ΟΙ «ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΟΔΟΝ»
«Οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν» (Λουκ. 8,12)
Ὅσοι, ἀγαπητοί μου, ἀποροῦν καὶ διερωτῶνται, γιατί τὸ κήρυγμα, ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ὕστερα ἀπὸ μία ἀδιάκοπη πνευματικὴ σπορὰ εἴκοσι τώρα αἰώνων, δὲν καρποφόρησε στὸν κόσμο τόσο ὅσο θὰ περίμενε κανείς, αὐτοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ μελετήσουν
προσεκτικὰ τὴν παραβολὴ τοῦ σπείροντος γεωργοῦ, τὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Σπορέως, ποὺ διαβάστηκε σήμερα ὡς εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα στοὺς ναούς.
Στὴν ὡραιότατη αὐτὴ παραβολὴ ὁ Κύριός μας μὲ ἀπαράμιλλο γλαφυρὸ τρόπο ὑποδεικνύει, ὅτι τὸ αἴτιο τῆς ἀκαρπίας τῆς διδαχῆς τοῦ Εὐαγγελίου δὲν βρίσκεται στὴν ἴδια τὴ διδαχή. Δὲν φταίει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ἀκαρπία. Ἡ διδαχὴ τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἐκλεκτὸς σπόρος, εἶνε ὁ οὐράνιος σπόρος τῆς ἀληθείας, ποὺ κλείνει μέσα του ὅλη τὴ μυστηριώδη δύναμι καὶ τὴ θαυμαστὴ δυνατότητα νὰ δημιουργῇ νέα ζωή, εὐτυχισμένη καὶ ἀθάνατη ζωή. Ἡ αἰτία τῆς ἀκαρπίας βρίσκεται κάπου ἀλλοῦ, τὸ αἴτιο τῆς ἀκαρπίας εἶνε ἄλλο· εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος· καὶ πιὸ συγκεκριμένα, εἶνε ἡ ψυχικὴ διάθεσι καὶ ἡ προαίρεσι, μὲ τὴν ὁποία ἡ κάθε ψυχὴ ἀκούει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ψυχικὴ διάθεσι διαφέρει ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο, γι᾽ αὐτὸ διαφορετικὰ εἶνε καὶ τ᾿ ἀποτελέσματα τῆς θείας σπορᾶς μέσα στὶς ψυχές.
Τέσσερις κατηγορίες ἀνθρώπων διακρίνει ὁ Χριστὸς στὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως καὶ τὴν καθεμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὴν παραβάλλει μὲ ἕνα εἶδος γῆς, μὲ ἕνα συγκεκριμένο κομμάτι ἐδάφους. Καὶ ἐδῶ φαίνεται καθαρὰ αὐτὸ ποὺ εἴπαμε· βλέπουμε δηλαδὴ ὅτι, ἐνῷ ὁ σπόρος ποὺ πέφτει στὴ γῆ εἶνε παντοῦ ὁ ἴδιος ἐκλεκτὸς σπόρος, τὰ ἐδάφη ὅμως διαφέρουν. Ἑπομένως, τὰ διαφορετικὰ ἀποτελέσματα τῆς καλλιεργείας δὲν ὀφείλονται στὸν σπόρο, ἀλλὰ ὀφείλονται στὸ ἔδαφος· τὸ ἔδαφος ἢ εὐνοεῖ τὴν καρποφορία ἢ εὐθύνεται γιὰ τὴν ἀκαρπία.
Οἱ τέσσερις κατηγορίες ἀνθρώπων – ἀκροατῶν τοῦ θείου λόγου, μὲ τὴ σειρὰ ποὺ τὶς περιγράφει ὁ Κύριος, εἰκονίζονται· ἡ μὲν πρώτη μὲ δημόσιο πατημένο δρόμο ὅπου ὁ σπόρος δὲν προλαβαίνει κἂν νὰ ῥιζώσῃ, ἡ δεύτερη μὲ ἕνα πετρῶδες ἔδαφος ὅπου ὁ σπόρος φυτρώνει μὲν ἀλλὰ ἀμέσως ξεραίνεται λόγῳ ἐλλείψεως νεροῦ, ἡ τρίτη μὲ χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια ποὺ κυριαρχοῦν καὶ πνίγουν τὸν σπόρο, καὶ ἡ τέταρτη μὲ καλὴ εὔφορη γῆ ποὺ καρποφορεῖ πλούσια.
Ἐμεῖς, ἀπὸ τὶς τέσσερις αὐτὲς κατηγορίες στὶς ὁποῖες ὁ Θεῖος Διδάσκαλος κατατάσσει τοὺς ἀκροατὰς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ κάθε ἐποχῆς, σ᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σύντομο ἑρμηνευτικό μας κήρυγμα θὰ πάρουμε μόνο μία, τὴν πρώτη κατηγορία. Καὶ θὰ σᾶς παρακαλέσω, ἀγαπητοί μου, νὰ δώσετε τώρα ἰδιαίτερη προσοχή, γιατὶ ἐνδέχεται νὰ ὑπάγεστε κ᾽ ἐσεῖς στὴν κατηγορία αὐτὴ τῶν ἀκάρπων ἀκροατῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Στὴν πρώτη κατηγορία κατατάσσονται οἱ ἀκροαταὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἡ ψυχική τους διάθεσι μοιάζει μὲ τὴν πεπατημένη ὁδό, τὸν δημόσιο δρόμο μὲ τὸ σκληρὸ ὁδόστρωμα. Ὅπως δηλαδὴ πάνω στὸ δημόσιο δρόμο δὲν μπορεῖ νὰ φυτρώσῃ τίποτε καὶ ἂν ὁ σπόρος τοῦ γεωργοῦ συμβῇ νὰ πέσῃ ἐκεῖ ὁ σπόρος αὐτὸς πάει χαμένος, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ στὶς ψυχὲς αὐτῶν τῶν ἀκροατῶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ σπόρος τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν μπορεῖ νὰ καρποφορήσῃ, γιατὶ οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶνε σὰν τὸν χιλιοπατημένο δρόμο. Νά πῶς περιγράφει τὴν ψυχική τους κατάστασι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος· «Ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν» (Λουκ. 8,11-12).
Οἱ ἀκροαταί, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει ἐδῶ ὁ Κύριος, εἶνε κυρίως ἄνθρωποι ἐπιπόλαιοι, ἀπρόσεκτοι, χωρὶς βάθος. Ἀκοῦνε μὲν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τρέχουν κι αὐτοὶ στοὺς ἱεροὺς ναοὺς ὅπου γίνεται τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, μελετοῦν τὸ Εὐαγγέλιο ἢ καὶ ὅλη τὴν ἁγία Γραφή, διαβάζουν τὰ θρησκευτικὰ βιβλία καὶ τὰ περιοδικά, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τελείως ἐπιπόλαια, ἐπιφανειακά. Δὲν τὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ καὶ μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ τηρήσουν ἀκριβῶς ὅ,τι λέει καὶ διατάζει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τῶν κηρύκων τοῦ θείου λόγου. Δὲν ἐκτιμοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ σὰν κάτι πολύτιμο καὶ δὲν τὰ κρατοῦν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους σὰν θησαυρὸ ἀνεκτίμητο. Δὲν ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ἐκεῖνο ποὺ ἐφάρμοζε στὸν ἑαυτό του ὁ μεγάλος προφήτης καὶ βασιλιᾶς Δαυΐδ· ὁ Δαυῒδ ὄχι ἁπλῶς ἄκουγε, ἀλλὰ καὶ φύλαγε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μὲ τόση προσοχὴ μὲ ὅση δὲν θὰ φύλαγε τοὺς θησαυροὺς τοῦ παλατιοῦ του· γι᾽ αὐτὸ καὶ μποροῦσε ν᾿ ἀπευθύνεται στὸ Θεὸν καὶ νὰ λέῃ· «Ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω σοι»· φύλαξα δηλαδή, Θεέ μου, μέσα στὴν καρδιά μου τὰ λόγια σου, ὥστε νὰ τὰ θυμᾶμαι, νὰ τὰ τηρῶ, καὶ νὰ μὴν ἁμαρτήσω σ᾽ ἐσένα (Ψαλμ. 118,11).
Κάθε τι πολύτιμο ὅμως ποὺ δὲν φυλάσσεται μὲ προσοχή, ἀλλ᾽ ἀφήνεται ἀφύλαχτο καὶ ἐκτεθειμένο στὰ μάτια ὅλων, κινδυνεύει καὶ συνήθως δὲν ἀργεῖ νὰ ἐξαφανιστῇ. Χρήματα ἂν εἶνε, θὰ κλαποῦν· τιμαλφὲς κόσμημα ἢ ἄλλο πολύτιμο ἀντικείμενο ἂν εἶνε (ρολόι, δαχτυλίδι, βραχιόλι κ.λπ.), προκαλεῖ καὶ βάζει σὲ πειρασμὸ ὅσους εὔκολα ἁπλώνουν τὸ χέρι. Ἔτσι καὶ ἂν βρεθῇ στὸ δρόμο χυμένος σπόρος, ποὺ ἔπεσε ἐκεῖ ἀπὸ κάποιο τρύπιο σακκί, δὲν πρόκειται νὰ μείνῃ ἐκεῖ γιὰ πολύ· γρήγορα θὰ φαγωθῇ ἀπὸ τὰ πουλιά, ποὺ πετοῦν διαρκῶς καὶ ψάχνουν νὰ βροῦν τροφή· θὰ μαζευτοῦν ἀμέσως καὶ μὲ τὰ ῥάμφη τους θὰ τὸν ἐξαφανίσουν. Ὁ σπόρος αὐτὸς εἶνε καταδικασμένος νὰ μείνῃ ἄκαρπος· πάει χαμένος.
Κάτι παρόμοιο λοιπὸν συμβαίνει καὶ μὲ τὸν οὐράνιο σπόρο, μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Ὅσο ἄφθονο καὶ ἂν σπείρουν οἱ κήρυκες τὸν θεῖο λόγο, ἐφ᾿ ὅσον οἱ ἀκροαταὶ δὲν δίνουν τὴν πρέπουσα προσοχὴ καὶ δὲν ἐκτιμοῦν τὸν μεγάλο αὐτὸ θησαυρό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σπορᾶς σὲ τέτοιου εἴδους ἀνθρώπους θὰ εἶνε μηδαμινό. Γιατὶ ὁ σατανᾶς, ἀεικίνητος καὶ ἐξαιρετικὰ δραστήριος ἐκεῖ ὅπου σπείρεται ὁ θεῖος λόγος, θὰ τρέξῃ καὶ θ᾿ ἀφαιρέσῃ ὅλο τὸ σπόρο· δὲν θ᾽ ἀφήσῃ οὔτε ἕνα κόκκο, οὔτε ἕνα σπυρί.
Ὁ σατανᾶς θὰ χρησιμοποιήσῃ «τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ», δηλαδὴ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπιστίας, ποὺ θὰ ἔρθουν νὰ ἐξουδετερώσουν κάθε τυχὸν ἀγαθὴ ἐπίδρασι τοῦ θείου λόγου. Γιὰ κάθε δόγμα, γιὰ κάθε κήρυγμα, γιὰ κάθε εὐαγγελικὴ συμβουλή, ὁ σατανᾶς θ᾿ ἀντιτάξῃ ἕνα σωρὸ «ἐπιχειρήματα», θὰ ἐξαποστείλῃ σμήνη ὁλόκληρα ἀπὸ «πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ» γιὰ νὰ ἁρπάξουν, εἰ δυνατόν, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ ἀκόμη τὰ χέρια τοῦ σπορέως, δηλαδὴ τοῦ κήρυκος, τὸν εὐαγγελικὸ σπόρο. Τόση λύσσα ἔχει ὁ σατανᾶς –καὶ γνωρίζει τὸν τρόπο νὰ τὴ μεταδίδῃ στὰ ὄργανά του– ἐναντίον τοῦ θείου λόγου, τὸν ὁποῖο προσπαθεῖ ν᾿ ἁρπάξῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ δυστύχημα εἶνε ὅτι τὸ κατορθώνει – ποῦ; ἐκεῖ ποὺ βρίσκει ἀκροατὰς ἐπιπόλαιους, ἀπρόσεκτους, ἀμελεῖς καὶ ῥάθυμους.
Ναὶ ἁρπάζει, σὰν ἀπαίσιο ὄρνεο, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ὁ σατανᾶς· ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ σταυρώσουμε τὰ χέρια καὶ νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ ἐξαφανίσῃ τὴν σπορά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἁρπάζει ὁ σατανᾶς, ἀλλὰ ἡμεῖς κύριοι τοῦ μὴ ἁρπαγῆναι»· ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ λάβουμε ὅλα τὰ κατάλληλα μέτρα, ὥστε οὔτε ἕνα κόκκο τῆς θείας ἀλήθειας νὰ μὴν πάρῃ, ἀλλὰ νὰ κρατήσουμε ὅλο τὸν σπόρο καὶ νὰ τὸν ἀσφαλίσουμε στὰ ταμεῖα μας, στὶς μυστικὲς ἀποθῆκες τῆς καρδιᾶς μας.
Οἱ ἀκροαταί, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει ἐδῶ ὁ Κύριος, εἶνε κυρίως ἄνθρωποι ἐπιπόλαιοι, ἀπρόσεκτοι, χωρὶς βάθος. Ἀκοῦνε μὲν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τρέχουν κι αὐτοὶ στοὺς ἱεροὺς ναοὺς ὅπου γίνεται τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, μελετοῦν τὸ Εὐαγγέλιο ἢ καὶ ὅλη τὴν ἁγία Γραφή, διαβάζουν τὰ θρησκευτικὰ βιβλία καὶ τὰ περιοδικά, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τελείως ἐπιπόλαια, ἐπιφανειακά. Δὲν τὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ καὶ μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ τηρήσουν ἀκριβῶς ὅ,τι λέει καὶ διατάζει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τῶν κηρύκων τοῦ θείου λόγου. Δὲν ἐκτιμοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ σὰν κάτι πολύτιμο καὶ δὲν τὰ κρατοῦν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους σὰν θησαυρὸ ἀνεκτίμητο. Δὲν ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ἐκεῖνο ποὺ ἐφάρμοζε στὸν ἑαυτό του ὁ μεγάλος προφήτης καὶ βασιλιᾶς Δαυΐδ· ὁ Δαυῒδ ὄχι ἁπλῶς ἄκουγε, ἀλλὰ καὶ φύλαγε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μὲ τόση προσοχὴ μὲ ὅση δὲν θὰ φύλαγε τοὺς θησαυροὺς τοῦ παλατιοῦ του· γι᾽ αὐτὸ καὶ μποροῦσε ν᾿ ἀπευθύνεται στὸ Θεὸν καὶ νὰ λέῃ· «Ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω σοι»· φύλαξα δηλαδή, Θεέ μου, μέσα στὴν καρδιά μου τὰ λόγια σου, ὥστε νὰ τὰ θυμᾶμαι, νὰ τὰ τηρῶ, καὶ νὰ μὴν ἁμαρτήσω σ᾽ ἐσένα (Ψαλμ. 118,11).
Κάθε τι πολύτιμο ὅμως ποὺ δὲν φυλάσσεται μὲ προσοχή, ἀλλ᾽ ἀφήνεται ἀφύλαχτο καὶ ἐκτεθειμένο στὰ μάτια ὅλων, κινδυνεύει καὶ συνήθως δὲν ἀργεῖ νὰ ἐξαφανιστῇ. Χρήματα ἂν εἶνε, θὰ κλαποῦν· τιμαλφὲς κόσμημα ἢ ἄλλο πολύτιμο ἀντικείμενο ἂν εἶνε (ρολόι, δαχτυλίδι, βραχιόλι κ.λπ.), προκαλεῖ καὶ βάζει σὲ πειρασμὸ ὅσους εὔκολα ἁπλώνουν τὸ χέρι. Ἔτσι καὶ ἂν βρεθῇ στὸ δρόμο χυμένος σπόρος, ποὺ ἔπεσε ἐκεῖ ἀπὸ κάποιο τρύπιο σακκί, δὲν πρόκειται νὰ μείνῃ ἐκεῖ γιὰ πολύ· γρήγορα θὰ φαγωθῇ ἀπὸ τὰ πουλιά, ποὺ πετοῦν διαρκῶς καὶ ψάχνουν νὰ βροῦν τροφή· θὰ μαζευτοῦν ἀμέσως καὶ μὲ τὰ ῥάμφη τους θὰ τὸν ἐξαφανίσουν. Ὁ σπόρος αὐτὸς εἶνε καταδικασμένος νὰ μείνῃ ἄκαρπος· πάει χαμένος.
Κάτι παρόμοιο λοιπὸν συμβαίνει καὶ μὲ τὸν οὐράνιο σπόρο, μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Ὅσο ἄφθονο καὶ ἂν σπείρουν οἱ κήρυκες τὸν θεῖο λόγο, ἐφ᾿ ὅσον οἱ ἀκροαταὶ δὲν δίνουν τὴν πρέπουσα προσοχὴ καὶ δὲν ἐκτιμοῦν τὸν μεγάλο αὐτὸ θησαυρό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σπορᾶς σὲ τέτοιου εἴδους ἀνθρώπους θὰ εἶνε μηδαμινό. Γιατὶ ὁ σατανᾶς, ἀεικίνητος καὶ ἐξαιρετικὰ δραστήριος ἐκεῖ ὅπου σπείρεται ὁ θεῖος λόγος, θὰ τρέξῃ καὶ θ᾿ ἀφαιρέσῃ ὅλο τὸ σπόρο· δὲν θ᾽ ἀφήσῃ οὔτε ἕνα κόκκο, οὔτε ἕνα σπυρί.
Ὁ σατανᾶς θὰ χρησιμοποιήσῃ «τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ», δηλαδὴ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπιστίας, ποὺ θὰ ἔρθουν νὰ ἐξουδετερώσουν κάθε τυχὸν ἀγαθὴ ἐπίδρασι τοῦ θείου λόγου. Γιὰ κάθε δόγμα, γιὰ κάθε κήρυγμα, γιὰ κάθε εὐαγγελικὴ συμβουλή, ὁ σατανᾶς θ᾿ ἀντιτάξῃ ἕνα σωρὸ «ἐπιχειρήματα», θὰ ἐξαποστείλῃ σμήνη ὁλόκληρα ἀπὸ «πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ» γιὰ νὰ ἁρπάξουν, εἰ δυνατόν, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ ἀκόμη τὰ χέρια τοῦ σπορέως, δηλαδὴ τοῦ κήρυκος, τὸν εὐαγγελικὸ σπόρο. Τόση λύσσα ἔχει ὁ σατανᾶς –καὶ γνωρίζει τὸν τρόπο νὰ τὴ μεταδίδῃ στὰ ὄργανά του– ἐναντίον τοῦ θείου λόγου, τὸν ὁποῖο προσπαθεῖ ν᾿ ἁρπάξῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ δυστύχημα εἶνε ὅτι τὸ κατορθώνει – ποῦ; ἐκεῖ ποὺ βρίσκει ἀκροατὰς ἐπιπόλαιους, ἀπρόσεκτους, ἀμελεῖς καὶ ῥάθυμους.
Ναὶ ἁρπάζει, σὰν ἀπαίσιο ὄρνεο, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ὁ σατανᾶς· ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ σταυρώσουμε τὰ χέρια καὶ νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ ἐξαφανίσῃ τὴν σπορά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἁρπάζει ὁ σατανᾶς, ἀλλὰ ἡμεῖς κύριοι τοῦ μὴ ἁρπαγῆναι»· ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ λάβουμε ὅλα τὰ κατάλληλα μέτρα, ὥστε οὔτε ἕνα κόκκο τῆς θείας ἀλήθειας νὰ μὴν πάρῃ, ἀλλὰ νὰ κρατήσουμε ὅλο τὸν σπόρο καὶ νὰ τὸν ἀσφαλίσουμε στὰ ταμεῖα μας, στὶς μυστικὲς ἀποθῆκες τῆς καρδιᾶς μας.
* * *
Ἀδελφοί μου, ἂς προσέξουμε. Νὰ ἐκτιμήσουμε τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τοῦ θείου λόγου. Ἂς ἀκοῦμε καὶ ἂς δεχώμαστε τὸν θεῖο λόγο μὲ τόση προσοχὴ καὶ εὐλάβεια μὲ ὅση πλησιάζουμε στὴν ὡραία πύλη καὶ δεχόμαστε τὴν θεία κοινωνία. Καὶ ὅπως θεωροῦμε μεγάλο ἁμάρτημα ἂν λόγῳ ἀπροσεξίας μας συμβῇ νὰ πέσῃ κάτω ἔστω καὶ τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία, ἔτσι νὰ θεωροῦμε ἁμάρτημα μεγάλο ἄν, λόγῳ τῆς δικῆς μας ἀπροσεξίας, βρίσκῃ εὐκαιρία ὁ σατανᾶς καὶ τὴν ὥρα τοῦ κηρύγματος ἁρπάζῃ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ τοῦ δώσουμε ἔστω καὶ ἂν μᾶς ἔδινε ὡς ἀντάλλαγμα ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου.
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 222-223/15-10-1939, σ. 106).
http://www.augoustinos-kantiotis.gr