του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Αναμφισβήτητα για κάθε Χριστιανό το σημαντικότερο πρόσωπο μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, μετά τον Χριστό, είναι η μητέρα Του, η Θεοτόκος Μαρία.
Είναι, όπως την ονομάζουν οι άγιοι Πατέρες μας, το μεθόριο μεταξύ κτιστής και άκτιστης φύσης.
Είναι άνθρωπος σαν και εμάς. Γεννήθηκε, όπως όλοι οι άνθρωποι, με φυσικό τρόπο. Όμως της δόθηκε το μοναδικό προνόμιο να γίνη και μητέρα του Θεού, αφού ο άνθρωπος τον οποίο γέννησε “ασπόρως” δεν έχει κτιστή υπόσταση.
Είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, Θεός αληθινός, ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα, ως προς την θεότητα, όπως είναι ομοούσιος με την μητέρα Του την Παναγία, ως προς την ανθρωπότητα, η οποία όμως δεν έχει δική της υπόσταση. Με την ενανθρώπισή Του ο Υιός του Θεού έμεινε αυτό που ήταν, “αναλλοιώτως και ατρέπτως” Θεός αληθινός. Αλλά προσέλαβε στην υπόστασή Του και αυτό που δεν ήταν, δηλαδή την ανθρώπινη φύση. Έτσι, “ο αρχηγός της σωτηρίας μας” έχει μία υπόσταση “εν δυσί φύσεσι”. Αυτή η πίστη αποτελεί το θεμέλιο της σωτηρίας μας, την μεγάλη χαρά του ανοίγματος των πεπερασμένων κτιστών ανθρώπινων υποστάσεων στην κοινωνία με την απερινόητη άκτιστη θεότητα. Ταυτόχρονα αυτό το μυστήριο είναι η δόξα της Θεοτόκου, που την καθιστά όντως “γέφυρα μετάγουσα τους εν γη προς ουρανόν”.
Μέσα στο ελληνικό Καλοκαίρι το πρόσωπο της Παναγίας δροσίζει τα καμένα από τον καύσωνα της αποστασίας πρόσωπα και ξεδιψά τα διψασμένα για εμπειρική γνώση πνεύματα με την υμνολογία των θαυμασίων που τέλεσε ο Θεός μέσα της. Η μνήμη της Θεοτόκου και η μελέτη των μυστηρίων που συνδέονται με το πρόσωπό της αγιάζουν το νου και τη διάνοια, γιατί μέσα σ’ αυτά βρίσκεται όλη η αλήθεια της ζωής του ανθρώπου· του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι περιγραφή μυστηρίων. Δεν αποτελούν όμως ιδεατή περιγραφή κάποιων εξωκοσμικών γεγονότων. Μας περιγράφουν τον θεανθρώπινο τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να βρη τον αληθινό εαυτό του και να ζήση “κατά τον λόγο” της υπάρξεώς του.
Είναι γεγονός ότι οι αφηρημένες θεολογικές διατυπώσεις είναι μια δύσπεπτη τροφή για τους περισσότερους ανθρώπους, γι’ αυτό λίγοι τις επιλέγουν και τις γεύονται. Αντίθετα, οι ιστορίες των εξαγιασμένων προσώπων και οι λόγοι που εκφράζουν τους αγώνες και τις εμπειρίες τους δίνουν την εντύπωση μιας πιο εύπεπτης τροφής, γι’ αυτό και είναι πιο επιθυμητές από τους περισσότερους.
Πρέπει να υπογραμμισθή, βέβαια, ότι δίνουν την εντύπωση της πιο εύπεπτης τροφής, γιατί η αποκρυπτογράφηση του νοήματος μιας ιστορίας είναι έργο πολύ δύσκολο, κυρίως όταν πρόκειται για ιστορίες της κρυφής εσωτερικής διάβασης από “γης προς ουρανόν”, από την υποδούλωση στα κτιστά στην κοινωνία με τον Θεό ή αλλιώς από την ταπείνωση της φύσης μας στην δοξολογία του Θεού, που θεώνει το φθαρτό μας φύραμα. Αυτή η δυσκολία υπάρχει κυρίως στη δική μας περίπτωση γιατί δεν μας ενδιαφέρουν οποιεσδήποτε πτυχές της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά κυρίως αυτές που περιγράφουν τις επισκέψεις του Θεού στους ανθρώπους. Μας εδιαφέρουν, δηλαδή, οι βίοι των ανθρώπων που βρήκαν τον Θεό. Και πριν απ’ όλους βέβαια μας ενδιαφέρει η ιστορία των επισκέψεων του Θεού στην Παναγία.
Στο απροσδιόριστο πέλαγος του θεομητορικού μυστηρίου στηριγμός της πτωχής ανθρώπινης διάνοιας είναι τα νοήματα και οι λέξεις που διατύπωσαν οι θεοφόροι Πατέρες μας, αλλά πριν από αυτούς η ίδια η Θεοτόκος.
Η Παναγία δεν είπε πολλά πράγματα. Ή μάλλον δεν καταγράφηκαν πολλά λόγια της από τους Ευαγγελιστές. Το πιο σημαντικό κείμενό της που έχουμε είναι η ωδή την οποία ανέπεμψε προς τον Θεό, όταν επιβεβαιώθηκε από την Ελισάβετ, ότι είναι “Μήτηρ του Κυρίου”. Η ωδή αυτή ψάλλεται σχεδόν σε κάθε Όρθρο και αποτελεί την λεγόμενη ενάτη ωδή. Είναι η γνωστή ωδή “Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον...”.
Είναι πολύ σημαντική η υμνολογία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, καθώς και τα νοήματα της Μικρής και της Μεγάλης Παράκλησης. Όμως, το θεμέλιο του Θεομητορικού μυστηρίου βρίσκεται στα νοήματα των στίχων της ενάτης ωδής. Στη συνέχεια θα επισημάνουμε συνοπτικά δύο νευραλγικά σημεία της ωδής αυτής: Πρώτον, την δοξολογία του Θεού από την Θεοτόκο. Και δεύτερον, την αιτία της δοξολογίας.
Η Παναγία μετά την προφητεία της Ελισάβετ, ότι είναι “η Μήτηρ του Κυρίου”, αναπέμπει την ωδή της, αρχίζοντας με δοξολογία του Θεού: “Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω Σωτήρι μου”. Η ψυχή της δοξολογεί τον Κύριο και το πνεύμα της αγάλλεται για το Θεό το Σωτήρα της. Η Παναγία μιλά για τον εαυτό της, αλλά και για όλο το ανθρώπινο γένος. Ο Θεός είναι σωτήρας “πάντων ανθρώπων”. Ιδιαίτερα ο κυοφορούμενος Υιός της θα έχη την προσωνυμία Ιησούς, δηλαδή “Θεός Σωτήρ”. Γι’ αυτό στην δοξολογία της η αναφορά στο “Θεό Σωτήρα”, είναι αναφορά ιδιαίτερη στον Υιόν της.
Η Παναγία “εμεγάλυνε” τον Θεό Σωτήρα με τρία πράγματα. Πρώτον, με υψηλά και θεοπρεπή νοήματα. Δεύτερον, με αντίστοιχα λόγια, που συντονίζονταν με τα θεοπρεπή νοήματα. Και τρίτον, με έργα υψηλά, άξια της θείας μεγαλειότητος. Η αρχή όλων αυτών των πραγμάτων βρίσκεται στη ζωή της μέσα στα Άγια των Αγίων, όπου κατάλαβε την ανεπάρκεια των σωματικών αισθήσεων, της φαντασίας και της διάνοιας στο να συνδέσουν τον άνθρωπο με τον αληθινό Θεό. Όλες αυτές οι δυνάμεις του ανθρώπου δημιουργούν είδωλα στη θέση του Θεού ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάποιες λογικές αντιλήψεις, οι οποίες όμως απέχουν πολύ από το να περιγράφουν τον απερίγραπτο Θεό. Μέσα στον Ναό, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ανακάλυψε η Παναγία τη νοερά ενέργεια και το άνοιγμα του ανθρώπου προς τον Θεό, που συντελείται μέσα στην ησυχία του νου. Έτσι απαλλάχθηκε από άσχετες προς τον Θεό εικόνες και ανάξια για το Θεό νοήματα και κράτησε το νου της στη νοερά σιγή και στην αδιάλειπτη κοινωνία της με τον Θεό, αφήνοντας μέσα της μόνο τα νοήματα και τα λόγια, που δεν έρχονταν σε αντίθεση με την υπέρλογη κίνηση του νου της. Με αυτά τα θεοπρεπή νοήματα, τα αντίστοιχα λόγια και τις συντονισμένες με αυτά εξωτερικές πράξεις, “εμεγάλυνε” η Θεοτόκος τον Κύριο.
