Κυριακή Η΄ Μαθαίου, Απόστολος Α΄ Κορ. 1,10-17
«Ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι… Μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α΄ Κορ. 1,11,13)
Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, στὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε διαφθορά, ὑπάρχει πρὸ παντὸς ἀπιστία. Κάτι μορφωμένοι, ποὺ λένε πὼς ξέρουν γράμματα, σοῦ λένε εἰρωνικά·
Τί νὰ κάνουμε ἐμεῖς στὴν ἐκκλησία, τί ν᾽ ἀκούσουμε; εὐαγγέλια – ἀποστόλους; Αὐτὰ πάλιωσαν· ἦταν χρήσιμα σὲ κάποια ἄλλη ἐποχή, τώρα ποὺ ἡ ἐπιστήμη προώδευσε ἐμεῖς δὲν τά ᾽χουμε ἀνάγκη…
Πάλιωσε, δηλαδή, τὸ Εὐαγγέλιο; Πόσο σφάλλουν!
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε βέβαια τὸ πιὸ ἀρχαῖο βιβλίο· μὰ ὅταν τὸ πιάσῃς
καὶ τὸ διαβάσῃς μὲ πίστι, θὰ δῇς ὅτι εἶνε σὰν νὰ βγῆκε χθές· νομίζεις ὅτι γράφτηκε γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους, γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦν καὶ σήμερα τὸν κόσμο. Ὅπως δὲν παλιώνει ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας, τὸ νερό, ἔτσι κ᾽ ἡ ἁγία Γραφή.
Θέλετε ἀπόδειξι;
Νά ἡ σημερινὴ περικοπὴ τοῦ ἀποστόλου (βλ. Α΄ Κορ. 1,10-17).
Προσέξατε τί λέει; Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ αὐτή, πέρασαν αἰῶνες, κι ὅμως νομίζεις ὅτι γράφτηκε γιὰ μᾶς, ὅτι μέσ᾿ στὸ γράμμα αὐτὸ εἶνε ἡ φωτογραφία ὅλων καὶ ἰδιαιτέρως ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων.
Μὰ πῶς εἶνε δυνατὸν αὐτό; Ἀκοῦστε τὸ ἱστορικό.
«Ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι… Μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α΄ Κορ. 1,11,13)
Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, στὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε διαφθορά, ὑπάρχει πρὸ παντὸς ἀπιστία. Κάτι μορφωμένοι, ποὺ λένε πὼς ξέρουν γράμματα, σοῦ λένε εἰρωνικά·
Τί νὰ κάνουμε ἐμεῖς στὴν ἐκκλησία, τί ν᾽ ἀκούσουμε; εὐαγγέλια – ἀποστόλους; Αὐτὰ πάλιωσαν· ἦταν χρήσιμα σὲ κάποια ἄλλη ἐποχή, τώρα ποὺ ἡ ἐπιστήμη προώδευσε ἐμεῖς δὲν τά ᾽χουμε ἀνάγκη…
Πάλιωσε, δηλαδή, τὸ Εὐαγγέλιο; Πόσο σφάλλουν!
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε βέβαια τὸ πιὸ ἀρχαῖο βιβλίο· μὰ ὅταν τὸ πιάσῃς
καὶ τὸ διαβάσῃς μὲ πίστι, θὰ δῇς ὅτι εἶνε σὰν νὰ βγῆκε χθές· νομίζεις ὅτι γράφτηκε γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους, γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦν καὶ σήμερα τὸν κόσμο. Ὅπως δὲν παλιώνει ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας, τὸ νερό, ἔτσι κ᾽ ἡ ἁγία Γραφή.
Θέλετε ἀπόδειξι;
Νά ἡ σημερινὴ περικοπὴ τοῦ ἀποστόλου (βλ. Α΄ Κορ. 1,10-17).
Προσέξατε τί λέει; Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ αὐτή, πέρασαν αἰῶνες, κι ὅμως νομίζεις ὅτι γράφτηκε γιὰ μᾶς, ὅτι μέσ᾿ στὸ γράμμα αὐτὸ εἶνε ἡ φωτογραφία ὅλων καὶ ἰδιαιτέρως ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων.
Μὰ πῶς εἶνε δυνατὸν αὐτό; Ἀκοῦστε τὸ ἱστορικό.
* * *
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, μιᾶς ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ πλουσιώτερες πόλεις τῆς Ἑλλάδος. Γιατί; τί συνέβη στὴν Κόρινθο;
Συνέβη τότε ἕνα δυστύχημα. Τί; ἀρρώστια, χολέρα, φωτιά, σεισμός; Κάτι χειρότερο. Κι αὐτὸ ποὺ εἶνε χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα –καὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξῃ– ποιό εἶνε; Τὸ λέει τὸ ἱερὸ κείμενο, μὰ ποιός προσέχει; «Ἔρις» (Α΄ Κορ. 1,11· βλ. καὶ 3,3), δηλαδὴ φιλονικία, διχόνοια.
Αὐτὸ ἔκανε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ γράψῃ μὲ πόνο καὶ δάκρυα. Μὰ γιατί μάλωναν οἱ Κορίνθιοι;
Πάντοτε βέβαια εἶνε φίλερι (ἀγαπᾷ τὶς ἔριδες) τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων· ἀλλ᾽ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν μάλωναν γιὰ οἰκόπεδα, γιὰ ἀμπέλια, γιὰ ἐλαιοστάσια, γιὰ λεφτά· μάλωναν γιὰ κάτι ἄλλο. Ποιό; Εἶχαν χωριστῆ σὲ μερίδες, σὲ τέσσερα – πέντε κόμματα.
Τὸ ἕνα κόμμα εἶχε ἀρχηγὸ τὸν Παῦλο, τὸ ἄλλο εἶχε τὸν Πέτρο, τὸ ἄλλο τὸν Ἀπολλώ, καὶ τὸ ἄλλο, τὸ αὐθαδέστερο, ἔλεγε ὅτι ἀρχηγὸ ἔχει τὸ Χριστό· ἔκαναν δηλαδὴ καὶ τὸν Κύριο ἀρχηγὸ ἑνὸς κόμματος.
Ἔτσι ἔγιναν κομμάτια, κομματιάστηκε ἡ Χριστιανικὴ κοινωνία τῆς Κορίνθου.
Ὅταν ἔμαθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι μέσα στὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινωνία παρουσιάστηκε τέτοιο ἀγκάθι, αὐτὴ ἡ διαίρεσις, αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ λυπηθῇ πολὺ καὶ νὰ γράψῃ τὰ λόγια αὐτά.
Γιατὶ αὐτὸ ποὺ συνέβαινε, αὐτὴ ἡ διχόνοια, ἦταν κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνατροπὴ τῆς θεμελιώδους ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34· 15,12,17)· ἦταν ἕνας δυναμίτης.
Αὐτὸ κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶνε ἔγκλημα χειρότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔκαναν Ἑβραῖοι καὶ ῾Ρωμαῖοι ὅταν σταύρωσαν τὸν Κύριο.
Γιατὶ αὐτοὶ κάρφωσαν μὲν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του καὶ λόγχισαν τὴν πλευρά του, μὰ δὲν τεμάχισαν τὸ σῶμα του· δὲν ἔθραυσαν οὔτε ἕνα κοκκαλάκι του. Δὲν τὸν διαμέλισαν, νὰ βρεθοῦν ἀλλοῦ τὰ χέρια, ἀλλοῦ τὰ πόδια, ἀλλοῦ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα· ὄχι, τὸν ἄφησαν ἀκέραιο κατὰ τὴν προφητικὴ ἐντολὴ «ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ᾽ αὐτοῦ» (Ἔξ. 12,10. Ἰω. 19,36).
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ δὲν ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι, τὸν διαμελισμὸ τοῦ Χριστοῦ, τολμοῦμε νὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς;
Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ (βλ. Ἐφ. 1,23. Κολ. 1,18,24)· καὶ ὅπως προκαλεῖ φρίκη νὰ πάρῃ κανεὶς μαχαίρι καὶ νὰ λιανίσῃ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι εἶνε φρικαλέο ν᾽ ἀφήνουμε τὸ διάβολο νὰ βάζῃ τὸ μαῦρο μαχαίρι του, τὴ διχόνοια, γιὰ νὰ κάνῃ κομμάτια τὴν Ἐκκλησία, μιὰ κοινωνία ποὺ πρέπει νά ᾽νε ἑνωμένη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
«Μεμέρισται ὁ Χριστός;» ρωτάει ὁ Παῦλος (Α΄ Κορ. 1,13).
Τί κάνετε, κληρικοὶ καὶ κήρυκες καὶ ἀρχηγοὶ παρατάξεων; πήρατε τὸ μαχαίρι τοῦ ᾅδου καὶ γιὰ τὰ κέφια καὶ τὰ συμφέροντά σας, γιὰ τὶς ἰδιοτροπίες καὶ φιλοδοξίες σας, πᾶτε νὰ κομματιάσετε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ;
Ὄχι, εἶνε μεγάλη ἁμαρτία νὰ ἐπιχειρῇς μὲ τὴ διαγωγή σου νὰ προκαλέσῃς διαίρεσι τῆς ἑνιαίας κοινωνίας, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Συνέβη τότε ἕνα δυστύχημα. Τί; ἀρρώστια, χολέρα, φωτιά, σεισμός; Κάτι χειρότερο. Κι αὐτὸ ποὺ εἶνε χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα –καὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξῃ– ποιό εἶνε; Τὸ λέει τὸ ἱερὸ κείμενο, μὰ ποιός προσέχει; «Ἔρις» (Α΄ Κορ. 1,11· βλ. καὶ 3,3), δηλαδὴ φιλονικία, διχόνοια.
Αὐτὸ ἔκανε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ γράψῃ μὲ πόνο καὶ δάκρυα. Μὰ γιατί μάλωναν οἱ Κορίνθιοι;
Πάντοτε βέβαια εἶνε φίλερι (ἀγαπᾷ τὶς ἔριδες) τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων· ἀλλ᾽ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν μάλωναν γιὰ οἰκόπεδα, γιὰ ἀμπέλια, γιὰ ἐλαιοστάσια, γιὰ λεφτά· μάλωναν γιὰ κάτι ἄλλο. Ποιό; Εἶχαν χωριστῆ σὲ μερίδες, σὲ τέσσερα – πέντε κόμματα.
Τὸ ἕνα κόμμα εἶχε ἀρχηγὸ τὸν Παῦλο, τὸ ἄλλο εἶχε τὸν Πέτρο, τὸ ἄλλο τὸν Ἀπολλώ, καὶ τὸ ἄλλο, τὸ αὐθαδέστερο, ἔλεγε ὅτι ἀρχηγὸ ἔχει τὸ Χριστό· ἔκαναν δηλαδὴ καὶ τὸν Κύριο ἀρχηγὸ ἑνὸς κόμματος.
Ἔτσι ἔγιναν κομμάτια, κομματιάστηκε ἡ Χριστιανικὴ κοινωνία τῆς Κορίνθου.
Ὅταν ἔμαθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι μέσα στὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινωνία παρουσιάστηκε τέτοιο ἀγκάθι, αὐτὴ ἡ διαίρεσις, αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ λυπηθῇ πολὺ καὶ νὰ γράψῃ τὰ λόγια αὐτά.
