Μία σκηνὴ φρίκης καὶ πένθους, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ κάθε δευτερόλεπτο σκηνοθετεῖ παντοῦ ὁ θάνατος, περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Ἕνας νέος, «υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (Λουκ. 7,12), ὑπέκυψε.Τὸ μειδίαμα πάγωσε, τὰ μάτια ἔσβησαν, τὰ χείλη σφράγισαν. Τὸ ἄνθος, πρὶν ἀκόμη δώσῃ καρπό, ἔπεσε.
Ὦ θάνατε, πόσο σκληρὸς εἶσαι! Ὅλη ἡ μικρὴ πόλις τῆς Ναῒν συγκινήθηκε. Καὶ τὴν ὥρα τῆς κηδείας «ὄχλος πολὺς» συγκεντρώθηκε. Βαδίζουν ἀργὰ πρὸς τὸ νεκροταφεῖο, ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλι. Θρῆνοι ἀκούγονται.
Δυστυχισμένη χήρα μάνα κλαίει ἀπαρηγόρητη. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ νεκρικὴ πομπὴ βγαίνει πρὸς τὰ μνήματα, κάποιος «Ξένος» πλησιάζει. Ποιός εἶνε; Ἀπευθύνεται στὴ μάνα καὶ τῆς λέει· «Μὴ κλαῖε» (εἀ. 7,13) . Μὰ πῶς νὰ μὴν κλαίῃ, Ξένε; Πρὸ ἐτῶν, νέα ἀκόμη, βάδισε τὸν ἴδιο δρόμο συνοδεύοντας στὸν τάφο τὸ σύζυγο, καὶ τώρα πηγαίνει πάλι ἐκεῖ, νὰ θάψῃ δίπλα στὸ σύζυγο τὸ μονογενῆ της γυιό· καὶ μετὰ νὰ γυρίσῃ σπίτι μόνη - ἔρημη. Κλαίει, Ξένε, κι ἀντιλαλοῦν τὰ βουνὰ ἀπ᾽ τὸν πόνο της· τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύει κάθε μάνα ποὺ ὁ θάνατος τῆς ἅρπαξε ἕνα παιδί.
Ἀλλ᾿, ὦ μάνα τῆς Ναΐν· αὐτὸς ὁ Ξένος δὲν εἶνε ἕνας κοινὸς θνητὸς ποὺ λέει μόνο παρηγορητικὰ λόγια. Ἔχει προέλευσι θεϊκή, ἀνέκφραστη· «τὴν γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται;» (Ησ. 53,8). Εἶνε παντοδύναμος. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασί του κρύβεται ἡ Θεότης. Ἐξουσιάζει τὸ σύμπαν, κρατάει τὰ κλειδιὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Μία κίνησί του μπορεῖ νὰ ξαναφέρῃ ἀπ᾽ τὸν ᾅδη τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ, νὰ τῆς πῇ·Γύρισε πάλι σὲ τοῦτο τὸ σῶμα ποὺ πρὶν λίγο τ᾽ ἄφησες νεκρό! Καὶ νά, ἡ διαταγὴ ἐκδίδεται.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς –αὐτὸς εἶνε ὁ Ξένος– ἀγγίζει τὸ σκήνωμα καὶ λέει· «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». «Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ»(ἔ.ἀ. 7,15).
«Μὴ κλαῖε»! Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἐξακολουθεῖ ν᾿ ἀπευθύνεται σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ πενθεῖ κάποιον ἀγαπητό. «Μὴ κλαῖε» χήρα γιὰ τὸ σύζυγό σου, ὀρφανὸ γιὰ τὸν πατέρα σου, μανάδες γιὰ τὰ παιδιά σας. Μὴν κλαῖτε, οἱ νεκροὶ θ᾿ ἀναστηθοῦν!
Ναί, οἱ νεκροὶ θ᾿ ἀναστηθοῦν! Νὰ εἶσαι βέβαιος γι᾽ αὐτό, ἀγαπητέ. Τὸ φωνάζουν μάρτυρες πολλοί. Τὸ κηρύττει ἡ φύσις ποὺ μᾶς περιβάλλει. Παρατηρῆστε. Νεκρὴ δὲν παρουσιάζεται τὸ χειμῶνα; Γυμνὰ τὰ χωράφια, σαβανωμένα μὲ τὸ χιόνι· ξερὰ τὰ δέντρα, χωρὶς οὔτ᾽ ἕνα φύλλο· βουβὰ τὰ πουλιά· παγωμένες οἱ λίμνες καὶ τὰ ποτάμια, ἐρημιὰ στὰ δάση, εἰκόνα θανάτου.
Κι ὅμως ἐμεῖς κάθε ἄνοιξι δὲν βλέπουμε τὴν ἀνάστασι τῆς φύσεως; Δὲς τὸ σπόρο · καθὼς θάβεται στὴ γῆ καὶ σαπίζει, γιὰ νὰ βλαστήσῃ μετά, γίνεται ἕνας ἄφωνος κήρυκας τοῦ μυστηρίου τῆς ἀναστάσεως. Ρωτᾷς πῶς θ᾽ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί; Ἐκεῖνος ποὺ διατάζει τοὺς σπόρους νὰ βλαστήσουν, ἐκεῖνος θὰ διατάξῃ καὶ τὰ νεκρά μας σώματα νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τοὺς τάφους.
Ὅταν ἕνας ξένος φυσιοδίφης, ὁ Μπυφφόν, πλησίαζε νὰ πεθάνῃ κ᾽ οἱ δικοί του θρηνοῦσαν, τοὺς εἶπε νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ κῆπο. Ἦταν χειμώνας κι ὅλα νεκρά. «Νά ὁ θάνατος», τοὺς λέει·«ἀλλὰ ποιός ἀμφιβάλλει ὅτι τὰ δέντρα θὰ ξανανθίσουν; Καὶ γιὰ μένα ποὺ πεθαίνω μὴν ἀμφιβάλλετε ὅτι τὸ σῶμα μου θ᾿ ἀναστηθῇ ὡραιότερο. Μιὰ ἄνοιξι τοῦ Θεοῦ μᾶς περιμένει…».
Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ τὴ φύσι ἂς προσέξουμε τὴ μαρτυρία τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προφητεύει.
Ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ εἶδε ὅραμα (κεφ. 37ο).
Ὁ Κύριος τὸν μεταφέρει σὲ μιὰ πεδιάδα γεμάτη ἀνθρώπινα ὀστᾶ. Κ᾽ ἐνῷ ὁ προφήτης τὰ βλέπει περίλυπος, φωνὴ Κυρίου τὸν ἐρωτᾷ· «Υἱὲ ἀνθρώπου, τὰ ὀστᾶ αὐτὰ μποροῦν νὰ ξαναζήσουν;».
«Σὺ γνωρίζεις, Κύριε», ἀπαντᾷ ὁ προφήτης.
Ὁ Κύριος τὸν διατάζει νὰ κηρύξῃ στὰ ὀστᾶ, κι αὐτὸς κάνει τὸ περίεργο κήρυγμα.
«Τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά» , λέει, «ἀκούσατε λόγον Κυρίου…» (Ἰεζ. 37,4) .
Καὶ νά, γίνεται σεισμός, τὰ ἀναρίθμητα ἐκεῖνα σκορπισμένα ὀστᾶ τρίζουν, τρέχουν τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, συναρμολογοῦνται σὲ σκελετούς, φυτρώνουν πάνω τους σάρκες καὶ νεῦρα καὶ καλύπτονται μὲ δέρμα.
Τώρα ὅλη ἡ πεδιάδα γέμισε ἀπὸ σώματα, ἀλλὰ πτώματα, δίχως πνεῦμα.
Κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ὁ προφήτης κηρύττει πάλι, καὶ τότε ἔρχεται πνεῦμα, τὰ πτώματα ζωντανεύουν, κινοῦνται, σηκώνονται καὶ παρατάσσονται ὄρθια, σχηματίζουν στρατιές.
Τὸ θαυμάσιο αὐτὸ ὅραμα μᾶς δίνει μιὰ εἰκόνα τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
«Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» , εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου,ἡ μαρτυρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἠσ. 26,19).
Καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη τὸ βεβαιώνει.
Ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε·«Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται… Μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσον ται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ιω. 5,25-29).
Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος κήρυξε τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν ἀπὸ τὸ βῆμα τοῦ Ἀρείου πάγου, ἐνῷ οἱ ὑλισταὶ ἐπικούρειοι τὸν εἰρωνεύονταν (βλ. Πράξ. 17,16-34).
Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν στάθηκε ἱκανὸ ν᾽ ἀνακόψῃ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, ποὺ θεμελιῶδες ἄρθρο του ἦταν ἡ ἀλήθεια ποὺ μπῆκε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» (ἄρθρ. 11).
Καὶ ὄχι μόνο ἡ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ θαύματα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀνάστασι.
Οἱ τρεῖς νεκροὶ ποὺ ἀνέστησε ὁ Κύριος (ὁ υἱὸς τῆς χήρας, ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὁ τεταρταῖος Λάζαρος), οἱ ἄλλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναστήθηκαν τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ «καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» (Ματθ. 27,53), ἡ Ταβιθὰ καὶ ὁ Εὔτυχος ποὺ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀνέστησαν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος, ὅλοι αὐτοὶ εἶνε οἱ προάγγελοι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα δημιουργεῖ τὴν πεποίθησι ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖ στηρίζονται ὅλες οἱ προσδοκίες τοῦ Χριστιανοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει θριαμβευτικά·«Νυνὶ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α΄ Κορ. 15,20).
Οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων ἔθαβαν τοὺς νεκρούς, ἀγαπητοί μου, μὲ πίστι στὴν ἀνάστασι· ὁ θάνατος λεγόταν ὕπνος, τὰ νεκροταφεῖα κοιμητήρια · στὶς ἐπιγραφὲς τῶν τάφων δὲν ἔγραφαν «πέθανε» ἀλλὰ «κοιμήθηκε», καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου ἐθεωρεῖτο γέννησι σὲ νέο κόσμο.
Ὅταν μαρτύρησε ὁ ἅγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, οἱ Χριστιανοὶ συνέλεξαν τὰ ὀστᾶ του «τὰ τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν» (Πολυκ. μαρτ.XVIII), κι ἀπὸ τότε ἑώρταζαν κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του ὡς ἡμέρα γενεθλίων. Θάνατος = τοκετός, νέα γέννησις .
Ὤ μακαρία ἐποχή! Σήμερα τὸ πιστεύουμε αὐτό;
Ἡ ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως δὲ λάμπει στὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν ὅπως τότε. Ἡ ὑλιστικὴ ἀντίληψι κλόνισε τὴν πίστι, σκόρπισε ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτὸ σὲ θανάτους συγγενῶν δὲν τρέχει τὸ παρήγορο δάκρυ τοῦ πιστοῦ, ἀλλ᾽ ἀκούγονται οἱ κοπετοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Κλείνονται στὸ σπίτι σὰν σὲ τάφο, ἀπ᾽ τὸν ἕνα τάφο πᾶνε στὸν ἄλλο.
Ἔτσι κάνουν ὅσοι ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὸ Χριστὸ ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25). Τί στάσι τηρεῖ ὁ πιστὸς μπρὸς στὸ θάνατο; Διαφέρει κ᾽ ἐδῶ ἀπὸ τὸν ἄπιστο.
Ὁ ἄπιστος κλαίει γιὰ ὁριστικὴ ἐξαφάνισι τοῦ νεκροῦ, ὅπως νομίζει, ὁ πιστὸς κλαίει γιὰ ἕνα προσωρινὸ ἀποχωρισμό. Τὸν ἀποχαιρετᾷ, ὅπως ἂν πήγαινε ταξίδι. Ἐνῷ τοῦ δίνει τὸν τελευταῖο ἀσπασμό, εὔχεται μυστικά· «Ἀγαπητέ μου πατέρα, μητέρα, ἀδελφέ, σύζυγε, παιδί, καλὴ συνάντησι στοὺς οὐρανούς!».
Καὶ μὲ τὴν πίστι, ποὺ κάνει τὸ μέλλον παρόν, ἀκούει ἀπὸ τώρα τὸ ἀρχαγγελικὸ πρόσταγμα «Νεκροί, ἀναστηθῆτε!», ποὺ θ᾽ ἀκουστῇ τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Τότε, μέσα στὶς μυριάδες ἐκείνων ποὺ θ᾽ ἀναστηθοῦν, θὰ δῇ τὸν ἄνθρωπό του ἀπείρως ὡραιότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἐδῶ.
Πόσο διαφέρει ὁ κόκκος τοῦ σίτου ἀπὸ τὸ στάχυ! ἀσυγκρίτως περισσότερο θὰ διαφέρουν τὰ σώματα τῆς ἀναστάσεως ἀπ᾽ αὐτὰ ἐδῶ. Θὰ εἶνε λεπτά, ἐλαφρά, φωτεινά, σὰν τὸ σῶμα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.
Ἔτσι ἀντικρύζει τὸ θάνατο τῶν δικῶν του ὁ πιστός. Ὅσο γιὰ τὸν ἑαυτό του, πιστεύει στὴ Γραφὴ καὶ μένει σὲ ἐγρήγορσι καὶ ἐπιφυλακὴ περιμένοντας τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος «ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Δὲν κάνει σὰν τὶς μωρὲς παρθένες, νὰ βρεθῇ ἀνέτοιμος στὴ φωνὴ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται» (ἐξαποστ. Μ. Ἑβδ.).
Στολίζει τὸν ἑαυτό του κάθε μέρα μὲ ἔργα ἀρετῆς. Γι᾿ αὐτὸ βλέπει τὸ θάνατο ὄχι σὰν δήμιο ἀλλὰ σὰν ἄγγελο ποὺ θὰ τὸν μεταφέρῃ στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων.
Ἐκεῖ θὰ προγεύεται τὴ μακαριότητα, κατὰ τὸ λόγο «Μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνῄσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι» (Απ. 14,13) , ἕως ὅτου τὴν ἡμέρα κείνη ψυχὴ καὶ σῶμα θὰ ξανασυναντηθοῦν ὑπὸ νέες ἀνέκφραστες συνθῆκες, γιὰ ν᾿ἀπολαύσῃ ἔτσι πλήρη τὸ μισθὸ γιὰ ὅσα ἔπραξε τώρα ἐδῶ στὴ γῆ ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος