«Καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2)
Σήμερα ἑορτὴ καὶ πανήγυρις, ἀγαπητοί μου.
Ἑορτάζει ὄχι ἕνας ἅγιος ἀλλὰ ὁ βασιλεὺς τῶν ἁγίων, ὄχι ἕνας δοῦλος ἀλλὰ ὁ Ἀφέντης, ὅπως λένε οἱ ἁπλοῖ, ποὺ δὲν ξέρουν γράμματα μὰ νιώθουν τὴ θρησκεία μὲ τὴν καρδιά τους.
Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ κ᾽ ἐκεῖ μοῦ λέει μιὰ ἁπλοϊκὴ γυναίκα· –Καλὰ τὰ λέτε σεῖς, ἀλλὰ νὰ δοῦμε καὶ τί λέει ὁ Ἀφέντης. –Ποιός Ἀφέντης, τῆς λέω, ὁ ἄντρας σου;
–Ποιός ἄντρας μου; ἕνας εἶνε ὁ Ἀφέντης, ὁ Χριστός, ποὺ κυβερνᾷ τὰ σύμπαντα… Ἦταν πιστὴ γυναίκα.
Σήμερα λοιπὸν ἑορτάζει ὁ δεσπότης Χριστός.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτὴ ἡ ἑορτὴ λέγεται δεσποτική, εἶνε ἑορτὴ τοῦ Δεσπότου.
Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ, νὰ μὲ καταλάβετε.
Τί ἔδειξε σήμερα ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου; Ἔδειξε τὴν «δόξαν» του. Τί θὰ πῇ «δόξα» του; Νά, ἄνοιξε μιὰ στιγμὴ τὸ παλάτι του καὶ φάνηκε τὸ μεγαλεῖο του. Ἔχει παλάτι ὁ Χριστός!
Ἑορτάζει ὄχι ἕνας ἅγιος ἀλλὰ ὁ βασιλεὺς τῶν ἁγίων, ὄχι ἕνας δοῦλος ἀλλὰ ὁ Ἀφέντης, ὅπως λένε οἱ ἁπλοῖ, ποὺ δὲν ξέρουν γράμματα μὰ νιώθουν τὴ θρησκεία μὲ τὴν καρδιά τους.
Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ κ᾽ ἐκεῖ μοῦ λέει μιὰ ἁπλοϊκὴ γυναίκα· –Καλὰ τὰ λέτε σεῖς, ἀλλὰ νὰ δοῦμε καὶ τί λέει ὁ Ἀφέντης. –Ποιός Ἀφέντης, τῆς λέω, ὁ ἄντρας σου;
–Ποιός ἄντρας μου; ἕνας εἶνε ὁ Ἀφέντης, ὁ Χριστός, ποὺ κυβερνᾷ τὰ σύμπαντα… Ἦταν πιστὴ γυναίκα.
Σήμερα λοιπὸν ἑορτάζει ὁ δεσπότης Χριστός.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτὴ ἡ ἑορτὴ λέγεται δεσποτική, εἶνε ἑορτὴ τοῦ Δεσπότου.
Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ, νὰ μὲ καταλάβετε.
Τί ἔδειξε σήμερα ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου; Ἔδειξε τὴν «δόξαν» του. Τί θὰ πῇ «δόξα» του; Νά, ἄνοιξε μιὰ στιγμὴ τὸ παλάτι του καὶ φάνηκε τὸ μεγαλεῖο του. Ἔχει παλάτι ὁ Χριστός!
Μοῦ ᾽λεγε κάποτε ἕνας βλάχος· –Ὅταν ζοῦσε ὁ βασιλιᾶς Γεώργιος ὁ Β΄, εἶχε περάσει ἀπ᾽ τὸ χάνι μου καὶ τοῦ ᾽δωσα κ᾽ ἔφαγε πεπόνι.
Μετὰ τοῦ ἔγραψα καὶ μὲ δέχτηκε στὴν Ἀθήνα, κι ὅταν μπῆκα στὸ παλάτι, ντρεπόμουν νὰ πατήσω· τί χαλιά, τί ἔπιπλα! –Ἔμεινες πολὺ ἐκεῖ; –Ὄχι, μισὴ ὥρα, ἀλλὰ μοῦ μένει ἀξέχαστο!…
Ὅπως λοιπὸν ἕνας βασιλιᾶς δέχεται γιὰ λίγο τοὺς ταπεινοὺς ὑπηκόους του καὶ τοὺς μένει ἀξέχαστο τὸ μεγαλεῖο του, ἔτσι κι ὁ ἀφέντης ὁ Χριστὸς ἄνοιξε σήμερα τὸ παλάτι του, ἄφησε νὰ μποῦν μιὰ στιγμὴ οἱ τρεῖς μαθηταί του· κι αὐτοὶ τόσο θαμπώθηκαν, ποὺ δὲν τοὺς ἔκανε καρδιὰ νὰ φύγουν πιὰ ἀπὸ κοντά του.
Ἔδειξε τὴ «δόξα» του. Ποῦ τὴν ἔδειξε; Πάνω σ᾽ ἕνα βουνό, στὸ Θαβώρ. Ἐκεῖ στὴν κορυφὴ ἔγιναν σήμερα καταπληκτικὰ πράγματα.
Ὁ Χριστὸς ἐδῶ στὴ γῆ ἦταν σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος.
Ἂν τὸν ἔβλεπες, δὲν τοῦ ᾽δινες σημασία.
Δὲν γεννήθηκε ἀπὸ πλούσια μητέρα, δὲν ἔζησε σὲ παλάτια, δὲν εἶχε χρήματα, δὲν ντυνόταν στὰ μεταξωτά· φοροῦσε ῥοῦχα ἁπλᾶ, χωριάτικα, ποὺ ὕφανε μὲ τὰ χέρια της στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία μας.
Δὲν εἶχε ἅμαξα, οὔτε κἂν γαϊδουράκι.
Τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων κάποιος τοῦ δάνεισε ἕνα γαϊδουράκι, ἀνέβηκε στὴ ῥάχη του καὶ ἔτσι μπῆκε στὰ Ἰεροσόλυμα.
Ἦταν φτωχὸς – πάμπτωχος, συναναστρεφόταν καὶ κουβέντιαζε μὲ τοὺς φτωχοὺς χωριάτες, τοὺς ψαρᾶδες, τὰ μικρὰ παιδιά, τὶς ἁπλοϊκὲς γυναῖκες.
Ποιός μποροῦσε νὰ καταλάβῃ ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Θεός; Κανείς.
Σήμερα ὅμως ἔδειξε τὴ δόξα του. Πῶς;
Ἐνῷ συνωμιλοῦσε μὲ τοὺς τρεῖς ἀποστόλους, ξαφνικὰ ἡ μορφή του ἄλλαξε. «Ἔλαμψε», λέει τὸ εὐαγγέλιο, «τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ ῥοῦχα του ἔγιναν ἄσπρα σὰν τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2), πιὸ λευκὰ κι ἀπὸ τὸ χιόνι. Καὶ μόνο αὐτό; Δεξιὰ κι ἀριστερά του παρουσιάζονται δυὸ μεγάλοι προφῆτες, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ εἶχαν πεθάνει ὁ ἕνας 1.500 καὶ ὁ ἄλλος 900 χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Καὶ τώρα νάτοι ἐκεῖ ὁλοζώντανοι κουβεντιάζουν μαζί του. Ὁ Πέτρος βλέποντας τὸ θαυμάσιο αὐτὸ θέαμα ἐνθουσιάστηκε καὶ λέει· Κύριε, τί ὡραῖα εἶνε νὰ μείνουμε γιὰ πάντα ἐδῶ! ἂς φτειάξουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ, καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία (βλ. Ματθ. 17,4). Καὶ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, τοὺς σκέπασε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο, καὶ μέσα ἀπὸ ᾽κεῖ ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς νὰ λέῃ· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (ἔ.ἀ. 17,5).
Μετὰ τοῦ ἔγραψα καὶ μὲ δέχτηκε στὴν Ἀθήνα, κι ὅταν μπῆκα στὸ παλάτι, ντρεπόμουν νὰ πατήσω· τί χαλιά, τί ἔπιπλα! –Ἔμεινες πολὺ ἐκεῖ; –Ὄχι, μισὴ ὥρα, ἀλλὰ μοῦ μένει ἀξέχαστο!…
Ὅπως λοιπὸν ἕνας βασιλιᾶς δέχεται γιὰ λίγο τοὺς ταπεινοὺς ὑπηκόους του καὶ τοὺς μένει ἀξέχαστο τὸ μεγαλεῖο του, ἔτσι κι ὁ ἀφέντης ὁ Χριστὸς ἄνοιξε σήμερα τὸ παλάτι του, ἄφησε νὰ μποῦν μιὰ στιγμὴ οἱ τρεῖς μαθηταί του· κι αὐτοὶ τόσο θαμπώθηκαν, ποὺ δὲν τοὺς ἔκανε καρδιὰ νὰ φύγουν πιὰ ἀπὸ κοντά του.
Ἔδειξε τὴ «δόξα» του. Ποῦ τὴν ἔδειξε; Πάνω σ᾽ ἕνα βουνό, στὸ Θαβώρ. Ἐκεῖ στὴν κορυφὴ ἔγιναν σήμερα καταπληκτικὰ πράγματα.
Ὁ Χριστὸς ἐδῶ στὴ γῆ ἦταν σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος.
Ἂν τὸν ἔβλεπες, δὲν τοῦ ᾽δινες σημασία.
Δὲν γεννήθηκε ἀπὸ πλούσια μητέρα, δὲν ἔζησε σὲ παλάτια, δὲν εἶχε χρήματα, δὲν ντυνόταν στὰ μεταξωτά· φοροῦσε ῥοῦχα ἁπλᾶ, χωριάτικα, ποὺ ὕφανε μὲ τὰ χέρια της στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία μας.
Δὲν εἶχε ἅμαξα, οὔτε κἂν γαϊδουράκι.
Τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων κάποιος τοῦ δάνεισε ἕνα γαϊδουράκι, ἀνέβηκε στὴ ῥάχη του καὶ ἔτσι μπῆκε στὰ Ἰεροσόλυμα.
Ἦταν φτωχὸς – πάμπτωχος, συναναστρεφόταν καὶ κουβέντιαζε μὲ τοὺς φτωχοὺς χωριάτες, τοὺς ψαρᾶδες, τὰ μικρὰ παιδιά, τὶς ἁπλοϊκὲς γυναῖκες.
Ποιός μποροῦσε νὰ καταλάβῃ ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Θεός; Κανείς.
Σήμερα ὅμως ἔδειξε τὴ δόξα του. Πῶς;
Ἐνῷ συνωμιλοῦσε μὲ τοὺς τρεῖς ἀποστόλους, ξαφνικὰ ἡ μορφή του ἄλλαξε. «Ἔλαμψε», λέει τὸ εὐαγγέλιο, «τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ ῥοῦχα του ἔγιναν ἄσπρα σὰν τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2), πιὸ λευκὰ κι ἀπὸ τὸ χιόνι. Καὶ μόνο αὐτό; Δεξιὰ κι ἀριστερά του παρουσιάζονται δυὸ μεγάλοι προφῆτες, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ εἶχαν πεθάνει ὁ ἕνας 1.500 καὶ ὁ ἄλλος 900 χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Καὶ τώρα νάτοι ἐκεῖ ὁλοζώντανοι κουβεντιάζουν μαζί του. Ὁ Πέτρος βλέποντας τὸ θαυμάσιο αὐτὸ θέαμα ἐνθουσιάστηκε καὶ λέει· Κύριε, τί ὡραῖα εἶνε νὰ μείνουμε γιὰ πάντα ἐδῶ! ἂς φτειάξουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ, καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία (βλ. Ματθ. 17,4). Καὶ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, τοὺς σκέπασε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο, καὶ μέσα ἀπὸ ᾽κεῖ ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς νὰ λέῃ· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (ἔ.ἀ. 17,5).
* * *
Ἀπ᾽ ὅλα τὰ περιστατικὰ τῆς Μεταμορφώσεως, ἀγαπητοί μου, θὰ σταθοῦμε σὲ ἕνα. Γιατὶ ἂν θελήσουμε νὰ ποῦμε πολλὰ καὶ θεολογικά, θά ᾽νε δύσκολο. Ὅπως ἡ μάνα μασάει τὴν τροφὴ γιὰ νὰ μπορέσῃ τὸ παιδὶ νὰ τὴν καταπιῇ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς θὰ προσπαθήσουμε νὰ τὰ κάνουμε λιανά, γιὰ νὰ καταλάβετε κάτι ἀπὸ τὴν ἑορτή.
Λέει τὸ εὐαγγέλιο ὅτι «ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος», τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο. Ἂν παρατηρήσετε τὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως –γιατὶ ὅλα στὴν ἐκκλησία ἔχουν σημασία–, θὰ δῆτε ὅτι γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ζωγραφισμένος ἕνας κύκλος φωτεινός, ὁ Χριστὸς εἶνε μέσα σ᾽ ἕνα δίσκο ποὺ ἐκπέμπει ἀκτῖνες. Γιατί; Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο ἐκεῖνο ποὺ εἰκονίζει καλύτερα τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ ἥλιος.
Τί εἶνε αὐτὸς ὁ ἥλιος; Δὲν τὸ σκεπτόμαστε· ἀνατέλλει, μὰ ποιός λέει «Δόξα σοι, ὁ Θεός»; Ὁ φυσικὸς ὁ ἥλιος φαίνεται σὰν μιὰ μπάλλα ἀπ᾽ αὐτὲς ποὺ παίζουν τὰ παιδιά, ἀλλὰ εἶνε ἕνα τεράστιο πύρινο σῶμα, ἕνα ἀστέρι ὅλο φωτιά. Πῶς καίει; μὲ βενζίνα, μὲ κάρβουνο, μὲ πυρηνικὴ ἐνέργεια; Μυστήριο. Καίει χιλιάδες τώρα χρόνια, κ᾽ ἔχει θερμοκρασία 6 – 7 χιλιάδες βαθμούς. Ἂν πέσῃ πάνω του ἕνα βουνό, τὸ λειώνει· ἂν πέσῃ ἄνθρωπος, γίνεται ἀτμός – ποῦ νὰ πλησιάσῃ κανεὶς ἐκεῖ! Πῶς στέκεται ἐκεῖ πέρα; Ποιός τὸν ἔφτειαξε, ποιός τὸν δημιούργησε; Ὁ Θεός! δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀπάντησι· φτάνει ὁ ἥλιος ν᾽ ἀποδείξῃ τὴν ὕπαρξί του.
Κάποιος φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς πῆγε σ᾽ ἕνα χωριὸ καὶ ἔλεγε στοὺς χωρικούς· Τώρα πιὰ ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός… Τὴν ὥρα ἐκείνη περνοῦσε ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνας παπᾶς ὀλιγογράμματος μὰ πιστός, καὶ τοὺς ρωτάει· –Τί λέει αὐτὸς ἐδῶ; –«Ποιός τὸν εἶδε», λέει «τὸ Θεό;». –Ἔτσι ἔ;… Ἦταν μεσημέρι, Ἰούλιος μήνας, ὁ ἥλιος ἔλειωνε τὶς πέτρες. Πλησιάζει ὁ παπᾶς τὸ νεαρὸ καὶ τοῦ λέει· –Ἔλα, σὲ παρακαλῶ, ἀνέβα σ᾽ αὐτὸ τὸ πεζούλι καὶ κοίταξε τὸν ἥλιο. –Τί λές, παππούλη, τὸν ἥλιο νὰ κοιτάξω; στραβώθηκα! –Ἄ λοιπόν, τὸν ἥλιο δὲν μπορεῖς νὰ τὸν δῇς, καὶ ἔχεις τὴν ἀξίωσι νὰ δῇς Ἐκεῖνον ποὺ ἔκανε τὸν ἥλιο;…
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔχει μιὰ θαυμάσια ὁμιλία στὴ σημερινὴ ἑορτή. Ἐκεῖ λέει τὸ ἑξῆς. Ὅ,τι εἶνε ὁ ἥλιος στὴ φυσικὴ ζωή, αὐτὸ εἶνε ὁ Χριστὸς στὴν πνευματικὴ ζωή· εἶνε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἥλιος διώχνει τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὴν πλάσι, καὶ ὁ Χριστὸς διαλύει τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὶς καρδιές.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸν ἥλιο χρειάζονται μάτια· ἕνας τυφλὸς δὲν βλέπει τίποτα. Ἔτσι καὶ γιὰ νὰ δῇ κάποιος τὸ Χριστό, πρέπει νά ᾽χῃ μάτια. Ὄχι τὰ μάτια αὐτά, τὰ φυσικά· τέτοια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα. Κι αὐτὰ τὰ μάτια βέβαια ἔχουν ἀξία, ἀλλὰ μικρή. Ποιός ἔχει μάτια πνευματικά, ὅπως ἔχουν οἱ ἅγιοι! ποιός ἔχει μάτια σὰν τῶν ἁγίων ἀποστόλων, τοῦ ἁγίου Νικολάου, τῆς ἁγίας Βαρβάρας, τῆς ἁγίας Ἑλένης…!
Ρωτᾶτε, ποιός ἔχει τὰ μάτια αὐτά; Ὅποιος πιστεύει, ὅποιος ζῇ σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅποιος ἔχει καθαρὴ τὴν καρδιὰ κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Νά ποιός μπορεῖ νὰ δῇ τὸ Θεό.
Τώρα ἐμεῖς; Ἀλλοίμονο, θὰ μᾶς κάψῃ ὁ Θεός. Φωνάζω καὶ λένε μερικοὶ ὅτι μιλάω αὐστηρά. Πιστέψτε με, ἀδέρφια μου· ὅ,τι λέω, τὸ λέω πρῶτα γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Φύγαμε μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Θεό. Ἄλλοτε τὴν Κυριακὴ ἦταν ὅλοι στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας, ὅταν ὁ παπᾶς κρατοῦσε τὰ ἅγια, –δὲν εἶνε ψέμα– ἔβλεπαν τὸ Χριστό, ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, βούιζαν τ᾽ αὐτιά τους ἀπὸ οὐράνιες φωνές! Τώρα, ὅπως μπαίνουμε ἔτσι καὶ βγαίνουμε· μαῦροι μπαίνουμε μαῦροι καὶ βγαίνουμε. Γιατί; γιατὶ δὲν ἔχουμε τὰ πνευματικὰ μάτια.
Λέει τὸ εὐαγγέλιο ὅτι «ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος», τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο. Ἂν παρατηρήσετε τὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως –γιατὶ ὅλα στὴν ἐκκλησία ἔχουν σημασία–, θὰ δῆτε ὅτι γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ζωγραφισμένος ἕνας κύκλος φωτεινός, ὁ Χριστὸς εἶνε μέσα σ᾽ ἕνα δίσκο ποὺ ἐκπέμπει ἀκτῖνες. Γιατί; Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο ἐκεῖνο ποὺ εἰκονίζει καλύτερα τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ ἥλιος.
Τί εἶνε αὐτὸς ὁ ἥλιος; Δὲν τὸ σκεπτόμαστε· ἀνατέλλει, μὰ ποιός λέει «Δόξα σοι, ὁ Θεός»; Ὁ φυσικὸς ὁ ἥλιος φαίνεται σὰν μιὰ μπάλλα ἀπ᾽ αὐτὲς ποὺ παίζουν τὰ παιδιά, ἀλλὰ εἶνε ἕνα τεράστιο πύρινο σῶμα, ἕνα ἀστέρι ὅλο φωτιά. Πῶς καίει; μὲ βενζίνα, μὲ κάρβουνο, μὲ πυρηνικὴ ἐνέργεια; Μυστήριο. Καίει χιλιάδες τώρα χρόνια, κ᾽ ἔχει θερμοκρασία 6 – 7 χιλιάδες βαθμούς. Ἂν πέσῃ πάνω του ἕνα βουνό, τὸ λειώνει· ἂν πέσῃ ἄνθρωπος, γίνεται ἀτμός – ποῦ νὰ πλησιάσῃ κανεὶς ἐκεῖ! Πῶς στέκεται ἐκεῖ πέρα; Ποιός τὸν ἔφτειαξε, ποιός τὸν δημιούργησε; Ὁ Θεός! δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀπάντησι· φτάνει ὁ ἥλιος ν᾽ ἀποδείξῃ τὴν ὕπαρξί του.
Κάποιος φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς πῆγε σ᾽ ἕνα χωριὸ καὶ ἔλεγε στοὺς χωρικούς· Τώρα πιὰ ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός… Τὴν ὥρα ἐκείνη περνοῦσε ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνας παπᾶς ὀλιγογράμματος μὰ πιστός, καὶ τοὺς ρωτάει· –Τί λέει αὐτὸς ἐδῶ; –«Ποιός τὸν εἶδε», λέει «τὸ Θεό;». –Ἔτσι ἔ;… Ἦταν μεσημέρι, Ἰούλιος μήνας, ὁ ἥλιος ἔλειωνε τὶς πέτρες. Πλησιάζει ὁ παπᾶς τὸ νεαρὸ καὶ τοῦ λέει· –Ἔλα, σὲ παρακαλῶ, ἀνέβα σ᾽ αὐτὸ τὸ πεζούλι καὶ κοίταξε τὸν ἥλιο. –Τί λές, παππούλη, τὸν ἥλιο νὰ κοιτάξω; στραβώθηκα! –Ἄ λοιπόν, τὸν ἥλιο δὲν μπορεῖς νὰ τὸν δῇς, καὶ ἔχεις τὴν ἀξίωσι νὰ δῇς Ἐκεῖνον ποὺ ἔκανε τὸν ἥλιο;…
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔχει μιὰ θαυμάσια ὁμιλία στὴ σημερινὴ ἑορτή. Ἐκεῖ λέει τὸ ἑξῆς. Ὅ,τι εἶνε ὁ ἥλιος στὴ φυσικὴ ζωή, αὐτὸ εἶνε ὁ Χριστὸς στὴν πνευματικὴ ζωή· εἶνε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἥλιος διώχνει τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὴν πλάσι, καὶ ὁ Χριστὸς διαλύει τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὶς καρδιές.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸν ἥλιο χρειάζονται μάτια· ἕνας τυφλὸς δὲν βλέπει τίποτα. Ἔτσι καὶ γιὰ νὰ δῇ κάποιος τὸ Χριστό, πρέπει νά ᾽χῃ μάτια. Ὄχι τὰ μάτια αὐτά, τὰ φυσικά· τέτοια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα. Κι αὐτὰ τὰ μάτια βέβαια ἔχουν ἀξία, ἀλλὰ μικρή. Ποιός ἔχει μάτια πνευματικά, ὅπως ἔχουν οἱ ἅγιοι! ποιός ἔχει μάτια σὰν τῶν ἁγίων ἀποστόλων, τοῦ ἁγίου Νικολάου, τῆς ἁγίας Βαρβάρας, τῆς ἁγίας Ἑλένης…!
Ρωτᾶτε, ποιός ἔχει τὰ μάτια αὐτά; Ὅποιος πιστεύει, ὅποιος ζῇ σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅποιος ἔχει καθαρὴ τὴν καρδιὰ κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Νά ποιός μπορεῖ νὰ δῇ τὸ Θεό.
Τώρα ἐμεῖς; Ἀλλοίμονο, θὰ μᾶς κάψῃ ὁ Θεός. Φωνάζω καὶ λένε μερικοὶ ὅτι μιλάω αὐστηρά. Πιστέψτε με, ἀδέρφια μου· ὅ,τι λέω, τὸ λέω πρῶτα γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Φύγαμε μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Θεό. Ἄλλοτε τὴν Κυριακὴ ἦταν ὅλοι στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας, ὅταν ὁ παπᾶς κρατοῦσε τὰ ἅγια, –δὲν εἶνε ψέμα– ἔβλεπαν τὸ Χριστό, ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, βούιζαν τ᾽ αὐτιά τους ἀπὸ οὐράνιες φωνές! Τώρα, ὅπως μπαίνουμε ἔτσι καὶ βγαίνουμε· μαῦροι μπαίνουμε μαῦροι καὶ βγαίνουμε. Γιατί; γιατὶ δὲν ἔχουμε τὰ πνευματικὰ μάτια.
* * *
Καὶ μιὰ ἀκόμη παρατήρησι, ἀγαπητοί μου. Βλέπετε τόν ἥλιο; τί ἡλικία ἔχει; Ἄλλοι λένε μερικὲς χιλιάδες, ἄλλοι λένε μερικὰ ἑκατομμύρια χρόνια. Τὸ βέβαιο εἶνε, ὅτι θά ᾽ρθῃ μιὰ μέρα ποὺ ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ· τὸ βεβαιώνει ἡ Γραφή (βλ. Ματθ. 24,29), τὸ λέει ἀκόμη καὶ ἡ ἐπιστήμη. Ἐνῷ ὅμως ὁ ἥλιος αὐτὸς θὰ σβήσῃ, κάποιος ἄλλος ἥλιος δὲν θὰ σβήσῃ· ὁ πνευματικὸς ἥλιος, πού ᾽νε ὁ Χριστός, δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.
Πρὶν πολλὰ χρόνια ἤμουν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ βλέπω ξαφνικὰ κάποιον νὰ τρέχῃ φωνάζοντας «Θὰ σβήσω τὸν ἥλιο!…». Δὲν εἶχε τὰ λογικά του. Σκαρφάλωσε σὲ μιὰ κολώνα κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἔφτυνε τὸν ἥλιο, μέχρι ποὺ ἦρθε ἡ πυροσβεστικὴ καὶ τὸν κατέβασε. Ταλαίπωρος αὐτός! μὰ πιὸ ταλαίπωροι κάποιοι ἄλλοι ποὺ λένε «Θὰ καταργήσουμε τὴ θρησκεία, θὰ σβήσουμε τὴν Ἐκκλησία». Ὅσο μπόρεσε ἐκεῖνος νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο μὲ τὸ σάλιο του, τόσο θὰ μπορέσουν κι αὐτοὶ νὰ σβήσουν τὸ Θεό. Μιὰ μέρα καὶ τὰ ἄστρα καὶ ὁ ἥλιος καὶ ὅλα θὰ σβήσουν· ἕνας θὰ μείνῃ, ἀδέρφια μου, ὁ ἥλιος Χριστός, ποὺ ποτέ δὲν θὰ βασιλέψῃ.
Νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ὅταν σβήσῃ αὐτὸς ὁ κόσμος, οἱ ψυχές μας νά ᾽νε κοντὰ στὸ Θεό· κι ὅταν φύγουμε ἀπὸ τὴ μάταιη αὐτὴ ζωὴ κι ἀνεβοῦμε στὰ γαλάζια παλάτια τ᾽ οὐρανοῦ, νὰ δοῦμε ἐκεῖ τὸ Χριστὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους αἰωνίως νὰ τὸν ὑμνοῦμε.
Πρὶν πολλὰ χρόνια ἤμουν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ βλέπω ξαφνικὰ κάποιον νὰ τρέχῃ φωνάζοντας «Θὰ σβήσω τὸν ἥλιο!…». Δὲν εἶχε τὰ λογικά του. Σκαρφάλωσε σὲ μιὰ κολώνα κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἔφτυνε τὸν ἥλιο, μέχρι ποὺ ἦρθε ἡ πυροσβεστικὴ καὶ τὸν κατέβασε. Ταλαίπωρος αὐτός! μὰ πιὸ ταλαίπωροι κάποιοι ἄλλοι ποὺ λένε «Θὰ καταργήσουμε τὴ θρησκεία, θὰ σβήσουμε τὴν Ἐκκλησία». Ὅσο μπόρεσε ἐκεῖνος νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο μὲ τὸ σάλιο του, τόσο θὰ μπορέσουν κι αὐτοὶ νὰ σβήσουν τὸ Θεό. Μιὰ μέρα καὶ τὰ ἄστρα καὶ ὁ ἥλιος καὶ ὅλα θὰ σβήσουν· ἕνας θὰ μείνῃ, ἀδέρφια μου, ὁ ἥλιος Χριστός, ποὺ ποτέ δὲν θὰ βασιλέψῃ.
Νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ὅταν σβήσῃ αὐτὸς ὁ κόσμος, οἱ ψυχές μας νά ᾽νε κοντὰ στὸ Θεό· κι ὅταν φύγουμε ἀπὸ τὴ μάταιη αὐτὴ ζωὴ κι ἀνεβοῦμε στὰ γαλάζια παλάτια τ᾽ οὐρανοῦ, νὰ δοῦμε ἐκεῖ τὸ Χριστὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους αἰωνίως νὰ τὸν ὑμνοῦμε.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης τὴν 6-8-1970
http://www.augoustinos-kantiotis.gr