O Θεός ζώζει τους πιστούς!
«…Ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄ Τιμ. 4,10)
Ὁ ἡρωισμὸς τοῦ ἀποστόλου Παῦλου, ἀγαπητοί μου, προκαλεῖ τὸ θαυμασμὸ καθενὸς ποὺ μελετᾷ τὴ ζωή του.
Γιατὶ ὁ ἀπόστολος αὐτός, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι βέβαια, ἀντιμετώπισε θύελλες καὶ καταιγίδες πειρασμῶν, ὑποβλήθηκε σὲ θυσίες καὶ κόπους μεγάλους, ἀγωνίστηκε ἐναντίον ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν, δέχτηκε ὀνειδισμοὺς κι ἄκουσε ὕβρεις, φυλακίστηκε,
ξυλοκοπήθηκε, λιθοβολήθηκε, κινδύνευσε πολλὲς φορές, πάλεψε μὲ ἀνθρωπόμορφα θηρία· ἔβλεπε μπροστά του τὸ θάνατο, καὶ τόσο εἶχε ἐξοικειωθῆ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου ὥστε ἔγραφε «Καθ᾽ ἡμέραν ἀποθνῄσκω», πεθαίνω καθημερινῶς (Α΄ Κορ. 15,31).
Ἀληθινά! Ἡ ζωὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶνε ζωὴ ἑνὸς ἥρωα, ἑνὸς μεγάλου ἥρωα τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, ποὺ ἀγωνίστηκε μὲ ἀκατάβλητο θάρρος ὄχι γιὰ ἕναν ἐπίγειο – ἐφήμερο σκοπό, ἀλλὰ γιὰ τὴ διάδοσι τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐξάπλωσι τῆς Ἐκκλησίας του, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ ἀντλοῦσε τὸ θάρρος αὐτό; Ποιά ἦταν ἡ μυστικὴ πηγή, ἀπ᾽ τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔπαιρνε ἀκατάπαυστα δυνάμεις γιὰ νὰ συνεχίζῃ τοὺς ἀγῶνες του;
* * *
Ὁ ἴδιος, ἀγαπητοί μου, στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἂν προσέξατε, ἀναφέρει κάτι τὸ ὁποῖο μᾶς δίνει τὴν ἐξήγησι τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ φαινομένου. Γράφοντας στὸ μαθητή του Τιμόθεο, τὸν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου, λέει τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα λόγια·
«Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν»· γι᾽ αὐτό, λέει, καὶ κοπιάζουμε καὶ ὑπομένουμε χλευασμούς, γιατὶ ἔχουμε στηρίξει τὴν ἐλπίδα μας στὸ ζωντανὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶνε σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα ἐκείνων ποὺ πιστεύουν σ᾽ αὐτόν (Α΄ Τιμ. 4,10).
Ἡ πίστι, νά ἡ ἄγκυρα τοῦ Παύλου· αὐτὴ εἶνε ποὺ τὸν κρατοῦσε, αὐτὴ τὸν στήριζε, αὐτὴ τὸν παρηγοροῦσε, αὐτὴ τὸν ἐνίσχυε· αὐτὴ τὴν ὥρα τῶν φοβερῶν πειρασμῶν του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ καταποντισθῇ καὶ νὰ χαθῇ.
Πίστευε ὁ Παῦλος στὸ Θεό, στὸ «ζωντανὸ Θεό», ὄχι σὲ νεκρὰ καὶ ἄψυχα εἴδωλα, ποὺ δὲν βλέπουν, δὲν ἀκοῦνε, δὲν μιλᾶνε. Τὰ εἴδωλα εἶνε ὕλη ἀπὸ τὴ γῆ, μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο, «ἀργύριον καὶ χρυσίον»· εἶνε «ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 134,15), ἄνθρωποι τὰ κατασκεύασαν μὲ τὰ χέρια τους. Ὁ ἀπόστολος δὲν πίστευε στοὺς ἀπατηλοὺς «θεοὺς τῶν ἐθνῶν», σὲ πλάνες θεότητες ποὺ δὲν εἶνε τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ «δαιμόνια» (ἔ.ἀ. 95,5).
Ὁ Παῦλος πίστευε στὸ «ζωντανὸ Θεό»· ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶνε δημιούργημα κανενός, ἀλλὰ εἶνε αὐτὸς ὁ Δημιουργὸς τοῦ παντός. Ὁ Θεὸς τοῦ Χριστιανοῦ, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς «θεοὺς» αὐτούς, τὰ ἄψυχα εἴδωλα, τὰ νεκρὰ καὶ κουφὰ καὶ τυφλὰ καὶ βουβὰ κι ἀμίλητα ἰνδάλματα τοῦ κόσμου, εἶνε «Θεὸς ζῶν»· δηλαδή, ἀκούει καὶ ἀπαντᾷ, βλέπει καὶ διακρίνει, παρακολουθεῖ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων ὅπως φαίνονται ἐξωτερικὰ καὶ σταθμίζει τὰ ἐσωτερικὰ κίνητρα ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα προέρχονται. Δὲν μένει ἀδιάφορος ἀπένταντι στὰ ποιήματά του, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πλάσματά του· μεριμνᾷ, συντηρεῖ καὶ κυβερνᾷ τὸν κόσμο του. Προστατεύει καὶ σῴζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἰδίως ὅμως ἐκείνους ποὺ πιστεύουν σ᾽ αὐτὸν καὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά του καὶ τὶς θεῖες ἐντολές του.
Ἡ πίστι λοιπόν, αὐτὴ στάθηκε ἡ μυστικὴ πηγὴ τοῦ θάρρους, τῆς ὑπομονῆς, τῆς αὐταπαρνήσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς πίστεώς μας, ποὺ καθένας τους σήκωσε τὸ δικό του σταυρό.
«Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν»· γι᾽ αὐτό, λέει, καὶ κοπιάζουμε καὶ ὑπομένουμε χλευασμούς, γιατὶ ἔχουμε στηρίξει τὴν ἐλπίδα μας στὸ ζωντανὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶνε σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα ἐκείνων ποὺ πιστεύουν σ᾽ αὐτόν (Α΄ Τιμ. 4,10).
Ἡ πίστι, νά ἡ ἄγκυρα τοῦ Παύλου· αὐτὴ εἶνε ποὺ τὸν κρατοῦσε, αὐτὴ τὸν στήριζε, αὐτὴ τὸν παρηγοροῦσε, αὐτὴ τὸν ἐνίσχυε· αὐτὴ τὴν ὥρα τῶν φοβερῶν πειρασμῶν του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ καταποντισθῇ καὶ νὰ χαθῇ.
Πίστευε ὁ Παῦλος στὸ Θεό, στὸ «ζωντανὸ Θεό», ὄχι σὲ νεκρὰ καὶ ἄψυχα εἴδωλα, ποὺ δὲν βλέπουν, δὲν ἀκοῦνε, δὲν μιλᾶνε. Τὰ εἴδωλα εἶνε ὕλη ἀπὸ τὴ γῆ, μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο, «ἀργύριον καὶ χρυσίον»· εἶνε «ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 134,15), ἄνθρωποι τὰ κατασκεύασαν μὲ τὰ χέρια τους. Ὁ ἀπόστολος δὲν πίστευε στοὺς ἀπατηλοὺς «θεοὺς τῶν ἐθνῶν», σὲ πλάνες θεότητες ποὺ δὲν εἶνε τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ «δαιμόνια» (ἔ.ἀ. 95,5).
Ὁ Παῦλος πίστευε στὸ «ζωντανὸ Θεό»· ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶνε δημιούργημα κανενός, ἀλλὰ εἶνε αὐτὸς ὁ Δημιουργὸς τοῦ παντός. Ὁ Θεὸς τοῦ Χριστιανοῦ, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς «θεοὺς» αὐτούς, τὰ ἄψυχα εἴδωλα, τὰ νεκρὰ καὶ κουφὰ καὶ τυφλὰ καὶ βουβὰ κι ἀμίλητα ἰνδάλματα τοῦ κόσμου, εἶνε «Θεὸς ζῶν»· δηλαδή, ἀκούει καὶ ἀπαντᾷ, βλέπει καὶ διακρίνει, παρακολουθεῖ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων ὅπως φαίνονται ἐξωτερικὰ καὶ σταθμίζει τὰ ἐσωτερικὰ κίνητρα ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα προέρχονται. Δὲν μένει ἀδιάφορος ἀπένταντι στὰ ποιήματά του, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πλάσματά του· μεριμνᾷ, συντηρεῖ καὶ κυβερνᾷ τὸν κόσμο του. Προστατεύει καὶ σῴζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἰδίως ὅμως ἐκείνους ποὺ πιστεύουν σ᾽ αὐτὸν καὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά του καὶ τὶς θεῖες ἐντολές του.
Ἡ πίστι λοιπόν, αὐτὴ στάθηκε ἡ μυστικὴ πηγὴ τοῦ θάρρους, τῆς ὑπομονῆς, τῆς αὐταπαρνήσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς πίστεώς μας, ποὺ καθένας τους σήκωσε τὸ δικό του σταυρό.
* * *
Αὐτὴ τὴν πίστι, ἀγαπητοί μου, νὰ καλλιεργήσουμε κ᾽ ἐμεῖς· καὶ νὰ τὴ φυλάξουμε βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά μας, ἂν ἔχουμε ἀποφασίσει νὰ βαδίσουμε σταθερὰ καὶ μέχρι τέλους τὸ δύσκολο δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Ὁ Θεός μας εἶνε ὁ σωτήρας «πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν»· σῴζει δηλαδὴ βέβαια ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀφοῦ ὅλοι εἶνε δικά του πλάσματα, ἰδιαιτέρως ὅμως σῴζει ὅσους ἔχουν πίστι σ᾽ αὐτόν, τὸν γνώρισαν, τὸν ἐπικαλοῦνται κι ἀπολαμβάνουν τὴ χάρι του. Αὐτὴ ἡ βεβαίωσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ δὲν εἶνε μιὰ παρηγοριὰ μὲ λόγια ἀλλὰ βγαίνει μέσα ἀπ᾽ τὴ ζωή του, εἶνε γιὰ μᾶς ἡ καλύτερη βοήθεια ποὺ μποροῦσε νὰ μᾶς δοθῇ.
Χωρὶς τὴν πίστι αὐτή, χωρὶς τὴν πεποίθησι ὅτι ἀπὸ πάνω μας στέκει προστάτης παντοδύναμος ὁ Κύριός μας, εἶνε δύσκολο –γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ἀδύνατο– νὰ κάνουμε ἔστω καὶ ἕνα βῆμα καὶ νὰ προχωρήσουμε. Μπροστὰ στὰ ἐμπόδια τοῦ κόσμου, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἀπειλὲς τοῦ ἐχθροῦ δειλία θὰ καταλάβῃ τὶς ψυχές μας, πανικὸς θὰ μᾶς κυριεύσῃ καὶ τρομαγμένοι θὰ τραποῦμε σὲ φυγή, θὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ἀγῶνα ποὺ ἀρχίσαμε, θὰ προδώσουμε τὶς ἀρχὲς ποὺ θέσαμε στὸν ἑαυτό μας, θὰ γελοιοποιηθοῦμε στὰ μάτια τοῦ κόσμου ποὺ περίεργος μᾶς παρακολουθεῖ.
Προστάτης πάνω μας εἶνε ὁ Θεός. Ἀμφιβάλλουμε; Ἂν ἀμφιβάλλουμε, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ μελετήσουμε τὴν ἱστορία, τοὺς βίους τῶν ἁγίων, σύγχρονα παραδείγματα πιστῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ δοῦμε πῶς ὁ Θεὸς προστατεύει μὲ μιὰ τελείως ἐξαιρετικὴ φροντίδα καὶ εὔνοια τοὺς πιστούς του δούλους καὶ τοὺς σῴζει μὲ χίλιους τρόπους ἀπὸ μύριους κινδύνους. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος βεβαιώνει· «Οἶδε Κύριος εὐσεβεῖς ἐκ πειρασμοῦ ῥύεσθαι» (Β΄ Πέτρ. 2,9), γνωρίζει ὁ Κύριος τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους σῴζει στὴν κατάλληλη στιγμὴ τοὺς πιστούς του δούλους ἀπὸ τὸν πειρασμό.
Ναί, τοὺς σῴζει! Τί καὶ ἂν ὁ σατανᾶς μαίνεται ἐναντίον τῶν πιστῶν Χριστιανῶν; τί καὶ ἂν οἱ πιστοὶ εἶνε λίγοι καὶ οἱ ἐχθροί τους πολλοὶ – ἀναρίθμητοι; τί καὶ ἂν οἱ εὐσεβεῖς εἶνε σὰν τὰ ἄκακα ἀρνάκια καὶ οἱ ἐχθροί τους σὰν λύκοι ἕτοιμοι νὰ τοὺς κατασπαράξουν; τί καὶ ἂν οἱ πιστοὶ εἶνε ἀγράμματοι, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ καυχῶνται γιὰ τὶς γνώσεις τους καὶ τὶς ἐπιστῆμες τους; Ἀπ᾽ ὅλα ὁ Κύριος σῴζει τὰ παιδιά του.
Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν εἶνε μεγάλος. «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;» (Ψαλμ. 76,14). Ποιός μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μαζί του; «Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν» (Βαρ. 3,36). Ποιός εἶνε ὅμοιος μ᾽ αὐτόν (βλ. Β΄ Παρ. 6,14. Ψαλμ. 34,10· 70,19· 85,8). Κανείς. Αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ ἐλπίζουν σ᾽ αὐτόν, ἐφ᾿ ὅσον τὸν πιστεύουν καὶ τὸν ἐπικαλοῦνται, δὲν θὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ χαθοῦν. Αὐτὸς θὰ χαλινώσῃ τὴν ὁρμὴ καὶ τὴν ἐπιθετικότητα τοῦ σατανᾶ· αὐτὸς θὰ πυκνώσῃ τὴ μικρή τους φάλαγγα μὲ μαχητὰς ποὺ καθένας τους θὰ μπορῇ νὰ τρέπῃ σὲ φυγὴ μυριάδες ἐχθρούς (πρβλ. Δευτ. 32,30, Ἰησ. Ναυὴ 23,10)· αὐτὸς θὰ ἀναδείξῃ τὰ ἀρνάκια σὲ λέοντας πῦρ πνέοντας (πρβλ. Β΄ Μακ. 9,7) καὶ θὰ τοὺς δώσῃ τὴ νίκη. Αὐτὸς θὰ «καταισχύνῃ τοὺς σοφούς» (Α΄ Κορ. 1,27). Αὐτός… Ὤ, ἐὰν ἔλειπε ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ, οἱ Χριστιανοὶ θὰ εἶχαν σβήσει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς· γιατὶ ἦταν φύσει ἀδύνατον νὰ νικήσουν οἱ λίγοι τοὺς πολλούς, οἱ ἀσθενεῖς τοὺς ἰσχυρούς, οἱ μωροὶ τοὺς σοφούς (βλ. ἔ.ἀ. 1,25).
Ὁ Θεὸς σῴζει τοὺς πιστούς! Καὶ πῶς ὄχι; Ἀφοῦ φροντίζει γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα –καὶ ἡ φροντίδα του ἐπεκτείνεται καὶ φτάνει μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα πλάσματα τῆς δημιουργίας του, μέχρι καὶ τὰ θηρία τῆς ζούγκλας, μέχρι καὶ τοὺς κακούργους καὶ τοὺς ἀχαρίστους–, πῶς δὲν θὰ φροντίσῃ καὶ δὲν θὰ προστατεύσῃ ἐκείνους ποὺ μέρα καὶ νύχτα ἔχουν τὴν καρδιά τους στραμμένη σ᾽ αὐτόν, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸν περιμένουν βοήθεια, προστασία, ἔλεος, δικαίωσι; Εἶνε δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ «μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτὸς καὶ μακροθυμῶν ἐπ᾽ αὐτοῖς;». Ἀδύνατον. Ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ. Μπορεῖ νὰ ἀναβάλλῃ, σύντομα ὅμως θὰ κάνῃ τὴν ἐπέμβασί σου. «Λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει» (πρβλ. Λουκ. 18,7).
Ὁ Θεός μας εἶνε ὁ σωτήρας «πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν»· σῴζει δηλαδὴ βέβαια ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀφοῦ ὅλοι εἶνε δικά του πλάσματα, ἰδιαιτέρως ὅμως σῴζει ὅσους ἔχουν πίστι σ᾽ αὐτόν, τὸν γνώρισαν, τὸν ἐπικαλοῦνται κι ἀπολαμβάνουν τὴ χάρι του. Αὐτὴ ἡ βεβαίωσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ δὲν εἶνε μιὰ παρηγοριὰ μὲ λόγια ἀλλὰ βγαίνει μέσα ἀπ᾽ τὴ ζωή του, εἶνε γιὰ μᾶς ἡ καλύτερη βοήθεια ποὺ μποροῦσε νὰ μᾶς δοθῇ.
Χωρὶς τὴν πίστι αὐτή, χωρὶς τὴν πεποίθησι ὅτι ἀπὸ πάνω μας στέκει προστάτης παντοδύναμος ὁ Κύριός μας, εἶνε δύσκολο –γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ἀδύνατο– νὰ κάνουμε ἔστω καὶ ἕνα βῆμα καὶ νὰ προχωρήσουμε. Μπροστὰ στὰ ἐμπόδια τοῦ κόσμου, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἀπειλὲς τοῦ ἐχθροῦ δειλία θὰ καταλάβῃ τὶς ψυχές μας, πανικὸς θὰ μᾶς κυριεύσῃ καὶ τρομαγμένοι θὰ τραποῦμε σὲ φυγή, θὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ἀγῶνα ποὺ ἀρχίσαμε, θὰ προδώσουμε τὶς ἀρχὲς ποὺ θέσαμε στὸν ἑαυτό μας, θὰ γελοιοποιηθοῦμε στὰ μάτια τοῦ κόσμου ποὺ περίεργος μᾶς παρακολουθεῖ.
Προστάτης πάνω μας εἶνε ὁ Θεός. Ἀμφιβάλλουμε; Ἂν ἀμφιβάλλουμε, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ μελετήσουμε τὴν ἱστορία, τοὺς βίους τῶν ἁγίων, σύγχρονα παραδείγματα πιστῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ δοῦμε πῶς ὁ Θεὸς προστατεύει μὲ μιὰ τελείως ἐξαιρετικὴ φροντίδα καὶ εὔνοια τοὺς πιστούς του δούλους καὶ τοὺς σῴζει μὲ χίλιους τρόπους ἀπὸ μύριους κινδύνους. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος βεβαιώνει· «Οἶδε Κύριος εὐσεβεῖς ἐκ πειρασμοῦ ῥύεσθαι» (Β΄ Πέτρ. 2,9), γνωρίζει ὁ Κύριος τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους σῴζει στὴν κατάλληλη στιγμὴ τοὺς πιστούς του δούλους ἀπὸ τὸν πειρασμό.
Ναί, τοὺς σῴζει! Τί καὶ ἂν ὁ σατανᾶς μαίνεται ἐναντίον τῶν πιστῶν Χριστιανῶν; τί καὶ ἂν οἱ πιστοὶ εἶνε λίγοι καὶ οἱ ἐχθροί τους πολλοὶ – ἀναρίθμητοι; τί καὶ ἂν οἱ εὐσεβεῖς εἶνε σὰν τὰ ἄκακα ἀρνάκια καὶ οἱ ἐχθροί τους σὰν λύκοι ἕτοιμοι νὰ τοὺς κατασπαράξουν; τί καὶ ἂν οἱ πιστοὶ εἶνε ἀγράμματοι, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ καυχῶνται γιὰ τὶς γνώσεις τους καὶ τὶς ἐπιστῆμες τους; Ἀπ᾽ ὅλα ὁ Κύριος σῴζει τὰ παιδιά του.
Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν εἶνε μεγάλος. «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;» (Ψαλμ. 76,14). Ποιός μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μαζί του; «Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν» (Βαρ. 3,36). Ποιός εἶνε ὅμοιος μ᾽ αὐτόν (βλ. Β΄ Παρ. 6,14. Ψαλμ. 34,10· 70,19· 85,8). Κανείς. Αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ ἐλπίζουν σ᾽ αὐτόν, ἐφ᾿ ὅσον τὸν πιστεύουν καὶ τὸν ἐπικαλοῦνται, δὲν θὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ χαθοῦν. Αὐτὸς θὰ χαλινώσῃ τὴν ὁρμὴ καὶ τὴν ἐπιθετικότητα τοῦ σατανᾶ· αὐτὸς θὰ πυκνώσῃ τὴ μικρή τους φάλαγγα μὲ μαχητὰς ποὺ καθένας τους θὰ μπορῇ νὰ τρέπῃ σὲ φυγὴ μυριάδες ἐχθρούς (πρβλ. Δευτ. 32,30, Ἰησ. Ναυὴ 23,10)· αὐτὸς θὰ ἀναδείξῃ τὰ ἀρνάκια σὲ λέοντας πῦρ πνέοντας (πρβλ. Β΄ Μακ. 9,7) καὶ θὰ τοὺς δώσῃ τὴ νίκη. Αὐτὸς θὰ «καταισχύνῃ τοὺς σοφούς» (Α΄ Κορ. 1,27). Αὐτός… Ὤ, ἐὰν ἔλειπε ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ, οἱ Χριστιανοὶ θὰ εἶχαν σβήσει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς· γιατὶ ἦταν φύσει ἀδύνατον νὰ νικήσουν οἱ λίγοι τοὺς πολλούς, οἱ ἀσθενεῖς τοὺς ἰσχυρούς, οἱ μωροὶ τοὺς σοφούς (βλ. ἔ.ἀ. 1,25).
Ὁ Θεὸς σῴζει τοὺς πιστούς! Καὶ πῶς ὄχι; Ἀφοῦ φροντίζει γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα –καὶ ἡ φροντίδα του ἐπεκτείνεται καὶ φτάνει μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα πλάσματα τῆς δημιουργίας του, μέχρι καὶ τὰ θηρία τῆς ζούγκλας, μέχρι καὶ τοὺς κακούργους καὶ τοὺς ἀχαρίστους–, πῶς δὲν θὰ φροντίσῃ καὶ δὲν θὰ προστατεύσῃ ἐκείνους ποὺ μέρα καὶ νύχτα ἔχουν τὴν καρδιά τους στραμμένη σ᾽ αὐτόν, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸν περιμένουν βοήθεια, προστασία, ἔλεος, δικαίωσι; Εἶνε δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ «μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτὸς καὶ μακροθυμῶν ἐπ᾽ αὐτοῖς;». Ἀδύνατον. Ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ. Μπορεῖ νὰ ἀναβάλλῃ, σύντομα ὅμως θὰ κάνῃ τὴν ἐπέμβασί σου. «Λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει» (πρβλ. Λουκ. 18,7).
* * *
Μὲ τὴν πίστι αὐτή, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε «σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν», νὰ προχωροῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὴ ζωή μας γεμᾶτοι ἐλπίδα, ὅτι ὁ Κύριος θὰ μᾶς σώσῃ «ἀπ᾽ τὸ στόμα λιονταριοῦ» καὶ «ἀπὸ παντὸς ἔργου πονηροῦ» καὶ θὰ ἀσφαλίσῃ τὶς ψυχές μας «εἰς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ τὴν ἐπουράνιον», σύμφωνα μὲ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπιστολή του στὸν Τιμόθεο· «ὁ Κύριός μοι παρέστη καὶ ἐνεδυνάμωσέ με… καὶ ἐρρύσθην ἐκ στόματος λέοντος. καὶ ῥύσεταί με ὁ Κύριος ἀπὸ παντὸς ἔργου πονηροῦ καὶ σώσει εἰς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ τὴν ἐπουράνιον» (Β΄ Τιμ. 4,17-18). Ἀμήν, γένοιτο!
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 234-235/1-11 Φεβρ. 1940, σ. 11-12).
http://www.augoustinos-kantiotis.gr