ΕΜΠΟΔΙΟ ΟΔΥΝΗΡΟ ΑΛΛΑ ΩΦΕΛΙΜΟ
«Καὶ τῇ ὑπερβολὴ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι» (Β´ Κορ. 12, 7)
Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)
Διστάζω ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω.
Γιατὶ ἔχουμε φθάσει σὲ χρόνια σὰν ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα μιὰ προφητεία λέει, ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔχουν τὰ αὐτιά τους ἀνοιχτὰ γιὰ τὸ διάβολο ἀλλ’ ὄχι γιὰ τὸ Χριστό (πρβλ. Β΄ Τιμ. 4,4).
Ἐν τούτοις θὰ τολμήσω νὰ πῶ μερικὰ λόγια πρὸς ὠφέλειαν.
Κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν ὅλοι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ δέκα· κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν οἱ δέκα, θὰ μ᾽ ἀκούσῃ ἕνας.
Ἕνας νὰ μ᾽ ἀκούσῃ, φτάνει, εἶνε μεγάλος ὁ μισθός.
Διότι, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, μιὰ ψυχὴ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν ὁρατὸ κόσμο (βλ. Ματθ. 16,26· Μᾶρκ. 8,37). Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ θὰ μιλήσω. Τί θὰ πῶ;
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης τὴν 10-10-1993
«Καὶ τῇ ὑπερβολὴ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι» (Β´ Κορ. 12, 7)
Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)
Διστάζω ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω.
Γιατὶ ἔχουμε φθάσει σὲ χρόνια σὰν ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα μιὰ προφητεία λέει, ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔχουν τὰ αὐτιά τους ἀνοιχτὰ γιὰ τὸ διάβολο ἀλλ’ ὄχι γιὰ τὸ Χριστό (πρβλ. Β΄ Τιμ. 4,4).
Ἐν τούτοις θὰ τολμήσω νὰ πῶ μερικὰ λόγια πρὸς ὠφέλειαν.
Κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν ὅλοι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ δέκα· κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν οἱ δέκα, θὰ μ᾽ ἀκούσῃ ἕνας.
Ἕνας νὰ μ᾽ ἀκούσῃ, φτάνει, εἶνε μεγάλος ὁ μισθός.
Διότι, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, μιὰ ψυχὴ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν ὁρατὸ κόσμο (βλ. Ματθ. 16,26· Μᾶρκ. 8,37). Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ θὰ μιλήσω. Τί θὰ πῶ;
Ὑπάρχει μιὰ λέξις ποὺ κάνει τὸν κόσμο νὰ τρομάζῃ.
Ποιά εἶν’ αὐτή; Εἶνε ἡ λέξις θάνατος.
Ὅταν ἀκούσουν θάνατο, ταράζονται, ἀνησυχοῦν.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ ποὺ περιώδευα ὡς νέος ἱεροκήρυκας, κάπου στὸ λόγο μου εἶπα τὴ λέξι θάνατος, κι ἀμέσως ἄκουσα κάποιον νὰ λέῃ μὲ φρίκη «Χτύπα ξύλο».
Νομίζουν, ὅτι ἔτσι ὁ θάνατος θ’ ἀπομακρυνθῇ. Ὁ θάνατος ὅμως ἔρχεται· εἶνε γεγονός. Πότε ἔρχεται; Ἔρχεται ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸν περιμένουμε. Ἔρχεται τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα, ἔρχεται τὸ πρωΐ, ἔρχεται στὴν ἐργασία ποὺ κάνει ὁ καθένας, ἔρχεται τὸ μεσημέρι, σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα. Ἄγνωστο εἶνε τὸ πότε θὰ παραδώσουμε τὸ πνεῦμα στὸ Θεό.
Τί εἶνε ὁ θάνατος;
Εἶνε ἐκμηδένισις;
Οἱ ἄπιστοι λένε ἐκμηδένισις. Πέθανες; λέει· πάει τελείωσε.
Ἐμεῖς δὲ λέμε ἔτσι. Ἐμεῖς λέμε, ὅτι πέρα τοῦ τάφου ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Τὸ σῶμα διαλύεται στὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ μένει ἀθάνατος καὶ αἰωνία.
Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα θὰ ἐπανέλθῃ στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο θ’ ἀναστηθῇ. Ὑπάρχει ἀνάστασις.
Ἔχετε ἀποδείξεις; ρωτοῦν οἱ ἄπιστοι. Ἔχουμε.
Τί ἀποδείξεις; Τριῶν εἰδῶν. Ἔχουμε πρῶτον παραδείγματα ἀπὸ τὴ φύσι, ἔχουμε δεύτερον προφητεῖες ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, καὶ τρίτον ἔχουμε τὰ σχετικὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
⃝ Ναί, ὑπάρχει ἀνάστασις. Τὸ φωνάζει ὁ κάθε σπόρος. Τί εἶνε ὁ σπόρος; Ἕνα μικρούτσικο πραγματάκι. Τὸ σπέρνεις μέσα στὴ γῆ, σαπίζει, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βγαίνει ἕνα στάχυ ποὺ ἔχει ἄλλοτε τριάντα, ἄλλοτε ἑξήντα, ἄλλοτε ἑκατὸ κουκκιά, καὶ βλέπεις τὸ καλοκαίρι τὰ σπαρτὰ νὰ κυματίζουν σὰν μιὰ πράσινη θάλασσα, ἕνα ὡραῖο θέαμα.
Κάποιος ἄπιστος ἐπιστήμων πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔφθασε σ᾽ ἕνα κελλί, ὅπου ὁ καλόγερος ἦταν φιλανθής. Καθὼς ἡ αὐλὴ εὐωδίαζε ἀπὸ πολύχρωμα λουλούδια, λέει στὸν ἐπισκέπτη του·
―Ξέρεις ἀπὸ ποῦ βγῆκαν ὅλα αὐτά;
―Ἀπὸ ποῦ;
―Περίμενε νὰ σοῦ δείξω.
Πάει λοιπὸν καὶ τοῦ φέρνει ἕνα κουτί. Μέσα σ’ αὐτὸ εἶχε σπόρους. Ἂν ἔχετε δεῖ, οἱ σπόροι εἶνε συχνὰ μικρότεροι κι ἀπ’ τὸ κεφάλι τῆς καρφίτσας. Κι ὅμως μέσα στὸ μικρὸ ἐκεῖνο σπόρο κρύβεται ἕνα ἄνθος, ἕνα φυτό, ἢ καὶ ἕνα δέντρο πελώριο. Πῶς;
Ὅλη ἡ ἐπιστήμη νὰ μαζευτῇ, ἕνα σπόρο δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ. Τὸ παράδειγμα αὐτὸ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἀμφιβάλλεις, λέει, ὅτι θ᾽ ἀναστηθῇ ὁ νεκρός; Δὲς τὸ σπόρο.
Ὅπως ὁ σπόρος πέφτει μέσ᾽ στὴ γῆ, σαπίζει καὶ μετὰ φυτρώνει καὶ γίνεται ἕνα ὡραῖο στάχυ ἢ δέντρο, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος θάπτεται καὶ σαπίζει μέσα στὸ χῶμα, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ σαπισμένο αὐτὸ σῶμα θὰ προέλθῃ μιὰ μέρα ἕνα νέο ὡραιότατο σῶμα (βλ. Α΄ Κορ. 15,36-38).
Ὅλη ἡ φύσις κηρύττει τὴν ἀνάστασι.
Ὁ ἥλιος ποὺ ἀνατέλλει τὸ πρωΐ, ἡ σελήνη ποὺ βγαίνει τὴ νύχτα, τὰ ἄστρα ποὺ λάμπουν στὸ στερέωμα, ὅλο τὸ σύμπαν αὐτὴν διαλαλεῖ.
⃝ Ἀλλὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν ἀναγγέλλουν καὶ οἱ προφητεῖες. Μιὰ τέτοια προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶνε ἐκείνη ποὺ ἀκοῦμε τὸ Μέγα Σάββατο.
Τί λέει;
Ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ βρέθηκε σὲ μιὰ πεδιάδα ποὺ ἦταν γεμάτη νεκρὰ ὀστᾶ, καὶ ἀκούει φωνή·
―Τὰ ὀστᾶ αὐτὰ μποροῦν νὰ ζωντανέψουν;
―Σύ, Κύριε, λέει, τὸ ξέρεις αὐτό. Ὁ Θεὸς τὸν διατάζει· ―Κήρυξε, μίλησε στὰ ὀστᾶ. Καὶ τότε ἔγινε σεισμός, τὰ ὀστᾶ πλησίασαν μεταξύ τους, συναρμολογήθηκαν καὶ ἔγιναν σκελετοί.
Ἔπειτα πῆραν νεῦρα καὶ καλύφθηκαν μὲ σάρκες καὶ δέρμα. Τοὺς ἔλειπε ὅμως ἡ ψυχή.
Τέλος τοῦ δίνει ἐντολὴ νὰ κηρύξῃ πάλι, καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ σώματα ἀναστήθηκαν.
Τὸ ὅραμα αὐτὸ εἶνε μιὰ προφητεία περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν (βλ. Ἰεζ. 37,1-10).
⃝ Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο ἐπιχείρημα ποὺ δείχνει ὅτι ὁ θάνατος νικήθηκε εἶνε οἱ θαυμαστὲς νεκραναστάσεις ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Ἔχουμε τρία τέτοια θαύματα ποὺ ἐνήργησε σὲ ἄλλους ἀνθρώπους.
Τὸ πρῶτο εἶνε, ὅτι ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου.
Τὸ δεύτερο εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς χήρας τῆς Ναΐν· ποὺ ἡ μάνα του τὸν εἶχε μονάκριβο, ἔκλαιγε γοερῶς, καὶ ὁ Χριστὸς τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13).
Τὸ τρίτο εἶνε, ὅτι ἀνέστησε τὸν φίλο του τὸν Λάζαρο, ποὺ ἦταν «τεταρταῖος» μέσα στὸ μνῆμα (Ἰωάν. 11,39).
Τέλος ὁ Χριστός, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπέστη τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν τριήμερο ταφή, ἀνέστησε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ὑπάρχει λοιπὸν ἀνάστασις! Ὅσο εἶστε βέβαιοι ὅτι αὔριο ξημερώνει Δευτέρα, τόσο νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν.
Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος δὲν πρέπει νὰ λέγεται θάνατος· πρέπει νὰ λέγεται ὕπνος. Ἡ μάνα βλέπει τὸ παιδάκι της νὰ κοιμᾶται. Κλαίει; Δὲν κλαίει· γιατὶ ξέρει, ὅτι θὰ ξυπνήσῃ ζωηρὸ καὶ δροσᾶτο σὰν τὸ λουλούδι. Καὶ γι’ αὐτὸ τὰ νεκροταφεῖα δὲν πρέπει νὰ λέγωνται νεκροταφεῖα· πρέπει νὰ λέγωνται κοιμητήρια.
Ὕπνος εἶνε ὁ θάνατος, λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ κλαῖνε γι’ αὐτὸν ἀπαρηγόρητα.
Ὅπως ξυπνᾷ κάποιος ποὺ κοιμᾶται, ἔτσι καὶ ὅλοι οἱ νεκροὶ μιὰ μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν, γιὰ νὰ κριθοῦν καὶ νὰ λάβῃ καθένας κατὰ τὰ ἔργα του· «καὶ ἀπελεύσονται (οἱ ἐξ εὐωνύμων) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ματθ. 25,46).
Γεγονὸς λοιπὸν εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνάστασις κάθε θνητοῦ, ἡ κοινὴ ἀνάστασις. Καὶ αὐτὸ ὁμολογοῦμε κάθε φορὰ ποὺ λέμε τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν».
Ποιά εἶν’ αὐτή; Εἶνε ἡ λέξις θάνατος.
Ὅταν ἀκούσουν θάνατο, ταράζονται, ἀνησυχοῦν.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ ποὺ περιώδευα ὡς νέος ἱεροκήρυκας, κάπου στὸ λόγο μου εἶπα τὴ λέξι θάνατος, κι ἀμέσως ἄκουσα κάποιον νὰ λέῃ μὲ φρίκη «Χτύπα ξύλο».
Νομίζουν, ὅτι ἔτσι ὁ θάνατος θ’ ἀπομακρυνθῇ. Ὁ θάνατος ὅμως ἔρχεται· εἶνε γεγονός. Πότε ἔρχεται; Ἔρχεται ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸν περιμένουμε. Ἔρχεται τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα, ἔρχεται τὸ πρωΐ, ἔρχεται στὴν ἐργασία ποὺ κάνει ὁ καθένας, ἔρχεται τὸ μεσημέρι, σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα. Ἄγνωστο εἶνε τὸ πότε θὰ παραδώσουμε τὸ πνεῦμα στὸ Θεό.
Τί εἶνε ὁ θάνατος;
Εἶνε ἐκμηδένισις;
Οἱ ἄπιστοι λένε ἐκμηδένισις. Πέθανες; λέει· πάει τελείωσε.
Ἐμεῖς δὲ λέμε ἔτσι. Ἐμεῖς λέμε, ὅτι πέρα τοῦ τάφου ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Τὸ σῶμα διαλύεται στὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ μένει ἀθάνατος καὶ αἰωνία.
Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα θὰ ἐπανέλθῃ στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο θ’ ἀναστηθῇ. Ὑπάρχει ἀνάστασις.
Ἔχετε ἀποδείξεις; ρωτοῦν οἱ ἄπιστοι. Ἔχουμε.
Τί ἀποδείξεις; Τριῶν εἰδῶν. Ἔχουμε πρῶτον παραδείγματα ἀπὸ τὴ φύσι, ἔχουμε δεύτερον προφητεῖες ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, καὶ τρίτον ἔχουμε τὰ σχετικὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
⃝ Ναί, ὑπάρχει ἀνάστασις. Τὸ φωνάζει ὁ κάθε σπόρος. Τί εἶνε ὁ σπόρος; Ἕνα μικρούτσικο πραγματάκι. Τὸ σπέρνεις μέσα στὴ γῆ, σαπίζει, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βγαίνει ἕνα στάχυ ποὺ ἔχει ἄλλοτε τριάντα, ἄλλοτε ἑξήντα, ἄλλοτε ἑκατὸ κουκκιά, καὶ βλέπεις τὸ καλοκαίρι τὰ σπαρτὰ νὰ κυματίζουν σὰν μιὰ πράσινη θάλασσα, ἕνα ὡραῖο θέαμα.
Κάποιος ἄπιστος ἐπιστήμων πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔφθασε σ᾽ ἕνα κελλί, ὅπου ὁ καλόγερος ἦταν φιλανθής. Καθὼς ἡ αὐλὴ εὐωδίαζε ἀπὸ πολύχρωμα λουλούδια, λέει στὸν ἐπισκέπτη του·
―Ξέρεις ἀπὸ ποῦ βγῆκαν ὅλα αὐτά;
―Ἀπὸ ποῦ;
―Περίμενε νὰ σοῦ δείξω.
Πάει λοιπὸν καὶ τοῦ φέρνει ἕνα κουτί. Μέσα σ’ αὐτὸ εἶχε σπόρους. Ἂν ἔχετε δεῖ, οἱ σπόροι εἶνε συχνὰ μικρότεροι κι ἀπ’ τὸ κεφάλι τῆς καρφίτσας. Κι ὅμως μέσα στὸ μικρὸ ἐκεῖνο σπόρο κρύβεται ἕνα ἄνθος, ἕνα φυτό, ἢ καὶ ἕνα δέντρο πελώριο. Πῶς;
Ὅλη ἡ ἐπιστήμη νὰ μαζευτῇ, ἕνα σπόρο δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ. Τὸ παράδειγμα αὐτὸ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἀμφιβάλλεις, λέει, ὅτι θ᾽ ἀναστηθῇ ὁ νεκρός; Δὲς τὸ σπόρο.
Ὅπως ὁ σπόρος πέφτει μέσ᾽ στὴ γῆ, σαπίζει καὶ μετὰ φυτρώνει καὶ γίνεται ἕνα ὡραῖο στάχυ ἢ δέντρο, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος θάπτεται καὶ σαπίζει μέσα στὸ χῶμα, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ σαπισμένο αὐτὸ σῶμα θὰ προέλθῃ μιὰ μέρα ἕνα νέο ὡραιότατο σῶμα (βλ. Α΄ Κορ. 15,36-38).
Ὅλη ἡ φύσις κηρύττει τὴν ἀνάστασι.
Ὁ ἥλιος ποὺ ἀνατέλλει τὸ πρωΐ, ἡ σελήνη ποὺ βγαίνει τὴ νύχτα, τὰ ἄστρα ποὺ λάμπουν στὸ στερέωμα, ὅλο τὸ σύμπαν αὐτὴν διαλαλεῖ.
⃝ Ἀλλὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν ἀναγγέλλουν καὶ οἱ προφητεῖες. Μιὰ τέτοια προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶνε ἐκείνη ποὺ ἀκοῦμε τὸ Μέγα Σάββατο.
Τί λέει;
Ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ βρέθηκε σὲ μιὰ πεδιάδα ποὺ ἦταν γεμάτη νεκρὰ ὀστᾶ, καὶ ἀκούει φωνή·
―Τὰ ὀστᾶ αὐτὰ μποροῦν νὰ ζωντανέψουν;
―Σύ, Κύριε, λέει, τὸ ξέρεις αὐτό. Ὁ Θεὸς τὸν διατάζει· ―Κήρυξε, μίλησε στὰ ὀστᾶ. Καὶ τότε ἔγινε σεισμός, τὰ ὀστᾶ πλησίασαν μεταξύ τους, συναρμολογήθηκαν καὶ ἔγιναν σκελετοί.
Ἔπειτα πῆραν νεῦρα καὶ καλύφθηκαν μὲ σάρκες καὶ δέρμα. Τοὺς ἔλειπε ὅμως ἡ ψυχή.
Τέλος τοῦ δίνει ἐντολὴ νὰ κηρύξῃ πάλι, καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ σώματα ἀναστήθηκαν.
Τὸ ὅραμα αὐτὸ εἶνε μιὰ προφητεία περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν (βλ. Ἰεζ. 37,1-10).
⃝ Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο ἐπιχείρημα ποὺ δείχνει ὅτι ὁ θάνατος νικήθηκε εἶνε οἱ θαυμαστὲς νεκραναστάσεις ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Ἔχουμε τρία τέτοια θαύματα ποὺ ἐνήργησε σὲ ἄλλους ἀνθρώπους.
Τὸ πρῶτο εἶνε, ὅτι ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου.
Τὸ δεύτερο εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς χήρας τῆς Ναΐν· ποὺ ἡ μάνα του τὸν εἶχε μονάκριβο, ἔκλαιγε γοερῶς, καὶ ὁ Χριστὸς τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13).
Τὸ τρίτο εἶνε, ὅτι ἀνέστησε τὸν φίλο του τὸν Λάζαρο, ποὺ ἦταν «τεταρταῖος» μέσα στὸ μνῆμα (Ἰωάν. 11,39).
Τέλος ὁ Χριστός, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπέστη τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν τριήμερο ταφή, ἀνέστησε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ὑπάρχει λοιπὸν ἀνάστασις! Ὅσο εἶστε βέβαιοι ὅτι αὔριο ξημερώνει Δευτέρα, τόσο νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν.
Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος δὲν πρέπει νὰ λέγεται θάνατος· πρέπει νὰ λέγεται ὕπνος. Ἡ μάνα βλέπει τὸ παιδάκι της νὰ κοιμᾶται. Κλαίει; Δὲν κλαίει· γιατὶ ξέρει, ὅτι θὰ ξυπνήσῃ ζωηρὸ καὶ δροσᾶτο σὰν τὸ λουλούδι. Καὶ γι’ αὐτὸ τὰ νεκροταφεῖα δὲν πρέπει νὰ λέγωνται νεκροταφεῖα· πρέπει νὰ λέγωνται κοιμητήρια.
Ὕπνος εἶνε ὁ θάνατος, λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ κλαῖνε γι’ αὐτὸν ἀπαρηγόρητα.
