«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17)
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ, πέφτουν κεραυνοί.
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο; Δὲν ἐννοῶ ἂν τ᾽ ἀκούσατε μὲ αὐτὰ τὰ αὐτιά, ἀλλὰ μὲ τὰ ἐσωτερικὰ τῆς ψυχῆς.
Ἂν ἀκούγαμε τὸ εὐαγγέλιο, θὰ ζούσαμε σὰν ἄγγελοι.
Τὰ λόγια του εἶνε λόγια ἐκείνου ποὺ ποτέ δὲν ἔσφαλε, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γραμμένα μὲ τὸ αἷμα του. Ἂς τ᾽ ἀκούσουμε.
Σήμερα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε κάπως παράξενα. Ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν πρᾶος, γεμᾶτος ἀγάπη. Ἂν ἀκούγαμε τὸ εὐαγγέλιο, θὰ ζούσαμε σὰν ἄγγελοι.
Τὰ λόγια του εἶνε λόγια ἐκείνου ποὺ ποτέ δὲν ἔσφαλε, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γραμμένα μὲ τὸ αἷμα του. Ἂς τ᾽ ἀκούσουμε.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ, πέφτουν κεραυνοί.
Σεῖς φαίνεται δὲν εἶστε ἁμαρτωλοὶ καὶ δὲν φοβᾶστε, ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ φοβᾶμαι τὰ λόγια αὐτά· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε θὰ σᾶς ὑποφέρω, ἕως πότε θά ᾽μαι μαζί σας;»(Ματθ. 17,17). Αὐτὰ λέει. Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε, νὰ τὰ ἐξηγήσουμε; Θὰ βροῦμε καρδιὲς νὰ μᾶς νιώσουν;
Θὰ πῇ κάποιος· Αὐτὰ δὲν ἀπευθύνονται σὲ Χριστιανούς· εἶνε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀσφαλῶς γι᾽ αὐτοὺς τὰ εἶπε ὁ Χριστός· καὶ ἀφορμὴ ἔδωσε ἕνας πατέρας, ποὺ εἶχε παιδὶ δαιμονιζόμενο κι ὅταν τὸ ἔπιανε ἡ κρίσις ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερὸ κ᾽ ἔβγαζε ἀπ᾽ τὸ στόμα ἀφρούς. Ὁ πατέρας τό ᾽βλεπε καὶ καιγόταν. Ποιός γιατρός, ποιό φάρμακο θὰ τὸ θεράπευε; Τό ᾽φερε στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ κάνουν καλά. Προσπάθησαν ἐκεῖνοι, δὲν μπόρεσαν. Ὁ πατέρας περίμενε τὸ Χριστό, ποὺ ἦταν στὸ ὄρος, κι ὅταν κατέβηκε ἔπεσε καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Ἀλλὰ τί εἶπε; Σύμφωνα μὲ ἄλλο εὐαγγελιστὴ ποὺ περιγράφει τὴ σκηνή, εἶπε· «Ἂν μπορῇς, Κύριε, βοήθησέ μας»(βλ. Μᾶρκ. 9,22). «Ἂν μπορῇς»! τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές, πατέρα δυστυχισμένε;
Ἂν μιλᾷς ἔτσι, τότε δὲν πιστεύεις. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἄκουσε τέτοια λόγια ἀπ᾽ τὸν πατέρα κ᾽ εἶχε μπροστά του τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορὰ τῆς Ἰουδαϊκῆς φυλῆς, ἄνοιξε τὰ πανάχραντά του χείλη κι ἀπὸ τὸ στόμα του βγῆκε ὁ κεραυνὸς κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶχαν δεῖ τόσα θαύματα κι ὅμως ἀπιστοῦσαν· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Ναί, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους τὰ εἶπε. Ἀλλὰ νομίζω καὶ δὲν εἶμαι μακριὰ ἀπ᾽ τὴν πραγματικότητα ἂν πῶ, ὅτι ὁ ἔλεγχος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ μας ταιριάζει καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ναί, ἀδελφοί μου, ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Καὶ οἱ δύο τίτλοι μᾶς ἁρμόζουν. Καὶ στὴ δική μας πατρίδα καὶ στὴ δική μας γενεὰ ἁρμόζει νὰ πῇ ὁ Κύριος ὅτι εἴμαστε «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη».
⃝ Εἴμαστε γενεὰ ἄπιστη. Ἀμφιβάλλεις; Τί ἀκούγεται ἔξω; Τὸ εὐαγγέλιο λέει ὅτι ἐσεληνιάζετο ἕνας, ὁ νέος αὐτός, κ᾽ ἔβγαζε ἀφρούς. Μὰ ἐγὼ τώρα δὲ βλέπω ἕναν· βλέπω πολλούς, χιλιάδες, ποὺ κάθε μέρα πέφτουν καὶ βγάζουν ἀφροὺς ἄλλου εἴδους. Οἱ ἀφροὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔβγαζε τὸ παιδὶ ἦταν ἀναμάρτητοι· ἦταν τῆς ἀρρώστιας, ὄχι τῆς ψυχῆς. Σήμερα βγάζουν ἀφροὺς χειρότερους· ἔγιναν σκυλιὰ λυσσασμένα.
Μὰ ποιοί εἶν᾽ αὐτοὶ οἱ δαιμονιζόμενοι; Τοὺς ξέρετε, εἶνε δίπλα σας· εἶνε οἱ βλάσφημοι. Αὐτοὶ ἔχουν λυσσάξει· ὅπου σταθοῦν κι ὅπου βρεθοῦν, ἀνοίγουν τὰ βρωμερά τους στόματα καὶ βρίζουν τὰ θεῖα· βλαστημοῦν Χριστό, Θεό, Παναγία, καντήλια, κολυμπῆθρες, εἰκόνες, τὰ πάντα. Κι ἅμα τοὺς παρατηρήσῃς σοῦ λένε· –Ἀπὸ συνήθεια τὸ κάνω, ἀπὸ συνήθεια… Πόσες φορὲς τ᾽ ἄκουσα αὐτό· –Ἀπὸ συνήθεια!… Ἀπὸ συνήθεια; Ὄχι ἀπὸ συνήθεια, διαμαρτύρομαι· δὲν τὸ κάνουν ἀπὸ συνήθεια· ἀπὸ ἀπιστία τὸ κάνουν.
Λίγο ἂν πίστευαν στὸ Θεό, ὅτι ὑπάρχει, ὅτι αὐτὸς δημιούργησε τὸ σύμπαν, ὅτι εἶνε ὁ τροφεὺς καὶ συντηρητὴς ποὺ μᾶς παρέχει τὰ πάντα, δὲ θὰ τὸν βλαστημοῦσαν, ἀλλὰ θά ᾽λεγαν ἕνα εὐχαριστῶ. Καὶ νερὸ καὶ ψωμὶ καὶ τὰ πάντα ἀπολαμβάνουν, καὶ τὸ Θεὸ βλαστημοῦν. Τὸ κάνουν λοιπὸν ὄχι ἀπὸ συνήθεια, ὅπως λένε, ἀλλ᾽ ἀπὸ μιὰ ἀπιστία στὸ Θεό.
Μὰ οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν βλαστημοῦν; Εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται, κοινωνοῦν, ποὺ λέγονται θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι· εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ φοροῦμε τὸ ῥάσο, εἶνε οἱ ὀγδόντα δεσποτάδες κ᾽ οἱ ὀχτὼ χιλιάδες παπᾶδες κ᾽ οἱ τρεῖς χιλιάδες θεολόγοι. Ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ἀκοῦμε τὶς βλαστήμιες, τί κάνουμε; σηκώσαμε σταυροφορία, μιὰ ἁγία ἐπανάστασι, ποὺ θὰ καθαρίσῃ τὸ ἔθνος ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ ἄγος; Τίποτα. Γιατί; γιατί δὲν μπορέσαμε ὅλοι ἐμεῖς νὰ ξερριζώσουμε αὐτὴ τὴν ἀσχημία; Ἡ ἀπάντησι εἶνε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Ὅταν οἱ μαθηταὶ ρώτησαν τὸ Χριστό, Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο; ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν»(Ματθ. 17,20)· ἂν πιστεύατε, θὰ τὸ βγάζατε. Καὶ ἐμεῖς, ἂν δὲν μπορέσαμε νὰ ξερριζώσουμε τὴ βλαστήμια, εἶνε «διὰ τὴν ἀπιστίαν ἡμῶν».
⃝ Ὥστε λοιπόν, εἴτε ἀπ᾽ τὴν πλευρὰ αὐτῶν ποὺ βλαστημοῦν εἴτε ἀπ᾽ τὴν πλευρὰ τῶν ἄλλων ποὺ τοὺς ἀκοῦνε καὶ ἀδιαφοροῦν, εἴμαστε μία «γενεὰ ἄπιστος». Καὶ μόνο «ἄπιστος»; Καταντήσαμε ἀκόμη καὶ «γενεὰ διεστραμμένη», διεφθαρμένη γενεά(ἔ.ἀ.). Εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸ ἀποδείξουμε κι αὐτό; πρέπει νὰ φέρω φακέλους ἀπ᾽ τὰ δικαστήρια καὶ τὴν ἀστυνομία, γιὰ ν᾽ ἀποδείξω μὲ νούμερα τὴ διαφθορά; Ποιά διαφθορά;
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ὅταν μιὰ γυναίκα ἔμπαινε στὸ μέσον νὰ χωρίσῃ ἀντρόγυνο, δὲν ἄνοιγε πόρτα γι᾽ αὐτήν! Ἡ μακαρίτισσα βασίλισσα Σοφία ἔκλεισε τὶς πόρτες σὲ κάτι τέτοιες. Γιατὶ προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησιὰ παρὰ νὰ χωρίσῃς ἕνα ἀντρόγυνο. Τώρα; κάτι τέτοιες εἶνε «κυρίες», εὐπρόσδεκτες παντοῦ, σὲ σαλόνια καὶ γραφεῖα, σὲ κάθε ἐκδήλωσι.
Τὰ ἀντρόγυνα παλιὰ εἶχαν ἀγάπη. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστη λέξι. Ζοῦσαν ἀγαπημένοι ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Ναταλία ποὺ μαρτύρησαν τὴν ἴδια μέρα γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιορτάζουν στὶς 26 Αὐγούστου· ἑνωμένοι παντοῦ, στὴ χαρά, στὸν πόνο, ἀκόμη καὶ στὸ μαρτύριο.Ἔτσι ἦταν ὅλα τὰ ἀντρόγυνα. Τώρα; κάποιος ἀπέδειξε μὲ στοιχεῖα, ὅτι μέσα στὴ χαβούζα αὐτή, στὸ μεγάλο λάκκο τῆς ἁμαρτίας, οἱ γυναῖκες ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους, δηλωμένες καὶ ἀδήλωτες, εἶνε δεκάδες χιλιάδες.
Περάσαμε τὴ Βαβυλῶνα, γίναμε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Κ᾽ ἔπειτα μοῦ λὲς ὅτι δὲν μᾶς ἁρμόζει τὸ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»; Ἂν τό ᾽πε μιὰ φορὰ ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, γιὰ μᾶς, ποὺ κατοικοῦμε σὲ τόπο ἅγιο, ὅπου κάθε κλαρὶ καὶ κάθε λόγγος καὶ κάθε βουνὸ καὶ κάθε πέτρα εἶνε ἁγιασμένα, σ᾽ αὐτὴ τὴ χώρα ἂν ἐρχόταν πάλι κ᾽ ἔβλεπε τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορά μας, τὶς μοιχεῖες καὶ πορνεῖες μας, θά ᾽λεγε πάλι «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεφθαρμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Θὰ πῇ κάποιος· Μὰ δὲν τ᾽ ἀκούει αὐτὰ ὁ Θεός, δὲν τὰ βλέπει; Ἀσφαλῶς! Μήπως εἶνε ἀδύναμος νὰ τὰ σταματήσῃ; Ὄχι δά. Γιατί τότε τὰ ἀνέχεται; Μᾶς τὸ φωνάζουν τὰ ἅγια βιβλία· μακροθυμεῖ! «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε».
Τί θὰ πῇ μακροθυμία; Ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μακροθυμία εἶνε σὰ νὰ ἔχῃς ἕνα ποτήρι ἢ μιὰ κανάτα, καὶ νὰ πηγαίνῃ ἕνας μικρὸς καὶ νὰ ῥίχνῃ κάθε μέρα ἀπὸ μιὰ σταγόνα. ῾Ρίχνεις μία, ῥίχνεις ἄλλη σταγόνα…· ἔ, ἂν αὐτὸ ἐξακολουθῇ, θά ᾽ρθῃ μιὰ ὥρα ποὺ ἡ κανάτα θὰ γεμίσῃ. Κι ἅμα ξεχειλίσῃ, θὰ χυθῇ. Τώρα μικροὶ - μεγάλοι ῥίχνουμε μέσα στὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ τ᾽ ἁμαρτήματά μας· ἔ, θά ᾽ρθῃ ὥρα, ἦρθε, ποὺ τὸ κακὸ θὰ ξεχειλίσῃ· κι ἅμα ξεχειλίσῃ, τότε οὐαὶ τῷ κόσμῳ· ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ τελειώσῃ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ ν᾽ ἀρχίσῃ ἡ δικαιοσύνη του.
Τὰ σημάδια ἔρχονται. Στὴν Ἰταλία, μιὰ πόλις μὲ ἕνα ἑκατομμύριο κόσμο, τὴν ὥρα ποὺ Ἀμερικᾶνες καὶ Γαλλίδες ξαπλωμένες στὴν ἀμμουδιὰ γλεντοῦσαν καὶ χαχάνιζαν καὶ ὠργίαζαν, τὴν ὥρα ποὺ τὰ κέντρα ἦταν γεμᾶτα καὶ μικροὶ - μεγάλοι ἔπαιζαν, ξαφνικὰ πετάχτηκαν ἔξω, ἄφησαν τὰ μπανιερά τους, ἄδειασαν ὅλα, ἡ πόλις ἐρήμωσε καὶ μόνο σκυλιὰ γαυγίζανε ἐκεῖ. Τι συνέβη; Σεισμὸς γιὰ λίγα δευτερόλεπτα! Τότε πιὰ θυμήθηκαν τὴ Μαντόνα, ποὺ τὴ βλαστημᾶνε κι αὐτοί, καὶ πέσανε καὶ κάνανε προσευχές.
Ἀδέρφια μου, εἶμαι ἁμαρτωλός, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς κηρύτττω, μόνο νὰ πάω σὲ μιὰ σπηλιὰ μ᾽ ἕνα κομποσχοίνι νὰ κλάψω τ᾽ ἁμαρτήματα μου καὶ τ᾽ ἁμαρτήματά σας. Εἶμαι κ᾽ ἐγὼ σὰν ἐσᾶς· ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, στὴν Ἀποκάλυψι, στὴ θρησκεία μου. Καὶ μὲ τὴ γλῶσσα τῆς θρησκείας σᾶς λέω, ὅτι τὰ σημάδια πλησιάζουν. Δὲν εἶμαι προφήτης· ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως, γιὰ τὶς μοιχεῖες, τὶς πορνεῖες, τὶς βλαστήμιες, τὶς ἀδικίες, τὶς ἐκμεταλλεύσεις, ποὺ γίναμε θηρία καὶ τῶν δαιμόνων χειρότεροι, καμμιὰ νύχτα μᾶς τραντάξῃ ὁ Θεός. Καὶ τότε ποῦ τὰ παλάτια καὶ ποῦ τὰ δικαστήρια καὶ ποῦ οἱ στρατῶνες καὶ ποῦ οἱ πλὰζ καὶ ποῦ ὁ τουρισμὸς καὶ ποῦ οἱ διασκεδάσεις; Γῆς Μαδιάμ!
Ὦ Θεέ μου! Διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ὁ Θεὸς ἂς δώσῃ μετάνοια καὶ ἔλεος σὲ ὅλους μας, γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸ ὄνομά του εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.