀπαντήσουν, ὅτι αὐτὰ εἶνε ἕνας προσωρινὸς παράδεισος, μετὰ τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ κόλασις. Ρώτησαν μία διάσημη ἠθοποιό· ―Εἶσαι εὐτυχισμένη; ―Αἰσθάνομαι κενό, ἀπήντησε, νιώθω μελαγχολία. Καὶ ἕνας νέος ποὺ ἔπασχε ἀπὸ μελαγχολία πῆγε σ’ ἕνα μεγάλο ψυχίατρο τῆς Εὐρώπης καὶ τὸν ρώτησε· ―Πῶς θὰ βρῶ τὴ χαρά; ―Ἦρθε σήμερα ἐδῶ στὴν πόλι μας ἕνα τσίρκο, εἶπε ὁ γιατρός, κ’ ἐκεῖ ἐμφανίζεται ἕνας γελοτοποιός, ποὺ κάνει καὶ τὸν πιὸ ἄκεφο νὰ γελάσῃ· πήγαινε νὰ τὸν ἀκούσῃς καὶ θὰ ξεσκάσῃς. Καὶ τί τοῦ ἀπαντᾷ ὁ νέος· ―Ἐγὼ εἶμαι ὁ γελοτοποιός… Καταλάβατε; Αὐτός, ποὺ ἔκανε τοὺς ἄλλος νὰ σκᾶνε στὰ γέλια, ὁ ἴδιος μέσα του εἶχε πένθος καὶ νέφος μελαγχολίας. Ρωτῆστε τέλος, ἂν θέλετε, καὶ τὸν σοφὸ Σολομῶντα, ποὺ συγκέντρωσε στὸν ἑαυτό του καὶ πλοῦτο καὶ ἡδονὲς καὶ δόξα καὶ γυναῖκες, ρωτῆστε αὐτὸν ποὺ ἀπήλαυσε τὰ πάντα στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ καὶ πέστε του· Τί κατάλαβες, ποιό εἶνε τὸ συμπέρασμα τῆς ζωῆς σου; Τί ἀπαντᾷ· «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ.1,2). Ματαιότης ἡ δόξα, ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ ἡδονές, ματαιότης τὰ πάντα.
Ποιό ἱστορικὸ γεγονὸς ὑπενθυμίζει ἡ σκηνοπηγία; Οἱ πρόγονοί τους ἦταν σκλάβοι στὸ φαραώ, καὶ ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ. Ἐξῆλθαν λοιπὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐπέστρεφαν χαρούμενοι στὴ χώρα τους, τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλὰ δὲν ἐπέστρεψαν σύντομα. Μέχρι νὰ φθάσουν περιπλανήθηκαν σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶχαν σπίτια· ζοῦσαν ὅλοι ὑπὸ σκηνάς, ὅπως οἱ τσιγγάνοι στὰ τσαντίρια. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑώρταζαν οἱ Ἑβραῖοι τὴν ἡμέρα αὐτὴ μεγαλοπρεπῶς. Ἡ ἑορτὴ διαρκοῦσε ἑπτὰ ἡμέρες. Ἡ τελευταία ἡμέρα ἦταν ἡ πιὸ ἐπίσημη. Τότε ὁ ἀρχιερεὺς μὲ χρυσὸ κανάτι γεμᾶτο νερὸ ῥάντιζε τὸ θυσιαστήριο καὶ ὅλο τὸ λαό.
Λέει λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι τὴν τελευταία ἡμέρα, τὴν πιὸ ἐπίσημη, ὁ Χριστὸς ἦταν στὰ Ἰεροσόλυμα. Στάθηκε στὰ προπύλαια τοῦ μεγάλου ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, κ’ ἐκεῖ μίλησε. Μίλησε; Κάτι ἄλλο λέει τὸ εὐαγγέλιο· «ἔκραξε» (ἐ.ἄ). Τί σημαίνει «ἔκραξε»; Ὅλες οἱ λέξεις τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν σημασία. Ἔβγαλε ὅλη τὴ φωνή του, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ ὅλος ὁ λαός. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ ἅμα ὁ δεσπότης ἢ ὁ ἱεροκήρυκας ὑψώνῃ τὴ φωνή του λένε· «Δὲν ὑποφέρεται· πολὺ φωνάζει». Ὅποιος πονεῖ, φωνάζει. Ἡ μάνα, ποὺ βλέπει τὸ παιδί της νὰ κινδυνεύῃ, φωνάζει. Ἡ κλῶσσα, ὅταν βλέπῃ τὸ γεράκι νὰ πέφτῃ στὸν ὀρνιθῶνα, βγάζει φωνὴ σπαρακτική. Κ’ ἐμεῖς οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου, ἂν πονοῦμε τὸ ποίμνιό μας, πρέπει ὄχι ἁπλῶς νὰ λέμε, ἀλλὰ νὰ κράζουμε μεγάλῃ τῇ φωνῇ, γιὰ ν’ ἀκούσουν ὅλοι.
