Ὁ κυρ-Ἀλέκος ἦταν ἕνας ἀγράμματος πρόσφυγας ἀπό τήν Μικρά Ἀσία, πού
ἐπιβίωσε καί ἔθρεψε τήν οἰκογένειά του δουλεύοντας ὡς οἰκοδόμος.
Ἐπέμενε στίς νηστεῖες «σάν καλόγερος», ἤθελε τό καντήλι ἀναμμένο
μπροστά στά εἰκονίσματα καί περιγελοῦσε ἀπροκάλυπτα τήν εἰσαγωγή
αὐτοσχέδιων προσευχῶν στίς λατρευτικές ἐκδηλώσεις, καθώς καί τούς
θρησκευτικούς συναισθηματισμούς.
Μετά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τά ἐπίγεια, οἱ δικοί του, τακτοποιώντας τά
ἐλάχιστα ὑπάρχοντά του, βρῆκαν κάποιους
μικρούς φακέλους μέ διάφορα ὀνόματα γραμμένα ἀπέξω, ὅπως «κυρ-Γιάννης», «κυρά-Μαρία» κλπ. πού περιεῖχαν εὐτελοῦς ἀξίας μικροαντικείμενα (μιά χτένα ἤ ἕνα νυχοκόπτη) ἤ κάποια ἀσήμαντα μικροποσά.
μικρούς φακέλους μέ διάφορα ὀνόματα γραμμένα ἀπέξω, ὅπως «κυρ-Γιάννης», «κυρά-Μαρία» κλπ. πού περιεῖχαν εὐτελοῦς ἀξίας μικροαντικείμενα (μιά χτένα ἤ ἕνα νυχοκόπτη) ἤ κάποια ἀσήμαντα μικροποσά.
Τό μυστήριο λύθηκε λίγες μέρες ἀργότερα, ὅταν διάφοροι ἄγνωστοι
ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι ἐμφανίστηκαν ἀπό τό πουθενά, γιά νά συλλυπηθοῦν τήν
οἰκογένειά του. Ἔτσι ἀποκαλύφθηκε ὅτι γιά χρόνια πολλά συνήθιζε νά
πηγαίνει σέ κάποιο γηροκομεῖο, ὅπου ψυχαγωγοῦσε τούς ἀπόμαχους τῆς ζωῆς
μέ τό μπουζούκι του. Ταυτόχρονα τούς ἔκανε παρέα καί κουβέντιαζε τά
προβλήματά τους. Καί ὅταν μάθαινε τίς μικροανάγκες τους, ὅπως γιά λίγο
χαρτζηλίκι ἤ μιά χτένα, τά ἀγόραζε ξοδεύοντας ἀπό τό ὑστέρημά του, τά
ἔβαζε στά γνωστά φακελάκια καί τά μοίραζε στίς κυριακάτικες ἐπισκέψεις
του, λέγοντας ὅτα τά στέλνει ὁ παπάς τῆς ἐνορίας του, καί «κρίμα πού ὁ
παπάς ἔμενε μακριά καί δέν μποροῦσε νά τά φέρει ὁ ἴδιος».
Λίγο καιρό πρίν ἀρρωστήσει καί σταματήσει νά ἐργάζεται, ἔχτισε μιά
τουαλέτα στήν αὐλή τῆς γειτόνισσας. Ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς πληρωμῆς,
διαφώνησαν στήν ἀξία τοῦ ἔργου καί στό τέλος τσακώθηκαν. Μέρες μετά,
ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν δουλειά, βρώμικος καί κατάκοπος, πληροφορήθηκε ἀπό
τήν σύζυγό του ὅτι ἡ γειτόνισσα εἶχε πέσει σέ κῶμα λόγῳ διαβήτη, καί
εἶχε μεταφερθῆ ἐπειγόντως στό νοσοκομεῖο.
Ὁ ἀγαθός οἰκοδόμος πανικοβλήθηκε. Ἔφυγε σάν κυνηγημένος, φωνάζοντας ὅτι
πρέπει νά τήν προλάβει ζωντανή, γιά νά συγχωρεθοῦν, καί προσθέτοντας:
«Ὄχι καί νά πᾶμε στήν κόλαση γιά ἕνα παλιοκαμπινέ!» Ἦταν μάλιστα τόσο
ἀναστατωμένος, πού στήν διαβητική γερόντισσα πῆγε δῶρο... ἕνα κουτί
γλυκά, πού ἀγόρασε ἀπό τόν πρῶτο φοῦρνο πού βρῆκε μπροστά του.
Τελικά τί ἦταν ὁ κυρ-Ἀλέκος; Ἦταν ἁπλῶς ταπεινός καί ὀρθόδοξος στά
φρονήματά του. Τυπικό παράδειγμα τοῦ «ἀξιώματος» ὅτι «τά μωρά τοῦ κόσμου
ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου
ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά».
Ἀπό τό βιβλίο ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Πρωτοπρεσβ. Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη