«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42)
Θὰ σᾶς παρακαλέσω, ἀγαπητοί μου, νὰ κάνετε ὑπομονὴ ν᾽ ἀκούσετε λίγα λόγια ἀπὸ ἕνα γέροντα ἐπίσκοπο σὲ πολὺ ἁπλῆ γλῶσσα, ἀλλ᾽ ἀπὸ μιὰ καρδιὰ ποὺ πιστεύει στὸ Θεό.
Ποιός ἑορτάζει; Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἢ ἕνας ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἢ ἕνας μάρτυρας καὶ ὁμολογητὴς τῆς πίστεώς μας, οὔτε ἕνας προφήτης ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος,
οὔτε ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἑορτάζουν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι.
Παραπάνω ἀπὸ ἀσκητάς, ὁμολογητάς, προφῆτες, ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους εἶνε ἕνα ἄλλο πρόσωπο.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα εἶνε ἡ Παναγία μας.
Αὐτὴ εἶνε ἡ Παντάνασσα, ἡ Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, αὐτὴ εἶνε ἡ γλυκειὰ μάνα μας.
Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ χιλιασταὶ καὶ οἱ προτεστάντες· ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀγαποῦμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο ὡς μητέρα τοῦ κόσμου ὅλου, καὶ τὴν παρακαλοῦμε μέρα – νύχτα νὰ ἐλεήσῃ τὸ ἔθνος μας.
Ποιός ἑορτάζει; Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἢ ἕνας ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἢ ἕνας μάρτυρας καὶ ὁμολογητὴς τῆς πίστεώς μας, οὔτε ἕνας προφήτης ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος,
οὔτε ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἑορτάζουν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι.
Παραπάνω ἀπὸ ἀσκητάς, ὁμολογητάς, προφῆτες, ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους εἶνε ἕνα ἄλλο πρόσωπο.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα εἶνε ἡ Παναγία μας.
Αὐτὴ εἶνε ἡ Παντάνασσα, ἡ Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, αὐτὴ εἶνε ἡ γλυκειὰ μάνα μας.
Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ χιλιασταὶ καὶ οἱ προτεστάντες· ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀγαποῦμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο ὡς μητέρα τοῦ κόσμου ὅλου, καὶ τὴν παρακαλοῦμε μέρα – νύχτα νὰ ἐλεήσῃ τὸ ἔθνος μας.
Ἑορτάζει σήμερα ἡ Παναγία μας. Καὶ ὅπως ὅταν ἑορτάζει ἡ μάνα μας χαιρόμεθα καὶ εὐχόμεθα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, ἔτσι σήμερα ποὺ ἑορτάζει ἡ Μάνα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ ἰδιαιτέρως τῆς πονεμένης καὶ μαρτυρικῆς μας πατρίδος, ὑψώνουμε τὰ βλέμματα στὸν οὐρανὸ καὶ παρακαλοῦμε τὴν Παναγία μας, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα στὸν ταλαίπωρο κόσμο καὶ ἰδιαιτέρα στὴν πατρίδα μας.
Ἑορτάζει ἡ Παναγία μας. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ λέγεται Εἰσόδια.
Τί θὰ πῇ Εἰσόδια;
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ἡ Παναγία μας ἔγινε τριῶν ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἡ ἁγία Ἄννα τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι, τὴν πῆγε στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, καὶ τὴν ἀφιέρωσε πιὰ στὸ Θεό.
Ἐκεῖ λοιπόν, μέσα στὸ ἱερὸ κλίμα τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μελέτης τῶν Γραφῶν, τὸ ἄνθος αὐτὸ τὸ ὡραιότατο, τὸ κρίνο τοῦ οὐρανοῦ, μεγάλωσε, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἔμεινε ἐκεῖ δώδεκα περίπου χρόνια ἕως ὅτου μνηστεύθηκε τὸν δίκαιο Ἰωσήφ· καὶ τότε στὴ Ναζαρὲτ «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε…» (Ἀκάθ. ὕμν. Α).
