ΜΕΓΑ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ
Ξυπνήστε από τον ύπνο!
ΤΑ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὡραίους ὕμνους, καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ψάλλεται τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Εἶνε ἕνα ἐγερτήριο. Μᾶς καλεῖ νὰ ξυπνήσουμε. Ἀπὸ ποιόν ὕπνο;
Ξυπνήστε από τον ύπνο!
ΤΑ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὡραίους ὕμνους, καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ψάλλεται τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Εἶνε ἕνα ἐγερτήριο. Μᾶς καλεῖ νὰ ξυπνήσουμε. Ἀπὸ ποιόν ὕπνο;
Ὑπάρχουν δύο ὕπνοι. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ γνωστὸς φυσικὸς ὕπνος.
Κανείς δὲν εἶνε ἀπηλλαγμένος ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη. Ἄυπνος εἶνε μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἄυπνοι μένουν οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι, ποὺ νύχτα – μέρα ἐποπτεύουν στὴ γῆ. Ἀκόμη καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε ἀνάγκη ὕπνου. Ὁ ὕπνος εἶνε ἀναγκαῖος καὶ ἀκατηγόρητος. Εἶνε δῶρο Θεοῦ. Τονώνει τὸν ὀργανισμό. Ἡ δὲ ἀϋπνία εἶνε μαρτύριο, τιμωρία, μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας. ―Δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ, σοῦ λέει ὁ ἄλλος, παίρνω χάπια… Φαινόμενο, ποὺ παρουσιάζεται μεταπολεμικῶς σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο! Γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου λέμε· Δός μας «ὕπνον ἐλαφρὸν» πρὸς «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς».
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος ὕπνος. Εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει πάλι τὸ ἀπόδειπνο· «Καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας». Φύλαξέ μας, λέει, μὴν πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ὕπνος αὐτὸς εἶνε ἡ τελεία ἀναισθησία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
Ὑπάρχουν ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ φυσικοῦ ὕπνου καὶ τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας.
Κανείς δὲν εἶνε ἀπηλλαγμένος ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη. Ἄυπνος εἶνε μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἄυπνοι μένουν οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι, ποὺ νύχτα – μέρα ἐποπτεύουν στὴ γῆ. Ἀκόμη καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε ἀνάγκη ὕπνου. Ὁ ὕπνος εἶνε ἀναγκαῖος καὶ ἀκατηγόρητος. Εἶνε δῶρο Θεοῦ. Τονώνει τὸν ὀργανισμό. Ἡ δὲ ἀϋπνία εἶνε μαρτύριο, τιμωρία, μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας. ―Δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ, σοῦ λέει ὁ ἄλλος, παίρνω χάπια… Φαινόμενο, ποὺ παρουσιάζεται μεταπολεμικῶς σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο! Γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου λέμε· Δός μας «ὕπνον ἐλαφρὸν» πρὸς «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς».
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος ὕπνος. Εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει πάλι τὸ ἀπόδειπνο· «Καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας». Φύλαξέ μας, λέει, μὴν πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ὕπνος αὐτὸς εἶνε ἡ τελεία ἀναισθησία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
Ὑπάρχουν ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ φυσικοῦ ὕπνου καὶ τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας.
* * *
- Παρατηρῆστε. Αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται δὲν ἔχει ασθησι τί γίνεται γύρω του. Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἂν συζητοῦν, ἂν τὸν σχολιάζουν… Μπορεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ μποῦν κλέφτες καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν τίποτα. Μπορεῖ νὰ πάρῃ φωτιά, νὰ λαμπαδιάσῃ τὸ σπίτι, κι αὐτὸς ζαλισμένος ἀπ᾿ τὸν καπνὸ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ξυπνήσῃ.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ἔχει ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ἀδιάφορος, ασθησι τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου. Ἀδιαφορεῖ, κοιμᾶται. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος κοιμᾶται, κάποιος ἄλλος, ὁ σατανᾶς, δὲν κοιμᾶται. Αὐτός, τότε, κάνει τὴν «κλοπή», ἁρπάζῃ τὰ πολύτιμα τῆς ψυχῆς μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ὅταν μὲν κινδυνεύῃ τὸ σῶμα, τὸ σκεπτόμεθα· ὅταν ὅμως κινδυνεύῃ ἡ ψυχή, κανείς δὲν τὸ ὑπολογίζει. Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασι τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας.
– Ἀκόμα, αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται βλέπει ὄνειρα. Τί ὄνειρα; Εἶνε πεινασμένος; βλέπει τραπέζι γεμᾶτο φαγητά. Εἶνε γυμνός; φαντάζεται ὅτι εἶνε ντυμένος μὲ πορφύρα βασιλική. Εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος; φαντάζεται ὅτι εἶνε βασιλιᾶς. Εἶνε στρατιώτης; νομίζει ὅτι εἶνε στρατηγός… Φαντασιώδη πράγματα. Κι ὅταν ξυπνάῃ, διαπιστώνει ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἀπατηλό.
Ὄνειρο, ἀδελφοί, εἶνε ἡ παροῦσα ζωή. Ὅσο διαρκεῖ ἕνα ὄνειρο, τόσο κι αὐτή. «…Πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας.
– Ὀνειρώδης κατάστασι ἡ ζωή. Καὶ ὁ κίνδυνος παραμονεύει. Ἕνας γέροντας, ποὺ ἔκανε στρατιώτης στὴ Μικρὰ Ἀσία, μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. ―Μιὰ νύχτα, κουρασμένος ἀπὸ τὴν πορεία, ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Τὸ πρωῒ ξυπνῶ καὶ τί νὰ δῶ· ποῦ κοιμόμουν, σὲ μέρος ἀσφαλές; Ἐκεῖ στὰ σκοτεινά, ἔπεσα καὶ κοιμόμουν στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου· κι ἀπὸ κάτω γκρεμός… Λίγο νὰ μετεκινεῖτο, θὰ ἔπεφτε στὸ χάος.
Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασί μας. Κοιμούμεθα στὴν ἄκρη βράχου. Λίγο νὰ γείρουμε, μιὰ μεταστροφὴ νὰ γίνῃ, πέσαμε στὴν ἄβυσσο, στὴν αἰωνία κόλασι.
Ποιός λοιπὸν θὰ αἰσθανθῇ τὴν δεινὴ αὐτὴ κατάστασι; Ποιός θὰ ξυπνήσῃ; Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ἔχει ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ἀδιάφορος, ασθησι τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου. Ἀδιαφορεῖ, κοιμᾶται. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος κοιμᾶται, κάποιος ἄλλος, ὁ σατανᾶς, δὲν κοιμᾶται. Αὐτός, τότε, κάνει τὴν «κλοπή», ἁρπάζῃ τὰ πολύτιμα τῆς ψυχῆς μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ὅταν μὲν κινδυνεύῃ τὸ σῶμα, τὸ σκεπτόμεθα· ὅταν ὅμως κινδυνεύῃ ἡ ψυχή, κανείς δὲν τὸ ὑπολογίζει. Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασι τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας.
– Ἀκόμα, αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται βλέπει ὄνειρα. Τί ὄνειρα; Εἶνε πεινασμένος; βλέπει τραπέζι γεμᾶτο φαγητά. Εἶνε γυμνός; φαντάζεται ὅτι εἶνε ντυμένος μὲ πορφύρα βασιλική. Εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος; φαντάζεται ὅτι εἶνε βασιλιᾶς. Εἶνε στρατιώτης; νομίζει ὅτι εἶνε στρατηγός… Φαντασιώδη πράγματα. Κι ὅταν ξυπνάῃ, διαπιστώνει ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἀπατηλό.
Ὄνειρο, ἀδελφοί, εἶνε ἡ παροῦσα ζωή. Ὅσο διαρκεῖ ἕνα ὄνειρο, τόσο κι αὐτή. «…Πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας.
– Ὀνειρώδης κατάστασι ἡ ζωή. Καὶ ὁ κίνδυνος παραμονεύει. Ἕνας γέροντας, ποὺ ἔκανε στρατιώτης στὴ Μικρὰ Ἀσία, μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. ―Μιὰ νύχτα, κουρασμένος ἀπὸ τὴν πορεία, ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Τὸ πρωῒ ξυπνῶ καὶ τί νὰ δῶ· ποῦ κοιμόμουν, σὲ μέρος ἀσφαλές; Ἐκεῖ στὰ σκοτεινά, ἔπεσα καὶ κοιμόμουν στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου· κι ἀπὸ κάτω γκρεμός… Λίγο νὰ μετεκινεῖτο, θὰ ἔπεφτε στὸ χάος.
Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασί μας. Κοιμούμεθα στὴν ἄκρη βράχου. Λίγο νὰ γείρουμε, μιὰ μεταστροφὴ νὰ γίνῃ, πέσαμε στὴν ἄβυσσο, στὴν αἰωνία κόλασι.
Ποιός λοιπὸν θὰ αἰσθανθῇ τὴν δεινὴ αὐτὴ κατάστασι; Ποιός θὰ ξυπνήσῃ; Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».
* * *
Πῶς ξυπνάει ὁ ἁμαρτωλός; Ὑπάρχουν τρόποι. Νὰ σᾶς πῶ ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα παραδείγματα πῶς ξυπνάει ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτωλό.
– Πρῶτον ὁ Πέτρος. Τί ἔκανε ὁ Πέτρος; Διέπραξε μεγάλη ἁμαρτία· ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ μὲ ὅρκο ἐνώπιον μιᾶς ὑπηρετρίας. Ἀλλ᾿ ἐνῷ παρακολουθοῦσε τὴ δίκη, ξαφνικὰ ξυπνάει ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ λάλημα τοῦ ἀλέκτορος. Τότε ἐξῆλθε «ἔξω καὶ ἔκλαυσε πικρῶς» (Λουκ. 22,61). Βλέπετε; Ἀκόμα καὶ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ μπορεῖ νὰ ξυπνήσῃ τὴ συνείδησι.
– Ἔπειτα ὁ Παῦλος. Ἁμαρτωλὸς ἦτο κι αὐτός, διώκτης. Ἔπιανε τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ἔρριχνε στὴ φυλακή. Ἤθελε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κοιμόταν κι αὐτὸς τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Καθὼς πήγαινε στὴ Δαμασκό, τὸν ἐτύφλωσε μιὰ ἀστραπὴ καὶ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Σαοὺλ Σαούλ, τί μὲ διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 9,5· 22,7· 26,14), εἶνε σκληρὸ νὰ δίνῃς κλωτσιὲς στὰ καρφιά. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ξύπνησε.
-Ἕνας ἄλλος, ἔνδοξος βασιλιᾶς αὐτός, ὁ Δαυΐδ, ἔπεσε σὲ μοιχεία (χώρισε ἀντρόγυνο), καὶ σκότωσε ἄνθρωπο. Καὶ ὅμως κοιμόταν ἀδιάφορος. Τέλος ξύπνησε. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν, ποὺ ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔρριξε τὸ κεραυνό του. Ἔτσι ὁ Δαυῒδ μετανόησε, ἔκλαψε, διωρθώθηκε.
– Ξύπνησε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ· ξύπνησε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· ξύπνησε ὁ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ κήρυγμα. Ξύπνησε καὶ κάποιος ἄλλος, μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Πῶς ξύπνησε; Μιὰ μέρα ἄκουσε φωνή· «Πάρε καὶ διάβασε». Ἀνοίγει τὴ Γραφὴ στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴ καὶ βρίσκει τὸ χωρίο «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός…» (Ῥωμ. 13,12). Μετανόησε, ἐγκατέλειψε τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Φτάνει καὶ ἕνα χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς νὰ ξυπνήσῃ τὸν ἁμαρτωλό.
Ξυπνοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ μύρια μέσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ὅταν δὲν ξυπνᾶμε οὔτε μὲ τὰ πουλιά, οὔτε μὲ τὶς ἀστραπές, οὔτε μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα, οὔτε μὲ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ ξυπνήσουμε, ἀδελφοί μου, κατ᾿ ἄλλο τρόπο. Στὸ νοσοκομεῖο, ὅταν κάνῃ κάποιος ἐγχείρησι καὶ μετὰ δὲν ξυπνάῃ, τοῦ δίνουν μπάτσους· γιατὶ ἂν κοιμηθῇ περισσότερο, θὰ πεθάνῃ. Ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας· ἀφοῦ χρησιμοποιήσῃ τὰ ἤπια μέσα, μετὰ πλέον χρησιμοποιεῖ ῥάβδο. Τί εἶνε π.χ. οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις γενικῶς; Ὦ Θεέ μου, πόσο μᾶς εὐεργετεῖς ἐμᾶς τοὺς ὑπερήφανους ἀνθρώπους μὲ τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων! «Ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἠσ. 26,16).
– Πρῶτον ὁ Πέτρος. Τί ἔκανε ὁ Πέτρος; Διέπραξε μεγάλη ἁμαρτία· ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ μὲ ὅρκο ἐνώπιον μιᾶς ὑπηρετρίας. Ἀλλ᾿ ἐνῷ παρακολουθοῦσε τὴ δίκη, ξαφνικὰ ξυπνάει ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ λάλημα τοῦ ἀλέκτορος. Τότε ἐξῆλθε «ἔξω καὶ ἔκλαυσε πικρῶς» (Λουκ. 22,61). Βλέπετε; Ἀκόμα καὶ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ μπορεῖ νὰ ξυπνήσῃ τὴ συνείδησι.
– Ἔπειτα ὁ Παῦλος. Ἁμαρτωλὸς ἦτο κι αὐτός, διώκτης. Ἔπιανε τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ἔρριχνε στὴ φυλακή. Ἤθελε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κοιμόταν κι αὐτὸς τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Καθὼς πήγαινε στὴ Δαμασκό, τὸν ἐτύφλωσε μιὰ ἀστραπὴ καὶ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Σαοὺλ Σαούλ, τί μὲ διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 9,5· 22,7· 26,14), εἶνε σκληρὸ νὰ δίνῃς κλωτσιὲς στὰ καρφιά. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ξύπνησε.
-Ἕνας ἄλλος, ἔνδοξος βασιλιᾶς αὐτός, ὁ Δαυΐδ, ἔπεσε σὲ μοιχεία (χώρισε ἀντρόγυνο), καὶ σκότωσε ἄνθρωπο. Καὶ ὅμως κοιμόταν ἀδιάφορος. Τέλος ξύπνησε. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν, ποὺ ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔρριξε τὸ κεραυνό του. Ἔτσι ὁ Δαυῒδ μετανόησε, ἔκλαψε, διωρθώθηκε.
– Ξύπνησε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ· ξύπνησε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· ξύπνησε ὁ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ κήρυγμα. Ξύπνησε καὶ κάποιος ἄλλος, μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Πῶς ξύπνησε; Μιὰ μέρα ἄκουσε φωνή· «Πάρε καὶ διάβασε». Ἀνοίγει τὴ Γραφὴ στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴ καὶ βρίσκει τὸ χωρίο «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός…» (Ῥωμ. 13,12). Μετανόησε, ἐγκατέλειψε τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Φτάνει καὶ ἕνα χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς νὰ ξυπνήσῃ τὸν ἁμαρτωλό.
Ξυπνοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ μύρια μέσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ὅταν δὲν ξυπνᾶμε οὔτε μὲ τὰ πουλιά, οὔτε μὲ τὶς ἀστραπές, οὔτε μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα, οὔτε μὲ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ ξυπνήσουμε, ἀδελφοί μου, κατ᾿ ἄλλο τρόπο. Στὸ νοσοκομεῖο, ὅταν κάνῃ κάποιος ἐγχείρησι καὶ μετὰ δὲν ξυπνάῃ, τοῦ δίνουν μπάτσους· γιατὶ ἂν κοιμηθῇ περισσότερο, θὰ πεθάνῃ. Ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας· ἀφοῦ χρησιμοποιήσῃ τὰ ἤπια μέσα, μετὰ πλέον χρησιμοποιεῖ ῥάβδο. Τί εἶνε π.χ. οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις γενικῶς; Ὦ Θεέ μου, πόσο μᾶς εὐεργετεῖς ἐμᾶς τοὺς ὑπερήφανους ἀνθρώπους μὲ τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων! «Ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἠσ. 26,16).
* * *
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἁμαρτωλοὶ ἀμετανόητοι, ποὺ δὲν ἔχουν πλησιάσει τὸ ἱερὸ ἐξομολογητήριο. Ὑπάρχουν ἄντρες ἄπιστοι, ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ χώρισαν τὴ γυναῖκα τους καὶ ζοῦν παρανόμως, ὑπάρχουν νέοι μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό… Προσπαθῆστε κ᾿ ἐσεῖς μὲ προτροπὲς καὶ δάκρυα νὰ τοὺς ξυπνήσετε.
Ξύπνα, κόσμε. Ξυπνᾶτε, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ξυπνᾶτε, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Αὐγουστῖνε, διότι τὸ τέλος σου ἐγγίζει – ποιός ξέρει ἂν τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ τελευταῖο τῆς ζωῆς μου; Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Ἑλλάς, ποὺ κοιμᾶσαι ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ ἑτοιμάζονται. Κλεῖσε τὰ κέντρα τῆς ἁμαρτίας, τὰ χαρτοπαίγνια, τὰ διαφθορεῖα. Εὑρισκόμεθα σὲ παραμονὲς φοβερῶν ἐξελίξεων. Τὸ «Ψυχή μου ψυχή μου…» μποροῦμε νὰ τὸ ἀλλάξουμε «Ἑλλάς μου Ἑλλάς μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…».
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ συνεχίζουν νὰ κοιμῶνται. Τί νὰ πῶ γι᾿ αὐτούς; Ὑπάρχει στὴ φύσι ὁ ὕπνος ποὺ ξυπνᾷς· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ ὕπνος ποὺ δὲν ξυπνᾷς. Εἶνε μιὰ φοβερὰ ἀσθένεια. Τὴν προκαλεῖ ἕνα ἔντομο, ἡ μῦγα τσετσέ – ἔτσι λέγεται. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ· ἅμα σὲ τσιμπήσῃ, σὲ πιάνει ὕπνος θανατηφόρος, μέχρι ποὺ πεθαίνεις πλέον. Ἀνατριχιάζετε ποὺ τ᾿ ἀκοῦτε; Ν᾿ ἀνατριχιάζετε ὅμως περισσότερο γιὰ τὸν θανατηφόρο ὕπνο ποὺ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸν λέει ὁ προφήτης· Κύριε, «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον…» (Ψαλμ. 12,4).
Εὔχομαι, μὲ τὸ κήρυγμα αὐτὸ κάποια ψυχὴ νὰ ξυπνήσῃ, νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Καὶ ἐλπίζω, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν καρδιά σας καὶ ἡ τεσσαρακοστὴ αὐτὴ νὰ εἶνε τεσσαρακοστὴ ἀφυπνίσεως, μετανοίας, ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ δοξάζωμε ὅλοι Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμήν.
Ξύπνα, κόσμε. Ξυπνᾶτε, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ξυπνᾶτε, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Αὐγουστῖνε, διότι τὸ τέλος σου ἐγγίζει – ποιός ξέρει ἂν τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ τελευταῖο τῆς ζωῆς μου; Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Ἑλλάς, ποὺ κοιμᾶσαι ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ ἑτοιμάζονται. Κλεῖσε τὰ κέντρα τῆς ἁμαρτίας, τὰ χαρτοπαίγνια, τὰ διαφθορεῖα. Εὑρισκόμεθα σὲ παραμονὲς φοβερῶν ἐξελίξεων. Τὸ «Ψυχή μου ψυχή μου…» μποροῦμε νὰ τὸ ἀλλάξουμε «Ἑλλάς μου Ἑλλάς μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…».
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ συνεχίζουν νὰ κοιμῶνται. Τί νὰ πῶ γι᾿ αὐτούς; Ὑπάρχει στὴ φύσι ὁ ὕπνος ποὺ ξυπνᾷς· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ ὕπνος ποὺ δὲν ξυπνᾷς. Εἶνε μιὰ φοβερὰ ἀσθένεια. Τὴν προκαλεῖ ἕνα ἔντομο, ἡ μῦγα τσετσέ – ἔτσι λέγεται. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ· ἅμα σὲ τσιμπήσῃ, σὲ πιάνει ὕπνος θανατηφόρος, μέχρι ποὺ πεθαίνεις πλέον. Ἀνατριχιάζετε ποὺ τ᾿ ἀκοῦτε; Ν᾿ ἀνατριχιάζετε ὅμως περισσότερο γιὰ τὸν θανατηφόρο ὕπνο ποὺ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸν λέει ὁ προφήτης· Κύριε, «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον…» (Ψαλμ. 12,4).
Εὔχομαι, μὲ τὸ κήρυγμα αὐτὸ κάποια ψυχὴ νὰ ξυπνήσῃ, νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Καὶ ἐλπίζω, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν καρδιά σας καὶ ἡ τεσσαρακοστὴ αὐτὴ νὰ εἶνε τεσσαρακοστὴ ἀφυπνίσεως, μετανοίας, ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ δοξάζωμε ὅλοι Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στην Πτολεμαϊδα στις 23-3-1975
Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στην Πτολεμαϊδα στις 23-3-1975