Ψυχική αναισθησία!
«Καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8,32)
«Καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8,32)
ΤΟ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, μιλάει γιὰ δύο δαιμονισμένους ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός.
Δύο οἱ δαιμονισμένοι στὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀλλὰ στὴ σημερινὴ κοινωνία οἱ δαιμονισμένοι εἶνε τόσοι, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς μετρήσουμε.
Κάθε ἀμετανόητος ἁμαρτωλὸς εἶνε κ᾿ ἕνας δαιμονισμένος. Καὶ ὅποιος βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ πονηροῦ πνεύματος, εἶνε ἐπικίνδυνος στοὺς συνανθρώπους του, ὅπως ἦταν καὶ οἱ δαιμονιζόμενοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Θέλετε ἀπόδειξι; Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἦταν οἱ δαιμονισμένοι δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἄνθρωπος. Δὲ μοῦ λέτε, καὶ σήμερα στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἄλλες πόλεις, δὲν ὑπάρχουν μέρη καὶ δρόμοι, ποὺ ὅταν νυχτώσῃ δὲν τολμᾷ νὰ περάσῃ κορίτσι ἢ καὶ μεγάλη γυναίκα ἀκόμη;
Λέει ἀκόμη τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ δύο δαιμονισμένοι ἦταν ἀναιδέστατοι. Σχίζανε τὰ ῥοῦχα τους καὶ παρουσιάζονταν γυμνοί, χωρὶς ντροπὴ στὸν κόσμο. Δὲ μοῦ λέτε, καὶ σήμερα αὐτὸ δὲν γίνεται; Δὲν παρουσιάζονται οἱ γυναῖκες ξεγυμνωμένες, χωρὶς καμμιὰ ντροπή; Ἑπομένως, κι αὐτὲς εἶνε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν διων πονηρῶν πνευμάτων. Καὶ σκανδαλίζουν καὶ ῥίχνουν φωτιὰ στὴν κοινωνία.
Γιὰ δυὸ δαιμονισμένους μᾶς μιλάει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀλλ᾿ ἐγὼ θ᾿ ἀποσπάσω τὴν προσοχή σας ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα σημεῖα τῆς περικοπῆς καὶ θὰ τὴν στρέψω σὲ ἕνα μόνο σημεῖο. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Εἶνε ὁ «κρημνός» (Ματθ. 8,32). Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξετε.
Δύο οἱ δαιμονισμένοι στὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀλλὰ στὴ σημερινὴ κοινωνία οἱ δαιμονισμένοι εἶνε τόσοι, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς μετρήσουμε.
Κάθε ἀμετανόητος ἁμαρτωλὸς εἶνε κ᾿ ἕνας δαιμονισμένος. Καὶ ὅποιος βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ πονηροῦ πνεύματος, εἶνε ἐπικίνδυνος στοὺς συνανθρώπους του, ὅπως ἦταν καὶ οἱ δαιμονιζόμενοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Θέλετε ἀπόδειξι; Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἦταν οἱ δαιμονισμένοι δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἄνθρωπος. Δὲ μοῦ λέτε, καὶ σήμερα στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἄλλες πόλεις, δὲν ὑπάρχουν μέρη καὶ δρόμοι, ποὺ ὅταν νυχτώσῃ δὲν τολμᾷ νὰ περάσῃ κορίτσι ἢ καὶ μεγάλη γυναίκα ἀκόμη;
Λέει ἀκόμη τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ δύο δαιμονισμένοι ἦταν ἀναιδέστατοι. Σχίζανε τὰ ῥοῦχα τους καὶ παρουσιάζονταν γυμνοί, χωρὶς ντροπὴ στὸν κόσμο. Δὲ μοῦ λέτε, καὶ σήμερα αὐτὸ δὲν γίνεται; Δὲν παρουσιάζονται οἱ γυναῖκες ξεγυμνωμένες, χωρὶς καμμιὰ ντροπή; Ἑπομένως, κι αὐτὲς εἶνε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν διων πονηρῶν πνευμάτων. Καὶ σκανδαλίζουν καὶ ῥίχνουν φωτιὰ στὴν κοινωνία.
Γιὰ δυὸ δαιμονισμένους μᾶς μιλάει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀλλ᾿ ἐγὼ θ᾿ ἀποσπάσω τὴν προσοχή σας ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα σημεῖα τῆς περικοπῆς καὶ θὰ τὴν στρέψω σὲ ἕνα μόνο σημεῖο. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Εἶνε ὁ «κρημνός» (Ματθ. 8,32). Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξετε.