Ὅπως ξυπνᾷ κάποιος ποὺ κοιμᾶται, ἔτσι καὶ ὅλοι οἱ νεκροὶ μιὰ μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν, γιὰ νὰ κριθοῦν καὶ νὰ λάβῃ καθένας κατὰ τὰ ἔργα του· «καὶ ἀπελεύσονται (οἱ ἐξ εὐωνύμων) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ματθ. 25,46).
Γεγονὸς λοιπὸν εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνάστασις κάθε θνητοῦ, ἡ κοινὴ ἀνάστασις. Καὶ αὐτὸ ὁμολογοῦμε κάθε φορὰ ποὺ λέμε τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν».
* * *
Αὐτὰ
εἶχα νὰ σᾶς πῶ. Καὶ κηρύττω μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ δὲ θὰ
πέσουν στὸ κενό. Διότι, γιὰ νὰ πιστέψῃ κάποιος στὴν ἀνάστασι,
χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις
⃝ Ἐλπίζω, ὅτι μεταξύ σας κανείς δὲν εἶνε ἄθεος· ὅλα γύρω μας φωνάζουν, ὅτι Ὑπάρχει Θεός, κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
⃝ Ἐλπίζω, ὅτι μεταξύ σας κανείς δὲν εἶνε ἀσεβὴς καὶ βλάσφημος. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει σὲ ἀνάστασι καὶ κρίσι, δὲ βλαστημάει τὸν Κριτή. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Διότι δὲ φταίει μόνο ἐκεῖνος ποὺ βλαστημάει· φταίει κι ὁ ἄλλος ποὺ τὸν ἀκούει καὶ δὲ διαμαρτύρεται.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει, ὅτι τὸ βλάσφημο δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀνεχώμεθα. Ἂν ὑβρίσῃς, λέει, Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ! Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐστηρότερος, προτρέπει· Ὅταν ἀκοῦς βλάσφημο συμβούλεψέ τον μιά, δυό, τρεῖς φορές. Δὲν συνετίζεταιι; Τότε, ἔχεις χέρι; χτύπα τὸ βλάσφημο. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάσφημο, θ᾽ ἁγιάσῃ!
⃝ Ἐλπίζω ἀκόμη ὅτι ἐκκλησιάζεσθε. Εἶστε τίμιοι καὶ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι. Εὐλογημένη ἡ δουλειά· ὁ γεωργὸς στὸ χωράφι, ὁ τσοπᾶνος στὰ πρόβατα, ὁ ψαρᾶς στὰ δίχτυα, ὁ ἐργάτης στὸ ἐργοτάξιο.
Ὅλη τὴν ἑβδομάδα δουλειά. Ξημέρωσε ὅμως Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα; Φτερὰ στὰ πόδια, ὅλοι στὴν ἐκκλησία! Ὅποιος λέει «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», αὐτὸς ἐκκλησιάζεται ἀνελλιπῶς.
Κανείς νὰ μὴν ἀπουσιάζῃ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα, 1 ὥρα ζητάει ὁ Θεός. Τόσο διαρκεῖ ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εὐχῶν…».
Ἔλα λοιπὸν στὴν ἐκκλησία, νὰ πῇς ἕνα Δόξα σοι ὁ Θεός», ἕνα εὐχαριστῶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ σοῦ χαρίζει. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· θά ᾽ρθουν χρόνια δύσκολα ποὺ θ’ ἀξίζῃ «μιὰ φούχτα ἀλεύρι – μιὰ φούχτα χρυσάφι». Τόσα δεινὰ μᾶς ἀπειλοῦν, τόσα κακὰ μᾶς περιμένουν.
⃝ Ἐλπίζω τέλος ὅτι ποθεῖτε τὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ. Ἀγαπᾶτε τὴν ἐπίγεια πατρίδα μας, γιὰ τὴν ὁποία καυχώμεθα ὅτι ἐμεῖς χτίσαμε Παρθενῶνα καὶ Ἁγιὰ Σοφιὰ ὅταν οἱ ἄλλοι λαοὶ ζοῦσαν σὲ σπηλιὲς καὶ τρώγανε βελανίδια.
Ἀλλ’ ἂν ἀγαποῦμε τὴν πατρίδα αὐτὴ μιὰ φορά, πόσῳ μᾶλλον τὴν οὐράνια καὶ αἰωνία πατρίδα μας; Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν αὐτὴ ὡς ἐπίσκοπος σᾶς εὐλογῶ.
Εὐλογῶ τὰ σπίτια σας, τὶς οἰκογένειές σας, τὶς ἐργασίες σας, καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ εἶνε πάντα μαζί σας· ἀμήν.
⃝ Ἐλπίζω, ὅτι μεταξύ σας κανείς δὲν εἶνε ἄθεος· ὅλα γύρω μας φωνάζουν, ὅτι Ὑπάρχει Θεός, κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
⃝ Ἐλπίζω, ὅτι μεταξύ σας κανείς δὲν εἶνε ἀσεβὴς καὶ βλάσφημος. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει σὲ ἀνάστασι καὶ κρίσι, δὲ βλαστημάει τὸν Κριτή. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Διότι δὲ φταίει μόνο ἐκεῖνος ποὺ βλαστημάει· φταίει κι ὁ ἄλλος ποὺ τὸν ἀκούει καὶ δὲ διαμαρτύρεται.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει, ὅτι τὸ βλάσφημο δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀνεχώμεθα. Ἂν ὑβρίσῃς, λέει, Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ! Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐστηρότερος, προτρέπει· Ὅταν ἀκοῦς βλάσφημο συμβούλεψέ τον μιά, δυό, τρεῖς φορές. Δὲν συνετίζεταιι; Τότε, ἔχεις χέρι; χτύπα τὸ βλάσφημο. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάσφημο, θ᾽ ἁγιάσῃ!
⃝ Ἐλπίζω ἀκόμη ὅτι ἐκκλησιάζεσθε. Εἶστε τίμιοι καὶ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι. Εὐλογημένη ἡ δουλειά· ὁ γεωργὸς στὸ χωράφι, ὁ τσοπᾶνος στὰ πρόβατα, ὁ ψαρᾶς στὰ δίχτυα, ὁ ἐργάτης στὸ ἐργοτάξιο.
Ὅλη τὴν ἑβδομάδα δουλειά. Ξημέρωσε ὅμως Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα; Φτερὰ στὰ πόδια, ὅλοι στὴν ἐκκλησία! Ὅποιος λέει «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», αὐτὸς ἐκκλησιάζεται ἀνελλιπῶς.
Κανείς νὰ μὴν ἀπουσιάζῃ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα, 1 ὥρα ζητάει ὁ Θεός. Τόσο διαρκεῖ ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εὐχῶν…».
Ἔλα λοιπὸν στὴν ἐκκλησία, νὰ πῇς ἕνα Δόξα σοι ὁ Θεός», ἕνα εὐχαριστῶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ σοῦ χαρίζει. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· θά ᾽ρθουν χρόνια δύσκολα ποὺ θ’ ἀξίζῃ «μιὰ φούχτα ἀλεύρι – μιὰ φούχτα χρυσάφι». Τόσα δεινὰ μᾶς ἀπειλοῦν, τόσα κακὰ μᾶς περιμένουν.
⃝ Ἐλπίζω τέλος ὅτι ποθεῖτε τὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ. Ἀγαπᾶτε τὴν ἐπίγεια πατρίδα μας, γιὰ τὴν ὁποία καυχώμεθα ὅτι ἐμεῖς χτίσαμε Παρθενῶνα καὶ Ἁγιὰ Σοφιὰ ὅταν οἱ ἄλλοι λαοὶ ζοῦσαν σὲ σπηλιὲς καὶ τρώγανε βελανίδια.
Ἀλλ’ ἂν ἀγαποῦμε τὴν πατρίδα αὐτὴ μιὰ φορά, πόσῳ μᾶλλον τὴν οὐράνια καὶ αἰωνία πατρίδα μας; Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν αὐτὴ ὡς ἐπίσκοπος σᾶς εὐλογῶ.
Εὐλογῶ τὰ σπίτια σας, τὶς οἰκογένειές σας, τὶς ἐργασίες σας, καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ εἶνε πάντα μαζί σας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης τὴν 10-10-1993
http://www.augoustinos-kantiotis.gr