«Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἡλίου» (Ἀκαθ. ὕμν. Φ1α΄)
* * *
* * *
* * *
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξος ἔχει θησαυροὺς ἀνεκτιμήτους. Εἶνε τὰ ἅγια βιβλία ποὺ κρατοῦν οἱ ψάλτες μας· εἶνε τὰ τροπάρια, τὰ ἀπολυτίκια, οἱ καταβασίες, τὰ ὑπέροχα αὐτὰ ποιήματα.
Ἕνας τέτοιος θησαυρὸς εἶνε καὶ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ποίημα ποὺ συγκινεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ὀρθοδόξων. Εἶνε ἕνα στέμμα, μιὰ χρυσῆ ἁλυσίδα, ἕνα περιδέραιο μὲ πολύτιμα πετράδια, ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προσφέρει στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Πετράδια εἶνε τὰ
«χαῖρε» ποὺ ἀκοῦμε. Ἑκατὸν σαραντατέσσερα (144) τέτοια πετράδια ἔχει ὁ ὕμνος. Ἀπὸ αὐτὰ θὰ σᾶς παρουσιάσω ἕνα. Εἶνε ὁ χαιρετισμὸς «Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἡλίου» (Ἀκαθ. ὕμν. Φ 1).
Ἕνας τέτοιος θησαυρὸς εἶνε καὶ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ποίημα ποὺ συγκινεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ὀρθοδόξων. Εἶνε ἕνα στέμμα, μιὰ χρυσῆ ἁλυσίδα, ἕνα περιδέραιο μὲ πολύτιμα πετράδια, ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προσφέρει στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Πετράδια εἶνε τὰ
«χαῖρε» ποὺ ἀκοῦμε. Ἑκατὸν σαραντατέσσερα (144) τέτοια πετράδια ἔχει ὁ ὕμνος. Ἀπὸ αὐτὰ θὰ σᾶς παρουσιάσω ἕνα. Εἶνε ὁ χαιρετισμὸς «Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἡλίου» (Ἀκαθ. ὕμν. Φ 1).
* * *
Τί θέλει νὰ ἐκφράσῃ ὁ ποιητὴς μὲ τὸν χαιρετισμὸ αὐτό; Ὁ ἀνώνυμος ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου, γεμᾶτος θαυμασμὸ γιὰ τὸ ἀσύγκριτο μεγαλεῖο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ εἶνε τὸ τιμιώτερο κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνο ποὺ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἄλλα ἀντανακλᾷ λαμπρότερα τὸ φῶς του, ζητεῖ μιὰ εἰκόνα, ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὸ φυσικὸ κόσμο· καὶ ὡς κατάλληλη εἰκόνα διαλέγει τὸν ἥλιο μὲ τὶς ἀκτῖνες του. Καὶ εἶνε ἡ ἐκλογή του πολὺ ἐπιτυχής. Διότι, ἀγαπητοί μου, ἀπ᾿ ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ τὸ πιὸ ἔξοχο, τὸ πιὸ μεγαλοπρεπές, εἶνε ὁ ἥλιος.
Ὁ ἥλιος προσφέρει μεγάλη εὐεργεσία. Μὲ τὶς ἀκτῖνες του ὅλα μεταβάλλονται.
⃝ Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στὴ γῆ. Καὶ μόλις πέσῃ, ἀμέσως φεύγει τὸ σκοτάδι καὶ γίνεται ἡμέρα. Μᾶς προσφέρει φωτισμὸ καὶ θέρμανσι, ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Στέλνει ἑκατομμύρια – δισεκατομμύρια κιλοβάτ. Καὶ δὲν εἶνε ὁ ἥλιος σὰν τὶς ἠλεκτρικὲς ἑταιρεῖες τῆς γῆς, ποὺ ἂν ἀργήσῃς τρεῖς – τέσσερις μέρες νὰ πληρώσῃς σοῦ κόβουν τὸ ῥεῦμα· προσφέρει τὸ φῶς του δωρεάν, ἀλλὰ καὶ χωρὶς καμμία διάκρισι. Οἱ ἀκτῖνες του πέφτουν καὶ στὰ ἀνάκτορα καὶ στὴν καλύβα, περνᾶνε ἀκόμα καὶ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς καὶ φτάνουν στὸ κελλὶ τοῦ καταδίκου. Φτάνουν παντοῦ. Στέλνει τὸ φῶς του στὸν ἄνθρωπο ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς βλαστημάει τὸ Θεό!
⃝ Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στὴ γῆ. Κι ὅταν ζεστάνῃ τὸ χῶμα, οἱ σπόροι ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὸ ἔδαφος ὡριμάζουν καὶ βγαίνει τὸ χορτάρι, ἡ πρασινάδα. Τώρα τὴν ἄνοιξι ἡ γῆ γεμίζει βλάστησι· νομίζεις πὼς εἶνε στρωμένη μὲ πολύχρωμο χαλί, γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ βασιλέως τῆς δόξης.
⃝ Πέφτει ἡ ἥλιος ἐπάνω στὴ γῆ. Καὶ ἔτσι ὡριμάζουν ὅλοι οἱ καρποί. Τὰ στάχυα κιτρινίζουν καὶ γίνονται σὰν τὸ χρυσάφι, τὰ μῆλα κοκκινίζουν…, γεμίζει ἡ γῆ ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθά.
⃝ Πέφτει ἀκόμη ὁ ἥλιος καὶ πάνω στὴ θάλασσα. Τί σπουδαία εὐεργεσία του εἶνε αὐτή! Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἔπεφτε στὴ θάλασσα. Πέφτει, καὶ τὴ ζεσταίνει. Καὶ τὸ νερὸ ἐξατμίζεται, ἀνεβαίνουν ὑδρατμοὶ καὶ γίνονται σύννεφα, καὶ τὰ σύννεφα γίνονται βροχή.
⃝ Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στὴ γῆ· καὶ στὰ χαμηλὰ ἀλλὰ καὶ στὶς πιὸ ψηλὲς κορυφές, ἐκεῖ ποὺ εἶνε χιόνια ἄλειωτα. Πέφτει, καὶ λειώνει τὰ χιόνια, καὶ ἔτσι σχηματίζονται ῥυάκια καὶ ποτάμια.
Ὅταν κανεὶς σκεφτῇ πόσα καλά, πόσες εὐεργεσίες προσφέρει ὁ ἥλιος, τὸ δημιούργημα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ, γεμίζει ἡ καρδιά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ λέει· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (δοξολ. καὶ Ἠσ. 53,11). Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Θεέ, ποὺ μᾶς ἔδωσες τὸν ἥλιο.
Ὁ ἥλιος προσφέρει μεγάλη εὐεργεσία. Μὲ τὶς ἀκτῖνες του ὅλα μεταβάλλονται.
⃝ Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στὴ γῆ. Καὶ μόλις πέσῃ, ἀμέσως φεύγει τὸ σκοτάδι καὶ γίνεται ἡμέρα. Μᾶς προσφέρει φωτισμὸ καὶ θέρμανσι, ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Στέλνει ἑκατομμύρια – δισεκατομμύρια κιλοβάτ. Καὶ δὲν εἶνε ὁ ἥλιος σὰν τὶς ἠλεκτρικὲς ἑταιρεῖες τῆς γῆς, ποὺ ἂν ἀργήσῃς τρεῖς – τέσσερις μέρες νὰ πληρώσῃς σοῦ κόβουν τὸ ῥεῦμα· προσφέρει τὸ φῶς του δωρεάν, ἀλλὰ καὶ χωρὶς καμμία διάκρισι. Οἱ ἀκτῖνες του πέφτουν καὶ στὰ ἀνάκτορα καὶ στὴν καλύβα, περνᾶνε ἀκόμα καὶ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς καὶ φτάνουν στὸ κελλὶ τοῦ καταδίκου. Φτάνουν παντοῦ. Στέλνει τὸ φῶς του στὸν ἄνθρωπο ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς βλαστημάει τὸ Θεό!
⃝ Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στὴ γῆ. Κι ὅταν ζεστάνῃ τὸ χῶμα, οἱ σπόροι ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὸ ἔδαφος ὡριμάζουν καὶ βγαίνει τὸ χορτάρι, ἡ πρασινάδα. Τώρα τὴν ἄνοιξι ἡ γῆ γεμίζει βλάστησι· νομίζεις πὼς εἶνε στρωμένη μὲ πολύχρωμο χαλί, γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ βασιλέως τῆς δόξης.
⃝ Πέφτει ἡ ἥλιος ἐπάνω στὴ γῆ. Καὶ ἔτσι ὡριμάζουν ὅλοι οἱ καρποί. Τὰ στάχυα κιτρινίζουν καὶ γίνονται σὰν τὸ χρυσάφι, τὰ μῆλα κοκκινίζουν…, γεμίζει ἡ γῆ ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθά.
⃝ Πέφτει ἀκόμη ὁ ἥλιος καὶ πάνω στὴ θάλασσα. Τί σπουδαία εὐεργεσία του εἶνε αὐτή! Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἔπεφτε στὴ θάλασσα. Πέφτει, καὶ τὴ ζεσταίνει. Καὶ τὸ νερὸ ἐξατμίζεται, ἀνεβαίνουν ὑδρατμοὶ καὶ γίνονται σύννεφα, καὶ τὰ σύννεφα γίνονται βροχή.
⃝ Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στὴ γῆ· καὶ στὰ χαμηλὰ ἀλλὰ καὶ στὶς πιὸ ψηλὲς κορυφές, ἐκεῖ ποὺ εἶνε χιόνια ἄλειωτα. Πέφτει, καὶ λειώνει τὰ χιόνια, καὶ ἔτσι σχηματίζονται ῥυάκια καὶ ποτάμια.
Ὅταν κανεὶς σκεφτῇ πόσα καλά, πόσες εὐεργεσίες προσφέρει ὁ ἥλιος, τὸ δημιούργημα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ, γεμίζει ἡ καρδιά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ λέει· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (δοξολ. καὶ Ἠσ. 53,11). Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Θεέ, ποὺ μᾶς ἔδωσες τὸν ἥλιο.
* * *
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο αὐτὸ τὸν φυσικό, ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, καὶ κάποιος ἄλλος ἥλιος. Εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει σήμερα ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, «Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἡλίου», ὁ «νοητὸς Ἥλιος». Ἔχουμε λοιπὸν δυὸ ἥλιους· τὸν φυσικό, καὶ τὸν νοητό, δηλαδὴ ὑπερφυσικὸ καὶ πνευματικό. Καὶ ὁ νοητὸς ἥλιος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Νοητὸς ἥλιος ὁ Χριστός. Ἔτσι τὸν ὀνομάζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ποὺ λέει· Χριστέ, θά ᾿ρθῃς στὸν κόσμο σὰν ἕνα μεγάλο φῶς (Ἠσ. 9,2), καὶ «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου…, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 26,9). Εἶνε ἥλιος ὁ Χριστός.
Εἶνε γεγονὸς ὅτι στὴν ἱστορία παρουσιάστηκαν μεγάλα πνεύματα· προφῆτες καὶ πατριάρχες στὸν Ἰσραήλ, σοφοὶ καὶ φιλόσοφοι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, φωτεινὰ μετέωρα. Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴ λάμψι τους, μπροστὰ στὸ Χριστὸ εἶνε μικρὰ φῶτα, λυχνάρια μπροστὰ στὸν ἥλιο. Δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν. Γιατὶ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν κατώρθωσε νὰ διώξῃ τὸ σκοτάδι, νὰ κάνῃ τοὺς ἀνθρώπους ν᾿ ἀρνηθοῦν τὰ εἴδωλα καὶ νὰ βροῦν τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ νοητὸς ἥλιος. Τὰ ἁπλᾶ λόγια του, ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ καταλάβῃ κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδὶ καὶ μιὰ ἀγράμματη γυναίκα, εἶνε γεμᾶτα φῶς. Κάθε ψηφίο τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἕνας ἥλιος πνευματικός. Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια τὰ πήραν οἱ ἀγράμματοι ψαρᾶδες καὶ τὰ σκόρπισαν σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ ὅσοι πίστεψαν σ᾿ αὐτὰ καὶ δέχτηκαν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, βγῆκαν ἀπὸ τὸ σκοτάδι, εἶδαν πνευματικὸ φῶς, καὶ εἶπαν· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστοῦμε. Ἀντιθέτως ἄλλοι, ἄνθρωποι ὑπερήφανοι ποὺ περιφρόνησαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας καὶ διάβασαν ἄλλα βιβλία, αὐτοὶ ἔζησαν μέσ᾿ στὸ σκοτάδι. Ἀπέτυχαν στὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς τους. Γιατὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ ἡ ζωὴ εἶνε αἴνιγμα ἄλυτο. Κάποιος ἀπ᾿ αὐτούς, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ποιητὰς τοῦ κόσμου, ὅταν πλησίασε ν᾿ ἀποθάνῃ, ζήτησε – τί; Φῶς. «Δῶστε μου φῶς· γύρω μου εἶνε σκοτάδια…». Δὲν εἶχε φῶς, γιατὶ δὲν εἶχε πιστέψει στὸ Χριστό. Καὶ εἶπε καὶ κάτι ἄλλο· «Ὕστερα ἀπὸ τόσα φῶτα», ἀπὸ τόσα βιβλία καὶ τόση γνῶσι δηλαδή, «ἐγὼ εἶμαι τυφλὸς πάλι ὅπως πρῶτα». Εἶνε γεγονὸς λοιπόν, ὅτι ὁ Χριστὸς σκορπίζει φῶς μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
–Μά, θὰ μοῦ πῆτε, γιατί ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὸν πιστεύουν; γιατί ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἀνοίγουν τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν πατοῦν στὴν Ἐκκλησία, τὸν μυκτηρίζουν, τὸν περιφρονοῦν, ἐμπαίζουν τὰ θεῖα καὶ τὰ ἱερά; γιατί ὑπάρχουν τόσοι βλάστημοι καὶ ἄπιστοι στὸν κόσμο; Ποιά εἶνε ἡ αἰτία;
Ἡ αἰτία εἶνε οἱ ἴδιοι. Αὐτοὶ μοιάζουν σὰν τὶς κουκουβάγιες, ποὺ δὲν εὐχαριστοῦνται στὸ φῶς. Ὅπως τὰ νυκτόβια πουλιὰ κρύβονται καὶ βγαίνουν ἔξω μόλις γίνῃ σκοτάδι, ἔτσι κι αὐτοὶ μισοῦν τὸ φῶς καὶ περιμένουν νὰ ζήσουν μέσ᾿ στὴ νύχτα. Μοιάζουν ἀκόμη σὰν κάποιους ποὺ βγαίνει ὁ ἥλιος κι αὐτοὶ κλείνουν τὰ παράθυρα, τὶς πόρτες, τοὺς φεγγῖτες, γιὰ νὰ κοιμοῦνται. Μεσουρανεῖ ὁ ἥλιος, κι αὐτοὶ θέλουν νὰ ζοῦν στὸ σκοτάδι. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· «Τὸ φῶς ἦρθε στὸν κόσμο, κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι μίσησαν τὸ φῶς, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶνε πονηρά», καὶ δὲν θέλουν νὰ ἔρθουν «στὸ φῶς, γιὰ νὰ μὴ ἐλεγχθοῦν τὰ ἔργα τους» (βλ. Ἰω. 3,19-21).
Νοητὸς ἥλιος ὁ Χριστός. Ἔτσι τὸν ὀνομάζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ποὺ λέει· Χριστέ, θά ᾿ρθῃς στὸν κόσμο σὰν ἕνα μεγάλο φῶς (Ἠσ. 9,2), καὶ «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου…, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 26,9). Εἶνε ἥλιος ὁ Χριστός.
Εἶνε γεγονὸς ὅτι στὴν ἱστορία παρουσιάστηκαν μεγάλα πνεύματα· προφῆτες καὶ πατριάρχες στὸν Ἰσραήλ, σοφοὶ καὶ φιλόσοφοι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, φωτεινὰ μετέωρα. Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴ λάμψι τους, μπροστὰ στὸ Χριστὸ εἶνε μικρὰ φῶτα, λυχνάρια μπροστὰ στὸν ἥλιο. Δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν. Γιατὶ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν κατώρθωσε νὰ διώξῃ τὸ σκοτάδι, νὰ κάνῃ τοὺς ἀνθρώπους ν᾿ ἀρνηθοῦν τὰ εἴδωλα καὶ νὰ βροῦν τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ νοητὸς ἥλιος. Τὰ ἁπλᾶ λόγια του, ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ καταλάβῃ κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδὶ καὶ μιὰ ἀγράμματη γυναίκα, εἶνε γεμᾶτα φῶς. Κάθε ψηφίο τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἕνας ἥλιος πνευματικός. Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια τὰ πήραν οἱ ἀγράμματοι ψαρᾶδες καὶ τὰ σκόρπισαν σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ ὅσοι πίστεψαν σ᾿ αὐτὰ καὶ δέχτηκαν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, βγῆκαν ἀπὸ τὸ σκοτάδι, εἶδαν πνευματικὸ φῶς, καὶ εἶπαν· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστοῦμε. Ἀντιθέτως ἄλλοι, ἄνθρωποι ὑπερήφανοι ποὺ περιφρόνησαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας καὶ διάβασαν ἄλλα βιβλία, αὐτοὶ ἔζησαν μέσ᾿ στὸ σκοτάδι. Ἀπέτυχαν στὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς τους. Γιατὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ ἡ ζωὴ εἶνε αἴνιγμα ἄλυτο. Κάποιος ἀπ᾿ αὐτούς, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ποιητὰς τοῦ κόσμου, ὅταν πλησίασε ν᾿ ἀποθάνῃ, ζήτησε – τί; Φῶς. «Δῶστε μου φῶς· γύρω μου εἶνε σκοτάδια…». Δὲν εἶχε φῶς, γιατὶ δὲν εἶχε πιστέψει στὸ Χριστό. Καὶ εἶπε καὶ κάτι ἄλλο· «Ὕστερα ἀπὸ τόσα φῶτα», ἀπὸ τόσα βιβλία καὶ τόση γνῶσι δηλαδή, «ἐγὼ εἶμαι τυφλὸς πάλι ὅπως πρῶτα». Εἶνε γεγονὸς λοιπόν, ὅτι ὁ Χριστὸς σκορπίζει φῶς μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
–Μά, θὰ μοῦ πῆτε, γιατί ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὸν πιστεύουν; γιατί ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἀνοίγουν τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν πατοῦν στὴν Ἐκκλησία, τὸν μυκτηρίζουν, τὸν περιφρονοῦν, ἐμπαίζουν τὰ θεῖα καὶ τὰ ἱερά; γιατί ὑπάρχουν τόσοι βλάστημοι καὶ ἄπιστοι στὸν κόσμο; Ποιά εἶνε ἡ αἰτία;
Ἡ αἰτία εἶνε οἱ ἴδιοι. Αὐτοὶ μοιάζουν σὰν τὶς κουκουβάγιες, ποὺ δὲν εὐχαριστοῦνται στὸ φῶς. Ὅπως τὰ νυκτόβια πουλιὰ κρύβονται καὶ βγαίνουν ἔξω μόλις γίνῃ σκοτάδι, ἔτσι κι αὐτοὶ μισοῦν τὸ φῶς καὶ περιμένουν νὰ ζήσουν μέσ᾿ στὴ νύχτα. Μοιάζουν ἀκόμη σὰν κάποιους ποὺ βγαίνει ὁ ἥλιος κι αὐτοὶ κλείνουν τὰ παράθυρα, τὶς πόρτες, τοὺς φεγγῖτες, γιὰ νὰ κοιμοῦνται. Μεσουρανεῖ ὁ ἥλιος, κι αὐτοὶ θέλουν νὰ ζοῦν στὸ σκοτάδι. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· «Τὸ φῶς ἦρθε στὸν κόσμο, κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι μίσησαν τὸ φῶς, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶνε πονηρά», καὶ δὲν θέλουν νὰ ἔρθουν «στὸ φῶς, γιὰ νὰ μὴ ἐλεγχθοῦν τὰ ἔργα τους» (βλ. Ἰω. 3,19-21).
* * *
Ἀγαπητοί μου! Οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι εἶχαν μιὰ παρόμοια εἰκόνα γιὰ τὸ θεό τους. Τὸν παρουσίαζαν σὰν ἕναν ἥλιο, ἀπ᾿ τὸν ὁποῖο ἔβγαιναν τρεῖς ἀκτῖνες· ἡ μία ἔπεφτε πάνω στὸν πάγο καὶ τὸν ἔκανε νὰ λειώνῃ, ἡ ἄλλη ἔπεφτε ἐπάνω στὸ βράχο καὶ τὸν ἔκανε κομμάτια, καὶ ἡ τρίτη ἔπεφτε πάνω σ᾿ ἕνα νεκρὸ καὶ τὸν σήκωνε ἀπὸ τὸν τάφο.
Αὐτό, ποὺ ἐκεῖνοι τὸ εἶχαν ὡς εἰκόνα καὶ σύμβολο, ἐδῶ στὴν Ἐκκλησία μας εἶνε πραγματικότης. Ἥλιος ὁ Χριστός, καὶ τὰ λόγια του ἀκτῖνες θαυματουργές. Ἕνας λόγος του πέφτει σὲ μιὰ καρδιὰ παγόβουνο, φανατισμένη καὶ ἀσυγκίνητη, καὶ τὴν κάνει θερμή, σὰν τὴν καρδιὰ τοῦ Παύλου. Ἄλλος λόγος του πέφτει σὲ μιὰ καρδιὰ σκληρὴ καὶ πωρωμένη σὰν τὸ γρανίτη, καὶ τὴν κάνει κομμάτια, καρδιὰ εὐγενική, σὰν τοῦ Ζακχαίου. Κ᾿ ἕνας ἄλλος λόγος του πέφτει πάνω σὲ πνευματικὰ νεκρούς, σὰν τὸν ἄσωτο υἱό, καὶ τοὺς ἀνασταίνει. Αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός μας.
Ἂς φωνάζουν, ἂς λυσσοῦν, ἂς ὑβρίζουν οἱ ἐχθροί του, ἂς λένε καὶ ἂς κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἕνα εἶνε γεγονός, ὁ λόγος του μένει ἀδιάψευστος· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ θὰ ὑπάρχῃ αἰωνίως.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πνευματικὸς ἥλιος. Καὶ τὸ συμπέρασμά μας; Ἐλᾶτε, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, μικροὶ – μεγάλοι, ἀγρότες – ἐπιστήμονες, ὅλος ὁ κόσμος, ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ποτάμια, γῆ, βουνά, ἄβυσσοι, «δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ», τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει τιμὴ καὶ δόξα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Αὐτό, ποὺ ἐκεῖνοι τὸ εἶχαν ὡς εἰκόνα καὶ σύμβολο, ἐδῶ στὴν Ἐκκλησία μας εἶνε πραγματικότης. Ἥλιος ὁ Χριστός, καὶ τὰ λόγια του ἀκτῖνες θαυματουργές. Ἕνας λόγος του πέφτει σὲ μιὰ καρδιὰ παγόβουνο, φανατισμένη καὶ ἀσυγκίνητη, καὶ τὴν κάνει θερμή, σὰν τὴν καρδιὰ τοῦ Παύλου. Ἄλλος λόγος του πέφτει σὲ μιὰ καρδιὰ σκληρὴ καὶ πωρωμένη σὰν τὸ γρανίτη, καὶ τὴν κάνει κομμάτια, καρδιὰ εὐγενική, σὰν τοῦ Ζακχαίου. Κ᾿ ἕνας ἄλλος λόγος του πέφτει πάνω σὲ πνευματικὰ νεκρούς, σὰν τὸν ἄσωτο υἱό, καὶ τοὺς ἀνασταίνει. Αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός μας.
Ἂς φωνάζουν, ἂς λυσσοῦν, ἂς ὑβρίζουν οἱ ἐχθροί του, ἂς λένε καὶ ἂς κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἕνα εἶνε γεγονός, ὁ λόγος του μένει ἀδιάψευστος· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ θὰ ὑπάρχῃ αἰωνίως.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πνευματικὸς ἥλιος. Καὶ τὸ συμπέρασμά μας; Ἐλᾶτε, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, μικροὶ – μεγάλοι, ἀγρότες – ἐπιστήμονες, ὅλος ὁ κόσμος, ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ποτάμια, γῆ, βουνά, ἄβυσσοι, «δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ», τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει τιμὴ καὶ δόξα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλίατου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Κεραμεικοῦ – Ἀθηνῶν τὴν Παρασκευὴ 17-3-1961 τὸ βράδυ.