* * *
Μιλάει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ ἕνα γκρεμό. Προσέξτε νὰ μὴ τὸν πλησιάσετε. Ὦ θεῖον Εὐαγγέλιο, πόσο μᾶς προστατεύεις!
Κοντὰ στοὺς δαιμονισμένους, μᾶς λέει, ἔβοσκε ἕνα κοπάδι ἀπὸ ἀκάθαρτα ζῷα, ἀπὸ χοίρους. Πόσα ἦταν; Ἀγέλη, δηλαδὴ κοπάδι, δύο – τρεῖς χιλιάδες. Ξαφνικὰ τὰ ζῷα τινάχθηκαν κ᾿ ἔκαναν σὰν τρελλά. Ἔχετε δεῖ, πῶς κάνει τὸ ἄλογο ὅταν τὸ τσιμπάει ἀλογόμυγα; Σπάει τὸ χαλινάρι καὶ πέφτει στὸ γκρεμό. Ἔτσι ἔκαναν καὶ τὰ δυστυχισμένα ἐκεῖνα ζῷα. Μόλις ἐνωχλήθηκαν ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἄφησαν τὴ βοσκή, τινάχθηκαν, κι ἄρχισαν νὰ τρέχουν πρὸς τὸ γκρεμό. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔπεσαν στὴ θάλασσα καὶ πνίγηκαν ὅλα. Δὲν ἔμεινε οὔτε ἕνα. Γέμισε ἡ θάλασσα ἀπὸ τὰ πτώματά τους.
Ἀλλὰ ὁ γκρεμὸς αὐτὸς δὲν εἶνε τίποτε μπροστὰ σὲ κάτι ἄλλους γκρεμούς, ὅπου δὲν τσακίζονται πλέον ἄλογα ζῷα, ἀλλὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.
Λένε γιὰ κάποιο βασιλιᾶ τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ὅτι πολιόρκησε μιὰ πόλι. Κι ὅταν τὴν κυρίευσε, ἔσφαξε τὰ γυναικόπαιδα. Τοὺς δὲ ἄνδρες καὶ νέους τί τοὺς ἔκανε; Συγκέντρωσε δέκα χιλιάδες. Τοὺς ἀφώπλισε, καὶ τοὺς ἀνέβασε πάνω σ᾿ ἕνα γκρεμό, ποὺ ἀπὸ κάτω ἁπλωνόταν ἡ θάλασσα. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἕναν – ἕνα τοὺς γκρέμισε ὅλους στὴ θάλασσα. Γέμισε ἡ θάλασσα πτώματα.
Αὐτὸς ἦταν φυσικὸς γκρεμός. Ὑπάρχουν ὅμως κάτι ἄλλοι γκρεμοὶ πιὸ ἀπαίσιοι, μαῦροι καὶ φοβεροί. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ γκρεμοὶ μὲ τὰ ἀπαίσια βράχια; Εἶνε οἱ κοινωνικοὶ γκρεμοί. Τέτοιο γκρεμὸ εὔχομαι, κανένας σας νὰ μὴ τὸν πλησιάσῃ, οὔτε ἄνδρας οὔτε γυναίκα. Ἂν πλησιάσῃ, κινδυνεύει νὰ πέσῃ καὶ νὰ βρεθῇ στὸ χάος.
Ποιός εἶνε ὁ πρῶτος κοινωνικὸς γκρεμός; Ποιό εἶνε τ᾿ ὄνομά του; Εἶνε ὁ γκρεμὸς τοῦ Ἰούδα, φέρει τὸ ὄνομα τῆς φιλαργυρίας. Πάνω σ᾿ αὐτὸν κάθεται διπλοπόδι ὁ σατανᾶς μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰ λεφτὰ θ᾿ ἀρχίσουν νὰ γαργαλοῦν τὸν ἄνθρωπο, δὲν βρίσκει ἡσυχία οὔτε μέρα οὔτε νύχτα, μέχρι νὰ τ᾿ ἀποκτήσῃ.