Όμως, η “αγαλλίαση του πνεύματός της”, δηλαδή το μεγάλο σκίρτημα της καρδιάς της για τον Θεό, σύμφωνα με την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου, είχε ως αιτία την συγκατάβαση του Θεού, ο Οποίος “επέβλεψε επί την ταπείνωσιν της δούλης Αυτού”. Ο Θεός “επέβλεψε” στην ταπείνωση της Παναγίας και Εκείνη από την αίσθηση της ταπεινής πεπερασμένης ύπαρξης ανατάθηκε, με μεγάλα εσωτερικά άλματα, (αυτό σημαίνει αγαλλίαση, από το “άγαν” και το “άλλομαι”) σε δοξολογία του Θεού. Μέσα από αυτόν τον λόγο της Παναγίας αποκαλύπτεται το θεμέλιο της σωτηρίας. Έρχεται στην επιφάνεια η μεγάλη ταπείνωση της Θεοτόκου.
Η ταπείνωσή της προσήλκυσε το Θεό. Αυτή έγινε η πύλη της σωτηρίας. Αυτή σώζει και κάθε άνθρωπο, γιατί μέσα της υπάρχει η αλήθεια της φύσης μας. Η φυσική μας κατάσταση απέναντι στο Θεό είναι η ταπείνωση. Η υπερηφάνεια, ο εγωισμός, η κενοδοξία έχουν ισχύ μόνο μέσα στη φαντασία. Δεν έχουν καμμιά σχέση με την απτή πραγματικότητα. Βέβαια, μορφές ταπεινώσεως υπάρχουν πολλές.
Είναι για παράδειγμα η εκούσια ασκητική ταπείνωση ή αλλιώς η μετριοφροσύνη, που συνίσταται στην προσπάθεια να αποφευχθή κάθε αιτία υπερηφάνειας και να εδραιωθούν μέσα στην ψυχή απλοί και ταπεινοί λογισμοί. Είναι, επίσης, οι ακούσιες ταπεινώσεις από τους ανθρώπους και από τις δύσκολες περιστάσεις της ζωής, οι οποίες είναι ασκητικά εκμεταλλεύσιμες.
Είναι, τέλος, και η βαθιά γνώση της ευτέλειας, της φθαρτότητας και θνητότητας της ανθρώπινης φύσης. Αυτή την ταπείνωση είχε η Θεοτόκος. Σε αυτήν επέβλεψε ο Θεός και επισκέφθηκε “διά των πυλών της” το ανθρώπινο γένος. Αυτή η ταπείνωση ανοίγει και τις πύλες της δικής μας ζωής στο Θεό.
Γι’ αυτό, ας μην εξαντλούμε την προσοχή μας στους “δυνάστας”, που “καθείλε [ο Θεός] από θρόνων, και ύψωσε ταπεινούς”. Η μεγάλη δύναμη βρίσκεται στους “ταπεινούς τω πνεύματι”. Αυτοί αποτελούν τον “λαό της Θεοτόκου”. Αυτοί ζουν την ταπείνωση που εκβάλλει στην δοξολογία του Θεού και στην αγαλλίαση του πνεύματος.–