Γιατὶ αὐτὸ ποὺ συνέβαινε, αὐτὴ ἡ διχόνοια, ἦταν κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνατροπὴ τῆς θεμελιώδους ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34· 15,12,17)· ἦταν ἕνας δυναμίτης.
Αὐτὸ κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶνε ἔγκλημα χειρότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔκαναν Ἑβραῖοι καὶ ῾Ρωμαῖοι ὅταν σταύρωσαν τὸν Κύριο.
Γιατὶ αὐτοὶ κάρφωσαν μὲν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του καὶ λόγχισαν τὴν πλευρά του, μὰ δὲν τεμάχισαν τὸ σῶμα του· δὲν ἔθραυσαν οὔτε ἕνα κοκκαλάκι του. Δὲν τὸν διαμέλισαν, νὰ βρεθοῦν ἀλλοῦ τὰ χέρια, ἀλλοῦ τὰ πόδια, ἀλλοῦ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα· ὄχι, τὸν ἄφησαν ἀκέραιο κατὰ τὴν προφητικὴ ἐντολὴ «ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ᾽ αὐτοῦ» (Ἔξ. 12,10. Ἰω. 19,36).
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ δὲν ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι, τὸν διαμελισμὸ τοῦ Χριστοῦ, τολμοῦμε νὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς;
Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ (βλ. Ἐφ. 1,23. Κολ. 1,18,24)· καὶ ὅπως προκαλεῖ φρίκη νὰ πάρῃ κανεὶς μαχαίρι καὶ νὰ λιανίσῃ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι εἶνε φρικαλέο ν᾽ ἀφήνουμε τὸ διάβολο νὰ βάζῃ τὸ μαῦρο μαχαίρι του, τὴ διχόνοια, γιὰ νὰ κάνῃ κομμάτια τὴν Ἐκκλησία, μιὰ κοινωνία ποὺ πρέπει νά ᾽νε ἑνωμένη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
«Μεμέρισται ὁ Χριστός;» ρωτάει ὁ Παῦλος (Α΄ Κορ. 1,13).
Τί κάνετε, κληρικοὶ καὶ κήρυκες καὶ ἀρχηγοὶ παρατάξεων; πήρατε τὸ μαχαίρι τοῦ ᾅδου καὶ γιὰ τὰ κέφια καὶ τὰ συμφέροντά σας, γιὰ τὶς ἰδιοτροπίες καὶ φιλοδοξίες σας, πᾶτε νὰ κομματιάσετε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ;
Ὄχι, εἶνε μεγάλη ἁμαρτία νὰ ἐπιχειρῇς μὲ τὴ διαγωγή σου νὰ προκαλέσῃς διαίρεσι τῆς ἑνιαίας κοινωνίας, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Δὲν ξέρω, ἀγαπητοί μου, τότε ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος πῶς τ᾿ ἄκουσαν οἱ Κορίνθιοι καὶ ἂν ἑνώθηκαν.
Ἀλλὰ ἐγὼ φεύγω τώρα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἔρχομαι στὰ σημερινὰ χρόνια καὶ βλέπω, ὅτι τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ταιριάζουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Γιατὶ ἐδῶ, στὸν τόπο αὐτόν, ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς, ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου ἀκόμη, φυτρώνει ἕνα ἀγκάθι, ποὺ κάνει τὸν τόπο μας νὰ πονῇ καὶ νὰ ματώνῃ· ἡ Ἑλληνικὴ διχόνοια.
«Μῆνιν ἄειδε, θεά…», λέει ὁ Ὅμηρος ἀρχίζοντας τὴν Ἰλιάδα· ἔλα, λέει, νὰ τραγουδήσουμε μὲ κλάματα τὴ φιλονικία, ποὺ ἄρχισε μεταξὺ τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, τοῦ Ἀγαμέμνονος καὶ τοῦ Ἀχιλλέως.
Αὐτὴ ἡ «μῆνις», αὐτὸ τὸ πάθος, αὐτὴ ἡ «ἔρις» ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐνδημεῖ δυστυχῶς στὸν τόπο μας. Εἴμαστε λαὸς ἐριστικός, μέσα μας ὑπάρχει ἡ διχόνοια, τὸ μικρόβιο αὐτό. Κι ἂν ἦταν σήμερα ἀνάμεσά μας ὅπως τότε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μ᾽ αὐτὸ τὸ ἐπίμαχο ζήτημα ποὺ ταλανίζει βαθειὰ τὸν Ἕλληνα θὰ καταγινόταν – ἔξω ὅμως ἀπὸ κόμματα! ἀφοῦ ὁ ἐργάτης τοῦ εὐαγγελίου καλεῖται νὰ μένῃ πάνω ἀπὸ τὶς ἀνθρωπίνες μικρότητες, νὰ μὴ ταυτίζεται μὲ καμμία ἀπὸ τὶς ἀλληλοσυγκρουόμενες παρατάξεις, νὰ παίζῃ πάντοτε ῥόλο ἑνωτικό.
Εἴμαστε ὑπεράνω ὅλων καὶ ζητοῦμε ὅλος ὁ κόσμος, ἀνεξαρτήτως κοινωνικῆς καταστάσεως καὶ πολιτικῶν φρονημάτων, νὰ ἑνωθῇ κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Δυστυχῶς ὅπου νὰ πᾷς ἀκοῦς «ἔριδες», ὅπου τεντώσῃς τὸ αὐτί σου θ᾽ ἀκούσῃς καυγᾶ.
Μὰ γιατί μαλώνουν οἱ ἄνθρωποι; ποιά εἶνε τὰ αἴτια;
Τὰ αἴτια εἶνε πολλά· εἶνε ἡ κακία, εἶνε ὁ φθόνος (Γιατί αὐτὰ νὰ τά ᾿χῃς ἐσὺ καὶ νὰ μὴν τά ᾿χω ἐγώ;), εἶνε ἡ φιλοδοξία (ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πατάῃ ἐπάνω σὲ πτώματα, σὲ πυραμίδες κρανίων, γιὰ ν᾽ ἀνεβῇ σὲ ἀξιώματα), εἶνε ἡ ζήλεια, εἶνε ἡ πλεονεξία, εἶνε ἡ φιλαργυρία, εἶνε… Κυκλοφορεῖ καὶ μιὰ νέα θεωρία·
–Ὄχι, παπούλη, λάθος κάνεις, λένε. Αἰτία δὲν εἶνε αὐτά· αἰτία εἶνε ἡ φτώχεια! Ἂν ἀφαιρέσουμε τὴ φτώχεια, τὸν οἰκονομικὸ δηλαδὴ παράγοντα, οἱ ἄνθρωποι ὅλοι θ᾿ ἀγαπηθοῦν.
Συμφωνῶ ὅτι ἡ φτώχεια εἶνε κακὸς σύμβουλος, προκαλεῖ γκρίνια καὶ ἐπαναστάσεις· εἶνε ὅμως ἀφέλεια νὰ νομίσουμε πὼς ἅμα λείψῃ ἡ φτώχεια θὰ πάψουν τὰ δεινά.
Νομίζετε ὅτι καὶ τὸ χρῆμα δὲν προκα λεῖ διχόνοια; Διάβαζα αὐτὲς τὶς μέρες τὸ ἑξῆς.
Στὴν Ἀγγλία, σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Σκωτίας, ζοῦσε ἕνα ἀντρόγυνο. Ἦταν ἀγαπημένοι, ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια πικρὴ κουβέντα δὲν ἀντάλλαξαν.
Ξαφνικὰ ὅμως ἄλλαξαν. Τί ἔγινε· κέρδισαν στὸ Προπὸ ἕνα μεγάλο ποσό, ἑκατὸν σαραντατρεῖς χιλιάδες στερλίνες λίρες, δηλαδὴ δώδεκα ἑκατομμύρια.
Καὶ τί συνέβη· δὲν πέρασαν δυὸ μέρες καὶ τσακώθηκαν μεταξύ τους· διαφώνησαν στὸ πῶς νὰ διαθέσουν τὰ χρήματα.
Μόλις παρουσιάστηκε ὁ διάβολος – τὸ χρῆμα, χάθηκε ἡ ἀγάπη.
Μάλωσαν, χτυπήθηκαν, πήγαν στὸ δικαστήριο, ὁ ἄντρας δικάστηκε, πῆραν διαζύγιο, τοὺς πέθανε τὸ ἕνα παιδί, τὸ ἄλλο πῆρε τοὺς δρόμους.
Τέλος ὁ πατέρας γυρίζει τώρα σὰν τρελλὸς στὸ μικρό του χωριὸ καὶ λέει·
Καταραμένη ἡ μέρα ποὺ κέρδισα ἐκεῖνα τὰ λεφτά!…
Μπορεῖ, ἀγαπητέ μου, νὰ κάθεσαι στὸ χωριό σου καὶ νά ᾿σαι πιὸ εὐτυχισμένος κι ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ· καὶ μπορεῖ νά ᾽σαι μέσ᾿ στὶς πολυκατοικίες μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ ν᾿ αὐτοκτονῇς. Αἰτία τῆς διχονοίας δὲν εἶνε ἡ ἔλλειψι χρήματος· κάτι ἄλλο λείπει, κάτι βαθύτερο. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς φωνάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἀλλὰ ἐγὼ φεύγω τώρα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἔρχομαι στὰ σημερινὰ χρόνια καὶ βλέπω, ὅτι τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ταιριάζουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Γιατὶ ἐδῶ, στὸν τόπο αὐτόν, ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς, ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου ἀκόμη, φυτρώνει ἕνα ἀγκάθι, ποὺ κάνει τὸν τόπο μας νὰ πονῇ καὶ νὰ ματώνῃ· ἡ Ἑλληνικὴ διχόνοια.
«Μῆνιν ἄειδε, θεά…», λέει ὁ Ὅμηρος ἀρχίζοντας τὴν Ἰλιάδα· ἔλα, λέει, νὰ τραγουδήσουμε μὲ κλάματα τὴ φιλονικία, ποὺ ἄρχισε μεταξὺ τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, τοῦ Ἀγαμέμνονος καὶ τοῦ Ἀχιλλέως.
Αὐτὴ ἡ «μῆνις», αὐτὸ τὸ πάθος, αὐτὴ ἡ «ἔρις» ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐνδημεῖ δυστυχῶς στὸν τόπο μας. Εἴμαστε λαὸς ἐριστικός, μέσα μας ὑπάρχει ἡ διχόνοια, τὸ μικρόβιο αὐτό. Κι ἂν ἦταν σήμερα ἀνάμεσά μας ὅπως τότε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μ᾽ αὐτὸ τὸ ἐπίμαχο ζήτημα ποὺ ταλανίζει βαθειὰ τὸν Ἕλληνα θὰ καταγινόταν – ἔξω ὅμως ἀπὸ κόμματα! ἀφοῦ ὁ ἐργάτης τοῦ εὐαγγελίου καλεῖται νὰ μένῃ πάνω ἀπὸ τὶς ἀνθρωπίνες μικρότητες, νὰ μὴ ταυτίζεται μὲ καμμία ἀπὸ τὶς ἀλληλοσυγκρουόμενες παρατάξεις, νὰ παίζῃ πάντοτε ῥόλο ἑνωτικό.
Εἴμαστε ὑπεράνω ὅλων καὶ ζητοῦμε ὅλος ὁ κόσμος, ἀνεξαρτήτως κοινωνικῆς καταστάσεως καὶ πολιτικῶν φρονημάτων, νὰ ἑνωθῇ κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Δυστυχῶς ὅπου νὰ πᾷς ἀκοῦς «ἔριδες», ὅπου τεντώσῃς τὸ αὐτί σου θ᾽ ἀκούσῃς καυγᾶ.
Μὰ γιατί μαλώνουν οἱ ἄνθρωποι; ποιά εἶνε τὰ αἴτια;
Τὰ αἴτια εἶνε πολλά· εἶνε ἡ κακία, εἶνε ὁ φθόνος (Γιατί αὐτὰ νὰ τά ᾿χῃς ἐσὺ καὶ νὰ μὴν τά ᾿χω ἐγώ;), εἶνε ἡ φιλοδοξία (ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πατάῃ ἐπάνω σὲ πτώματα, σὲ πυραμίδες κρανίων, γιὰ ν᾽ ἀνεβῇ σὲ ἀξιώματα), εἶνε ἡ ζήλεια, εἶνε ἡ πλεονεξία, εἶνε ἡ φιλαργυρία, εἶνε… Κυκλοφορεῖ καὶ μιὰ νέα θεωρία·
–Ὄχι, παπούλη, λάθος κάνεις, λένε. Αἰτία δὲν εἶνε αὐτά· αἰτία εἶνε ἡ φτώχεια! Ἂν ἀφαιρέσουμε τὴ φτώχεια, τὸν οἰκονομικὸ δηλαδὴ παράγοντα, οἱ ἄνθρωποι ὅλοι θ᾿ ἀγαπηθοῦν.
Συμφωνῶ ὅτι ἡ φτώχεια εἶνε κακὸς σύμβουλος, προκαλεῖ γκρίνια καὶ ἐπαναστάσεις· εἶνε ὅμως ἀφέλεια νὰ νομίσουμε πὼς ἅμα λείψῃ ἡ φτώχεια θὰ πάψουν τὰ δεινά.
Νομίζετε ὅτι καὶ τὸ χρῆμα δὲν προκα λεῖ διχόνοια; Διάβαζα αὐτὲς τὶς μέρες τὸ ἑξῆς.
Στὴν Ἀγγλία, σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Σκωτίας, ζοῦσε ἕνα ἀντρόγυνο. Ἦταν ἀγαπημένοι, ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια πικρὴ κουβέντα δὲν ἀντάλλαξαν.
Ξαφνικὰ ὅμως ἄλλαξαν. Τί ἔγινε· κέρδισαν στὸ Προπὸ ἕνα μεγάλο ποσό, ἑκατὸν σαραντατρεῖς χιλιάδες στερλίνες λίρες, δηλαδὴ δώδεκα ἑκατομμύρια.
Καὶ τί συνέβη· δὲν πέρασαν δυὸ μέρες καὶ τσακώθηκαν μεταξύ τους· διαφώνησαν στὸ πῶς νὰ διαθέσουν τὰ χρήματα.
Μόλις παρουσιάστηκε ὁ διάβολος – τὸ χρῆμα, χάθηκε ἡ ἀγάπη.
Μάλωσαν, χτυπήθηκαν, πήγαν στὸ δικαστήριο, ὁ ἄντρας δικάστηκε, πῆραν διαζύγιο, τοὺς πέθανε τὸ ἕνα παιδί, τὸ ἄλλο πῆρε τοὺς δρόμους.
Τέλος ὁ πατέρας γυρίζει τώρα σὰν τρελλὸς στὸ μικρό του χωριὸ καὶ λέει·
Καταραμένη ἡ μέρα ποὺ κέρδισα ἐκεῖνα τὰ λεφτά!…
Μπορεῖ, ἀγαπητέ μου, νὰ κάθεσαι στὸ χωριό σου καὶ νά ᾿σαι πιὸ εὐτυχισμένος κι ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ· καὶ μπορεῖ νά ᾽σαι μέσ᾿ στὶς πολυκατοικίες μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ ν᾿ αὐτοκτονῇς. Αἰτία τῆς διχονοίας δὲν εἶνε ἡ ἔλλειψι χρήματος· κάτι ἄλλο λείπει, κάτι βαθύτερο. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς φωνάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
* * *
Διῃρημένοι εἴμαστε καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου. Ἕνας φιλέλληνας διάβασε τὴν ἱστορία μας καὶ τὸ συμπέρασμά του ἦταν· Ἔχετε πολλὰ προτερήματα οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ ἔχετε καὶ μιὰ μεγάλη κατάρα, τὴ διχόνοια. Ἂν δὲν εἴχατε τὴ διχόνοια, θὰ κυριαρχούσατε στὸν κόσμο.
Ὦ διχόνοια ποὺ μᾶς ἔκανες κομμάτια! ποὺ μᾶς ἔκανες νὰ χάσουμε τὴ Μικρὰ Ἀσία κ᾽ ἔγινες ὁ τάφος τοῦ Κυπριακοῦ ἀγῶνος!
Εἶμαι μικρὸς καὶ ἐλάχιστος, ἕνας ταπεινὸς καλόγερος· πέρασα φουρτοῦνες καὶ τρικυμίες, ἔζησα μέσα στὸν ἐμφύλιο σπαραγμό, ἀνέβηκα στὰ ψηλὰ βουνά. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν σᾶς παρακαλῶ, γονατίστε καὶ παρακαλέστε τὴν Παναγιὰ νὰ μᾶς φυλάξῃ ἀπὸ τὴν κατάρα αὐτή. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακό.
«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»! «Στῶμεν καλῶς» ὅλοι.
Μιὰ κολυμβήθρα μᾶς γέννησε, ἕνα Χριστὸ καὶ μιὰ Παναγιὰ ἔχουμε, ἕνα χῶμα θὰ μᾶς δεχθῇ στοὺς τάφους. Πέτρες, βουνά, λαγκάδια μᾶς φωνάζουν· Ἕλληνες, ἑνωθῆτε!
Ἑνωθῆτε! τὸ φωνάζει ὁ Χριστός, ὁ Κύριος καὶ Θεός· ὃν ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε, μόνον αὐτόν, εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Ὦ διχόνοια ποὺ μᾶς ἔκανες κομμάτια! ποὺ μᾶς ἔκανες νὰ χάσουμε τὴ Μικρὰ Ἀσία κ᾽ ἔγινες ὁ τάφος τοῦ Κυπριακοῦ ἀγῶνος!
Εἶμαι μικρὸς καὶ ἐλάχιστος, ἕνας ταπεινὸς καλόγερος· πέρασα φουρτοῦνες καὶ τρικυμίες, ἔζησα μέσα στὸν ἐμφύλιο σπαραγμό, ἀνέβηκα στὰ ψηλὰ βουνά. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν σᾶς παρακαλῶ, γονατίστε καὶ παρακαλέστε τὴν Παναγιὰ νὰ μᾶς φυλάξῃ ἀπὸ τὴν κατάρα αὐτή. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακό.
«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»! «Στῶμεν καλῶς» ὅλοι.
Μιὰ κολυμβήθρα μᾶς γέννησε, ἕνα Χριστὸ καὶ μιὰ Παναγιὰ ἔχουμε, ἕνα χῶμα θὰ μᾶς δεχθῇ στοὺς τάφους. Πέτρες, βουνά, λαγκάδια μᾶς φωνάζουν· Ἕλληνες, ἑνωθῆτε!
Ἑνωθῆτε! τὸ φωνάζει ὁ Χριστός, ὁ Κύριος καὶ Θεός· ὃν ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε, μόνον αὐτόν, εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 8-8-1965. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 21-6-2017.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 121α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868
http://www.augoustinos-kantiotis.gr
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 121α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868
http://www.augoustinos-kantiotis.gr