Αὐτὸ εἶνε σύντομα τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ἡ εἴσοδος τῆς Παναγίας στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Ἐμεῖς τί διδασκόμεθα ἀπ᾽ ἐδῶ;
Ἑορτάζει ἡ Παναγία μας. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ λέγεται Εἰσόδια.
Τί θὰ πῇ Εἰσόδια;
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ἡ Παναγία μας ἔγινε τριῶν ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἡ ἁγία Ἄννα τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι, τὴν πῆγε στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, καὶ τὴν ἀφιέρωσε πιὰ στὸ Θεό.
Ἐκεῖ λοιπόν, μέσα στὸ ἱερὸ κλίμα τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μελέτης τῶν Γραφῶν, τὸ ἄνθος αὐτὸ τὸ ὡραιότατο, τὸ κρίνο τοῦ οὐρανοῦ, μεγάλωσε, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἔμεινε ἐκεῖ δώδεκα περίπου χρόνια ἕως ὅτου μνηστεύθηκε τὸν δίκαιο Ἰωσήφ· καὶ τότε στὴ Ναζαρὲτ «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε…» (Ἀκάθ. ὕμν. Α).
Αὐτὸ εἶνε σύντομα τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ἡ εἴσοδος τῆς Παναγίας στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Ἐμεῖς τί διδασκόμεθα ἀπ᾽ ἐδῶ;
* * *
Ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς εἰσόδια, ἀγαπητοί μου. Ὅσοι μ᾽ ἀκοῦτε, ὅλοι ἔχετε εἰσόδια. Ὅπως ἑορτάζουμε τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἔτσι καὶ ὅλοι, ἀπ᾽ τὸ μικρὸ παιδὶ μέχρι τὸ γέροντα, ἔχουμε τὰ εἰσόδιά μας, καὶ περιμένουμε τὰ ἐξόδια.
Ποιά εἶνε τὰ εἰσόδια; Ἡ εἴσοδος στὴν παροῦσα ζωή, ἡ εὐλογημένη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία οἱ γονεῖς μας μᾶς ἔφεραν στὸν κόσμο, ἡ ἡμέρα τῶν γενεθλίων μας.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ εἰσόδια αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα ἀνώτερα, κι ἀλλοίμονο σὲ ὅποιον δὲν τὰ αἰσθάνεται. Εἶνε ἡ εἴσοδός μας στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ ζωὴ τῆς χάριτος. Τὸ νὰ γεννηθῇς εἶνε σπουδαῖο, ἀλλὰ πολὺ μεγαλύτερο εἶνε ἄλλο· ἡ ἡμέρα τοῦ βαπτίσματος. Ὅταν ἤμασταν βρέφη μᾶς πῆραν χέρια στοργικά, μᾶς πῆγαν στὴν ἐκκλησία καὶ μέσα στὸν Ἰορδάνη –διότι Ἰορδάνης εἶνε τὸ ἱερὸ βάπτισμα– «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» πήραμε ὄνομα χριστιανικὸ καὶ ἀπὸ παιδιὰ τοῦ Ἄλφα καὶ τοῦ Βῆτα γίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἔχουμε λοιπὸν εἰσόδια φυσικὰ καὶ εἰσόδια πνευματικά. Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ γεννηθήκαμε καὶ βαπτιστήκαμε μέχρις ὅτου κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο κόσμο, πρέπει κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι· νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἀφιερωμένη στὸ Θεό. Τί θὰ πῇ αὐτό; τί θὰ πῇ ἀφιέρωμα; Ἔχεις στὸ σπίτι ἕνα ποτήρι χρυσὸ καὶ τὸ χρησιμοποιεῖς ὅπως θέλεις. Ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ πάρῃς, τὸ πᾷς στὸ ναὸ καὶ τὸ δωρίσῃς γιὰ νὰ χρησιμοποιῆται στὴν ἁγία τράπεζα, τελείωσε· ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μπορεῖ πιὰ κανεὶς νὰ τὸ μεταχειριστῇ διαφορετικά.
Γιά φανταστῆτε, νὰ ᾽ρθῇ μέσα στὴν ἐκκλησία ἕνας ἄπιστος – ἄθεος, νὰ πάρῃ ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα τὸ δισκοπότηρο ποὺ κοινωνοῦμε τὰ φρικτὰ μυστήρια καὶ νὰ τὸ κάνῃ κρασοπότηρο· νὰ πάρῃ τὴν κολυμβήθρα καὶ νὰ τὴν κάνῃ κοινὸ σκεῦος, ὅπως ἔγινε στὴν Κύπρο τὸ 1974 μὲ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ Ἀττίλα – Θεέ μου, πόσο μᾶς τιμωρεῖς! Ἀνατριχιάζεις καὶ νὰ τ᾽ ἀκοῦς.
Ἔτσι εἶνε ἁμαρτία καὶ κάτι ἄλλο. Διότι ὑπάρχει καὶ κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὸ δισκοπότηρο· εἶνε ἡ ὕπαρξί μας, ὡς ψυχὴ καὶ ὡς σῶμα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βαπτίστηκες, δὲν ἔχεις πιὰ δικαίωμα νὰ διαθέτῃς τὸν ἑαυτό σου ὅπως θέλεις. Ποιός τὸ εἶπε; Δὲν μπορεῖς νὰ ζῇς κατὰ τὰ κέφια σου. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὰ μάτια σου, τὰ αὐτιά σου, τὰ χέρια σου, τὰ πόδια σου, ὁλόκληρος, εἶσαι ἱερὸ δισκοπότηρο, εἶσαι ἱερὸ κειμήλιο, ἀφιέρωμα, ναὸς τοῦ Θεοῦ· καὶ ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ θὰ φθείρῃ τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Α΄ Κορ. 3,17). Αὐτὸ θὰ πῇ ζωὴ ἀφιερωμένη στὸ Θεό. Ποιός ἔχει τέτοια ζωή; Σήμερα δυστυχῶς πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ πενθήσουμε καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Δαυΐδ· «Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος»· «οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. 11,2· 13,1. ῾Ρωμ. 3,12).
–Μὰ πολὺ ὑπερβολικὰ τὰ λές. Δὲν βλέπεις ὅτι οἱ ἐκκλησίες γεμίζουν; Τόσοι ἐκκλησιάζονται, ἀκοῦνε λόγο Θεοῦ, κοινωνοῦν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Πῶς λὲς «ἐκλέλοιπεν ὅσιος», «οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός»;
Ἀπαντῶ. Εἴμαστε Χριστιανοὶ μέσα στὴν ἐκκλησία· μόλις βγοῦμε ἀπὸ τὴν πόρτα, τὰ λησμονοῦμε ὅλα, γινόμαστε ἀγνώριστοι, παύουμε νὰ ἔχουμε σχέσι μὲ τὸ Χριστό· παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, λαὸς μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι μας ἔχουμε τὸ Χριστὸ στὸ στόμα ἀλλὰ τὸ διάβολο στὴν καρδιά. Εἴμαστε ὑποκριταὶ καὶ φαρισαῖοι.
Ἀκόμη καὶ οἱ λεγόμενοι θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι μπλέξαμε σ᾿ ἕνα δίχτυ τοῦ διαβόλου· καὶ τὸ μεγάλο αὐτὸ δίχτυ εἶνε ὁ ψεύτικος πολιτισμὸς τοῦ αἰῶνος μας, ποὺ ὀνομάζεται καταναλωτικὴ κοινωνία· σύμφωνα μ᾽ αὐτήν, ὅποιος λαὸς ξοδεύει περισσότερα, αὐτὸς θεωρεῖται πιὸ προηγμένος. Δὲν ζοῦμε πιὰ μιὰ ἁπλῆ ζωή.
Χθὲς τὸ βράδυ ἄνοιξα κάποιο βιβλίο· διάβαζα τὴ νύχτα καὶ ἔκλαψα. Τὸ 1829 – 30, ποὺ ἐλευθερώθηκε ὁ τόπος μας, μόλις ποὺ εἶχε ἔρθει ὁ Καπποδίστριας καὶ ὑψώθηκε ἡ ἑλληνικὴ σημαία, τὸ Ναύπλιο εἶχε μόνο τέσσερις χιλιάδες, ἀλλὰ πραγματικοὺς Χριστιανούς. Γινόταν λοιπὸν ὁ γάμος δύο ὀρφανῶν· ὁ πατέρας τῆς νύφης εἶχε σκοτωθῆ στὸ Μανιάκι κι ὁ πατέρας τοῦ γαμπροῦ στὰ Δερβενάκια. Χαρὰ ἄδολη. Καὶ μέσ᾽ στὸ σπίτι τί; ἔπιπλα, καθρέφτες, πολυτέλεια; Τίποτα, οὔτε καρέκλα· μιὰ ψάθα, ψωμὶ κρίθινο, λίγες ἐλιές, καὶ ἀγάπη ἀπέραντη! Ὦ Ἑλλάδα!
Τώρα; Μᾶς ἔφαγε ὁ καταναλωτισμός. Γέμισε ὁ τόπος κέντρα, καταστήματα, ἔπιπλα, καθρέφτες, ῥαδιόφωνα, τηλεοράσεις…· πράγματα περιττά. Φύγαμε ἀπὸ τὶς λίγες πραγματικὲς ἀνάγκες καὶ πήγαμε στὰ περιττά. Στὴ γενεά μας, ποὺ πνίγεται στὸ ἄγχος τῶν περιττῶν καὶ ἀχρήστων πραγμάτων, ἁρμόζει νὰ λεχθῇ αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41). Σβῆστε τὸ «Μάρθα» καὶ γράψτε «κόσμε»· «Κόσμε κόσμε, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Σβῆστε τὸ «Μάρθα» καὶ γράψτε «Ἑλλάς». «Ἑλλὰς Ἑλλάς, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Σβῆστε τὸ «Μάρθα» καὶ γράψτε τὸν ἑαυτό σας· «Ψυχή μου ψυχή μου, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
Ὁ χρόνος σπαταλᾶται σὲ διασκεδάσεις. Κάποτε τὰ νυχτερινὰ κέντρα ἦταν ἐλάχιστα. Τώρα, ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυτρώνουν μανιτάρια, ἔτσι στὴ νέα Βαβυλῶνα φυτρώνουν χιλιάδες κέντρα διασκεδάσεως. Ἄλλος στὸ χαρτοπαίγνιο, ἄλλος στὴ μπάλλα, ἄλλος στὸν κινηματογράφο, ἄλλος στὴν τηλεόρασι. Χρόνος ὑπάρχει μόνο γιὰ τὸ διάβολο, γιὰ τὸ Χριστὸ τίποτα.
Ποιά εἶνε τὰ εἰσόδια; Ἡ εἴσοδος στὴν παροῦσα ζωή, ἡ εὐλογημένη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία οἱ γονεῖς μας μᾶς ἔφεραν στὸν κόσμο, ἡ ἡμέρα τῶν γενεθλίων μας.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ εἰσόδια αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα ἀνώτερα, κι ἀλλοίμονο σὲ ὅποιον δὲν τὰ αἰσθάνεται. Εἶνε ἡ εἴσοδός μας στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ ζωὴ τῆς χάριτος. Τὸ νὰ γεννηθῇς εἶνε σπουδαῖο, ἀλλὰ πολὺ μεγαλύτερο εἶνε ἄλλο· ἡ ἡμέρα τοῦ βαπτίσματος. Ὅταν ἤμασταν βρέφη μᾶς πῆραν χέρια στοργικά, μᾶς πῆγαν στὴν ἐκκλησία καὶ μέσα στὸν Ἰορδάνη –διότι Ἰορδάνης εἶνε τὸ ἱερὸ βάπτισμα– «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» πήραμε ὄνομα χριστιανικὸ καὶ ἀπὸ παιδιὰ τοῦ Ἄλφα καὶ τοῦ Βῆτα γίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἔχουμε λοιπὸν εἰσόδια φυσικὰ καὶ εἰσόδια πνευματικά. Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ γεννηθήκαμε καὶ βαπτιστήκαμε μέχρις ὅτου κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο κόσμο, πρέπει κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι· νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἀφιερωμένη στὸ Θεό. Τί θὰ πῇ αὐτό; τί θὰ πῇ ἀφιέρωμα; Ἔχεις στὸ σπίτι ἕνα ποτήρι χρυσὸ καὶ τὸ χρησιμοποιεῖς ὅπως θέλεις. Ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ πάρῃς, τὸ πᾷς στὸ ναὸ καὶ τὸ δωρίσῃς γιὰ νὰ χρησιμοποιῆται στὴν ἁγία τράπεζα, τελείωσε· ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μπορεῖ πιὰ κανεὶς νὰ τὸ μεταχειριστῇ διαφορετικά.
Γιά φανταστῆτε, νὰ ᾽ρθῇ μέσα στὴν ἐκκλησία ἕνας ἄπιστος – ἄθεος, νὰ πάρῃ ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα τὸ δισκοπότηρο ποὺ κοινωνοῦμε τὰ φρικτὰ μυστήρια καὶ νὰ τὸ κάνῃ κρασοπότηρο· νὰ πάρῃ τὴν κολυμβήθρα καὶ νὰ τὴν κάνῃ κοινὸ σκεῦος, ὅπως ἔγινε στὴν Κύπρο τὸ 1974 μὲ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ Ἀττίλα – Θεέ μου, πόσο μᾶς τιμωρεῖς! Ἀνατριχιάζεις καὶ νὰ τ᾽ ἀκοῦς.
Ἔτσι εἶνε ἁμαρτία καὶ κάτι ἄλλο. Διότι ὑπάρχει καὶ κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὸ δισκοπότηρο· εἶνε ἡ ὕπαρξί μας, ὡς ψυχὴ καὶ ὡς σῶμα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βαπτίστηκες, δὲν ἔχεις πιὰ δικαίωμα νὰ διαθέτῃς τὸν ἑαυτό σου ὅπως θέλεις. Ποιός τὸ εἶπε; Δὲν μπορεῖς νὰ ζῇς κατὰ τὰ κέφια σου. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὰ μάτια σου, τὰ αὐτιά σου, τὰ χέρια σου, τὰ πόδια σου, ὁλόκληρος, εἶσαι ἱερὸ δισκοπότηρο, εἶσαι ἱερὸ κειμήλιο, ἀφιέρωμα, ναὸς τοῦ Θεοῦ· καὶ ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ θὰ φθείρῃ τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Α΄ Κορ. 3,17). Αὐτὸ θὰ πῇ ζωὴ ἀφιερωμένη στὸ Θεό. Ποιός ἔχει τέτοια ζωή; Σήμερα δυστυχῶς πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ πενθήσουμε καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Δαυΐδ· «Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος»· «οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. 11,2· 13,1. ῾Ρωμ. 3,12).
–Μὰ πολὺ ὑπερβολικὰ τὰ λές. Δὲν βλέπεις ὅτι οἱ ἐκκλησίες γεμίζουν; Τόσοι ἐκκλησιάζονται, ἀκοῦνε λόγο Θεοῦ, κοινωνοῦν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Πῶς λὲς «ἐκλέλοιπεν ὅσιος», «οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός»;
Ἀπαντῶ. Εἴμαστε Χριστιανοὶ μέσα στὴν ἐκκλησία· μόλις βγοῦμε ἀπὸ τὴν πόρτα, τὰ λησμονοῦμε ὅλα, γινόμαστε ἀγνώριστοι, παύουμε νὰ ἔχουμε σχέσι μὲ τὸ Χριστό· παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, λαὸς μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι μας ἔχουμε τὸ Χριστὸ στὸ στόμα ἀλλὰ τὸ διάβολο στὴν καρδιά. Εἴμαστε ὑποκριταὶ καὶ φαρισαῖοι.
Ἀκόμη καὶ οἱ λεγόμενοι θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι μπλέξαμε σ᾿ ἕνα δίχτυ τοῦ διαβόλου· καὶ τὸ μεγάλο αὐτὸ δίχτυ εἶνε ὁ ψεύτικος πολιτισμὸς τοῦ αἰῶνος μας, ποὺ ὀνομάζεται καταναλωτικὴ κοινωνία· σύμφωνα μ᾽ αὐτήν, ὅποιος λαὸς ξοδεύει περισσότερα, αὐτὸς θεωρεῖται πιὸ προηγμένος. Δὲν ζοῦμε πιὰ μιὰ ἁπλῆ ζωή.
Χθὲς τὸ βράδυ ἄνοιξα κάποιο βιβλίο· διάβαζα τὴ νύχτα καὶ ἔκλαψα. Τὸ 1829 – 30, ποὺ ἐλευθερώθηκε ὁ τόπος μας, μόλις ποὺ εἶχε ἔρθει ὁ Καπποδίστριας καὶ ὑψώθηκε ἡ ἑλληνικὴ σημαία, τὸ Ναύπλιο εἶχε μόνο τέσσερις χιλιάδες, ἀλλὰ πραγματικοὺς Χριστιανούς. Γινόταν λοιπὸν ὁ γάμος δύο ὀρφανῶν· ὁ πατέρας τῆς νύφης εἶχε σκοτωθῆ στὸ Μανιάκι κι ὁ πατέρας τοῦ γαμπροῦ στὰ Δερβενάκια. Χαρὰ ἄδολη. Καὶ μέσ᾽ στὸ σπίτι τί; ἔπιπλα, καθρέφτες, πολυτέλεια; Τίποτα, οὔτε καρέκλα· μιὰ ψάθα, ψωμὶ κρίθινο, λίγες ἐλιές, καὶ ἀγάπη ἀπέραντη! Ὦ Ἑλλάδα!
Τώρα; Μᾶς ἔφαγε ὁ καταναλωτισμός. Γέμισε ὁ τόπος κέντρα, καταστήματα, ἔπιπλα, καθρέφτες, ῥαδιόφωνα, τηλεοράσεις…· πράγματα περιττά. Φύγαμε ἀπὸ τὶς λίγες πραγματικὲς ἀνάγκες καὶ πήγαμε στὰ περιττά. Στὴ γενεά μας, ποὺ πνίγεται στὸ ἄγχος τῶν περιττῶν καὶ ἀχρήστων πραγμάτων, ἁρμόζει νὰ λεχθῇ αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41). Σβῆστε τὸ «Μάρθα» καὶ γράψτε «κόσμε»· «Κόσμε κόσμε, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Σβῆστε τὸ «Μάρθα» καὶ γράψτε «Ἑλλάς». «Ἑλλὰς Ἑλλάς, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Σβῆστε τὸ «Μάρθα» καὶ γράψτε τὸν ἑαυτό σας· «Ψυχή μου ψυχή μου, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
Ὁ χρόνος σπαταλᾶται σὲ διασκεδάσεις. Κάποτε τὰ νυχτερινὰ κέντρα ἦταν ἐλάχιστα. Τώρα, ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυτρώνουν μανιτάρια, ἔτσι στὴ νέα Βαβυλῶνα φυτρώνουν χιλιάδες κέντρα διασκεδάσεως. Ἄλλος στὸ χαρτοπαίγνιο, ἄλλος στὴ μπάλλα, ἄλλος στὸν κινηματογράφο, ἄλλος στὴν τηλεόρασι. Χρόνος ὑπάρχει μόνο γιὰ τὸ διάβολο, γιὰ τὸ Χριστὸ τίποτα.
* * *
Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Κάποτε σὲ μιὰ πόλι τῆς Μακεδονίας εἶδα σ᾿ ἕνα κοττέτσι ἕναν ἀετό.
Μοῦ φάνηκε σὰν μιὰ μεγάλη κόττα καὶ τρόμαξα· τόσο μεγάλη κόττα; Πλησιάζω, τί νὰ δῶ· ἦταν ἀετός.
Στὸ κοττέτσι ἀετός; Τὸν εἶχαν πιάσει στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, τοῦ ἔκοψαν τὶς μεγάλες φτεροῦγες, καὶ τὸν ἔκαναν ὄρνιθα! Καὶ στενοχωριόταν ὁ ἀετός.
Ἡ Ἑλλὰς ἦταν ἀετὸς καὶ οἱ Ἕλληνες παιδιὰ τοῦ ἀετοῦ.
Τώρα ἄπιστοι πολιτικοὶ τῆς ἔκοψαν τὰ φτερά· μασονία καὶ ἀπιστία ἔκαναν τὸν ἀετὸ τῆς Ἑλλάδος ἀξιολύπητο.
Δὲν σᾶς λέω περισσότερα. Σταματῶ.
Εἶστε Ἕλληνες; εἶστε Χριστιανοί; εἶστε πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας;
Δὲν θ᾽ ἀφήσουμε τὴν Ἑλλάδα αὐτὴ νὰ γίνῃ οὔτε Δανία, οὔτε Νορβηγία, οὔτε Χόλλυγουντ.
Θὰ μείνῃ Ἑλλάς, μὲ πίστι στὸ Θεό, μὲ οἰκογένεια, μὲ ὅλα τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια.
«Ὅσοι πιστοί», κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ κοντὰ στὴν πατρίδα μας· μέχρι τέλους ἀφωσιωμένοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀμήν.
Μοῦ φάνηκε σὰν μιὰ μεγάλη κόττα καὶ τρόμαξα· τόσο μεγάλη κόττα; Πλησιάζω, τί νὰ δῶ· ἦταν ἀετός.
Στὸ κοττέτσι ἀετός; Τὸν εἶχαν πιάσει στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, τοῦ ἔκοψαν τὶς μεγάλες φτεροῦγες, καὶ τὸν ἔκαναν ὄρνιθα! Καὶ στενοχωριόταν ὁ ἀετός.
Ἡ Ἑλλὰς ἦταν ἀετὸς καὶ οἱ Ἕλληνες παιδιὰ τοῦ ἀετοῦ.
Τώρα ἄπιστοι πολιτικοὶ τῆς ἔκοψαν τὰ φτερά· μασονία καὶ ἀπιστία ἔκαναν τὸν ἀετὸ τῆς Ἑλλάδος ἀξιολύπητο.
Δὲν σᾶς λέω περισσότερα. Σταματῶ.
Εἶστε Ἕλληνες; εἶστε Χριστιανοί; εἶστε πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας;
Δὲν θ᾽ ἀφήσουμε τὴν Ἑλλάδα αὐτὴ νὰ γίνῃ οὔτε Δανία, οὔτε Νορβηγία, οὔτε Χόλλυγουντ.
Θὰ μείνῃ Ἑλλάς, μὲ πίστι στὸ Θεό, μὲ οἰκογένεια, μὲ ὅλα τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια.
«Ὅσοι πιστοί», κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ κοντὰ στὴν πατρίδα μας· μέχρι τέλους ἀφωσιωμένοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 21-11-1976.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 21-11-1976.