«Η αγία Τατιανή ήταν από την πρεσβυτέρα Ρώμη επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου (3ος μ.Χ. αι.), από πατέρα που υπήρξε ύπατος Ρώμης τρεις φορές, ενώ κατά την τάξη της Εκκλησίας είχε το αξίωμα της Διακόνισσας. Επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά, κι όταν εισήλθε μαζί του στον ναό των ειδώλων, τράνταξε με την προσευχή της τα είδωλα που υπήρχαν εκεί και τα έριξε στη γη. Γι’ αυτό τον λόγο και την κτύπησαν στο πρόσωπο και ξύρισαν την κεφαλή της. Μετά δε την έριξαν στη φωτιά και στα θηρία, από τα οποία εξήλθε αβλαβής, οπότε τέλος δόθηκε η εντολή και της έκοψαν την κεφαλή».
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου να τονίσουν την αγιότητα και το δοξασμένο εν μαρτυρίω τέλος της αγίας Τατιανής, μας προβάλλουν με εποπτικό τρόπο ό,τι συνέβη κατά την ώρα της αποτομής της τιμίας κεφαλής της: ήταν η ώρα του θριάμβου της, και όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, άγγελοι όταν ανέβαινε στον ουρανό την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα, ενώ ο παντοκράτωρ Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του στεφάνωνε τη μάρτυρα, που άθλησε με τον νόμιμο τρόπο. «Μετά πολλάς τας βασάνους, τη του ξίφους σε δίκη, δεινός καθυποβάλλει δικαστής∙ ης τη ανόδω εκρότησαν αι ουράνιαι τάξεις∙ Χριστός δε παναλκεί σε δεξιά, εστεφάνωσε, Μάρτυς, νομίμως εναθλήσασαν» (Μετά από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστης, σε υποβάλλει ο φοβερός δικαστής στην καταδίκη του διά ξίφους θανάτου. Την άνοδό σου στους ουρανούς τη χειροκρότησαν οι ουράνιες αγγελικές τάξεις, ενώ ο Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του σου φόρεσε στεφάνι, μάρτυς, γιατί αθλήθηκες νόμιμα). Έκτοτε η αγία, κατά τον άγιο υμνογράφο που την βλέπει με τα μάτια της πίστεως, «είναι μαζί με τους φωτεινούς μάρτυρες, πολύ πιο κοντά στον Θεό από ό,τι πριν, και βλέπει όσα βλέπουν και οι άγγελοι. Βρίσκεται ως παρθένος στον νυμφώνα του νυμφίου της Χριστού, παρακαλώντας και αυτή για εμάς που την εγκωμιάζουμε, να βρούμε τη σωτηρία μας» («Συναγελάζη Μαρτύρων φανοτάταις αγέλαις, τρανότερον εγγίζουσα Θεώ, βλέπεις α βλέπουσιν άγγελοι∙ ως παρθένος νυμφώνι αυλίζη του Νυμφίου σου, Σεμνή, δυσωπούσα σωθήναι τους πόθω σε γεραίροντας»).
Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία να φθάσει σ’ αυτό το μεγάλο ύψος δόξας και τιμής; Μα τίποτε άλλο από εκείνο που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεως: ο σφοδρός έρωτάς της προς τον Κύριο, η πυρωμένη από αγάπη καρδιά της προς Αυτόν, που την έκανε να υπερβεί οποιοδήποτε φόβο των βασάνων και να θεωρήσει ως μηδέν όλα τα υπάρχοντα στη γη. «Ούτε το ξίφος ούτε η φωτιά ούτε τα κτυπήματα, ούτε οι θλίψεις, η πείνα, το κάθε είδος τιμωρίας, χαλάρωσαν τον έρωτά σου προς τον Κύριο. Με πυρωμένη μάλιστα καρδιά αναζητούσες Αυτόν, κάνοντας πέρα ως τίποτε όλα τα ορώμενα» («Ξίφος ουδέ πυρ ουκ αικισμοί, θλίψεις ου λιμός ου παντοίας είδος κολάσεως, σου τον προς τον Κύριον ήμβλυνεν έρωτα∙ διαπύρω καρδία γαρ Αυτόν εκζητούσα, πάντα τα ορώμενα υφ’ εν διέπτυσας, μάρτυς»). Κι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία το μαρτύριό της και φανερώνεται ακόμη εντονότερα η αγάπη της προς τον Χριστό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η αγία ήταν μία πριγκιποπούλα, κόρη υπάτου της Ρώμης, δηλαδή ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μετά τον αυτοκράτορα εξουσία στην αυτοκρατορία, με πλούτη και τιμές και δόξες πολλές. Κι όμως, σαν τον απόστολο Παύλο, «ηγήσατο πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήση», όλα τα θεώρησε σαν σκουπίδια, για να έχει τον Χριστό. Κι είναι φυσικό ο άγιος υμνογράφος να επισημαίνει και τη διάσταση αυτή: «Δεν υπολόγισες καθόλου, μάρτυς, τον φθαρτό πλούτο, διότι αναζητούσες με προθυμία τον άφθαρτο και αιώνιο πλούτο στους ουρανούς» («Πλούτου φθαρτού, μάρτυς, τελείως ηλόγησας, εν ουρανοίς τον άφθαρτον και διαμένοντα εκζητούσα προθύμως»).
Η υμνογραφία της αγίας δεν παύει βεβαίως να μας θυμίζει το αυτονόητο: ότι αν μπόρεσε η αγία να υπερβεί τη γοητεία του πλούτου, της δόξας, της σάρκας, και να φτάσει μάλιστα και στο μαρτύριο, ήταν διότι πέραν της δικής της καλής προαίρεσης είχε συνεργούσα και την παντοδύναμη χάρη του Θεού. Και λέμε ότι τούτο είναι αυτονόητο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα πάντοτε δύο παραγόντων: πρωτίστως του ίδιου του Θεού, που ενισχύει τον άνθρωπο, και του ανθρώπου βεβαίως, που καλη τη προαιρέσει ανταποκρίνεται στην κλήση και την ενίσχυση αυτή του Θεού. «Κατάσβεσες τη δυσωδία του σαρκικού φρονήματος και τη φλόγα της αμαρτίας, Αγνή, με τη δροσιά του Θείου Πνεύματος που συνεργούσε μαζί σου» («το δυσώδες της σαρκός και της αμαρτίας την φλόγα, Αγνή, κατέσβεσας, δρόσω Θείου Πνεύματος, του συνεργούντός σοι»)∙ «Προς τις τιμωρίες, προς τα βάσανα και τις διάφορες μάστιγες, μάρτυς, προχώρησες απτόητη, γιατί είχες συνεργούσα τη χάρη του Σωτήρα Χριστού, που σε δυνάμωνε» («Προς αικισμούς, προς αλγηδόνας και μάστιγας πολυειδείς απτόητος, μάρτυς, εχώρησας∙ συνεργούσαν γαρ είχες την χάριν του Σωτήρος, ενδυναμούσάν σε»).
Η αγία λοιπόν και πριν φτάσει στο μαρτύριο, που ήταν η απογείωση της ψυχικής δύναμης και ομορφιάς της, ήταν ήδη καταστολισμένη με όλες τις αρετές («καλλωπισθείσα αρεταίς, ωραιώθης καλλοναίς του μαρτυρίου», δηλαδή: αφού καλλωπίστηκες με τις αρετές, έγινες ακόμη πιο ωραία με τις καλλονές του μαρτυρίου), τόσο που «η ψυχή της έμοιαζε με ένα ωραίο κατάστημα, λόγω της ομορφιάς της ευσέβειάς της» («ωραίον της ψυχής κατάστημα, ευμορφία της ευσεβείας, Τατιανή, φέρουσα»). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας την είχε χαριτώσει με το αξίωμα της Διακόνισσας, του πρώτου βαθμού της ιερωσύνης δηλαδή, που υπήρχε τότε στην Εκκλησία, με έργο τη βοήθεια του επισκόπου και των ιερέων στη φιλανθρωπία και τη διακονία των διαφόρων αναγκών των ανθρώπων, ακόμη δε και στο κήρυγμα. Ο ζήλος της μάλιστα για τη διακονία της και για το μαρτύριό της παρομοιάζεται με την πρώτη μάρτυρα γυναίκα και ισαπόστολο αγία Θέκλα. «Θέκλαν ως πριν την πρώταθλον, ης τον ζήλον εκτήσω, αοίδιμε», δηλαδή: όπως πριν η Θέκλα, έτσι κι εσύ, αοίδιμε, απέκτησες τον ζήλο αυτής).
Η αγία Τατιανή μας παραδειγματίζει με την αγάπη της προς τον Χριστό και το μαρτυρικό της φρόνημα. Και μας δείχνει μεταξύ των άλλων και τον δρόμο της υπέρβασης της όποιας στον κόσμο ανομίας. Η ανομία και το πλήθος των κακών στον κόσμο υπερβαίνεται, όταν ο άνθρωπος μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, έχοντας ετοιμότητα να δώσει και τη ζωή του για την πίστη αυτού. «Τους χείμαρρους της ανομίας τους αποξήρανες, μακαρία, με τα ρείθρα των αιμάτων σου» («Χειμάρρους απεξήρανας ανομίας, τοις ρείθροις των αιμάτων σου, μακαρία»). Διότι «όπου επλεόνασεν αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».