Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. 17,14-23)
«Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη!»
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν;…» (Ματθ. 17,17) (κλικ εδώ και εδώ)
ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ
κάποιος τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως πῇ· Τί ἱεροκήρυκας εἶσαι σύ; πῶς μιλᾷς
ἔτσι; τί θὰ πῇ «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»…; Ἡσυχάστε, ἀγαπητοί
μου. Δὲν τὰ λέω ἐγὼ αὐτά. Τὰ λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Δὲν τ᾽
ἀκούσατε; Τὰ ἐπαναλαμβάνω· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…». Ὁ
Χριστὸς τὰ λέει αὐτά. Μὰ γιατί ὁμιλεῖ τόσο σκληρά; Ἐμεῖς, θὰ πῆτε,
ξέρουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε πρᾶος, ὁμιλεῖ γλυκά· πῶς αὐτὴ τὴ φορὰ τὰ
λόγια του εἶνε βροντὴ καὶ ἀστραπὴ καὶ κεραυνός;… Μὴ ταράζεσθε. Ὁ ἴδιος ὁ
Χριστὸς εἶνε. Κι ὅταν λέῃ τὰ γλυκά του λόγια, ποὺ γλυκύτερα δὲν
ἀκούστηκαν στὸν κόσμο, κι ὅταν ἐλέγχῃ, καὶ πάλι ὁ ἴδιος εἶνε. Διότι ὁ
Χριστὸς εἶνε πατέρας. Τί κάνει ὁ πατέρας ποὺ ἀγαπάει τὸ παιδί του; Τὸ
συμβουλεύει μιά, τὸ συμβουλεύει δυὸ φορές· ἀλλ’ ὅταν βλέπῃ ὅτι τὸ παιδὶ
δὲν ἀκούει, τότε ὑψώνει τὴ φωνή, τὸ μαλώνει καὶ τὸ τιμωρεῖ. Καὶ πρέπει
νὰ τὸ τιμωρήσῃ. Διότι ὅποιος δὲν ἐλέγχει καὶ δὲν τιμωρεῖ τὸ παιδί του,
λέει ἡ Γραφή, δὲν τὸ ἀγαπᾷ (βλ. Παρ. 13,24). Χρειάζεται ἐπιείκεια, ἀλλὰ
σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις χρειάζεται καὶ αὐστηρότης. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ
ὁ γιατρός· ὅταν δῇ ὅτι ἡ ἀσθένεια προχώρησε, χρησιμοποιεῖ μαχαίρι! Ἔτσι
καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἰατρός, χρησιμοποιεῖ ὀξεῖα
γλῶσσα. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαφθαρῇ ψυχικῶς, τότε χρειάζεται
ἔλεγχος. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐδῶ ἐλέγχει καὶ λέει «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ
διεστραμμένη!…».
* * *
Ἂς ἐξετάσουμε, ἀγαπητοί μου, σὲ ποιούς τὰ λέει τὰ λόγια αὐτά;
Τὰ λέει πρῶτα – πρῶτα γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Τί ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι; Ὁ
περιούσιος λαὸς τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνας λαὸς ποὺ
ἰδιαιτέρως ἀγάπησε ὁ Θεός, αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰουδαϊκός. Τὸ πᾶν ἔκανε γι’
αὐτόν. Ἦταν σκλάβοι τετρακόσα χρόνια κάτω ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν φαραώ·
ποιός τοὺς ἐλευθέρωσε; Ὁ Θεός. Πῶς τοὺς ἐλευθέρωσε; Διὰ μέσου τοῦ
Μωυσέως. Πείνασαν μέσα στὴν ἔρημο· ποιός τοὺς ἔθρεψε; Ὁ Θεός· τοὺς
ἔστειλε τροφὴ γλυκύτατη, τὸ μάννα. Δίψασαν στὴν ἐρημιά· ποιός τοὺς
ἐπότισε; Ὁ Θεὸς πάλι· διέταξε τὸ Μωυσῆ νὰ χτυπήσῃ μὲ τὸ ῥαβδί του, καὶ
μέσα ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο βγῆκε ποτάμι, Ἁλιάκμων ὁλόκληρος, ποὺ τοὺς
δρόσισε. Ποιός τοὺς φώτιζε τὴ νύχτα μέσ᾽ στὸ σκοτάδι; Ὁ Θεός. Ποιός
τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὰ φίδια τὰ φαρμακερά; Ὁ Θεός. Ὅλα ὁ Θεὸς τὰ ἔκανε. Ἐν
τούτοις αὐτοὶ στάθηκαν ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι. Πρὸ παντὸς ὅμως
ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι φάνηκαν ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κατέβηκε στὸν κόσμο
κ’ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ περπάτησε πάνω στὴ γῆ, κ’ ἔκανε θαύματα,
ἀναρίθμητα θαύματα, καὶ δίδαξε τὴν ὑπέροχη διδασκαλία του, καὶ
θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους (ἔκανε τυφλοὺς ν’ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους,
κουφοὺς νὰ ἀκούσουν, παραλύτους νὰ θεραπευθοῦν), ἀκόμη καὶ νεκροὺς
ἀνέστησε. Τότε οἱ Ἑβραῖοι τί ἔκαναν; Μίσησαν τὸ Χριστό, τὸν
βλαστήμησαν, τὸν κατεδίωξαν, τὸν σταύρωσαν.