Κι ἀφοῦ τ᾿ ἀποκτήσῃ, θέλει νὰ τ᾿ αὐξήσῃ. Τὰ πέντε θέλει νὰ τὰ κάνῃ δέκα, τὰ δέκα εκοσι, καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχει. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει πιὰ δὲν θέλω ἄλλο τὰ νερά σας. Κι ὁ χάρος μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροθάφτες, Φτάνει πιὰ δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς. Μὰ ὁ φιλάργυρος δὲν θὰ πῇ ποτέ, Φτάνει. Εἶνε ἀχόρταγος.
Σὲ ξεγελάει ὁ διάβολος, σὲ τραβάει στὸ γκρεμό, σοῦ μετράει τὰ τριάκοντα ἀργύρια, καὶ μετὰ σοῦ δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶ σὲ ῥίχνει στὸ χάος, στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀγχόνη τοῦ Ἰσκαριώτη.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γκρεμὸ τοῦ Ἰούδα ὑπάρχει κι ἄλλος βράχος μαῦρος καὶ ἀπαίσιος. Εἶνε ὁ βράχος τῆς φιληδονίας. Εὔχομαι, κανένας ἀπὸ σᾶς, καὶ μάλιστα νέος ἢ νέα, νὰ μὴν ὁδηγηθῇ στὰ βράχια τῆς φιληδονίας, τὰ βράχια τῆς σαρκός. Σ᾿ αὐτὸ τὸν ἀπαίσιο κοινωνικὸ βράχο δὲν κάθεται ὁ σατανᾶς μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Ἐδῶ ὁ διάβολος κρατάει κιθάρες καὶ βιολιά, καὶ παίζει τὰ πιὸ μαγευτικὰ τραγούδια γιὰ τὸν αἰσχρὸ ἔρωτα. Μ᾿ αὐτὰ τρελλαίνει τοὺς νέους. Τοὺς συμβουλεύει, νὰ μὴν ἀκοῦνε παπᾶδες καὶ Εὐαγγέλια. Ἡ Ἐκκλησία λέει· Ἡ ζωὴ = καθῆκον· ἡ ζωὴ = θυσία. Ὁ διάβολος τὰ σβήνει ὅλα αὐτὰ καὶ λέει· Ἡ ζωή, νέοι μου, εἶνε ἀπόλαυσι· ἡ ζωὴ εἶνε γλέντι. «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Α΄ Κορ. 15, 32). Καὶ μὲ τὶς κιθάρες καὶ τὰ βιολιὰ τοὺς τραβάει στὸν ἀπαίσιο γκρεμὸ τῆς φιληδονίας. Μετὰ τοὺς δίνει μιὰ σπρωξιά, καὶ τοὺς βλέπουμε στὰ δικαστήρια νὰ παλεύουν γιὰ τὸ διαζύγιο. Τοὺς βρίσκουμε στὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, παράλυτους καὶ τυφλούς. Τοὺς βρίσκουμε στὶς φυλακές, ἐλεεινὰ ῥάκη.
Ὑπάρχει ὅμως κ᾿ ἕνας τρίτος γκρεμός, ἀκόμη χειρότερος. Στὴν κορυφή του βρίσκεται ὁ ἑωσφόρος κρατώντας στὰ χέρια του τὰ ἀξιώματα τῆς γῆς. Εἶνε ὁ γκρεμὸς τῆς φιλοδοξίας. «Πολλοὶ τὸν πλοῦτον ἐμίσησαν, τὴν δόξαν οὐδείς», λέει ἕνα ῥητό. Ὁ ἑωσφόρος κρατάει σκῆπτρα, σπαθιά, ὑπουργιλίκια, ὅλα τὰ μεγαλεῖα. Βάζει ἰδέες καὶ λέει στὸν κόσμο· Ἐλᾶτε κοντά μου, γιὰ ν᾿ ἀποκτήσετε δύναμι καὶ νὰ σᾶς λογαριάζῃ ὁ κόσμος. Στὸν ἕνα τὸ πνεῦμα τοῦ σατανᾶ, τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, λέει· Ἐσὺ εἶσαι δυνατός! Στὸν ἄλλο· Ἐσὺ εἶσαι ὡραῖος· τέτοιον ὡραῖον ἄνδρα καὶ τόσο ὄμορφη γυναῖκα δὲν ξαναγέννησε ἡ γῆ! Στὸν τρίτο λέει· Ἐσὺ εἶσαι σοφός· ὅσα ξέρεις ἐσύ, δὲν τὰ ξέρει κανένας! Στὸν τέταρτο λέει· Ἐσὺ εἶσαι ἅγιος· φτερουγίζεις γιὰ τὸν οὐρανό!… Στὸν καθένα λέει ἀπὸ κάτι, καὶ τὸν ῥίχνει στὴν ὑπερηφάνεια. Τὸν παίρνει στὰ μαῦρα φτερά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ γκρεμό. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ τοῦ δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶ τὸν τσακίζει στὰ βράχια. Κ᾿ ἐκεῖ ὁ ὑπερήφανος βλέπει τὰ φτερά του μαδημένα ἀπὸ τὸν ἄγγελο – διάβολο ποὺ εἶχε δίπλα του.
Αὐτοί, ἀγαπητοί μου, εἶνε οἱ γκρεμοί, ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ὁ διάβολος. Κ᾿ ἔτσι πᾶμε κατὰ κρημνοῦ. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ φωτογραφία μας.
Κοντὰ στοὺς δαιμονισμένους, μᾶς λέει, ἔβοσκε ἕνα κοπάδι ἀπὸ ἀκάθαρτα ζῷα, ἀπὸ χοίρους. Πόσα ἦταν; Ἀγέλη, δηλαδὴ κοπάδι, δύο – τρεῖς χιλιάδες. Ξαφνικὰ τὰ ζῷα τινάχθηκαν κ᾿ ἔκαναν σὰν τρελλά. Ἔχετε δεῖ, πῶς κάνει τὸ ἄλογο ὅταν τὸ τσιμπάει ἀλογόμυγα; Σπάει τὸ χαλινάρι καὶ πέφτει στὸ γκρεμό. Ἔτσι ἔκαναν καὶ τὰ δυστυχισμένα ἐκεῖνα ζῷα. Μόλις ἐνωχλήθηκαν ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἄφησαν τὴ βοσκή, τινάχθηκαν, κι ἄρχισαν νὰ τρέχουν πρὸς τὸ γκρεμό. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔπεσαν στὴ θάλασσα καὶ πνίγηκαν ὅλα. Δὲν ἔμεινε οὔτε ἕνα. Γέμισε ἡ θάλασσα ἀπὸ τὰ πτώματά τους.
Ἀλλὰ ὁ γκρεμὸς αὐτὸς δὲν εἶνε τίποτε μπροστὰ σὲ κάτι ἄλλους γκρεμούς, ὅπου δὲν τσακίζονται πλέον ἄλογα ζῷα, ἀλλὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.
Λένε γιὰ κάποιο βασιλιᾶ τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ὅτι πολιόρκησε μιὰ πόλι. Κι ὅταν τὴν κυρίευσε, ἔσφαξε τὰ γυναικόπαιδα. Τοὺς δὲ ἄνδρες καὶ νέους τί τοὺς ἔκανε; Συγκέντρωσε δέκα χιλιάδες. Τοὺς ἀφώπλισε, καὶ τοὺς ἀνέβασε πάνω σ᾿ ἕνα γκρεμό, ποὺ ἀπὸ κάτω ἁπλωνόταν ἡ θάλασσα. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἕναν – ἕνα τοὺς γκρέμισε ὅλους στὴ θάλασσα. Γέμισε ἡ θάλασσα πτώματα.
Αὐτὸς ἦταν φυσικὸς γκρεμός. Ὑπάρχουν ὅμως κάτι ἄλλοι γκρεμοὶ πιὸ ἀπαίσιοι, μαῦροι καὶ φοβεροί. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ γκρεμοὶ μὲ τὰ ἀπαίσια βράχια; Εἶνε οἱ κοινωνικοὶ γκρεμοί. Τέτοιο γκρεμὸ εὔχομαι, κανένας σας νὰ μὴ τὸν πλησιάσῃ, οὔτε ἄνδρας οὔτε γυναίκα. Ἂν πλησιάσῃ, κινδυνεύει νὰ πέσῃ καὶ νὰ βρεθῇ στὸ χάος.
Ποιός εἶνε ὁ πρῶτος κοινωνικὸς γκρεμός; Ποιό εἶνε τ᾿ ὄνομά του; Εἶνε ὁ γκρεμὸς τοῦ Ἰούδα, φέρει τὸ ὄνομα τῆς φιλαργυρίας. Πάνω σ᾿ αὐτὸν κάθεται διπλοπόδι ὁ σατανᾶς μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰ λεφτὰ θ᾿ ἀρχίσουν νὰ γαργαλοῦν τὸν ἄνθρωπο, δὲν βρίσκει ἡσυχία οὔτε μέρα οὔτε νύχτα, μέχρι νὰ τ᾿ ἀποκτήσῃ.
Κι ἀφοῦ τ᾿ ἀποκτήσῃ, θέλει νὰ τ᾿ αὐξήσῃ. Τὰ πέντε θέλει νὰ τὰ κάνῃ δέκα, τὰ δέκα εκοσι, καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχει. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει πιὰ δὲν θέλω ἄλλο τὰ νερά σας. Κι ὁ χάρος μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροθάφτες, Φτάνει πιὰ δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς. Μὰ ὁ φιλάργυρος δὲν θὰ πῇ ποτέ, Φτάνει. Εἶνε ἀχόρταγος.
Σὲ ξεγελάει ὁ διάβολος, σὲ τραβάει στὸ γκρεμό, σοῦ μετράει τὰ τριάκοντα ἀργύρια, καὶ μετὰ σοῦ δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶ σὲ ῥίχνει στὸ χάος, στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀγχόνη τοῦ Ἰσκαριώτη.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γκρεμὸ τοῦ Ἰούδα ὑπάρχει κι ἄλλος βράχος μαῦρος καὶ ἀπαίσιος. Εἶνε ὁ βράχος τῆς φιληδονίας. Εὔχομαι, κανένας ἀπὸ σᾶς, καὶ μάλιστα νέος ἢ νέα, νὰ μὴν ὁδηγηθῇ στὰ βράχια τῆς φιληδονίας, τὰ βράχια τῆς σαρκός. Σ᾿ αὐτὸ τὸν ἀπαίσιο κοινωνικὸ βράχο δὲν κάθεται ὁ σατανᾶς μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Ἐδῶ ὁ διάβολος κρατάει κιθάρες καὶ βιολιά, καὶ παίζει τὰ πιὸ μαγευτικὰ τραγούδια γιὰ τὸν αἰσχρὸ ἔρωτα. Μ᾿ αὐτὰ τρελλαίνει τοὺς νέους. Τοὺς συμβουλεύει, νὰ μὴν ἀκοῦνε παπᾶδες καὶ Εὐαγγέλια. Ἡ Ἐκκλησία λέει· Ἡ ζωὴ = καθῆκον· ἡ ζωὴ = θυσία. Ὁ διάβολος τὰ σβήνει ὅλα αὐτὰ καὶ λέει· Ἡ ζωή, νέοι μου, εἶνε ἀπόλαυσι· ἡ ζωὴ εἶνε γλέντι. «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Α΄ Κορ. 15, 32). Καὶ μὲ τὶς κιθάρες καὶ τὰ βιολιὰ τοὺς τραβάει στὸν ἀπαίσιο γκρεμὸ τῆς φιληδονίας. Μετὰ τοὺς δίνει μιὰ σπρωξιά, καὶ τοὺς βλέπουμε στὰ δικαστήρια νὰ παλεύουν γιὰ τὸ διαζύγιο. Τοὺς βρίσκουμε στὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, παράλυτους καὶ τυφλούς. Τοὺς βρίσκουμε στὶς φυλακές, ἐλεεινὰ ῥάκη.
Ὑπάρχει ὅμως κ᾿ ἕνας τρίτος γκρεμός, ἀκόμη χειρότερος. Στὴν κορυφή του βρίσκεται ὁ ἑωσφόρος κρατώντας στὰ χέρια του τὰ ἀξιώματα τῆς γῆς. Εἶνε ὁ γκρεμὸς τῆς φιλοδοξίας. «Πολλοὶ τὸν πλοῦτον ἐμίσησαν, τὴν δόξαν οὐδείς», λέει ἕνα ῥητό. Ὁ ἑωσφόρος κρατάει σκῆπτρα, σπαθιά, ὑπουργιλίκια, ὅλα τὰ μεγαλεῖα. Βάζει ἰδέες καὶ λέει στὸν κόσμο· Ἐλᾶτε κοντά μου, γιὰ ν᾿ ἀποκτήσετε δύναμι καὶ νὰ σᾶς λογαριάζῃ ὁ κόσμος. Στὸν ἕνα τὸ πνεῦμα τοῦ σατανᾶ, τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, λέει· Ἐσὺ εἶσαι δυνατός! Στὸν ἄλλο· Ἐσὺ εἶσαι ὡραῖος· τέτοιον ὡραῖον ἄνδρα καὶ τόσο ὄμορφη γυναῖκα δὲν ξαναγέννησε ἡ γῆ! Στὸν τρίτο λέει· Ἐσὺ εἶσαι σοφός· ὅσα ξέρεις ἐσύ, δὲν τὰ ξέρει κανένας! Στὸν τέταρτο λέει· Ἐσὺ εἶσαι ἅγιος· φτερουγίζεις γιὰ τὸν οὐρανό!… Στὸν καθένα λέει ἀπὸ κάτι, καὶ τὸν ῥίχνει στὴν ὑπερηφάνεια. Τὸν παίρνει στὰ μαῦρα φτερά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ γκρεμό. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ τοῦ δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶ τὸν τσακίζει στὰ βράχια. Κ᾿ ἐκεῖ ὁ ὑπερήφανος βλέπει τὰ φτερά του μαδημένα ἀπὸ τὸν ἄγγελο – διάβολο ποὺ εἶχε δίπλα του.
Αὐτοί, ἀγαπητοί μου, εἶνε οἱ γκρεμοί, ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ὁ διάβολος. Κ᾿ ἔτσι πᾶμε κατὰ κρημνοῦ. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ φωτογραφία μας.
* * *
Πᾶμε κατὰ κρημνοῦ. Κατὰ κρημνοῦ ὁ
ἄνδρας, κατὰ κρημνοῦ ἡ γυναίκα, κατὰ κρημνοῦ ὁ νέος, κατὰ κρημνοῦ ὁ
ῥασοφόρος, κατὰ κρημνοῦ οἱ λαϊκοί, κατὰ κρημνοῦ οἱ δεξιοί, κατὰ κρημνοῦ
οἱ ἀριστεροί, κατὰ κρημνοῦ οἱ πάντες.
Πῶς τὰ κατάφερε ὁ διάβολος σήμερα, νὰ κάνῃ ἕνα τεράστιο βράχο, χειρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Καὶ πάνω σ᾿ αὐτὸν δὲν ἔβαλε πλέον ἕνα ἄτομο ἢ μιὰ οἰκογένεια, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Κ᾿ εἶνε ἕτοιμος νὰ τὴ γκρεμίσῃ στὴν ἄβυσσο.
Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἔρχεται τὸ κακό. Ἂν εχαμε φιλότιμο κ᾿ εὐαισθησία, δὲν θὰ διασκεδάζαμε. Δὲν εἶμαι προφήτης οὔτε υἱὸς προφήτου· ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος σὰν κ᾿ ἐσᾶς εἶμαι. Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, πιστεύω στὴν Ἀποκάλυψι. Καὶ βλέπω, ὅτι θὰ χτυπήσουν σειρῆνες, θὰ σημάνουν νεκρικὲς καμπάνες. Μέσα σὲ μιὰ ὥρα θ᾿ ἀδειάσουν οἱ μεγαλουπόλεις. Κι ὅσοι προλάβουν θὰ πᾶνε μέσα στὰ σπήλαια. Αὐτὴ θὰ εἶνε ἡ μεγάλη περιπέτεια· τὰ ἄλλα ποὺ περάσαμε ἦταν κουφέτα.
Ἕνα βῆμα ἀκόμα, καὶ θὰ δώσῃ ὁ διάβολος σ᾿ ὅλους τὴ σπρωξιά. Κ᾿ ἐκεῖ κάτω, ποὺ θὰ βρεθοῦν, δὲν θὰ εἶνε ἡ φωτιὰ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας. Θὰ εἶνε ἀτομικὲς βόμβες. Αὐτὲς θὰ κάνουν ἀπέραντη καταστροφή. Λέει μιὰ προφητεία· Θ᾿ ἀραιώσῃ ἡ γῆ. Θὰ περπατᾷς ἑκατὸ χιλιόμετρα, γιὰ νὰ βρῇς ἕναν ἄνθρωπο…
Κατὰ κρημνοῦ λοιπὸν ὅλη ἡ ἀνθρωπότης. Καὶ ποιός θὰ μᾶς σώση; Τὸ Εὐαγγέλιο λέει· Θὰ σωθοῦμε, μόνο ἂν μετανοήσουμε. Ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ μὲ δάκρυα καὶ προσευχὴ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός Του. Νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς σὰν τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ, 23,42). Μόνο ἡ νινευϊτικὴ μετάνοια θὰ μᾶς σώσῃ τὶς τελευταῖες αὐτὲς στιγμές.
