Tου π. Δανιήλ Σισόγεφ
«Μὰ γιατί εἶστε τόσο στενόμυαλοι φανατικοί; Γιατί πιστεύετε ὅτι δὲν ὑπάρχει σωτηρία μακριὰ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἀφοῦ ὅλοι πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεὸ – μουσουλμάνοι, χριστιανοί, ἰουδαῖοι καὶ βουδιστές. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται μόνο στὰ διαφορετικὰ τελετουργικά. Γιατί θὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἐπιμένει στὴν δική του μοναδικότητα; Πιστεύετε πραγματικὰ ὅτι ὁ δημιουργὸς δὲν δέχεται κοντὰ τοῦ τοὺς ἀλλόθρησκους; Κι ὅμως, δὲν τὸν νοιάζει ποιὸς πιστεύει ποῦ. Τὸ βασικὸ εἶναι νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος!»
-Τέτοια λόγια ἔχουν ἀκούσει ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ περισσότερες ἀπὸ ἑκατὸ φορές. Καὶ συχνὰ προέρχονται ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀπρόσεκτοι ἱερεῖς γιὰ ἄγνωστους λόγους, τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ μετέχουν στὴ Θεία Κοινωνία. Καὶ βέβαια, πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἀρνηθεῖ ὅτι ὑπάρχει μόνο ἕνας Θεός; Ἀφοῦ ἀκόμα καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «…οὐδεὶς Θεὸς ἕτερος εἰ μὴ εἷς.» (1) (Πρὸς Κόρ. Ἃ’ 8,4.) Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος Κύριος τῶν πάντων, Αὐτὸς καὶ μόνο εἶναι ὁ Θεὸς τόσο τῶν ἰουδαίων ὅσο καὶ τῶν ἐθνικῶν [ἢ Ἰουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ δὲ καὶ ἐθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν](Πρὸς Ρώμ. 3,29). Ἡ κοινὴ λογικὴ λέει, ὅτι δὲν γίνεται νὰ ὑπάρχουν συγχρόνως δύο Θεοὶ πανταχοῦ παρόντες – δὲν θὰ ὑπῆρχε χῶρος καὶ γιὰ τοὺς δύο καὶ ὁ ἕνας θὰ περιόριζε τὸν ἄλλο. Ἂν ὅμως εἶναι προφανὴς ἀλήθεια ἡ μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ, σὲ καμία περίπτωση αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὅλοι γνωρίζουν περὶ αὐτοῦ του Θεοῦ καὶ Τὸν λατρεύουν ὅπως πρέπει.
Ἡ διατύπωση καὶ μόνο, ὅμως, ὅτι....
«ὅλοι πιστεύουν σὲ ἕναν Θεὸ» δὲν εἶναι σωστή, γιὰ τὸ λόγο ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ ἀθεϊστὲς στὸν κόσμο – εἴτε κομμουνιστές, εἴτε βουδιστὲς εἴτε ἀκόμα καὶ ὀπαδοὶ τοῦ Σαμανισμοῦ. Ὅλοι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν σὲ κανένα Θεό. Ἂν πρέπει ὅμως νὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, τότε ἀπὸ τὴν παραδοχὴ τῆς πραγματικότητας τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ δὲν συνεπάγεται σὲ καμία περίπτωση, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τὸν λατρεύουν.
Τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα βοηθάει νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτό: πολλοὶ γνωρίζουν τὸν πρόεδρο τῆς Ρωσίας, ἀλλὰ συνεπάγεται αὐτόματα ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ξέρουν, τοῦ εἶναι πιστοὶ καὶ καταλαβαίνουν τὶς πράξεις του; Ἔτσι ἀκριβῶς γνωρίζουν πολλὰ δισεκατομμύρια ἀνθρώπων γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μία μεγάλη πλειοψηφία τὸν ἀντιλαμβάνεται σὰν μία πολὺ μακρινὴ καὶ ἀκατανόητη δύναμη. Γιὰ παράδειγμα στὸ Ἰσλὰμ ἀπαγορεύεται νὰ πεῖς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄνθρωπος (ἢ νὰ ζωγραφίσεις τὸν Ἀλλὰχ σὰν πρόσωπο). Εἶναι περισσότερο κάτι ποὺ παρέχει τὸ Νόμο, τιμωρεῖ καὶ ἐπιβραβεύει κατὰ τὴ θέλησή του. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ Ἄϊν Σὸφ τῆς ἰουδαϊκῆς Καμπάλα: δὲν ἀναγνωρίζεται καὶ δὲν ἀναγνωρίζει τίποτα (2). Εἶναι κάπως σὰν τὴν Θέμιδα (3) τῶν Ἑλλήνων, ἢ σὰν ἕναν Θεὸ ποὺ φανερώθηκε ἀπὸ μόνος του στὴ Βίβλο. Εἶναι σὰν τὸ φῶς τῆς πολὺ ἀπομακρυσμένης φωτιᾶς, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζεστάνει καμιὰ ψυχή.
Καὶ αὐτὴ ἡ ἔννοια εἶναι στὴν πραγματικότητα πανανθρώπινη. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ ?ὁμολογία πίστεως? ἑνὸς μικροαστοῦ εἶναι: «Λοιπόν, ὑπάρχει κάτι. Ἀλλὰ τί, αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω». Μὲ αὐτὸ τὸ ?κάτι? συνήθως συνδέεται ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης. Γι’ αὐτὸ σὲ κάθε ἀδικία λέμε: «Ἂν ὑπῆρχε Θεός, θὰ τὸ ἐπέτρεπε κάτι τέτοιο;». Μπορεῖ ὅμως νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς μία τέτοια ὁμολογία λογική; Φανταστεῖτε ὅτι σᾶς προτείνει κάποιος νὰ παντρευτεῖτε μία γυναίκα γιὰ τὴν ὁποία δὲν ξέρετε τίποτα. Καὶ ὅταν ρωτήσετε «Ποιὰ εἶναι;», νὰ σᾶς ἀπαντήσουν: «Εἶναι δίκαιη καὶ δὲν τὴν γνωρίζει κανείς». Μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀρκετὴ μία τέτοια ἀπάντηση;
Κι ὅμως ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων ξέρει γιὰ τὸν Θεὸ πολὺ λιγότερα ἀπ’ ὅτι ἕνας ἐργοδότης γιὰ τὸν καινούριο ἐργαζόμενο ποὺ προσλαμβάνει. Καὶ τότε σκέφτεται κανείς– γιὰ τοὺς δικούς του λόγους ὁ καθένας– ὅτι αὐτὴ ἡ ἐμφανὴς ἄγνοια ἀρκεῖ γιὰ νὰ σωθεῖ; Ἐπιπλέον αὐτὴ ἡ ἄγνοια δὲν ἔχει νὰ κάνει καθόλου μὲ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ μάθουν γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἀντίθετα μὲ τὸ ὅτι δὲν τὸ ἐπιθυμοῦν.
Αὐτὸ συμβαίνει ἀκριβῶς ὅπως καὶ στὸ Εὐαγγέλιο προηγουμένως. Οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν, ἀντὶ νὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο τοῦ Θεοῦ, νὰ χασομεροῦν στοὺς κήπους τους καὶ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ οἰκογενειακὰ ἢ τὰ κοινωνικὰ ζητήματα. Εἶναι πραγματικὰ τόσο ἀφελεῖς στὴν πίστη τους ὥστε νὰ πιστεύουν ὅτι ὁ Θεὸς παίρνει μαζί Του αὐτοὺς ποὺ δὲν Τὸν ἀγάπησαν καὶ Τὸν σεβόντουσαν ἐλάχιστα; «Σίγουρα δὲν εἶναι μικρότερη ἱεροσυλία τὸ νὰ μὴ γνωρίζεις τὸν Πατέρα καὶ Κύριο τῶν πάντων, ἀπ’ ὅτι νὰ τὸν προσβάλλεις», ἔλεγε ὁ Μ. Μινούκιος Φήλιξ.
Μόνο στὸν Ὀρθόδοξο Χριστιανισμὸ ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τόσο πολὺ τὴ Θεϊκὴ ζωή, ποὺ βλέπει τὴ μυστηριώδη φλόγα τῆς τριαδικῆς ἀγάπης.
Ἀναρωτιέται ὅμως συχνὰ κανείς: «Μὰ δὲν ὑπάρχουν τίμιοι ἄνθρωποι σὲ ἄλλες θρησκεῖες; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι καὶ αὐτοὶ θὰ πεθάνουν;».
Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση μᾶς ἀρέσει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ λανθασμένη γνώση γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν ἄγνοια. Διότι αὐτὸς ποὺ ἀγνοεῖ μπορεῖ νὰ συνειδητοποιήσει τὴν δυσμένειά του καὶ νὰ βαπτισθεῖ στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὅμως ποὺ πιστεύει στὸ ψέμα του δὲν θέλει νὰ ψάξει, πιστεύει ὅτι τὰ ἔχει ἤδη ὅλα.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴ καθημερινὴ ζωή. Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει χάρτη, ἔχει περισσότερες πιθανότητες νὰ φτάσει στὸν προορισμό του, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἕναν λανθασμένο χάρτη. Ἕνας ἀμελὴς γιατρός, ποὺ ἁπλὰ δὲν κάνει καλὰ τὴ δουλειά του, εἶναι προτιμότερος ἀπὸ ἕναν πραγματικὸ τσαρλατάνο. Στὴ δεύτερη περίπτωση ὁ ἄρρωστος δὲν ἔχει καμιὰ ἐλπίδα. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πίστη στὸ Θεό. Ὁ πεπεισμένος ἀλλόθρησκος δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ δεῖ τὸ φῶς, χωρὶς τὴν ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λέει ὁ Κύριος: «Γνωρίζω τὰ ἔργα σου, ὅτι οὔτε κρύος εἶσαι οὔτε ζεστός. Μακάρι νὰ ἤσουν κρύος ἢ ζεστός! Ἐπειδὴ ὅμως εἶσαι χλιαρὸς καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε κρύος, θὰ σὲ φτύσω ἀπὸ τὸ στόμα μου. Καὶ ἐσὺ λές: Εἶμαι πλούσιος καὶ τὰ ἔχω ὅλα καὶ δὲν χρειάζομαι τίποτα! Καὶ δὲν ξέρεις, ὅτι εἶσαι ἐλεεινὸς καὶ ἀξιολύπητος, φτωχός, τυφλὸς καὶ γυμνός. Σὲ συμβουλεύω νὰ ἀγοράσεις ἀπὸ μένα χρυσάφι καθαρισμένο στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ πλουτίσεις, καθὼς καὶ ροῦχα λευκὰ γιὰ νὰ ντυθεῖς καὶ νὰ μὴ φανερωθεῖ ἡ ντροπὴ τῆς γύμνιας σου, κι ἐπίσης κολλύριο γιὰ ν’ ἀλείψεις τὰ μάτια σου, ὥστε νὰ βλέπεις» [οἶδα σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἰ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἢς ἢ ζεστός, οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἰ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σὲ ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου. Ὅτι λέγεις ὅτι πλούσιος εἰμὶ καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω, - καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός, -συμβουλεύω σοὶ ἀγορᾶσαι πὰρ΄ ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρὸς ἴνα πλουτήσης, καὶ ἱμάτια λευκὰ ἴνα περιβάλη καὶ μὴ φανερωθῆ ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου, καὶ κολλύριον ἴνα ἐγχρίση τοὺς ὀφθαλμούς σου ἴνα βλέπης.] (Ἀποκάλ. 3, 15-18).
Ἀκριβῶς αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὶς λανθασμένες θρησκεῖες. Ὅσο πιὸ πολὺ εἶναι βουτηγμένος ὁ ἄνθρωπος σὲ μία λάθος παράδοση τόσο πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ ξεφύγει ἀπὸ αὐτή. Ἡ πράξη τῆς ἱεραποστολῆς ἀποδεικνύει ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ στρέφονται πιὸ συχνὰ στὸ Θεὸ εἶναι ὅσοι, ἀπὸ τὴ μία μεριά, δὲν ἔχουν χάσει ἀκόμα τὸ αἴσθημα τῆς ἀλήθειας καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ λανθασμένη πίστη τους. Μάλιστα τὸ Εὐαγγέλιο δὲν τὸ δέχθηκαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλὰ οἱ ἁπλοὶ ψαράδες. Γι’ αὐτὸ δὲν συστήνεται νὰ ἐπιδοκιμάζουμε τὸν θρησκευτικὸ ζῆλο τῶν ἰουδαίων ἢ τῶν μουσουλμάνων, ἀλλὰ νὰ προβάλλουμε ὅλη τὴν ἀνοησία τῆς πλάνης τους, ὅπως τὸ ἔκαναν οἱ ἅγιοι. Εἶναι λάθος πράξη νὰ τοὺς εὐχόμαστε στὶς γιορτές τους καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ ὑποστηρίζουμε περισσότερο τὴν ἁμαρτωλή τους ἐπιμονή.
Σὲ ἕνα βιβλιαράκι ἔδωσε κάποιος ἕνα παράδειγμα κατὰ τὸ ὁποῖο ἕνας Τάταρος ἀπηύθυνε σὲ ἕναν ἱερέα τὴν ἐρώτηση: «Τί πρέπει νὰ κάνω ὅταν οἱ ἀδερφοί μου μὲ πιέζουν νὰ πάω στὸ τζαμί;». Τί θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει ἕνας σωστὸς ἱερέας σὲ μία τέτοια περίπτωση; Φυσικά, «Ἐγκατάλειψε τὸ Ἰσλὰμ βαπτίσου καὶ πήγαινε στὸ μοναστήρι, ἐὰν θέλεις πιὸ γρήγορα νὰ εὐχαριστήσεις τὸν Κύριο». Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἱερέας ἀπάντησε: «Πήγαινε στὸ τζαμὶ δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ὑπάκουσε στὸν ἰμάμη». Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου κρίνει αὐτὴ τὴ συμβουλὴ σχεδὸν ὡς ἡρωισμὸ (ὄχι τυχαία ὁ ἰμάμης ἐπιδοκίμασε αὐτὸν τὸν ψευδοβοσκό), στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο ἀτιμία. Λόγω τοῦ κακῶς ἐννοούμενου ἀνθρωπισμοῦ ἔριξε ὁ ἱερέας τὸν καημένο τὸν ἄνθρωπο σὲ μία πιὸ μεγάλη πλάνη καὶ τὸν καταδίκασε σὲ αἰώνια πτώση. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ γνώριζε, ὅτι «ὅποιος πιστεύει στὸν Υἱό, αὐτὸς ἔχει τὴν αἰώνια ζωή. Ὅποιος δὲν πιστεύει στὸν Υἱό, αὐτὸς δὲν θὰ δεῖ τὴν ζωή, ἀλλὰ θὰ πέσει πάνω του ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ»; [ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῶ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἂλλ΄ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἒπ΄ αὐτόν.] (Ἰωάν. 3, 36). Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀξίζει νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ἐρώτημα, ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι καλός, ἀνεξαρτήτως πίστεως. Καὶ τί σημαίνει τελικὰ «νὰ εἶναι καλός»;
Ποιὰ εἶναι τὰ κριτήρια τῆς συνείδησης; Ἕνας ἀλκοολικὸς θεωρεῖ ἕναν ὅμοιό του καλὸ ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ γυναίκα τοῦ ἔχει ἀντίθετη ἄποψη. Λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι, «εἶναι καλὸς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν κάνει τίποτα κακὸ στὸν διπλανό του» ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ὁρισμός. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν διαπιστώνουμε τί εἶναι "καλὸ" καὶ τί "κακό". Σύμφωνα μὲ τὸν μέθυσο εἶναι κακὸς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν τοῦ δίνει νὰ πιεῖ, ἀλλὰ οἱ διπλανοί του σκέφτονται διαφορετικά. Ποιὰ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀλήθεια; Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἕνας συνηθισμένος κορμὸς δέντρου δὲν κάνει σὲ κανέναν κακό, εἶναι ὅμως γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἕνα παράδειγμα ἀρετῆς;
Ἐπίσης ἡ συνείδηση συχνὰ λέει ψέματα, καὶ πάρα πολὺ τὴν "βοηθάει" σ’ αὐτὸ μία λάθος θρησκεία. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς προφήτεψε: «Ἔρχεται μάλιστα ὥρα ποὺ ὅποιος σᾶς σκοτώσει, θὰ νομίσει πὼς προσφέρει ὑπηρεσία στὸ Θεό. Καὶ θὰ τὰ κάνουν αὐτά, γιατί δὲ γνώρισαν τὸν Πατέρα οὔτε ἐμένα» [ἂλλ΄ ἔρχεται ὥρα ἴνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξη λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῶ. Καὶ ταῦτα ποιήσουσιν, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν τὸν πατέρα οὐδὲ ἐμέ.] ( Ἰωάν. 16, 2-3). Καὶ οἱ Χριστιανοὶ εἶδαν πολλὰ ἀνάλογα παραδείγματα ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Γνωρίζουμε ὅτι ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ- ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Μουσουλμάνοι- ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι σκοτώνουν τοὺς Χριστιανοὺς ἔχοντας τὴν ἐντύπωση πὼς ἔτσι ἐκπληρώνουν τὸ θρησκευτικό τους καθῆκον. Αὐτὸ ξεκίνησε τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Στεφάνου (4) καὶ συνεχίζεται μέχρι τὶς μέρες μας. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀρχιερέα Ἀνατολίου καὶ τοῦ στρατιώτη Εὐγενίου Ροντιόνωφ οἱ ὁποῖοι δολοφονήθηκαν πρὶν λίγο καιρὸ στὴν Τσετσενία, δείχνει ὅτι ὁ ἴδιος λόγος (ἄρνηση τῆς Ἁγίας Τριάδας) ὁδηγεῖ στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μόνο ἡ συνείδηση καὶ ἡ θρησκεία δὲν εἶναι κριτήρια τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ σωστὸ κριτήριο γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής: Καλὸ εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ Δημιουργὸς θεωρεῖ καλό. Ἔτσι, ὅπως οἱ ὁδηγίες χρήσεως γιὰ μία συσκευὴ εἶναι οἱ πιὸ ἀξιόπιστες, ἀφοῦ γράφτηκαν ἀπὸ τὸν κατασκευαστή της. Γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι ἀκόμα πιὸ προφανές, διότι γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἀρετὲς εἶναι ἄπειρα χαρακτηριστικά του Θεοῦ. Ἔτσι ὁτιδήποτε δὲν ἐναντιώνεται στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ εἶναι καλό, καὶ ὁτιδήποτε ἐναντιώνεται σ’ αὐτὴν εἶναι κακό. Ἀλλὰ τώρα ἐπιστρέφουμε στὴν ἐρώτηση, «οἱ τίμιοι ἄνθρωποι ἄλλων θρησκειῶν μποροῦν νὰ σωθοῦν;». Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ὁρίσει, ἐὰν μία τίμια συμπεριφορὰ εἶναι καλὴ καὶ μία ἄλλη ὄχι; Ἐρχόμαστε πάλι πίσω στὴν ἐρώτηση, ἐὰν ὑπάρχουν πραγματικὰ κριτήρια τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, διότι ἡ τιμιότητα καὶ ἡ ἀτιμία εἶναι ἐντελῶς ὑποκειμενικὰ πράγματα.
Ἐὰν συμφωνοῦμε, ὅτι τὸ καλὸ εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κακὸ ἡ μὴ ἐκπλήρωσή του, τότε ἔχουμε τὴν ἀπάντηση στὸ χέρι μας. Ἡ παραμονὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ θρησκευτικὴ παράδοση, ἡ ὁποία δὲν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸν ἴδιο, εἶναι ἁμαρτία. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκ τῶν δέκα ἐντολῶν, ποὺ δόθηκαν στὸν Μωυσῆ, συμπεραίνουμε ὅτι ὁ Κύριος ἀποκηρύσσει τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς διδασκαλίες: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός σου, αὐτὸς ποὺ σὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου, ἀπὸ τὴ γῆ τῆς δουλείας. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχεις ἄλλους Θεοὺς ἐκτὸς ἀπὸ Ἐμένα» (2. Μωυσῆς 20,2-3) [ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγον σὲ ἐκ γὴς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ. ] (Ἔξοδος 20, 2-3)
Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν ὅτι τὸ κριτήριο γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ εἶναι ὁ δεκάλογος, νὰ ἀναλογιστοῦν, ὅτι κανένας ἀθεϊστὴς ἢ ἀλλόθρησκος δὲν θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν "ὀργὴ τοῦ Θεοῦ." Καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπάντησε στὴν ἐρώτηση: «Τί πρέπει νὰ κάνουμε, γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ;», ὅτι «αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, νὰ πιστεύετε σ’ ἐκεῖνον ποῦ ἔστειλε Αὐτὸς» [τί ποιῶμεν ἴνα ἐργαζώμεθα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο ἐστὶ τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἴνα πιστεύσητε εἰς ὂν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.] (Ἰωὰν . 6, 28-29).
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς κάλεσε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ πιστέψουμε στὸ Εὐαγγέλιο (δὲς κατὰ Μὰρκ 1, 15)[ καὶ λέγων ὅτι πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίω], καὶ ὅποιος παραμένει ἀμετανόητος (παρ’ ὅλο ποὺ τοῦ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀλήθεια), εἶναι δική του ἐπιλογή, ποὺ θὰ ἀποκοπεῖ ὡς ἄκαρπο δένδρο (δὲς κατὰ Λοὺκ 3, 9)[ ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὒν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται]. Ὁ Κύριος κάλεσε ὅλα τὰ ἔθνη νὰ βαπτιστοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος [πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,] (κατὰ Μάτθ. 28, 19) καὶ «ἂν δὲ γεννηθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» [ἐὰν μὴ τὶς γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.] (κατὰ Ἰωάν. 3, 5). Ὁ Λυτρωτὴς ὁ ἴδιος, καὶ ὄχι οἱ "φανατικοὶ" Ὀρθόδοξοι, βεβαίωσε: «Ὅποιος πιστέψει καὶ βαφτιστεῖ θὰ σωθεῖ, ὅποιος ἀπιστήσει θὰ καταδικαστεῖ» [ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται.] (κατὰ Μάρκ. 16, 16)
Ὁ Κύριος τῶν πάντων εἶπε: «Σᾶς βεβαιώνω, πὼς ἂν δὲ φᾶτε τὴ σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καὶ δὲν πιεῖτε τὸ αἷμα Του, δὲν ἔχετε ζωὴ μέσα σᾶς» [ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἐαυτοῖς.] (κατὰ Ἰωάν. 6, 53). Σ’ ἐμᾶς ὑπάρχει ἡ ἐντύπωση ὅτι σώζεται κανεὶς μόνο μέσα ἀπὸ μία ἀβέβαιη καλὴ κατάσταση χωρὶς τὴν Θεία Κοινωνία.
http://orthodoxia-ellhnismos.blogspot.com/2010/12/blog-post_12.html