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…». Γι᾽ αὐτοὺς τὰ εἶπε. Ἀλλὰ τὰ λόγια
αὐτά, ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ γενεὰ ἐκείνη τῶν Ἰουδαίων, ἰσχύουν καὶ
γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Ἰσχύουν καὶ γιὰ μᾶς, διότι ὕστερα ἀπὸ τοὺς
Ἰουδαίους τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος ἔγινε κατὰ κάποιο τρόπο ὁ δεύτερος
περιούσιος λαὸς καὶ εὐεργετήθηκε ἐξαιρετικὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Σκλαβωμένοι
ἤμεθα κ’ ἐμεῖς τετρακόσα χρόνια στοὺς Τούρκους. Ποιός μᾶς ἐλευθέρωσε;
Ὁ Χριστὸς ἐνέπνευσε ἀνδρεία καὶ θάρρος στὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος. Μᾶς ἔσωσε
ὁ Θεὸς ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους. Ἂν ὑπάρχῃ σήμερα Ἑλληνικὸ κράτος καὶ δὲν
ἔχουμε σβήσει ἀπὸ τὸ γεωγραφικὸ χάρτη τοῦ κόσμου, ὁ Θεὸς τὸ ἔκανε αὐτὸ
τὸ θαῦμα. Οἱ ἐχθροί μας (λόγου χάριν οἱ Γερμανοὶ τὸν καιρὸ τῆς
κατοχῆς) ἔλεγαν· Ἂν μπορούσαμε, καὶ τὸν ἀέρα ἀκόμα θὰ ἀφαιρούσαμε, νὰ
πεθάνουν ἀπὸ ἀσφυξία οἱ Ἕλληνες, νὰ μὴν ὑπάρχουν πάνω στὴ γῆ… Ὁ Κύριος
μᾶς ἔσωσε. Μᾶς ἔσωσε μὲ θαύματα, πολλὰ θαύματα.
Τί ἔπρεπε τώρα νὰ κάνουμε ἐμεῖς; Μέσα στὴν πατρίδα μας δὲν ἔπρεπε νὰ
ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ἄπιστος. Ὕστερα ἀπὸ τόση διδασκαλία ποὺ ἀκούσαμε,
ὕστερα τόσα θαύματα ποὺ εἴδαμε, ὕστερα ἀπὸ τόσα χειροπιαστὰ γεγονότα ποὺ
ζήσαμε, ἔπρεπε στὴν Ἑλλάδα νὰ μὴ βρίσκεται οὔτε ἕνας ἄθεος. Καὶ ὅμως
δὲν ἔμεινε πιὰ οὔτε ἕνα χωριὸ καθαρὸ ἀπὸ τὰ ζιζάνια τῆς ἀπιστίας.
Ὡρισμένοι μᾶς τὸ λένε ἀπεριφράστως· Ἄστε τα αὐτά, παπᾶδες καὶ
δεσποτάδες· αὐτὰ εἶνε παραμύθια τῆς Χαλιμᾶς… Στὰ σχολεῖα μας διδάσκαλοι
καὶ καθηγηταὶ δὲν πιστεύουν, καὶ πολλοὶ ἄλλοι θεωρούμενοι μεγάλοι στὴν
κοινωνία δὲν πιστεύουν. Ἀπιστία μεγάλη παρατηρεῖται σὲ μία κατ’ ἐξοχὴν
ὀρθόδοξη χριστιανικὴ χώρα, ποὺ τὰ παιδιά της εἶνε ἀπόγονοι εὐλαβῶν καὶ
ἁγίων προγόνων. Ἐκεῖνοι ἄκουγαν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὸν Πόντο καὶ στὴ
Μικρὰ Ἀσία καὶ κλαίγανε. Πῶς μετεβλήθησαν, πῶς ἄλλαξαν τὰ παιδιὰ αὐτά;
πῶς ἔγιναν ἔτσι, θηρία ἄγρια, καὶ δὲν πιστεύουν πλέον τίποτα καὶ
ξερρίζωσαν μέσα ἀπ’ τὶς καρδιές τους κάθε αἴσθημα ἀγάπης πρὸς τὸ Θεό; Τί
συμβαίνει καὶ κατήντησαν ἄπιστοι;…
Καὶ σ’ ἐμᾶς λοιπόν, στὴ σημερινὴ γενεά, ἁρμόζει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «Ὦ
γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…». Ἐὰν πιστεύαμε! Ἐὰν πιστεύαμε, θὰ
φανερώναμε τὴν πίστι μας μὲ τὰ ἔργα μας, μὲ τὴ γλῶσσα μας, μὲ ὅλη τὴν
καθημερινὴ διαγωγή μας. Ἐὰν πιστεύαμε, κανείς δὲν θὰ βλαστημοῦσε.
Στὸν Πόντο περνοῦσαν ἑκατὸ χρόνια καὶ βλαστήμια δὲν ἀκούετο. Τώρα στὴν
Ἑλλάδα; Καὶ στὸ σπίτι βλαστημοῦν, καὶ στὰ σχολεῖα οἱ μαθηταὶ
βλαστημοῦν, καὶ στὸ στρατὸ ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες βλαστημοῦν, καὶ
στὸ δρόμο οἱ γυναῖκες καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἀκόμα βλαστημοῦν. Οἱ πάντες
βλαστημοῦν. Γίναμε γένος βλάσφημο. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, δὲν θὰ
τρέχαμε στὰ δικαστήρια νὰ παλαμίζουμε μὲ τὰ βρωμερά μας χέρια τὸ
Εὐαγγέλιο καὶ νὰ παίρνουμε ψεύτικους ὅρκους γιὰ νὰ καταδικάζωνται καὶ
νὰ πηγαίνουν ἀθῷοι στὶς φυλακὲς καὶ οἱ ἔνοχοι νὰ ἀθῳώνωνται. Ἐὰν
πιστεύαμε στὸ Θεό, δὲν θὰ εἴχαμε διαζύγια. Τὸ διαζύγιο ἄλλοτε ἦταν
ἄγνωστο στὴν Ἑλλάδα· μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτου χώριζε τὸ
ἀντρόγυνο. Τώρα ποιά γυναίκα μένει πιστὴ στὸν ἄντρα της καὶ ποιός
ἄντρας μένει πιστὸς στὴ γυναῖκα του; μοιχεία καὶ πορνεία ὑπάρχει στὸν
κόσμο. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, δὲν θὰ ἔκλεβε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἐὰν
πιστεύαμε στὸ Θεό, τὴν Κυριακὴ ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα θὰ κάναμε φτερὰ στὰ
πόδια γιὰ νὰ βρεθοῦμε στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας. Ποιός πάει τώρα
στὴν ἐκκλησία; Ἕνα ἐλάχιστο ποσοστό. Οἱ πολλοὶ ἀπέχουν καὶ προβάλλουν
διάφορες προφάσεις. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, θὰ εἴχαμε ἄλλη διαγωγή.
Συνεπῶς σ’ ἐμᾶς ταιριάζουν τὰ λόγια αὐτά· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ
διεστραμμένη…».
Ἐγὼ θαυμάζω ἕνα πρᾶγμα· τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, πῶς μακροθυμεῖ ὁ Θεός.
Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· «Γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽
ὑμῶν»; ἕως πότε θὰ σᾶς ὑποφέρω; Δὲν εἶνε ἀπορίας ἄξιο πῶς, ὕστερα ἀπὸ
τέτοιες ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε καὶ φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό, πῶς ἡ γῆ δὲν κάνει
σεισμὸ τέτοιο ποὺ νὰ μὴν ἀφήσῃ οὔτε ἕνα σπίτι ὄρθιο;
Ἀλλὰ ἔρχεται σεισμὸς μεγάλος. Ἐξαντλεῖται πλέον ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὰ ποτάμια καὶ οἱ λίμνες θὰ ξεραθοῦνε, καὶ τὰ δέντρα θὰ μαραθοῦνε,
καὶ τὰ βουνὰ θὰ φύγουν ἀπὸ τὴ θέσι τους, καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ἀπὸ
τὸν οὐρανό. Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ
διεστραμμένη, ἕως πότε… ἀνέξομαι ὑμῶν;». Δὲν εἶνε λόγια δικά μου αὐτά,
εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ μας.
* * *
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη». Ἂς
ἐξετάσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν ἑαυτό μας, ἂς ἐρευνήσουμε τὴ ζωή μας,
καὶ ἂς μετανοήσουμε εἰλικρινῶς. Ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅλοι,
μικροὶ καὶ μεγάλοι, λαὸς καὶ κλῆρος. Διότι ἔρχονται ἡμέρες φοβερὲς καὶ
τρομερές. Θὰ δοῦμε σημεῖα μεγάλα. Καὶ τὸ 666, ποὺ ἔκανε τὴν ἐμφάνισί
του, δὲν εἶνε μικρὸ σημεῖο· ἔρχονται ὅμως κι ἄλλα. Ἐν τούτοις ἐμεῖς,
ἄντρες γυναῖκες παιδιά, μένουμε ἀμετανόητοι. Ποῦ ὁμιλῶ, ἀγαπητοί μου; σὲ
ζῷα ὁμιλῶ; σὲ θηρία ὁμιλῶ; σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια ὁμιλῶ; σὲ νεκροὺς
ὁμιλῶ; Σ’ ἐσᾶς τοὺς ζωντανοὺς ὁμιλῶ, ποὺ εἶστε παιδιὰ μεγάλων καὶ
ἐνδόξων προγόνων. Ἂς μετανοήσουμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἂς
μετανοήσουμε, γιὰ νὰ μὴν ἀκουστῇ καὶ πάλι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ «Ὦ γενεὰ
ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι
ὑμῶν;».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ Ἀναλήψεως Κυρίου Πελαργοῦ – Ἀμυνταίου 27-8-1989)