Ἔκραξε ὁ Χριστός. Τί ἔκραξε; Λόγια ἀνεκτίμητα, αἰώνια. Ἔλαβε ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ ῥάντιζε ὁ ἀρχιερεύς, καὶ εἶπε· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω»· ὅποιος διψᾷ, νὰ ἔρχεται σ’ ἐμένα καὶ νὰ πίνῃ. Τί νερὸ ἐννοεῖ; γιὰ ποιά δίψα ὁμιλεῖ σήμερα ὁ Χριστός;
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε διπλός· ἔχει ὁρατὸ καὶ ἀόρατο μέρος. Τὸ ὁρατὸ εἶνε τὸ σῶμα του· τὸ ἀόρατο, ποὺ εἶνε ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν, μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σύμπαν, εἶνε ἡ ψυχή του. Διπλὸς ὁ ἄνθρωπος, διπλὲς καὶ οἱ ἀνάγκες του. Συνεπῶς ἔχει καὶ ἀνάγκες πνευματικές. Καὶ ὅποιος δὲ νιώθει ἀνάγκες πνευματικές, δὲν εἶνε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, καταντᾷ κτηνώδης. Καὶ τέτοιος εἶνε ὁ ὑλιστὴς ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος μας.
Μία ὑλικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος εἶνε ἡ δίψα. Θέλει νερό. Ἰδίως ἐν καιρῷ καύσωνος εἴδατε μὲ πόση βουλιμία ἁρπάζει τὸ ποτήρι μὲ τὸ δροσερὸ νερὸ καὶ πίνει; Οἱ πατέρες μας ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία τοῦ 1922, ὅταν πέρασαν τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο, δίψασαν πολύ. Κι ὅταν εἶδαν τὸν Σαγγάριο, ἔπεσαν στὰ νερά του καὶ ἔπιναν ἀχόρταγα.
Ἡ δίψα εἶνε φυσικὴ ἀνάγκη. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ὁ πανάγαθος, ποὺ φύτευσε στὸ σῶμα τὴν ἀνάγκη τῆς δίψης, ὁ ἴδιος φρόντισε νὰ ὑπάρχῃ καὶ τὸ μέσον ποὺ θὰ ἱκανοποιῇ τὴν ἀνάγκη αὐτή. Ἐδῶ φαίνεται ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ σοφία του. Καμμία ἀνάγκη ποὺ ἐφύτευσε μέσα μας δὲν στερεῖται τὸ ἀντίστοιχο μέσον πρὸς ἱκανοποίησίν της. Ὑπάρχει δίψα, ὑπάρχουν ὅμως καὶ βροχὴ καὶ χιόνι καὶ πηγὲς καὶ ποταμοὶ καὶ λίμνες. Ὑπάρχει ἄφθονο νερό. Κάθε σταλαγματιὰ εἶνε καὶ μιὰ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀχάριστοι εἴμεθα ἐμεῖς! Θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγὲς καὶ τὰ νερά…
Ἀλλ’ ἐκτὸς τοῦ σώματος διψᾷ καὶ ἡ ψυχή. Τί διψᾷ; Ὅπως ὁ μαγνήτης στρέφεται πρὸς τὸν βορρᾶ, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶνε πλασμένη νὰ στρέφεται πάντοτε πρὸς τὰ μεγάλα καὶ αἰώνια. Διψᾷ ἡ ψυχὴ ὅ,τι ὡραῖο καὶ ὑψηλό. Εἶνε θεοειδής, ὅπως τὴν χαρακτήρισε ὁ Πλάτων. Μοιάζει μὲ τὸ Θεό, θέλει νὰ τοῦ μοιάσῃ. Ἐκεῖ ἀναπαύεται καὶ ἠρεμεῖ. Μὲ ἄλλα λόγια ἐκεῖ βρίσκει τὴν εὐτυχία ποὺ διψᾷ. Παγκόσμιος αὐτὸς ὁ πόθος. Ὅπου νὰ πᾶμε, εἴτε στοὺς Ἐσκιμώους εἴτε στοὺς ἀγρίους, σὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς γῆς, οἱ ἄνθρωποι, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους ὅλοι ἀνεξαιρέτως ζητοῦν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία.
Ἀλλ’ ἐνῷ ὅλοι συμφωνοῦν ὡς πρὸς τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, διαφωνοῦν ὡς πρὸς τὸ μέσον μὲ τὸ ὁποῖο θὰ φθάσουν σ’ αὐτό. Ἄλλοι λένε ὅτι ἡ εὐτυχία εἶνε στὸ χρῆμα, ἄλλοι στὴ δόξα, ἄλλοι στὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις, ἄλλοι στὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη, ἄλλοι στὸν τεχνικὸ πολιτισμό. Ἀλλὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ―δὲν τὰ περιφρονοῦμε, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ τὴν ὕλη―, ὅση ἀξία κι ἂν ἔχουν, χρειάζεται νὰ τὸ ποῦμε ὅτι ἀδυνατοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τοὺς βαθυτέρους πόθους τῆς ψυχῆς; Ἂν ἀμφιβάλλετε, ρωτῆστε τοὺς πλουσίους· θὰ δῆτε ὅτι ἀναστενάζουν. Ρωτῆστε τοὺς ἐνδόξους τῆς γῆς· θὰ σᾶς ποῦν, ὅτι ὅλα εἶνε ἕνα ψέμα. Ρωτῆστε κ’ ἐκείνους ποὺ δοκίμασαν ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις, τὸν πανσεξουαλισμὸ καὶ τὰ ναρκωτικά (ποὺ ἔχουν τεραστία διάδοσι, μέχρι καὶ τὰ σχολεῖα)· ὅλοι θὰ σᾶς ἀπαντήσουν, ὅτι αὐτὰ εἶνε ἕνας προσωρινὸς παράδεισος, μετὰ τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ κόλασις. Ρώτησαν μία διάσημη ἠθοποιό· ―Εἶσαι εὐτυχισμένη; ―Αἰσθάνομαι κενό, ἀπήντησε, νιώθω μελαγχολία. Καὶ ἕνας νέος ποὺ ἔπασχε ἀπὸ μελαγχολία πῆγε σ’ ἕνα μεγάλο ψυχίατρο τῆς Εὐρώπης καὶ τὸν ρώτησε· ―Πῶς θὰ βρῶ τὴ χαρά; ―Ἦρθε σήμερα ἐδῶ στὴν πόλι μας ἕνα τσίρκο, εἶπε ὁ γιατρός, κ’ ἐκεῖ ἐμφανίζεται ἕνας γελοτοποιός, ποὺ κάνει καὶ τὸν πιὸ ἄκεφο νὰ γελάσῃ· πήγαινε νὰ τὸν ἀκούσῃς καὶ θὰ ξεσκάσῃς. Καὶ τί τοῦ ἀπαντᾷ ὁ νέος· ―Ἐγὼ εἶμαι ὁ γελοτοποιός… Καταλάβατε; Αὐτός, ποὺ ἔκανε τοὺς ἄλλος νὰ σκᾶνε στὰ γέλια, ὁ ἴδιος μέσα του εἶχε πένθος καὶ νέφος μελαγχολίας. Ρωτῆστε τέλος, ἂν θέλετε, καὶ τὸν σοφὸ Σολομῶντα, ποὺ συγκέντρωσε στὸν ἑαυτό του καὶ πλοῦτο καὶ ἡδονὲς καὶ δόξα καὶ γυναῖκες, ρωτῆστε αὐτὸν ποὺ ἀπήλαυσε τὰ πάντα στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ καὶ πέστε του· Τί κατάλαβες, ποιό εἶνε τὸ συμπέρασμα τῆς ζωῆς σου; Τί ἀπαντᾷ· «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ.1,2). Ματαιότης ἡ δόξα, ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ ἡδονές, ματαιότης τὰ πάντα.
* * *
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν τίποτε; Ἔτσι μᾶς ἔρριξε ὁ Θεὸς ἐδῶ στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ τὸ ἀντίστοιχο μέσο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βροῦμε τὴν εὐτυχία; Ὄχι, ἀδελφοί μου· εὐλογητὸς ὁ Θεός! Μέσα στὴ Σαχάρα αὐτὴ τοῦ βίου ἀκούγεται φωνὴ γλυκειά. Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ τί λέει· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Κανένα δὲν βιάζει ὁ Χριστός· καλεῖ ὅλους ἐλευθέρως. Ἡ διδασκαλία του εἶνε ὑπέροχη· αὐτὴ εἶνε τὸ ἀθάνατο νερὸ ποὺ δροσίζει τὸν ἄνθρωπο. Κι ὅποιος ζήσῃ τὸν χριστιανικὸ βίο, τὴν χριστιανικὴ ζωή, ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε γεγονός― θὰ αἰσθανθῇ στὰ βάθη του τὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδία τοῦ συνειδητοῦ, ὄχι τοῦ τυπικοῦ Χριστιανοῦ, μεταβάλλεται σὲ κῆπο μὲ ὡραῖα ἄνθη. Λόγια εἶν’ αὐτά; Ὄχι, εἶνε πραγματικότης. Δὲν ἔχω γλῶσσα Χρυσοστόμου καὶ Βασιλείου, οὔτε γλῶσσα ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, νὰ σᾶς περιγράψω τὴν εὐτυχία ποὺ αἰσθάνονται μέσα τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἑκατομμύρια ἁγίων, ποὺ πέρασαν μαρτύρια σκληρά, δοκίμασαν τὴ χαρά. «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολ. 1,24).
Ὅποιος λοιπὸν ἀμφιβάλλει ἂς δοκιμάσῃ. Διψᾷ; ἂς πλησιάσῃ τὸν ποταμό. Ὁ δὲ ποταμός, ποὺ ῥέει ἀστείρευτος διὰ μέσου τῶν αἰώνων, εἶνε ὁ ποταμὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ποταμὸς αὐτὸς δὲ θὰ στερέψῃ ποτέ· θὰ ῥέῃ ἀενάως στὸν κόσμο, θὰ δροσίζῃ καὶ θὰ ποτίζῃ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ θὰ δημιουργῇ παραδείσους πνευματικούς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 10-6-1984