«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…» (Ματθ. 17,17)
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ διαφέρει κάπως ἀπὸ τὰ ἄλλα· ἐνῷ στὰ εὐαγγέλια τῶν ἄλλων Κυριακῶν ἀκούγεται γλυκειὰ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, σὰν τῆς μάνας ποὺ καλεῖ τὰ παιδιὰ κοντά της, ἐδῶ ἡ φωνή του γίνεται αὐστηρή. Νομίζει κανεὶς ὅτι ὁ οὐρανὸς γέμισε σύννεφα, ὁ ἥλιος σκοτείνιασε, ἀστράφτει καὶ βροντᾷ καὶ πέφτουν
ἀστροπελέκια, καθὼς ἀκούει· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17).
Αὐστηρὸς ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ γιὰ ποιόν λέγεται; ποιά εἶνε ἡ ἄπιστη αὐτὴ γενεά; Εἶνε πρῶτα ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός. Κανένας ἄλλος λαὸς στὸν κόσμο δὲν εὐεργετήθηκε τόσο ὅσο ὁ Ἰσραήλ. Ἡ ἱστορία του εἶνε μιὰ ἱστορία θαυμάτων. Θαύματα κατὰ τὸ παρελθὸν διὰ τοῦ Μωυσέως, τῶν κριτῶν, τῶν βασιλέων καὶ τῶν προφητῶν, πρὸ παντὸς ὅμως ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά τους. Τότε αὐξήθηκαν καὶ πολλαπλασιάσθηκαν τὰ θαύματα σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἔγιναν ἀμέτρητα. Κι ὅπως λέει στὸ τέλος τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ἂν γράφονταν ἕνα πρὸς ἕνα σὲ βιβλία ὅσα ἔκανε ὁ Χριστός, δὲν θὰ χωροῦσε ὁ κόσμος τοὺς τόμους (βλ. Ἰω. 21,25). Διότι θαύματα δὲν εἶνε μόνο αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο· εἶνε καὶ ἄλλα, ὅπως ὅλη ἡ δημιουργία, ἀπὸ τὸ ἄνθος, τὸ κρίνο τοῦ ἀγροῦ, τὸ φύλλο τοῦ δέντρου, τὸ μυρμήγκι, τὴ μέλισσα, μέχρι τὸν ἄνθρωπο –σὰν σῶμα μὲ τὰ κύτταρά του καὶ σὰν ψυχή–, τὸ κάθε ἄστρο καὶ τοὺς γαλαξίες, ποὺ ἐρευνοῦν καὶ θαυμάζουν οἱ ἐπιστήμονες. Ὄντως «θαυμαστὰ τὰ ἔργα Κυρίου» (Σ. Σειρ. 11,4).
Βλέποντας ὅλα αὐτὰ τί ἔπρεπε νὰ κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι; Ἔπρεπε νὰ πιστέψουν. Πίστεψαν; Δὲν πίστεψαν, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ μικρὴ μειοψηφία. Μερικοὶ βοσκοί, ψαρᾶδες, χωρικοὶ καὶ λίγες γυναῖκες, ὁ κατώτερος λεγόμενος λαός, αὐτοὶ πίστεψαν. Οἱ ἄλλοι; μίσησαν τὸ Χριστὸ καὶ τέλος τὸν σταύρωσαν στὸν κρανίου τόπον. Ἔχει λοιπὸν δίκιο ὁ Χριστὸς νὰ λέῃ· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ διαφέρει κάπως ἀπὸ τὰ ἄλλα· ἐνῷ στὰ εὐαγγέλια τῶν ἄλλων Κυριακῶν ἀκούγεται γλυκειὰ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, σὰν τῆς μάνας ποὺ καλεῖ τὰ παιδιὰ κοντά της, ἐδῶ ἡ φωνή του γίνεται αὐστηρή. Νομίζει κανεὶς ὅτι ὁ οὐρανὸς γέμισε σύννεφα, ὁ ἥλιος σκοτείνιασε, ἀστράφτει καὶ βροντᾷ καὶ πέφτουν
ἀστροπελέκια, καθὼς ἀκούει· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17).
Αὐστηρὸς ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ γιὰ ποιόν λέγεται; ποιά εἶνε ἡ ἄπιστη αὐτὴ γενεά; Εἶνε πρῶτα ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός. Κανένας ἄλλος λαὸς στὸν κόσμο δὲν εὐεργετήθηκε τόσο ὅσο ὁ Ἰσραήλ. Ἡ ἱστορία του εἶνε μιὰ ἱστορία θαυμάτων. Θαύματα κατὰ τὸ παρελθὸν διὰ τοῦ Μωυσέως, τῶν κριτῶν, τῶν βασιλέων καὶ τῶν προφητῶν, πρὸ παντὸς ὅμως ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά τους. Τότε αὐξήθηκαν καὶ πολλαπλασιάσθηκαν τὰ θαύματα σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἔγιναν ἀμέτρητα. Κι ὅπως λέει στὸ τέλος τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ἂν γράφονταν ἕνα πρὸς ἕνα σὲ βιβλία ὅσα ἔκανε ὁ Χριστός, δὲν θὰ χωροῦσε ὁ κόσμος τοὺς τόμους (βλ. Ἰω. 21,25). Διότι θαύματα δὲν εἶνε μόνο αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο· εἶνε καὶ ἄλλα, ὅπως ὅλη ἡ δημιουργία, ἀπὸ τὸ ἄνθος, τὸ κρίνο τοῦ ἀγροῦ, τὸ φύλλο τοῦ δέντρου, τὸ μυρμήγκι, τὴ μέλισσα, μέχρι τὸν ἄνθρωπο –σὰν σῶμα μὲ τὰ κύτταρά του καὶ σὰν ψυχή–, τὸ κάθε ἄστρο καὶ τοὺς γαλαξίες, ποὺ ἐρευνοῦν καὶ θαυμάζουν οἱ ἐπιστήμονες. Ὄντως «θαυμαστὰ τὰ ἔργα Κυρίου» (Σ. Σειρ. 11,4).
Βλέποντας ὅλα αὐτὰ τί ἔπρεπε νὰ κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι; Ἔπρεπε νὰ πιστέψουν. Πίστεψαν; Δὲν πίστεψαν, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ μικρὴ μειοψηφία. Μερικοὶ βοσκοί, ψαρᾶδες, χωρικοὶ καὶ λίγες γυναῖκες, ὁ κατώτερος λεγόμενος λαός, αὐτοὶ πίστεψαν. Οἱ ἄλλοι; μίσησαν τὸ Χριστὸ καὶ τέλος τὸν σταύρωσαν στὸν κρανίου τόπον. Ἔχει λοιπὸν δίκιο ὁ Χριστὸς νὰ λέῃ· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
* * *
Αὐτὸ ὅμως, ἀγαπητοί μου, ποὺ λέει ὁ Χριστὸς κατ᾿ ἐξοχὴν γιὰ τὸν Ἰουδαϊκὸ λαό, ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς.
Διότι κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε περιούσιος λαός, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαιοτέρους λαούς, μὲ ἱστορία τριῶν – τεσσάρων χιλιάδων ἐτῶν, λαὸς ποὺ εἶχε θαυμαστὰ ἐπιτεύγματα ἀλλὰ καὶ εἶδε θαύματα στὴ ζωή του. Ἄλλα ἔθνη μεγάλα καὶ κραταιὰ καταποντίσθηκαν καὶ χάθηκαν, τὸ δικό μας ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ ἀκόμη στὸν κόσμο.
Δὲν εἶνε ὑπερβολὴ ἂν ποῦμε ὅτι ἡ χώρα μας εἶνε χώρα ἁγίων. Μὲ δέος πρέπει νὰ πατοῦμε τὸ ἱερό της χῶμα. Ἂν πᾷς στὴν Κέρκυρα εἶνε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ἂν πᾷς στὴν Κεφαλονιὰ εἶνε ὁ ἅγιος Γεράσιμος, ἂν πᾷς στὴ Ζάκυνθο εἶνε ὁ ἅγιος Διονύσιος, ἂν πᾷς στὴν Πάτρα εἶνε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ἂν πᾷς στὴν Κόρινθο εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἂν πᾷς στὴ Θεσσαλονίκη μας εἶνε ὁ ἅγιος Δημήτριος…
Καὶ ὅμως ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες δὲν ἐκτιμήσαμε αὐτὲς τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Μήπως αὐτὰ ποὺ λέμε εἶνε ὑπερβολικά; Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς μας ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἂν ζοῦμε κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει ὁ Κύριος; Ἂς πάρουμε πρόχειρα μερικὲς ἐντολές.
⃝ «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ», λέει (Ἔξ. 20,9. Δευτ. 5,13), θὰ ἐργάζεσαι ἕξι μέρες. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο ἐργασία. Ἡ ἐργασία εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν εὐλόγησε ὁ Χριστός. Ἦρθε Κυριακή, χτύπησε καμπάνα; Ἔχεις αὐτιά; ἄκου· ἔχεις πόδια; κάνε φτερὰ καὶ τρέξε στὴν ἐκκλησία. Νὰ ἐκκλησιαστῇς ὁπωσδήποτε, νὰ σὲ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ πῇς ἕνα «Εὐχαριστῶ» γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες του, ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» ἀπ᾽ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου, ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42). Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν γίνεται. Ὁ πολὺς λαὸς ἀπουσιάζει. Μιὰ στατιστική, ποὺ ἔγινε ἔδειξε, ὅτι στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἐκκλησιάζονται μόνο δύο (2%), τόσο μόνο. Πρέπει νά ᾽νε καμμιὰ μεγάλη ἑορτή, γιὰ νὰ γίνῃ τὸ δύο τέσσερα, ἕξι, δέκα, δεκαπέντε, εἴκοσι. Τὸν ἄλλο χρόνο οἱ πολλοὶ ἀπουσιάζουν. Εἶνε μικρὴ ἁμαρτία ὁ λαός μας νὰ μένῃ μακριὰ ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῶν μυστηρίων;
⃝ Ἄλλη ἐντολὴ εἶνε τὸ «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξ. 20,7. Δευτ. 5,11). Νὰ προσέχῃς πῶς πιάνεις στὸ στόμα σου τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, ὅλων τῶν ἁγίων. Νὰ τὰ σέβεσαι τὰ ὀνόματα αὐτά. Ἀντὶ σεβασμοῦ ὅμως σήμερα τί ἀκοῦμε; Φρικτὲς βλασφημίες. Ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ βλαστήμια δὲν ἀκουγόταν στὸν τόπο μας. Τώρα; Φρίκη! Δὲν θὰ βρῇς χωριὸ καὶ συνοικισμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀκούγεται βλαστήμια. Βλαστημοῦν πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μεσάνυχτα· βλαστημοῦν στοὺς δρόμους, στ᾽ αὐτοκίνητα, στὶς ἐργασίες, στὰ καφφενεῖα, στοὺς στρατῶνες… Ἂν πᾷς ὅμως στὴν Τουρκιά, οὔτε ἕνας δὲ βλαστημάει ἐκεῖ τὸν Ἀλλάχ. Ἂν πᾷς καὶ στοὺς Ἑβραίους, κανείς δὲ βλαστημάει ἐκεῖ τὸν Ἰεχωβᾶ. Ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε τὴ ζωντανὴ θρησκεία μὲ τὰ θαύματα, γίναμε τὸ πλέον βλάσφημο ἔθνος, ἡ χώρα τῶν βλασφήμων. Κάποτε πρῶτοι στὴ βλαστήμια ἔρχονταν οἱ Ἰταλοί, τώρα ἐρχόμαστε ἐμεῖς. Δὲν ἁμαρτάνει ὅμως μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημάει, ἁμαρτάνει κι ὁ ἄλλος ποὺ ἀκούει καὶ δὲν διαμαρτύρεται. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· Ἂν βλαστημήσῃς τὴ μάνα μου καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν πάρῃς μαχαίρι καὶ μοῦ κόψῃς τὴ μύτη, μοῦ βγάλῃς τὰ μάτια, μοῦ ξερριζώσῃς τὰ δόντια, μὲ κάνεις κομμάτια, θὰ σὲ συγχωρήσω. Ἂν ὅμως βλαστημᾷς Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ! Ὅπως ἐσὺ δὲν θέλεις ν᾽ ἀκοῦς νὰ βρίζουν τὴ μάνα σου, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Καὶ ὅμως καμμιά γυναίκα στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑβρίζεται τόσο χυδαίως ὅπως ἡ Παναγιά. Χυδαίως, χυδαιότατα ὑβρίζουν τὴν Παναγιά, καὶ κανείς δὲν ὑψώνει φωνὴ διαμαρτυρίας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει· Βλαστημάει κάποιος; Φώναξέ τον, παρακάλεσέ τον μὲ δάκρυα νὰ κόψῃ τὴ βλαστήμια. Δὲν τὴν κόβει, ἐπιμένει; Ἔχεις χέρι; χτύπα τὸ βλάστημο· χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θὰ ἁγιάσῃ. Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέει καὶ σ᾽ ἐμᾶς· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!». Τὴν ἐντολὴ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ δὲν τὴν τηροῦμε, τὴν τιμὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ τὴν καταπατοῦμε. Λοιπόν;
⃝ Νὰ ποῦμε ἄλλη ἐντολή; «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18). Ἕνας ἄντρας – μία γυναίκα, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, κανείς ἄλλος ἀνάμεσά τους. Καὶ πράγματι ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου ἦταν ἰσχυρός. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο στὴν πατρίδα μας, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτου χώριζε τὸ ἀντρόγυνο. Τώρα ὅμως τὰ διαζύγια πλήθυναν. Οἱ μισοὶ σχεδὸν γάμοι διαλύονται. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!».
⃝ Ἄλλη ἐντολὴ λέει «οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15. Δευτ. 5,17). Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θανατώσῃς ἄνθρωπο. Ἡ ζωὴ εἶνε δῶρο τοῦ Θεοῦ ἱερό, θαῦμα ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο ἡ ἐπιστήμη μένει ἔκπληκτη καὶ παρ᾽ ὅλες τὶς προσπάθειές της δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξιχνιάσῃ. Ὅ,τι λοιπὸν δὲν μπορεῖς νὰ δημιουργήσῃς, μὴν τὸ καταστρέφεις. Ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὴν ἐντολὴ αὐτὴ σεβάστηκε. Ἡ ἐποχή μας ἀποδεικνύεται ἡ πιὸ αἱματηρή. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ἔγιναν, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι φονεύθηκαν. Καὶ τὸ αἷμα ἐξακολουθεῖ νὰ τρέχῃ ποτάμι καθημερινῶς… Καὶ μόνο στὸν πόλεμο; καὶ σὲ καιρὸ εἰρήνης ἑκατομμύρια ἄνθρωποι φονεύονται μὲ τὶς ἐκτρώσεις. Ὅποιος σκοτώνει ἕνα παιδί, σκοτώνει ἕνα ἀγγελούδι, σκοτώνει τὸ Χριστό! Ἂν σκοτώσῃς ἕναν ἄνθρωπο, ἴσως κάποια ἀφορμὴ σοῦ ἔδωσε· ἐνῷ τὸ ἀγγελούδι αὐτὸ ποὺ εἶνε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, τί κακὸ σοῦ ἔκανε; Δὲ γεννᾶνε πλέον οἱ Ἕλληνες. Μεγάλη κατάρα. Σχολεῖα κλείνουν ἐλλείψει παιδιῶν. Στὰ χωριὰ δὲν γίνονται πλέον βαπτίσεις παρὰ μόνο κηδεῖες γερόντων. Τὸ 1911 – 1912 ἕνας Ἕλληνας πέθαινε τὸ πρωί, καὶ μέχρι τὸ βράδυ γεννιόντουσαν ὀχτώ. Τώρα ἕνας Ἕλληνας πεθαίνει, καὶ μέχρι τὸ βράδυ μισὸς γεννιέται. Σβήνει τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ἔθνος κ᾽ ἐμεῖς κινδυνεύουμε νὰ γίνουμε οἱ νεκροθάφτες του. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!».
Δὲν εἶνε ὑπερβολὴ ἂν ποῦμε ὅτι ἡ χώρα μας εἶνε χώρα ἁγίων. Μὲ δέος πρέπει νὰ πατοῦμε τὸ ἱερό της χῶμα. Ἂν πᾷς στὴν Κέρκυρα εἶνε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ἂν πᾷς στὴν Κεφαλονιὰ εἶνε ὁ ἅγιος Γεράσιμος, ἂν πᾷς στὴ Ζάκυνθο εἶνε ὁ ἅγιος Διονύσιος, ἂν πᾷς στὴν Πάτρα εἶνε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ἂν πᾷς στὴν Κόρινθο εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἂν πᾷς στὴ Θεσσαλονίκη μας εἶνε ὁ ἅγιος Δημήτριος…
Καὶ ὅμως ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες δὲν ἐκτιμήσαμε αὐτὲς τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Μήπως αὐτὰ ποὺ λέμε εἶνε ὑπερβολικά; Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς μας ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἂν ζοῦμε κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει ὁ Κύριος; Ἂς πάρουμε πρόχειρα μερικὲς ἐντολές.
⃝ «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ», λέει (Ἔξ. 20,9. Δευτ. 5,13), θὰ ἐργάζεσαι ἕξι μέρες. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο ἐργασία. Ἡ ἐργασία εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν εὐλόγησε ὁ Χριστός. Ἦρθε Κυριακή, χτύπησε καμπάνα; Ἔχεις αὐτιά; ἄκου· ἔχεις πόδια; κάνε φτερὰ καὶ τρέξε στὴν ἐκκλησία. Νὰ ἐκκλησιαστῇς ὁπωσδήποτε, νὰ σὲ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ πῇς ἕνα «Εὐχαριστῶ» γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες του, ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» ἀπ᾽ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου, ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42). Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν γίνεται. Ὁ πολὺς λαὸς ἀπουσιάζει. Μιὰ στατιστική, ποὺ ἔγινε ἔδειξε, ὅτι στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἐκκλησιάζονται μόνο δύο (2%), τόσο μόνο. Πρέπει νά ᾽νε καμμιὰ μεγάλη ἑορτή, γιὰ νὰ γίνῃ τὸ δύο τέσσερα, ἕξι, δέκα, δεκαπέντε, εἴκοσι. Τὸν ἄλλο χρόνο οἱ πολλοὶ ἀπουσιάζουν. Εἶνε μικρὴ ἁμαρτία ὁ λαός μας νὰ μένῃ μακριὰ ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῶν μυστηρίων;
⃝ Ἄλλη ἐντολὴ εἶνε τὸ «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξ. 20,7. Δευτ. 5,11). Νὰ προσέχῃς πῶς πιάνεις στὸ στόμα σου τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, ὅλων τῶν ἁγίων. Νὰ τὰ σέβεσαι τὰ ὀνόματα αὐτά. Ἀντὶ σεβασμοῦ ὅμως σήμερα τί ἀκοῦμε; Φρικτὲς βλασφημίες. Ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ βλαστήμια δὲν ἀκουγόταν στὸν τόπο μας. Τώρα; Φρίκη! Δὲν θὰ βρῇς χωριὸ καὶ συνοικισμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀκούγεται βλαστήμια. Βλαστημοῦν πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μεσάνυχτα· βλαστημοῦν στοὺς δρόμους, στ᾽ αὐτοκίνητα, στὶς ἐργασίες, στὰ καφφενεῖα, στοὺς στρατῶνες… Ἂν πᾷς ὅμως στὴν Τουρκιά, οὔτε ἕνας δὲ βλαστημάει ἐκεῖ τὸν Ἀλλάχ. Ἂν πᾷς καὶ στοὺς Ἑβραίους, κανείς δὲ βλαστημάει ἐκεῖ τὸν Ἰεχωβᾶ. Ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε τὴ ζωντανὴ θρησκεία μὲ τὰ θαύματα, γίναμε τὸ πλέον βλάσφημο ἔθνος, ἡ χώρα τῶν βλασφήμων. Κάποτε πρῶτοι στὴ βλαστήμια ἔρχονταν οἱ Ἰταλοί, τώρα ἐρχόμαστε ἐμεῖς. Δὲν ἁμαρτάνει ὅμως μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημάει, ἁμαρτάνει κι ὁ ἄλλος ποὺ ἀκούει καὶ δὲν διαμαρτύρεται. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· Ἂν βλαστημήσῃς τὴ μάνα μου καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν πάρῃς μαχαίρι καὶ μοῦ κόψῃς τὴ μύτη, μοῦ βγάλῃς τὰ μάτια, μοῦ ξερριζώσῃς τὰ δόντια, μὲ κάνεις κομμάτια, θὰ σὲ συγχωρήσω. Ἂν ὅμως βλαστημᾷς Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ! Ὅπως ἐσὺ δὲν θέλεις ν᾽ ἀκοῦς νὰ βρίζουν τὴ μάνα σου, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Καὶ ὅμως καμμιά γυναίκα στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑβρίζεται τόσο χυδαίως ὅπως ἡ Παναγιά. Χυδαίως, χυδαιότατα ὑβρίζουν τὴν Παναγιά, καὶ κανείς δὲν ὑψώνει φωνὴ διαμαρτυρίας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει· Βλαστημάει κάποιος; Φώναξέ τον, παρακάλεσέ τον μὲ δάκρυα νὰ κόψῃ τὴ βλαστήμια. Δὲν τὴν κόβει, ἐπιμένει; Ἔχεις χέρι; χτύπα τὸ βλάστημο· χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θὰ ἁγιάσῃ. Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέει καὶ σ᾽ ἐμᾶς· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!». Τὴν ἐντολὴ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ δὲν τὴν τηροῦμε, τὴν τιμὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ τὴν καταπατοῦμε. Λοιπόν;
⃝ Νὰ ποῦμε ἄλλη ἐντολή; «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18). Ἕνας ἄντρας – μία γυναίκα, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, κανείς ἄλλος ἀνάμεσά τους. Καὶ πράγματι ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου ἦταν ἰσχυρός. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο στὴν πατρίδα μας, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτου χώριζε τὸ ἀντρόγυνο. Τώρα ὅμως τὰ διαζύγια πλήθυναν. Οἱ μισοὶ σχεδὸν γάμοι διαλύονται. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!».
⃝ Ἄλλη ἐντολὴ λέει «οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15. Δευτ. 5,17). Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θανατώσῃς ἄνθρωπο. Ἡ ζωὴ εἶνε δῶρο τοῦ Θεοῦ ἱερό, θαῦμα ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο ἡ ἐπιστήμη μένει ἔκπληκτη καὶ παρ᾽ ὅλες τὶς προσπάθειές της δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξιχνιάσῃ. Ὅ,τι λοιπὸν δὲν μπορεῖς νὰ δημιουργήσῃς, μὴν τὸ καταστρέφεις. Ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὴν ἐντολὴ αὐτὴ σεβάστηκε. Ἡ ἐποχή μας ἀποδεικνύεται ἡ πιὸ αἱματηρή. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ἔγιναν, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι φονεύθηκαν. Καὶ τὸ αἷμα ἐξακολουθεῖ νὰ τρέχῃ ποτάμι καθημερινῶς… Καὶ μόνο στὸν πόλεμο; καὶ σὲ καιρὸ εἰρήνης ἑκατομμύρια ἄνθρωποι φονεύονται μὲ τὶς ἐκτρώσεις. Ὅποιος σκοτώνει ἕνα παιδί, σκοτώνει ἕνα ἀγγελούδι, σκοτώνει τὸ Χριστό! Ἂν σκοτώσῃς ἕναν ἄνθρωπο, ἴσως κάποια ἀφορμὴ σοῦ ἔδωσε· ἐνῷ τὸ ἀγγελούδι αὐτὸ ποὺ εἶνε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, τί κακὸ σοῦ ἔκανε; Δὲ γεννᾶνε πλέον οἱ Ἕλληνες. Μεγάλη κατάρα. Σχολεῖα κλείνουν ἐλλείψει παιδιῶν. Στὰ χωριὰ δὲν γίνονται πλέον βαπτίσεις παρὰ μόνο κηδεῖες γερόντων. Τὸ 1911 – 1912 ἕνας Ἕλληνας πέθαινε τὸ πρωί, καὶ μέχρι τὸ βράδυ γεννιόντουσαν ὀχτώ. Τώρα ἕνας Ἕλληνας πεθαίνει, καὶ μέχρι τὸ βράδυ μισὸς γεννιέται. Σβήνει τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ἔθνος κ᾽ ἐμεῖς κινδυνεύουμε νὰ γίνουμε οἱ νεκροθάφτες του. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!».
* * *
Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, ἀλλὰ μέχρι πότε; Προτοῦ ἐκσπάσῃ ἡ ὀργή του, ἂς μετανοήσουμε. Νὰ τηρήσουμε τὶς θεῖες ἐντολές του. Νὰ ζήσουμε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία, αὐτὰ ποὺ διώχνουν τὸν διάβολο καὶ ἑλκύουν τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἔλεγχος τοῦ Κυρίου ἔχει αὐστηρότητα, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀποβλέπει στὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὄχι «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»· νὰ γίνουμε «γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 23,6), ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(4-8-1991 ἱ. ν. Ἁγ. Γερμανοῦ Ἁγ. Γερμανοῦ – Πρεσπῶν)