Συνθήκες της Γεννήσεως του Χριστού
ἑορτῆς ἔχουν ὕψος θεολογίας. Τὰ νοήματά τους εἶνε πολὺ μεγάλα. Ἀλλὰ καὶ ἡ γλῶσσα τους εἶνε γλῶσσα ὁμηρικὴ καὶ πινδαρική. Οἱ διάνοιές μας, σὰν μικρὲς βαρκοῦλες, εἶνε ἀνίκανες νὰ διαπλεύσουν τὸν ἀπέραντο αὐτὸ ὠκεανὸ τοῦ πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ θὰ κατέλθουμε σὲ ἐπίπεδα πιὸ πρακτικά. Ἂς ἐξετάσουμε, ἀγαπητοί μου, πῶς καὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός, τὶς συνθῆκες δηλαδὴ τῆς Γεννήσεως.
«Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…» (κάθισμα)
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ἑορτὴ ἁγία, ἡ ἀρχὴ καὶ ῥίζα, ἡ «μητρόπολις τῶν ἑορτῶν» κατὰ τὸν
ἱερὸ Χρυσόστομο. Ἡ ὑμνολογία της εἶνε ἀπὸ τὶς ὡραιότερες τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας. Τὸ ἀπολυτίκιο, τὸ κοντάκιο, οἱ ἄλλοι ὕμνοι ποὺ ψάλλονται εἶνε
ποιητικὰ ἀριστουργήματα. Ἀρκοῦν καὶ μόνο οἱ ὕμνοι αὐτοὶ ν᾿ ἀποδείξουν,
ὅτι πράγματι ἡ πίστι μας εἶνε θεία καὶ ἐξ ἀποκαλύψεως. Ἰδίως δὲ οἱ
κανόνες τῆςἑορτῆς ἔχουν ὕψος θεολογίας. Τὰ νοήματά τους εἶνε πολὺ μεγάλα. Ἀλλὰ καὶ ἡ γλῶσσα τους εἶνε γλῶσσα ὁμηρικὴ καὶ πινδαρική. Οἱ διάνοιές μας, σὰν μικρὲς βαρκοῦλες, εἶνε ἀνίκανες νὰ διαπλεύσουν τὸν ἀπέραντο αὐτὸ ὠκεανὸ τοῦ πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ θὰ κατέλθουμε σὲ ἐπίπεδα πιὸ πρακτικά. Ἂς ἐξετάσουμε, ἀγαπητοί μου, πῶς καὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός, τὶς συνθῆκες δηλαδὴ τῆς Γεννήσεως.
Καὶ πρῶτα τὸ πῶς. Οἱ συνθῆκες τῆς Γεννήσεως εἶνε πολὺ ταπεινές.
«Τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου, τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων;» (ὑπακ.),
καὶ τί πιὸ πτωχὸ ἀπὸ μιὰ φάτνη; Καὶ ὅμως, ὡς Θεὸς ποὺ εἶνε ὁ Χριστός, θὰ
μποροῦσε νὰ γεννηθῇ ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες.
Θὰ μποροῦσε, μὴ σᾶς φανῇ παράξενο, νὰ ἔλθῃ ὄχι ἀπὸ γυναῖκα.
―Μπᾶ, εἶνε δυνατόν;… Καὶ ὅμως συνέβη αὐτὸ κάποτε. Συνέβη μὲ τὸν πρῶτο
ἄνθρωπο, τὸν Ἀδάμ, ποὺ ἐμφανίσθηκε στὴ γῆ χωρὶς μητέρα. Ὅπως λοιπὸν
ἐκεῖνος, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ ἔλθῃ στὴ ζωὴ ὄχι ἀπὸ γυναῖκα. Τὰ
πάντα μπορεῖ ὁ Θεός. ―Τότε γιατί γεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα;… Γεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα, ὅπως λέει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος (βλ. Γαλ. 4,4), γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴ γυναῖκα.
Στὸν ἀρχαῖο κόσμο, προτοῦ ἀκουστῇ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἡ γυναίκα
δὲν ἦτο ἱσότιμη μὲ τὸν ἄντρα. Ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνα εἶδος κατώτερο, ὡς ἕνα
ἀγγεῖο ἡδονῶν. Ὁ ἄντρας τὴν ἔδιωχνε ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ ὁποιαδήποτε αἰτία.
