«Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15)
Τί
εἶνε ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου;
Γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δὲν πιστεύει, ποὺ δὲν τὸν ἀπασχολεῖ τὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας καὶ ζῇ χωρὶς σκοπὸ στὸν κόσμο, ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε τίποτα· μπορεῖ ὁ κάθε ἀσήμαντος νὰ τὸν ὑβρίζῃ καὶ νὰ τὸν βλασφημῇ.
Γιὰ ὅποιον ὅμως πιστεύει πραγματικά, ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ πᾶν.
Εἶνε παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους καὶ ἀπ᾽ ὅλα (πρβλ. Φιλ. 2,9).
Εἶνε ὁ πλάστης καὶ δημιουργὸς τοῦ παντός,
τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,13), «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12), ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, «ὁ ἀρχηγὸς» τῆς ζωῆς, τῆς πίστεως, καὶ τῆς σωτηρίας μας (Πράξ. 3,15. Ἑβρ. 12,2· 2,10), αὐτὸς ποὺ κρατάει στὰ χέρια του τὰ κλειδιὰ τῆς ζωῆς, «τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου» (Ἀπ. 1,18), εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ὁ Χριστός, ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός· «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινός» (ἄρθρ. 2).
Τὸ φωνάζει ὅλη ἡ δημιουργία.
Ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα, ἀπὸ ἕνα φύλλο δέντρου, ἕναν κόκκο ἄμμου καὶ μιὰ σταγόνα τοῦ ὠκεανοῦ μέχρι τὰ οὐράνια σώματα καὶ τὰ σμήνη τῶν ἄστρων, ὅλα ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός.
Τὸ βεβαιώνουν ἀκόμη τὰ ἀμέτρητα θαύματά του, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ ἀπίστων ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δὲν πιστεύει, ποὺ δὲν τὸν ἀπασχολεῖ τὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας καὶ ζῇ χωρὶς σκοπὸ στὸν κόσμο, ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε τίποτα· μπορεῖ ὁ κάθε ἀσήμαντος νὰ τὸν ὑβρίζῃ καὶ νὰ τὸν βλασφημῇ.
Γιὰ ὅποιον ὅμως πιστεύει πραγματικά, ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ πᾶν.
Εἶνε παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους καὶ ἀπ᾽ ὅλα (πρβλ. Φιλ. 2,9).
Εἶνε ὁ πλάστης καὶ δημιουργὸς τοῦ παντός,
τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,13), «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12), ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, «ὁ ἀρχηγὸς» τῆς ζωῆς, τῆς πίστεως, καὶ τῆς σωτηρίας μας (Πράξ. 3,15. Ἑβρ. 12,2· 2,10), αὐτὸς ποὺ κρατάει στὰ χέρια του τὰ κλειδιὰ τῆς ζωῆς, «τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου» (Ἀπ. 1,18), εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ὁ Χριστός, ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός· «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινός» (ἄρθρ. 2).
Τὸ φωνάζει ὅλη ἡ δημιουργία.
Ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα, ἀπὸ ἕνα φύλλο δέντρου, ἕναν κόκκο ἄμμου καὶ μιὰ σταγόνα τοῦ ὠκεανοῦ μέχρι τὰ οὐράνια σώματα καὶ τὰ σμήνη τῶν ἄστρων, ὅλα ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός.
Τὸ βεβαιώνουν ἀκόμη τὰ ἀμέτρητα θαύματά του, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ ἀπίστων ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Εἶνε Θεὸς καὶ κατέβηκε στὴ γῆ
ὅπως ὁ ἀετός, ποὺ ἀπ᾽ τὰ ὕψη τῶν αἰθέρων χαμηλώνει κι ἀγγίζει τὸ ἔδαφος.
Ἦρθε ἀπὸ πολὺ ψηλά, πιὸ ψηλὰ κι ἀπὸ τὰ ἄστρα.
Γεννήθηκε ὑπερφυσικὰ ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο μέσα σὲ μιὰ σπηλιά.
Ἔζησε ζωὴ σκληρὴ σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο· δούλεψε, κοπίασε, μόχθησε.
Δίδαξε, ἔκανε θαύματα, θεράπευσε ἀρρώστους, ἀνέστησε νεκρούς.
Τέλος σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μιὰ μέρα θὰ ἔρθῃ πάλι, γιὰ νὰ κρίνῃ τὴ γῆ.
Ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.
Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Τὰ ἄλλα μπροστὰ σ᾽ αὐτὸ εἶνε μικρὰ καὶ ἀσήμαντα.
Τὸ ἐὰν πάτησε ἄνθρωπος στὸ φεγγάρι δὲν συγκρίνεται μὲ ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν» (ἐξαποστ. Χριστουγ.).
Ἦρθε στὴ γῆ· δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια. Γιατί ἦρθε; Γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα. Ἦρθε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ ἐκπληρώσῃ, οὔτε ἄνθρωπος (δίκαιος, προφήτης, πατριάρχης) οὔτε ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος. Γιὰ ποιό σκοπό;
Ἀπαντᾷ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ ἑορτάζει σήμερα·
«Ὁ μεσσίας Ἰησοῦς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, νά τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.
Καὶ πῶς σῴζεται ὁ ἁμαρτωλός;
Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς δὲν εἶνε ἁμαρτωλός, ἂς μὴν ἀκούσῃ ὅ,τι θὰ πῶ. Ἂν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ θνητὸς ἀναμάρτητος, ἂς προσέξουμε ὅλοι τὸ σύντομο αὐτὸ κήρυγμα, ἐφ᾽ ὅσον ζητοῦμε ὁδὸν σωτηρίας.
Ἦρθε ἀπὸ πολὺ ψηλά, πιὸ ψηλὰ κι ἀπὸ τὰ ἄστρα.
Γεννήθηκε ὑπερφυσικὰ ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο μέσα σὲ μιὰ σπηλιά.
Ἔζησε ζωὴ σκληρὴ σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο· δούλεψε, κοπίασε, μόχθησε.
Δίδαξε, ἔκανε θαύματα, θεράπευσε ἀρρώστους, ἀνέστησε νεκρούς.
Τέλος σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μιὰ μέρα θὰ ἔρθῃ πάλι, γιὰ νὰ κρίνῃ τὴ γῆ.
Ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.
Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Τὰ ἄλλα μπροστὰ σ᾽ αὐτὸ εἶνε μικρὰ καὶ ἀσήμαντα.
Τὸ ἐὰν πάτησε ἄνθρωπος στὸ φεγγάρι δὲν συγκρίνεται μὲ ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν» (ἐξαποστ. Χριστουγ.).
Ἦρθε στὴ γῆ· δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια. Γιατί ἦρθε; Γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα. Ἦρθε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ ἐκπληρώσῃ, οὔτε ἄνθρωπος (δίκαιος, προφήτης, πατριάρχης) οὔτε ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος. Γιὰ ποιό σκοπό;
Ἀπαντᾷ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ ἑορτάζει σήμερα·
«Ὁ μεσσίας Ἰησοῦς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, νά τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.
Καὶ πῶς σῴζεται ὁ ἁμαρτωλός;
Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς δὲν εἶνε ἁμαρτωλός, ἂς μὴν ἀκούσῃ ὅ,τι θὰ πῶ. Ἂν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ θνητὸς ἀναμάρτητος, ἂς προσέξουμε ὅλοι τὸ σύντομο αὐτὸ κήρυγμα, ἐφ᾽ ὅσον ζητοῦμε ὁδὸν σωτηρίας.
* * *
Ἁμαρτωλός, ἀγαπητοί μου, εἶνε
ὅποιος κάνει ἁμαρτία.
Καὶ τί εἶνε ἡ ἁμαρτία; Γελάει ὁ ἄλλος, ἀντὶ νὰ κλαίῃ· παίζει μὲ τὴν ἁμαρτία ὅπως ἕνα παιδὶ ποὺ βρῆκε μιὰ χειροβομβίδα καὶ τὴ νόμισε παιχνιδάκι, ὥσπου αὐτὴ ἔσκασε καὶ τό ᾽κανε κομμάτια.
Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς· θεωροῦμε τὴν ἁμαρτία ὡς κάτι ἀκίνδυνο, εὐχάριστο, διασκεδαστικό· τὴ δεχόμαστε σὰν ἕνα ποτήρι νερό, σὰν ἕνα ἡδύποτο (βλ. Ἰὼβ 15,16).
Ἡ ἁγία Γραφὴ ὅμως λέει· «ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ἀνομία» (Α΄ Ἰω. 3,4), εἶνε δηλαδὴ ἡ παράβασις ἐντολῆς ὄχι ἀνθρώπου (δημάρχου, νομάρχου, ἀστυνομίας), ἀλλὰ τῆς ἐντολῆς ἐκείνου ποὺ δημιούργησε τὰ σύμπαντα.
Παράβασι θείας ἐντολῆς εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Ἡ πρώτη παράβασις ἔγινε στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, μέσα στὸν παράδεισο.
Ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔδωσε στοὺς πρωτοπλάστους μιὰ ἐντολή.
Δὲν τοὺς εἶπε, Δὲν θὰ φᾶτε ἀπὸ κανένα δέντρο.
Ἀντιθέτως εἶπε·
Μπορεῖτε νὰ τρῶτε ἀπ᾽ ὅλα τὰ δέντρα ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα μόνο (βλ. Γέν. 2,16-17).
Ἦταν δύσκολο αὐτό; Ὄχι. Καὶ ὅμως δὲν τὸ τήρησαν.
Πρῶτα ἡ γυναίκα, ἡ Εὔα, ἅπλωσε τὸ χέρι, ἔκοψε τὸν καρπό, ἔφαγε κ᾽ ἔδωσε καὶ στὸν Ἀδάμ.
Ἔτσι συντελέσθηκε τὸ πρῶτο ἁμάρτημα, ἡ πρώτη παράβασι ἐπάνω στὴ γῆ.
Ἀπὸ τότε κάθε ἄνθρωπος εἶνε ἁμαρτωλός· γιατὶ ὅλοι καταγόμαστε ἀπὸ ἕνα ἀντρόγυνο, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, καὶ εἴμαστε ὅλοι ἁμαρτωλοί.
Ἁμαρτωλός! Ξέρετε τί εἶνε;
Ἂς ἔχῃ λεφτά, κτήματα, καράβια, οὐρανοξύστες, δολλάρια, μάρκα, λίρες χρυσές· εἶνε ὁ πιὸ δυστυχισμένος. Γιατί;
Θυμηθῆτε τὸν Κάιν· σκότωσε τὸν ἀδερφό του, μάτι ἀνθρώπου δὲν τὸν εἶδε, μὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν ἡσύχασε.
Γιατὶ προτιμότερο νὰ σᾶς κεντήσῃ σκορπιὸς παρὰ ἡ συνείδησι· μὴ φοβᾶστε τὸν εἰσαγγελέα, φοβηθῆτε αὐτὸ τὸν «εἰσαγγελέα» ποὺ ἔβαλε μέσα μας ὁ Θεός.
Αὐτὴ λοιπὸν τοῦ ἀπηύθυνε τὸ αὐστηρότερο κατηγορῶ· «Κάιν Κάιν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9).
Ὅπως τρέμουν τὰ φύλλα στὸν ἄνεμο, ἔτσι ἔτρεμε κι ὁ Κάιν· προτιμοῦσε νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ ζῇ μὲ τὶς τύψεις.
Ἔτσι καὶ κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θ᾽ ἁμαρτήσῃ θανασίμως.
Ἔκανες τὸ κακό; κόλασι θὰ ἔχῃς μέσα σου· δὲν ἡσυχάζεις.
Δυστυχισμένος κάθε ἁμαρτωλός· ὁ φονιᾶς ποὺ σκοτώνει, ὁ κλέφτης ποὺ ἁρπάζει καὶ ἀδικεῖ ἄλλον, ὁ ψευδομάρτυρας ποὺ παλαμίζει τὸ Εὐαγγέλιο στὸ δικαστήριο γιὰ λίγα χρήματα, ὁ πόρνος ποὺ νικᾶται ἀπὸ τὴ σάρκα, ὁ μοιχὸς ποὺ σὰν τὸ φίδι γλιστράει νύχτα μέσ᾽ στὸ ξένο σπίτι καὶ ἀτιμάζει τὴ γυναῖκα ἢ τὴν κόρη, τὸ παιδὶ ποὺ πικραίνει τὸν πατέρα ἢ σηκώνει χέρι στὴ μάνα ποὺ τὸ γέννησε, ὁ ἄντρας ποὺ διώχνει τὴ γυναῖκα του καὶ συνάπτει παράνομη σχέσι μὲ ἄλλη, ἡ γυναίκα ποὺ ἀπατᾷ τὸν ἄντρα της καὶ συμφύρεται μὲ ξένον, ἡ μάνα κι ὁ πατέρας ποὺ πᾶνε γιὰ ἔκτρωσι σὲ ἰατρεῖο – σφαγεῖο καὶ σκοτώνουν τὸ παιδί τους, ἐκεῖνος ποὺ ψεύδεται καὶ συκοφαντεῖ καὶ διαβάλλει…
Δυστυχισμένοι ὅλοι αὐτοὶ ἐδῶ στὴ γῆ, μὰ πρὸ παντὸς ἐκεῖ, στὸν ἄλλο κόσμο· ποὺ ὑπάρχει καὶ μᾶς περιμένει!
Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι ὑπάρχει νύχτα, τόσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλη ζωὴ καὶ κόλασις αἰωνία.
Καὶ τί εἶνε ἡ ἁμαρτία; Γελάει ὁ ἄλλος, ἀντὶ νὰ κλαίῃ· παίζει μὲ τὴν ἁμαρτία ὅπως ἕνα παιδὶ ποὺ βρῆκε μιὰ χειροβομβίδα καὶ τὴ νόμισε παιχνιδάκι, ὥσπου αὐτὴ ἔσκασε καὶ τό ᾽κανε κομμάτια.
Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς· θεωροῦμε τὴν ἁμαρτία ὡς κάτι ἀκίνδυνο, εὐχάριστο, διασκεδαστικό· τὴ δεχόμαστε σὰν ἕνα ποτήρι νερό, σὰν ἕνα ἡδύποτο (βλ. Ἰὼβ 15,16).
Ἡ ἁγία Γραφὴ ὅμως λέει· «ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ἀνομία» (Α΄ Ἰω. 3,4), εἶνε δηλαδὴ ἡ παράβασις ἐντολῆς ὄχι ἀνθρώπου (δημάρχου, νομάρχου, ἀστυνομίας), ἀλλὰ τῆς ἐντολῆς ἐκείνου ποὺ δημιούργησε τὰ σύμπαντα.
Παράβασι θείας ἐντολῆς εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Ἡ πρώτη παράβασις ἔγινε στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, μέσα στὸν παράδεισο.
Ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔδωσε στοὺς πρωτοπλάστους μιὰ ἐντολή.
Δὲν τοὺς εἶπε, Δὲν θὰ φᾶτε ἀπὸ κανένα δέντρο.
Ἀντιθέτως εἶπε·
Μπορεῖτε νὰ τρῶτε ἀπ᾽ ὅλα τὰ δέντρα ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα μόνο (βλ. Γέν. 2,16-17).
Ἦταν δύσκολο αὐτό; Ὄχι. Καὶ ὅμως δὲν τὸ τήρησαν.
Πρῶτα ἡ γυναίκα, ἡ Εὔα, ἅπλωσε τὸ χέρι, ἔκοψε τὸν καρπό, ἔφαγε κ᾽ ἔδωσε καὶ στὸν Ἀδάμ.
Ἔτσι συντελέσθηκε τὸ πρῶτο ἁμάρτημα, ἡ πρώτη παράβασι ἐπάνω στὴ γῆ.
Ἀπὸ τότε κάθε ἄνθρωπος εἶνε ἁμαρτωλός· γιατὶ ὅλοι καταγόμαστε ἀπὸ ἕνα ἀντρόγυνο, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, καὶ εἴμαστε ὅλοι ἁμαρτωλοί.
Ἁμαρτωλός! Ξέρετε τί εἶνε;
Ἂς ἔχῃ λεφτά, κτήματα, καράβια, οὐρανοξύστες, δολλάρια, μάρκα, λίρες χρυσές· εἶνε ὁ πιὸ δυστυχισμένος. Γιατί;
Θυμηθῆτε τὸν Κάιν· σκότωσε τὸν ἀδερφό του, μάτι ἀνθρώπου δὲν τὸν εἶδε, μὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν ἡσύχασε.
Γιατὶ προτιμότερο νὰ σᾶς κεντήσῃ σκορπιὸς παρὰ ἡ συνείδησι· μὴ φοβᾶστε τὸν εἰσαγγελέα, φοβηθῆτε αὐτὸ τὸν «εἰσαγγελέα» ποὺ ἔβαλε μέσα μας ὁ Θεός.
Αὐτὴ λοιπὸν τοῦ ἀπηύθυνε τὸ αὐστηρότερο κατηγορῶ· «Κάιν Κάιν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9).
Ὅπως τρέμουν τὰ φύλλα στὸν ἄνεμο, ἔτσι ἔτρεμε κι ὁ Κάιν· προτιμοῦσε νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ ζῇ μὲ τὶς τύψεις.
Ἔτσι καὶ κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θ᾽ ἁμαρτήσῃ θανασίμως.
Ἔκανες τὸ κακό; κόλασι θὰ ἔχῃς μέσα σου· δὲν ἡσυχάζεις.
Δυστυχισμένος κάθε ἁμαρτωλός· ὁ φονιᾶς ποὺ σκοτώνει, ὁ κλέφτης ποὺ ἁρπάζει καὶ ἀδικεῖ ἄλλον, ὁ ψευδομάρτυρας ποὺ παλαμίζει τὸ Εὐαγγέλιο στὸ δικαστήριο γιὰ λίγα χρήματα, ὁ πόρνος ποὺ νικᾶται ἀπὸ τὴ σάρκα, ὁ μοιχὸς ποὺ σὰν τὸ φίδι γλιστράει νύχτα μέσ᾽ στὸ ξένο σπίτι καὶ ἀτιμάζει τὴ γυναῖκα ἢ τὴν κόρη, τὸ παιδὶ ποὺ πικραίνει τὸν πατέρα ἢ σηκώνει χέρι στὴ μάνα ποὺ τὸ γέννησε, ὁ ἄντρας ποὺ διώχνει τὴ γυναῖκα του καὶ συνάπτει παράνομη σχέσι μὲ ἄλλη, ἡ γυναίκα ποὺ ἀπατᾷ τὸν ἄντρα της καὶ συμφύρεται μὲ ξένον, ἡ μάνα κι ὁ πατέρας ποὺ πᾶνε γιὰ ἔκτρωσι σὲ ἰατρεῖο – σφαγεῖο καὶ σκοτώνουν τὸ παιδί τους, ἐκεῖνος ποὺ ψεύδεται καὶ συκοφαντεῖ καὶ διαβάλλει…
Δυστυχισμένοι ὅλοι αὐτοὶ ἐδῶ στὴ γῆ, μὰ πρὸ παντὸς ἐκεῖ, στὸν ἄλλο κόσμο· ποὺ ὑπάρχει καὶ μᾶς περιμένει!
Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι ὑπάρχει νύχτα, τόσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλη ζωὴ καὶ κόλασις αἰωνία.
* * *
Θὰ ρωτήσετε τώρα· Καὶ πῶς
μποροῦμε νὰ σωθοῦμε;
Κάποτε λῃστὲς ἔπιασαν ἕνα διαβάτη, τὸν λῄστεψαν καὶ τὸν ἄφησαν δεμένο· δὲν μποροῦσε νὰ λυθῇ, θὰ πέθαινε δέσμιος· εὐτυχῶς κάποιος πέρασε, τὸν βρῆκε καὶ τὸν ἔλυσε.
Ἔτσι εἶνε κι ὁ ἁμαρτωλός· ἁλυσοδεμένος μὲ τὰ πάθη φωνάζει Βοήθεια! Μὰ ποιός νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ; ἡ φιλοσοφία, ἡ ποίησις, ἡ ἐπιστήμη, ἡ τέχνη, ἡ πρόοδος;…
Ποιός θὰ τὸν λυτρώσῃ, θὰ τὸν κάνῃ ἐλεύθερο;
Ἕνας –πίστεψέ το αὐτό–, μόνο ἕνας· ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτός, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι» (Α΄ Τιμ. 1,15). Αὐτὸς λυτρώνει, εἶνε ὁ Σωτήρας μας.
–Πῶς σῴζεται ὁ ἁμαρτωλός;
Μὴ ρωτᾶτε ἐμένα, ρωτῆστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ σᾶς πῇ.
Ἦταν καὶ αὐτὸς μεγάλος ἁμαρτωλός, πολέμιος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ σώθηκε. Πῶς σώθηκε; Μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστό! Ἔτσι σῴζεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ ὀρθολογισμὸς βέβαια προβάλλει ἀντιρρήσεις, ἐγείρει ἀμφιβολίες κατὰ τῆς πίστεως·
–Μὰ ἰσχύουν αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία; εἶνε ἀληθινὰ αὐτά;…
Εἴπαμε ἄλλοτε, ὅτι ὑπάρχουν ἀκαταμάχητες ἀποδείξεις.
Δὲν πρέπει νὰ μένῃ οὔτε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία.
Πίστευε. Νὰ πιστεύῃς ὅπως οἱ πρόγονοί μας!
Ἀγράμματοι ἐκεῖνοι, ἀνέσεις δὲν εἶχαν, σὲ καλύβες ζοῦσαν, ἀλλὰ μέσ᾽ στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι.
Τώρα μέσα σὲ σπίτια πολυτελῆ κατοικοῦν δαίμονες.
Πίστευε λοιπὸν ὅπως οἱ παπποῦδες καὶ οἱ γιαγιάδες μας, ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, ἔγινε ἄνθρωπος, σταυρώθηκε γιὰ σένα, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, κι ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι «νὰ κρίνῃ ζῶντας καὶ νεκρούς» (Β΄ Τιμ. 4,1. Σύμβ. πίστ. 7).
Ἂν πιστεύῃς, τότε θὰ ἐκκλησιάζεσαι τακτικὰ καὶ θὰ ζῇς σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Ὄχι λόγια, ἀλλὰ ἔργα.
Πιστεύεις; «Δεῖξον τὴν πίστιν σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου» (Ἰακ. 2,18) στὴν καθημερινή σου ζωή.
Δεῖξε ἀγάπη στὸν πλησίον· στάσου κοντά του, βοήθησέ τον, παρηγόρησέ τον (βλ. Ματθ. 25,31-46). Γίνε ἕνας μικρὸς ἥλιος.
Τὸ χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (῾Ρωμ. 12,15) εἶνε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανοῦ. Τὸ δέντρο φαίνεται ἀπὸ τοὺς καρπούς (βλ. Ματθ. 12,33), κι ὁ Χριστιανὸς φαίνεται ἀπὸ τὰ ἔργα πίστεως, ἐλπίδος καὶ ἀγάπης. Διότι εἶπε ὁ Χριστός· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (ἔ.ἀ. 7,19)· ὁ γεωργὸς κόβει τὸ ἄκαρπο δέντρο καὶ τὸ καίει.
Δὲν εἶνε, ἀγαπητοί μου, μῦθος ὁ Χριστός. Ἂν εἶνε μῦθος, τότε νὰ πᾶμε μὲ τοὺς ἀθέους, νὰ μὴ διαδίδεται ἕνα ψέμα.
Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ κόσμος χωρὶς τὸ Θεό.
Ὅλα μπορεῖ νά ᾽νε ψέμα, ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια, ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Κάποτε λῃστὲς ἔπιασαν ἕνα διαβάτη, τὸν λῄστεψαν καὶ τὸν ἄφησαν δεμένο· δὲν μποροῦσε νὰ λυθῇ, θὰ πέθαινε δέσμιος· εὐτυχῶς κάποιος πέρασε, τὸν βρῆκε καὶ τὸν ἔλυσε.
Ἔτσι εἶνε κι ὁ ἁμαρτωλός· ἁλυσοδεμένος μὲ τὰ πάθη φωνάζει Βοήθεια! Μὰ ποιός νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ; ἡ φιλοσοφία, ἡ ποίησις, ἡ ἐπιστήμη, ἡ τέχνη, ἡ πρόοδος;…
Ποιός θὰ τὸν λυτρώσῃ, θὰ τὸν κάνῃ ἐλεύθερο;
Ἕνας –πίστεψέ το αὐτό–, μόνο ἕνας· ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτός, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι» (Α΄ Τιμ. 1,15). Αὐτὸς λυτρώνει, εἶνε ὁ Σωτήρας μας.
–Πῶς σῴζεται ὁ ἁμαρτωλός;
Μὴ ρωτᾶτε ἐμένα, ρωτῆστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ σᾶς πῇ.
Ἦταν καὶ αὐτὸς μεγάλος ἁμαρτωλός, πολέμιος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ σώθηκε. Πῶς σώθηκε; Μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστό! Ἔτσι σῴζεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ ὀρθολογισμὸς βέβαια προβάλλει ἀντιρρήσεις, ἐγείρει ἀμφιβολίες κατὰ τῆς πίστεως·
–Μὰ ἰσχύουν αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία; εἶνε ἀληθινὰ αὐτά;…
Εἴπαμε ἄλλοτε, ὅτι ὑπάρχουν ἀκαταμάχητες ἀποδείξεις.
Δὲν πρέπει νὰ μένῃ οὔτε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία.
Πίστευε. Νὰ πιστεύῃς ὅπως οἱ πρόγονοί μας!
Ἀγράμματοι ἐκεῖνοι, ἀνέσεις δὲν εἶχαν, σὲ καλύβες ζοῦσαν, ἀλλὰ μέσ᾽ στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι.
Τώρα μέσα σὲ σπίτια πολυτελῆ κατοικοῦν δαίμονες.
Πίστευε λοιπὸν ὅπως οἱ παπποῦδες καὶ οἱ γιαγιάδες μας, ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, ἔγινε ἄνθρωπος, σταυρώθηκε γιὰ σένα, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, κι ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι «νὰ κρίνῃ ζῶντας καὶ νεκρούς» (Β΄ Τιμ. 4,1. Σύμβ. πίστ. 7).
Ἂν πιστεύῃς, τότε θὰ ἐκκλησιάζεσαι τακτικὰ καὶ θὰ ζῇς σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Ὄχι λόγια, ἀλλὰ ἔργα.
Πιστεύεις; «Δεῖξον τὴν πίστιν σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου» (Ἰακ. 2,18) στὴν καθημερινή σου ζωή.
Δεῖξε ἀγάπη στὸν πλησίον· στάσου κοντά του, βοήθησέ τον, παρηγόρησέ τον (βλ. Ματθ. 25,31-46). Γίνε ἕνας μικρὸς ἥλιος.
Τὸ χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (῾Ρωμ. 12,15) εἶνε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανοῦ. Τὸ δέντρο φαίνεται ἀπὸ τοὺς καρπούς (βλ. Ματθ. 12,33), κι ὁ Χριστιανὸς φαίνεται ἀπὸ τὰ ἔργα πίστεως, ἐλπίδος καὶ ἀγάπης. Διότι εἶπε ὁ Χριστός· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (ἔ.ἀ. 7,19)· ὁ γεωργὸς κόβει τὸ ἄκαρπο δέντρο καὶ τὸ καίει.
Δὲν εἶνε, ἀγαπητοί μου, μῦθος ὁ Χριστός. Ἂν εἶνε μῦθος, τότε νὰ πᾶμε μὲ τοὺς ἀθέους, νὰ μὴ διαδίδεται ἕνα ψέμα.
Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ κόσμος χωρὶς τὸ Θεό.
Ὅλα μπορεῖ νά ᾽νε ψέμα, ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια, ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἀπ. Πέτρου & Παύλου Πετρῶν – Ἀμυνταίου 29-6-1980 Κυριακὴ)1980 (29-6-1980 Κυριακὴ ἱ. ν. Ἀπ. Πέτρου & Παύλου Πετρῶν –
Ἀμυνταίου)
«Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός
εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15)
― ἀρχεῖο Ἀνδρονίκης Π. Καπλάνογλου ……
«Κυριακὴ» 2200/2019 Πῶς σῴζεται ὁ ἁμαρτωλός; (Α΄ Τιμ. 1,15)
ἐπιλογή, ἀπομαγνητοφώνησις, στοιχειοθεσία, α´ διόρθωσις (μοναχὴ Αὐγουστίνη) τῆς ἱ. μονῆς ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης
παρατήρησις: δὲν εἶνε στενὰ ἑορτολογικὸ τοῦτο τὸ κήρυγμα· ἡ
ἀφορμὴ ποὺ τὸ συνδέει μὲ τὴν ἑορτὴ εἶνε ὅτι βασίζεται σὲ ἕνα λόγο τοῦ
ἑνὸς ἐκ τῶν δύο ἑορταζόντων ἀποστόλων· ἔχει λοιπὸν γενικὸ ἐνδιαφέρον,
διαχρονικὴ ἰσχὺ καὶ παντοτινὴ ἐπικαιρότητα. Μπορεῖ νὰ καταταγῇ στὰ
ἀνεξάρτητα – αὐτοτελῆ
σελιδοποίησις: 14-16 Μαΐου 2019
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ.
Ἀποστόλων Πέτρου & Παύλου Πετρῶν – Ἀμυνταίου τὴν Κυριακὴ 29-6-1980
μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-5-2019.
http://www.augoustinos-kantiotis.gr