Ἀδελφοί μου,
Μὴ παίρνετε τὸ δρόμο τῆς ματαιότητος, τῆς σαρκός, τοῦ χρήματος, τὸ δρόμο τοῦ διαβόλου. Ὄχι, μὴ ἀπατᾶσθε. Ὅσα καλὰ καὶ ἂν σᾶς τάξῃ, τὸ τέλος εἶνε συμφορὰ καὶ κόλασις.
Πάρτε τὸ δρόμο τὸ στενό, τὸν ἀνηφορικό, τὸ δρόμο τῆς πενίας καὶ τοῦ καθήκοντος, τὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ, τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ὁδηγηθῆτε μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως· Κύριε, δόξα σοι»
Πῶς τὰ κατάφερε ὁ διάβολος σήμερα, νὰ κάνῃ ἕνα τεράστιο βράχο, χειρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Καὶ πάνω σ᾿ αὐτὸν δὲν ἔβαλε πλέον ἕνα ἄτομο ἢ μιὰ οἰκογένεια, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Κ᾿ εἶνε ἕτοιμος νὰ τὴ γκρεμίσῃ στὴν ἄβυσσο.
Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἔρχεται τὸ κακό. Ἂν εχαμε φιλότιμο κ᾿ εὐαισθησία, δὲν θὰ διασκεδάζαμε. Δὲν εἶμαι προφήτης οὔτε υἱὸς προφήτου· ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος σὰν κ᾿ ἐσᾶς εἶμαι. Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, πιστεύω στὴν Ἀποκάλυψι. Καὶ βλέπω, ὅτι θὰ χτυπήσουν σειρῆνες, θὰ σημάνουν νεκρικὲς καμπάνες. Μέσα σὲ μιὰ ὥρα θ᾿ ἀδειάσουν οἱ μεγαλουπόλεις. Κι ὅσοι προλάβουν θὰ πᾶνε μέσα στὰ σπήλαια. Αὐτὴ θὰ εἶνε ἡ μεγάλη περιπέτεια· τὰ ἄλλα ποὺ περάσαμε ἦταν κουφέτα.
Ἕνα βῆμα ἀκόμα, καὶ θὰ δώσῃ ὁ διάβολος σ᾿ ὅλους τὴ σπρωξιά. Κ᾿ ἐκεῖ κάτω, ποὺ θὰ βρεθοῦν, δὲν θὰ εἶνε ἡ φωτιὰ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας. Θὰ εἶνε ἀτομικὲς βόμβες. Αὐτὲς θὰ κάνουν ἀπέραντη καταστροφή. Λέει μιὰ προφητεία· Θ᾿ ἀραιώσῃ ἡ γῆ. Θὰ περπατᾷς ἑκατὸ χιλιόμετρα, γιὰ νὰ βρῇς ἕναν ἄνθρωπο…
Κατὰ κρημνοῦ λοιπὸν ὅλη ἡ ἀνθρωπότης. Καὶ ποιός θὰ μᾶς σώση; Τὸ Εὐαγγέλιο λέει· Θὰ σωθοῦμε, μόνο ἂν μετανοήσουμε. Ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ μὲ δάκρυα καὶ προσευχὴ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός Του. Νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς σὰν τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ, 23,42). Μόνο ἡ νινευϊτικὴ μετάνοια θὰ μᾶς σώσῃ τὶς τελευταῖες αὐτὲς στιγμές.
Ἀδελφοί μου,
Μὴ παίρνετε τὸ δρόμο τῆς ματαιότητος, τῆς σαρκός, τοῦ χρήματος, τὸ δρόμο τοῦ διαβόλου. Ὄχι, μὴ ἀπατᾶσθε. Ὅσα καλὰ καὶ ἂν σᾶς τάξῃ, τὸ τέλος εἶνε συμφορὰ καὶ κόλασις.
Πάρτε τὸ δρόμο τὸ στενό, τὸν ἀνηφορικό, τὸ δρόμο τῆς πενίας καὶ τοῦ καθήκοντος, τὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ, τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ὁδηγηθῆτε μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως· Κύριε, δόξα σοι»