Ἦταν περιφρονημένη. Ἀλλὰ διὰ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ γυναῖκα, στὸ
πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἡ γυναίκα ἐτιμήθη. Ὁ χριστιανισμὸς τὴν
πῆρε καί, ἀπὸ κουρέλι ποὺ ἦταν, τὴν ἔκανε ἀδελφή, σύζυγο, μητέρα· τὴν
ὕψωσε μέχρι τὰ ἄστρα, ἀφοῦ μιὰ γυναίκα, ἡ Παναγία, ἔγινε ἡ βασίλισσα τῶν
οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ οἱ γυναῖκες ἀγαποῦν τὸ Χριστὸ περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι οἱ
ἄντρες.
Γεννήθηκε ἀκόμη ὁ Χριστὸς ἀπὸ παρθένο ―μέγα θαῦμα αὐτό―, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴν παρθενία.
Παρθενία στὸν προχριστιανκὸ κόσμο ἦταν κάτι ἄγνωστο. Πορνεία, μοιχεία
καὶ τὰ λοιπὰ αἰσχρὰ πάθη ὠργίαζαν· οἱ μόνες ποὺ εἶχαν τότε ἀξία ἦταν οἱ
περιβόητες ἑταῖρες.
Θὰ μποροῦσε ἐπίσης ὁ Χριστὸς νὰ
ἔλθῃ στὴ ζωὴ ἀπ᾿ εὐθείας σὲ ὥριμη ἡλικία, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ὅλο κάλλος καὶ
χάρι. Γεννήθηκε ὅμως ὡς βρέφος. Γιατί; Γιὰ νὰ τιμήσῃ τὰ βρέφη. Τὰ
βρέφη στὸν ἀρχαῖο κόσμο ἐθεωροῦντο ὑπάρξεις περιφρονητέες, ἕνα εἶδος
ἰδιοκτησίας τοῦ πατέρα. Βλέπεις λ.χ. στὴ Σπάρτη ὅτι βρέφη ποὺ δὲν ἄρεσαν
στὸν πατέρα τὰ ἅρπαζε καὶ τὰ ἐκσφενδόνιζε στὸ βάραθρο τοῦ Καιάδα· στὴ
Ῥώμη δὲ τὰ ἔρριχναν σὰν γατάκια καὶ σκυλάκια στοὺς δρόμους ἢ τὰ ἄφηναν
στὸ ὕπαιθρο, καὶ τά ᾿τρωγαν πεινασμένοι λύκοι ποὺ κατέβαιναν ἀπὸ τὰ
Ἀπέννινα ὄρη.
Γεννήθηκε, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἀπὸ γυναῖκα, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴ γυναῖκα· γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴν παρθενία· γεννήθηκε ὡς βρέφος, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴν βρεφικὴ ἡλικία.
* * *
Καὶ ποῦ γεννήθηκε; «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…».
Εἶχε τὴ δύναμι νὰ ἐκλέξῃ τὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του. Θὰ μποροῦσε νὰ γεννηθῇ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ σπουδαῖες πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου ὅπως ἡ Ἀθήνα, ἡ Ῥώμη, ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια. Δὲν γεννήθηκε σὲ καμμία ἀπ᾿ αὐτές – καὶ ὅλα ἔχουν σημασία στὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν γεννήθηκε στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, ποὺ κατὰ τὸ πλεῖστον εἶνε ἔκφρασις τῆς Βαβυλῶνος, τῆς διαφθορᾶς, τῆς δαιμονικῆς δυνάμεως. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα μικρὸ καὶ ἄσημο χωριό, τὴ Βηθλεέμ, δέκα χιλιόμετρα ἔξω ἀπ᾿ τὰ Ἰεροσόλυμα. Καὶ κατόπιν τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του ἔζησε σ᾿ ἕνα πιὸ μικρὸ καὶ περιφρονημένο χωριὸ τῆς Γαλιλαίας, τὴ Ναζαρέτ. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ὀνομάζεται Βηθλεεμίτης, ἀλλὰ Ναζωραῖος, καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τίτλο ἀνυψώθηκε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριό. Γιατί; Διότι οἱ χωρικοί, οἱ βοσκοί, οἱ ἄνθρωποι τῆς ὑπαίθρου, ἔχουν βεβαίως κι αὐτοὶ τὰ ἐλαττώματά τους· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ζοῦν μὲ τὸν ἱδρῶτα τους, εἶνε πιὸ τίμιοι· τὸ πιὸ εὐλογημένο ἐπάγγελμα εἶνε τοῦ γεωργοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὲ χωριό, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὸ χωριό. Εἶνε κι αὐτὸ ἕνας ἔλεγχος τῆς ἀστυφιλίας, ποὺ μαστίζει τὴν ἀνθρωπότητα. Κ᾿ ἐμεῖς τὶς μέρες αὐτὲς δὲν ἐνθυμούμεθα τὶς μεγάλες πόλεις, ὅπου κάποτε ζήσαμε ἢ σπουδάσαμε ἢ ὑπηρετήσαμε· ἐνθυμούμεθα τὰ ταπεινά μας χωριά, τοὺς δρόμους καὶ τὶς καλύβες μας, ἐκεῖ ποὺ περπατήσαμε μικρὰ παιδιὰ κι ἀκούσαμε τὰ κάλαντα τέτοιες ἅγιες μέρες. Ὦ χωριὰ ποὺ πεθαίνετε! Ἂν ὁ κόσμος σᾶς περιφρονῇ, ὁ Χριστὸς ὅμως σᾶς εὐλογεῖ. Καὶ πάλι πρὸς τὴ Βηθλεέμ, πρὸς τὴ Ναζαρέτ, πρὸς τὴν ὕπαιθρο πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε. «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…». Ὡς Θεὸς μποροῦσε γιὰ τὴ γέννησί του νὰ ἐκλέξῃ ἕνα ἔξοχο τοπίο ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ διαθέτει ἡ σφαῖρα αὐτή· ἕνα ὡραῖο κῆπο, ἕνα πυκνὸ δάσος ὅπου ψάλλουν ἀηδόνια, ἢ πλάϊ σὲ θαυμάσιους καταρράκτες, ἢ ―κατὰ τὴ φαντασία τῶν ἀρχαίων― πάνω στὸν Ὄλυμπο… Ἀλλ᾿ ὄχι. Οὔτε στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου, οὔτε στὶς ὄχθες τοῦ Νιαγάρα, οὔτε στὶς χιονισμένες Ἄλπεις, οὔτε στὶς ἐπαύλεις τῶν μεγάλων. Γεννήθηκε – ποῦ; Τὸ σκεφτήκατε, ἀδελφοί μου; Σὲ ἕνα σπήλαιο! Γιατί; Γιὰ νὰ διδάξῃ μιὰ ἀρετὴ ποὺ λείπει· νὰ διδάξῃ τὴ λιτότητα καὶ ἁπλότητα τῆς ζωῆς. Αὐτὸ εἶνε τὸ μήνυμα τοῦ σπηλαίου τῆς Βηθλεέμ. Ὦ καλύβες τοῦ πτωχοῦ λαοῦ μας! σεῖς ἀξίζετε περισσότερο ἀπὸ τοὺς οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης. Μόνο ὅποιος γεννήθηκε καὶ ἔζησε κάτω ἀπὸ σκληρὲς συνθῆκες, ὅποιος μόχθησε, πόνεσε, ἔκλαυσε, αὐτὸς γνωρίζει τὴ ζωή. Ἡ σημερινὴ νεολαία εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ νόημά της. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι ἐν γένει ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ αὐτό· ζοῦμε μὲ σύνθημα «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…». Ἐπαναλαμβάνω· γεννήθηκε σὲ χωριό, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὰ χωριά· γεννήθηκε σὲ σπήλαιο, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴ λιτότητα καὶ ἁπλότητα. Γεννήθηκε ὁ Χριστὸς ἀκόμη – ποῦ; Σὲ ἕνα σταῦλο! ναί, σὲ σταῦλο. Τὸ σπήλαιο ἐκεῖνο ἔξω ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, ὅπου ἡ ἁγία Ἑλένη ἔκτισε ἔπειτα λαμπρὸ ναό, ἦταν μαντρί, σταῦλος βρωμερὸς καὶ ἀκάθαρτος. Ἐκεῖ ἦταν πρόβατα, γίδια, βόδια, γαϊδουράκια. Σύντροφοί του ἦταν τὰ ζῷα. Ἔχει σημασία αὐτό. Τί σημασία; Ὅτι ὁ σταῦλος, ναὶ ὁ σταῦλος, εἶνε σύμβολο τῆς καταστάσεως τοῦ κόσμου. Ἕνας σταῦλος εἶχε καταντήσει ἡ ἀνθρωπότης. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἐν μέσῳ ὄχι ἀνθρώπων ἀλλὰ ζῴων, ποὺ συμβόλιζαν τὴν κτηνώδη ζωὴ τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ τὰ ὑψηλά, μὰ κατήντησε κτῆνος, ἕνα δίποδο κτῆνος. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει· Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο, ὅταν κλωτσᾷς σὰν τὸ γαϊδούρι, ἁρπάζῃς σὰν τὸ λύκο, εἶσαι πονηρὸς σὰν τὴν ἀλεποῦ, εἶσαι λαίμαργος σὰν τὴν ἀρκούδα, ἐπιτίθεσαι σὰν τὴν τίγρι, μνησικακεῖς σὰν τὴν καμήλα, χύνῃς φαρμάκι σὰν τὸ φίδι;… Ζούγκλα ἡ καρδιά, ζούγκλα ἡ κοινωνία, σταῦλος – σῆμα κατατεθέν. Καὶ μέσ᾿ στὸ σταῦλο γεννήθηκε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ πάρῃ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὑψώσῃ ἕως τὸν οὐρανό. Ὦ Χριστέ, «ὅσοι πιστοὶ» σ᾿ εὐχαριστοῦμε!
Εἶχε τὴ δύναμι νὰ ἐκλέξῃ τὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του. Θὰ μποροῦσε νὰ γεννηθῇ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ σπουδαῖες πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου ὅπως ἡ Ἀθήνα, ἡ Ῥώμη, ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια. Δὲν γεννήθηκε σὲ καμμία ἀπ᾿ αὐτές – καὶ ὅλα ἔχουν σημασία στὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν γεννήθηκε στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, ποὺ κατὰ τὸ πλεῖστον εἶνε ἔκφρασις τῆς Βαβυλῶνος, τῆς διαφθορᾶς, τῆς δαιμονικῆς δυνάμεως. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα μικρὸ καὶ ἄσημο χωριό, τὴ Βηθλεέμ, δέκα χιλιόμετρα ἔξω ἀπ᾿ τὰ Ἰεροσόλυμα. Καὶ κατόπιν τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του ἔζησε σ᾿ ἕνα πιὸ μικρὸ καὶ περιφρονημένο χωριὸ τῆς Γαλιλαίας, τὴ Ναζαρέτ. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ὀνομάζεται Βηθλεεμίτης, ἀλλὰ Ναζωραῖος, καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τίτλο ἀνυψώθηκε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριό. Γιατί; Διότι οἱ χωρικοί, οἱ βοσκοί, οἱ ἄνθρωποι τῆς ὑπαίθρου, ἔχουν βεβαίως κι αὐτοὶ τὰ ἐλαττώματά τους· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ζοῦν μὲ τὸν ἱδρῶτα τους, εἶνε πιὸ τίμιοι· τὸ πιὸ εὐλογημένο ἐπάγγελμα εἶνε τοῦ γεωργοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὲ χωριό, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὸ χωριό. Εἶνε κι αὐτὸ ἕνας ἔλεγχος τῆς ἀστυφιλίας, ποὺ μαστίζει τὴν ἀνθρωπότητα. Κ᾿ ἐμεῖς τὶς μέρες αὐτὲς δὲν ἐνθυμούμεθα τὶς μεγάλες πόλεις, ὅπου κάποτε ζήσαμε ἢ σπουδάσαμε ἢ ὑπηρετήσαμε· ἐνθυμούμεθα τὰ ταπεινά μας χωριά, τοὺς δρόμους καὶ τὶς καλύβες μας, ἐκεῖ ποὺ περπατήσαμε μικρὰ παιδιὰ κι ἀκούσαμε τὰ κάλαντα τέτοιες ἅγιες μέρες. Ὦ χωριὰ ποὺ πεθαίνετε! Ἂν ὁ κόσμος σᾶς περιφρονῇ, ὁ Χριστὸς ὅμως σᾶς εὐλογεῖ. Καὶ πάλι πρὸς τὴ Βηθλεέμ, πρὸς τὴ Ναζαρέτ, πρὸς τὴν ὕπαιθρο πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε. «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…». Ὡς Θεὸς μποροῦσε γιὰ τὴ γέννησί του νὰ ἐκλέξῃ ἕνα ἔξοχο τοπίο ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ διαθέτει ἡ σφαῖρα αὐτή· ἕνα ὡραῖο κῆπο, ἕνα πυκνὸ δάσος ὅπου ψάλλουν ἀηδόνια, ἢ πλάϊ σὲ θαυμάσιους καταρράκτες, ἢ ―κατὰ τὴ φαντασία τῶν ἀρχαίων― πάνω στὸν Ὄλυμπο… Ἀλλ᾿ ὄχι. Οὔτε στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου, οὔτε στὶς ὄχθες τοῦ Νιαγάρα, οὔτε στὶς χιονισμένες Ἄλπεις, οὔτε στὶς ἐπαύλεις τῶν μεγάλων. Γεννήθηκε – ποῦ; Τὸ σκεφτήκατε, ἀδελφοί μου; Σὲ ἕνα σπήλαιο! Γιατί; Γιὰ νὰ διδάξῃ μιὰ ἀρετὴ ποὺ λείπει· νὰ διδάξῃ τὴ λιτότητα καὶ ἁπλότητα τῆς ζωῆς. Αὐτὸ εἶνε τὸ μήνυμα τοῦ σπηλαίου τῆς Βηθλεέμ. Ὦ καλύβες τοῦ πτωχοῦ λαοῦ μας! σεῖς ἀξίζετε περισσότερο ἀπὸ τοὺς οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης. Μόνο ὅποιος γεννήθηκε καὶ ἔζησε κάτω ἀπὸ σκληρὲς συνθῆκες, ὅποιος μόχθησε, πόνεσε, ἔκλαυσε, αὐτὸς γνωρίζει τὴ ζωή. Ἡ σημερινὴ νεολαία εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ νόημά της. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι ἐν γένει ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ αὐτό· ζοῦμε μὲ σύνθημα «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…». Ἐπαναλαμβάνω· γεννήθηκε σὲ χωριό, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὰ χωριά· γεννήθηκε σὲ σπήλαιο, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴ λιτότητα καὶ ἁπλότητα. Γεννήθηκε ὁ Χριστὸς ἀκόμη – ποῦ; Σὲ ἕνα σταῦλο! ναί, σὲ σταῦλο. Τὸ σπήλαιο ἐκεῖνο ἔξω ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, ὅπου ἡ ἁγία Ἑλένη ἔκτισε ἔπειτα λαμπρὸ ναό, ἦταν μαντρί, σταῦλος βρωμερὸς καὶ ἀκάθαρτος. Ἐκεῖ ἦταν πρόβατα, γίδια, βόδια, γαϊδουράκια. Σύντροφοί του ἦταν τὰ ζῷα. Ἔχει σημασία αὐτό. Τί σημασία; Ὅτι ὁ σταῦλος, ναὶ ὁ σταῦλος, εἶνε σύμβολο τῆς καταστάσεως τοῦ κόσμου. Ἕνας σταῦλος εἶχε καταντήσει ἡ ἀνθρωπότης. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἐν μέσῳ ὄχι ἀνθρώπων ἀλλὰ ζῴων, ποὺ συμβόλιζαν τὴν κτηνώδη ζωὴ τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ τὰ ὑψηλά, μὰ κατήντησε κτῆνος, ἕνα δίποδο κτῆνος. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει· Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο, ὅταν κλωτσᾷς σὰν τὸ γαϊδούρι, ἁρπάζῃς σὰν τὸ λύκο, εἶσαι πονηρὸς σὰν τὴν ἀλεποῦ, εἶσαι λαίμαργος σὰν τὴν ἀρκούδα, ἐπιτίθεσαι σὰν τὴν τίγρι, μνησικακεῖς σὰν τὴν καμήλα, χύνῃς φαρμάκι σὰν τὸ φίδι;… Ζούγκλα ἡ καρδιά, ζούγκλα ἡ κοινωνία, σταῦλος – σῆμα κατατεθέν. Καὶ μέσ᾿ στὸ σταῦλο γεννήθηκε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ πάρῃ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὑψώσῃ ἕως τὸν οὐρανό. Ὦ Χριστέ, «ὅσοι πιστοὶ» σ᾿ εὐχαριστοῦμε!
* * *
Ἀγαπητοί μου!
Ἀπὸ τότε πέρασαν τόσοι αἰῶνες. Καὶ θὰ ρωτήσετε· ―Πῶς εἶνε σήμερα ὁ κόσμος;
Ἀπαντοῦμε. Ἐπιστημονικῶς μὲν καὶ
τεχνολογικῶς ἔφθασε στὸ ζενίθ, πνευματικῶς ὅμως καὶ ἠθικῶς εἶνε στὸ
ναδίρ. Ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς καταρρέει, δὲν ἔχει μέλλον.
Πρέπει λοιπὸν ν᾿ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι! Ὑπάρχουν πιστοί. Ναὶ
ὑπάρχουν, καὶ πάντα θὰ ὑπάρχουν, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων. Καὶ ἄντρες καὶ
γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ γέροντες καὶ νέοι, καὶ ἀγράμματοι καὶ
ἐπιστήμονες. Αὐτοὶ πιστεύουν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Ναζωραῖον, τὸν
γεννηθέντα ἐν σπηλαίῳ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς
πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Χριστούγεννα 25-12-1976)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr