Ο προηγούμενος μήνας, ἀγαπητοί μου, ὁ Ἰούλιος, εἶνε γιὰ τοὺς γεωργοὺς ὁ μήνας τοῦ θερισμοῦ· τοῦτος ὁ μήνας ἔχει ἄλλες ἐργασίες· ὁ ἑπόμενος πάλι, ὁ Σεπτέμβριος, εἶνε ὁ μήνας τοῦ τρύγου στ᾽ ἀμπέλια.
Κάθε μήνας ἔχει τὶς δικές του γεωργικὲς ἐργασίες.
Κάθε μήνας ὅμως χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὶς δικές του ἐκκλησιαστικὲς ἑορτές.
Ἀπ᾽ αὐτῆς λοιπὸν τῆς πλευρᾶς ὁ μήνας αὐτός, ὁ Αὔγουστος, ὀνομάζεται ὁ μήνας τῆς Παναγίας.
Κάθε μήνας ἔχει τὶς δικές του γεωργικὲς ἐργασίες.
Κάθε μήνας ὅμως χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὶς δικές του ἐκκλησιαστικὲς ἑορτές.
Ἀπ᾽ αὐτῆς λοιπὸν τῆς πλευρᾶς ὁ μήνας αὐτός, ὁ Αὔγουστος, ὀνομάζεται ὁ μήνας τῆς Παναγίας.
Διανύουμε τὸ Δεκαπενταύγουστο. Τὶς ἅγιες αὐτὲς δεκαπέντε μέρες ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τὰ παιδιά της
νὰ προετοιμασθοῦν γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
νὰ προετοιμασθοῦν γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου εἶνε ἕνα μικρὸ Πάσχα, τὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ. Κι ὅπως πρὸ τοῦ Πάσχα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ὁρίσει νηστεία, ἔτσι καὶ τὴν περίοδο αὐτή, πρὸ τῆς Κοιμήσεως, ἔχει ὁρίσει νηστεία.
Οἱ Χριστιανοί, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς, πρέπει νὰ νηστέψουν ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά. Νηστεία λοιπὸν αὐτὲς τὶς δεκαπέντε μέρες, καὶ μάλιστα αὐστηρά. Μόνο Σάββατο καὶ Κυριακὴ ἐπιτρέπεται τὸ λάδι καὶ στὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τὸ ψάρι· τὶς ἄλλες μέρες αὐστηρὰ νηστεία.
Νηστεύουν σήμερα οἱ Χριστιανοί; Ἐλάχιστοι δυστυχῶς. Ἦταν ἄλλοτε ἐποχὴ ποὺ ὅλοι νήστευαν. Ἰδίως στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Μακεδονία, στὰ εὐλογημένα αὐτὰ μέρη, οἱ Χριστιανοὶ τηροῦσαν τὴ νηστεία αὐτὴ ὅπως τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Τώρα οὔτε ἡ νηστεία αὐτὴ τηρεῖται, οὔτε ἡ Τετάρτη καὶ Παρασκευή, οὔτε καὶ ἡ Μεγάλη Παρασκευή. Μερικοὶ καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ σουβλάκια τρῶνε.
Καὶ εἶνε ἁμαρτία αὐτό; θὰ πῇ κάποιος. Πῶς δὲν εἶνε; Τὸ ἕνα δὲν εἶνε ἁμαρτία, τὸ ἄλλο δὲν εἶνε ἁμαρτία· ποιό λοιπὸν εἶνε ἁμαρτία; Ἡ νηστεία εἶνε ἐντολὴ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, καὶ πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ ὑπακούουν καὶ νὰ τὴν τηροῦν. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶνε στὰ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλους ἀσθενεῖς καὶ ἀδυνάτους, ὅλοι οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ νηστεύουν.
Δὲ νηστεύουν λοιπόν; ἀθετοῦν τὴν ἐντολὴ αὐτή; Τί θὰ γίνῃ; Θά ᾽ρθῃ μέρα ―κ᾽ εἶνε κοντά―, ποὺ θὰ πέσῃ πεῖνα. Πεῖνα μεγάλη, ὅπως τὸ ᾽41-᾽42-᾽43. Ἐμεῖς οἱ πιὸ μεγάλοι, ποὺ γεράσαμε, θυμούμεθα μὲ φρίκη ἐκεῖνες τὶς μέρες. Θά ᾽ρθῃ πάλι πεῖνα· θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι. Ὄχι πλέον μπίρες καὶ οὖζα καὶ κρασιὰ καὶ ἀσωτίες, ἀλλὰ καὶ τὸ νεράκι θὰ μᾶς λείψῃ καὶ θὰ τρέχουμε στὰ βουνὰ νὰ βροῦμε. Μήπως δὲν ὑπάρχουν καὶ σήμερα χῶρες ὅπου μοιράζεται νερὸ μὲ τὸ δελτίο καὶ πεθαίνουν παιδιὰ σὰν τὶς μῦγες; Ἐμᾶς μᾶς τά ᾽χει ἀκόμα ὁ Θεὸς ὅλα πλούσια· ἐν τούτοις δὲν θέλουμε οὔτε Δεκαπενταύγουστο οὔτε ἄλλες μέρες νὰ νηστέψουμε. Γι᾽ αὐτὸ θὰ μᾶς ἔρθῃ τιμωρία.
Οἱ πολλοὶ δὲν ἀκοῦνε τὴν Ἐκκλησία νὰ νηστέψουν. Νηστεύουν ὅμως – πότε; ὅταν πᾶνε στὸ γιατρὸ κ᾽ ἐκεῖνος τοὺς ἐπιβάλλῃ αὐστηρὴ δίαιτα. Τί εἶνε αὐτὴ ἡ αὐστηρὴ δίαιτα; Μιὰ νηστεία εἶνε. Τότε καὶ τὸ ἁλάτι ἀκόμη κόβουν. Κόσμε ψεύτη! πέρα ἀπ᾽ τὸ κορμὶ – τὸ τομάρι σου δὲ σὲ νοιάζει τίποτ᾽ ἄλλο. Ἅμα σοῦ τὸ πῇ ὁ γιατρός, τότε μετρᾷς καὶ τὶς μπουκιὲς τὸ ψωμί· ὅταν σοῦ λέῃ ἡ Ἐκκλησία «νήστεψε», γελᾷς.
Βλέπετε λοιπόν; στὸ γιατρὸ ὑπακοῦμε, στὴν Ἐκκλησία ὄχι· σὲ ἀνθρώπους ὑπακοῦμε, στὸ Χριστὸ δὲν ὑπακοῦμε. Μὰ γι᾽ αὐτὸ εἶνε ἁμαρτία· διότι εἶνε μιὰ ἀνυπακοὴ στὸ Χριστό.
Οἱ Χριστιανοί, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς, πρέπει νὰ νηστέψουν ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά. Νηστεία λοιπὸν αὐτὲς τὶς δεκαπέντε μέρες, καὶ μάλιστα αὐστηρά. Μόνο Σάββατο καὶ Κυριακὴ ἐπιτρέπεται τὸ λάδι καὶ στὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τὸ ψάρι· τὶς ἄλλες μέρες αὐστηρὰ νηστεία.
Νηστεύουν σήμερα οἱ Χριστιανοί; Ἐλάχιστοι δυστυχῶς. Ἦταν ἄλλοτε ἐποχὴ ποὺ ὅλοι νήστευαν. Ἰδίως στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Μακεδονία, στὰ εὐλογημένα αὐτὰ μέρη, οἱ Χριστιανοὶ τηροῦσαν τὴ νηστεία αὐτὴ ὅπως τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Τώρα οὔτε ἡ νηστεία αὐτὴ τηρεῖται, οὔτε ἡ Τετάρτη καὶ Παρασκευή, οὔτε καὶ ἡ Μεγάλη Παρασκευή. Μερικοὶ καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ σουβλάκια τρῶνε.
Καὶ εἶνε ἁμαρτία αὐτό; θὰ πῇ κάποιος. Πῶς δὲν εἶνε; Τὸ ἕνα δὲν εἶνε ἁμαρτία, τὸ ἄλλο δὲν εἶνε ἁμαρτία· ποιό λοιπὸν εἶνε ἁμαρτία; Ἡ νηστεία εἶνε ἐντολὴ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, καὶ πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ ὑπακούουν καὶ νὰ τὴν τηροῦν. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶνε στὰ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλους ἀσθενεῖς καὶ ἀδυνάτους, ὅλοι οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ νηστεύουν.
Δὲ νηστεύουν λοιπόν; ἀθετοῦν τὴν ἐντολὴ αὐτή; Τί θὰ γίνῃ; Θά ᾽ρθῃ μέρα ―κ᾽ εἶνε κοντά―, ποὺ θὰ πέσῃ πεῖνα. Πεῖνα μεγάλη, ὅπως τὸ ᾽41-᾽42-᾽43. Ἐμεῖς οἱ πιὸ μεγάλοι, ποὺ γεράσαμε, θυμούμεθα μὲ φρίκη ἐκεῖνες τὶς μέρες. Θά ᾽ρθῃ πάλι πεῖνα· θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι. Ὄχι πλέον μπίρες καὶ οὖζα καὶ κρασιὰ καὶ ἀσωτίες, ἀλλὰ καὶ τὸ νεράκι θὰ μᾶς λείψῃ καὶ θὰ τρέχουμε στὰ βουνὰ νὰ βροῦμε. Μήπως δὲν ὑπάρχουν καὶ σήμερα χῶρες ὅπου μοιράζεται νερὸ μὲ τὸ δελτίο καὶ πεθαίνουν παιδιὰ σὰν τὶς μῦγες; Ἐμᾶς μᾶς τά ᾽χει ἀκόμα ὁ Θεὸς ὅλα πλούσια· ἐν τούτοις δὲν θέλουμε οὔτε Δεκαπενταύγουστο οὔτε ἄλλες μέρες νὰ νηστέψουμε. Γι᾽ αὐτὸ θὰ μᾶς ἔρθῃ τιμωρία.
Οἱ πολλοὶ δὲν ἀκοῦνε τὴν Ἐκκλησία νὰ νηστέψουν. Νηστεύουν ὅμως – πότε; ὅταν πᾶνε στὸ γιατρὸ κ᾽ ἐκεῖνος τοὺς ἐπιβάλλῃ αὐστηρὴ δίαιτα. Τί εἶνε αὐτὴ ἡ αὐστηρὴ δίαιτα; Μιὰ νηστεία εἶνε. Τότε καὶ τὸ ἁλάτι ἀκόμη κόβουν. Κόσμε ψεύτη! πέρα ἀπ᾽ τὸ κορμὶ – τὸ τομάρι σου δὲ σὲ νοιάζει τίποτ᾽ ἄλλο. Ἅμα σοῦ τὸ πῇ ὁ γιατρός, τότε μετρᾷς καὶ τὶς μπουκιὲς τὸ ψωμί· ὅταν σοῦ λέῃ ἡ Ἐκκλησία «νήστεψε», γελᾷς.
Βλέπετε λοιπόν; στὸ γιατρὸ ὑπακοῦμε, στὴν Ἐκκλησία ὄχι· σὲ ἀνθρώπους ὑπακοῦμε, στὸ Χριστὸ δὲν ὑπακοῦμε. Μὰ γι᾽ αὐτὸ εἶνε ἁμαρτία· διότι εἶνε μιὰ ἀνυπακοὴ στὸ Χριστό.
* * *
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ νηστεία τὶς ἡμέρες αὐτὲς χτυποῦν οἱ καμπάνες μὲ τὴ δύσι τοῦ ἥλιου καὶ καλοῦν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ πᾶνε ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Τί νὰ κάνουν; Παράκλησι, νὰ ψάλουν τὸν παρακλητικὸ κανόνα, νὰ τιμήσουν καὶ μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν Παναγία.
Κάθε βράδυ στὶς παρακλήσεις ἂς σκεφτοῦμε ὅλοι σοβαρά. Ἰδιαιτέρως οἱ γυναῖκες ἂς φέρουν ἐμπρός τους τὴ μορφὴ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἂς προσπαθήσουν νὰ ζήσουν κι αὐτὲς σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμά της.
Ἡ Παναγία μας εἶνε παραπάνω κι ἀπὸ ἀποστόλους κι ἀπὸ μάρτυρες κι ἀπὸ ἀγγέλους κι ἀπὸ ἀρχαγγέλους, παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους. Γι᾽ αὐτὸ σ᾽ ἐκείνην στρέφονται οἱ καρδιές. Δύο μορφὲς θυμᾶται καθένας μας· τὴ μάνα του, καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα του τὴ Μάνα τοῦ Χριστοῦ καὶ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ τὴν ἐπικαλεῖται.
«Παναγιά μου» φωνάζει ὁ ἄρρωστος, ποὺ βογγάει στὸ κρεβάτι κ᾽ οἱ γιατροὶ τὸν ἔχουν ἀπελπίσει. «Παναγιά μου» φωνάζει ὁ ναύτης, ποὺ ναυαγεῖ στὸ πελάγος καὶ παλεύει μὲ τὰ ἄγρια κύματα. «Παναγιά μου» φωνάζει τὸ ὀρφανό, ποὺ ἔμεινε ἔρημο στὸν κόσμο ἀπὸ γονεῖς. «Παναγιά μου» φωνάζει ἡ χήρα, ποὺ δὲν ἔχει τὸ βράδυ ψωμὶ γιὰ τὰ μικρά της. «Παναγιά μου» φωνάζει ὁ στρατιώτης, ποὺ φρουρεῖ τὴν πατρίδα στὰ σύνορα. «Παναγία μας» φώναζαν οἱ πρόγονοί μας ὅταν τοὺς πολιορκοῦσαν οἱ ἐχθροί.
Θὰ σᾶς πῶ μόνο ἕνα θαῦμα ἀπὸ τὰ πολλά. Ἔγινε τὸν καιρὸ τῆς ἐπαναστάσεως στὴ Σάμο. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει στὸ μάτι τὸ νησὶ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ πάρουν. Πῆγαν ἐκεῖ μὲ τὴν ἀρμάδα τους, διακόσα – τριακόσα καράβια γεμᾶτα πάνοπλους στρατιῶτες. Οἱ ὑπερασπισταὶ τοῦ νησιοῦ ἀγωνίζονταν μὲ πέντε παλιοκάραβα, ἀλλὰ τὰ πληρώματά τους ἦταν γενναῖες ψυχές. Οἱ Σαμιῶτες βρέθηκαν σὲ μεγάλο κίνδυνο. Τί νὰ κάνουν; Χτύπησαν τὶς καμπάνες, κήρυξαν γενικὴ νηστεία κ᾽ ἔπεσαν σὲ προσευχή· ἔψαλλαν ὅλη νύχτα. Γυναῖκες ἄντρες παιδιά, ὅλοι τρεῖς μέρες νηστικοί, παρακαλοῦσαν τὴν Παναγιά. Καὶ ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι ἦταν βέβαιοι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ὅτι θὰ πάρουν τὸ νησί, ἐν τέλει δὲν τὸ πῆραν. Στὶς 5 Αὐγούστου τὰ πλοῖα τους ὑπέστησαν καταστροφή· ἡ ἀρμάδα ἀναγκάστηκε νὰ φύγῃ. Καὶ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως ὅλη ἡ Σάμος στὸ πόδι δοξολογοῦσε τὸ Θεό. Στὴ σημαία καὶ στὴ μεγάλη σφραγῖδα τους ἔγραψαν «Ἡ Παναγία ἔσωσε τὴ Σάμο», καὶ ἔκτοτε τὸ νησὶ τιμᾷ τὴν ἡμέρα αὐτή.
Δὲν εἶνε λοιπὸν ψέμα· μεγάλη ἡ χάρις τῆς Παναγίας! Σ᾽ αὐτὴν στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες μας καὶ τῆς ὀφείλουμε κάθε τιμή.
Κάθε βράδυ στὶς παρακλήσεις ἂς σκεφτοῦμε ὅλοι σοβαρά. Ἰδιαιτέρως οἱ γυναῖκες ἂς φέρουν ἐμπρός τους τὴ μορφὴ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἂς προσπαθήσουν νὰ ζήσουν κι αὐτὲς σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμά της.
Ἡ Παναγία μας εἶνε παραπάνω κι ἀπὸ ἀποστόλους κι ἀπὸ μάρτυρες κι ἀπὸ ἀγγέλους κι ἀπὸ ἀρχαγγέλους, παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους. Γι᾽ αὐτὸ σ᾽ ἐκείνην στρέφονται οἱ καρδιές. Δύο μορφὲς θυμᾶται καθένας μας· τὴ μάνα του, καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα του τὴ Μάνα τοῦ Χριστοῦ καὶ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ τὴν ἐπικαλεῖται.
«Παναγιά μου» φωνάζει ὁ ἄρρωστος, ποὺ βογγάει στὸ κρεβάτι κ᾽ οἱ γιατροὶ τὸν ἔχουν ἀπελπίσει. «Παναγιά μου» φωνάζει ὁ ναύτης, ποὺ ναυαγεῖ στὸ πελάγος καὶ παλεύει μὲ τὰ ἄγρια κύματα. «Παναγιά μου» φωνάζει τὸ ὀρφανό, ποὺ ἔμεινε ἔρημο στὸν κόσμο ἀπὸ γονεῖς. «Παναγιά μου» φωνάζει ἡ χήρα, ποὺ δὲν ἔχει τὸ βράδυ ψωμὶ γιὰ τὰ μικρά της. «Παναγιά μου» φωνάζει ὁ στρατιώτης, ποὺ φρουρεῖ τὴν πατρίδα στὰ σύνορα. «Παναγία μας» φώναζαν οἱ πρόγονοί μας ὅταν τοὺς πολιορκοῦσαν οἱ ἐχθροί.
Θὰ σᾶς πῶ μόνο ἕνα θαῦμα ἀπὸ τὰ πολλά. Ἔγινε τὸν καιρὸ τῆς ἐπαναστάσεως στὴ Σάμο. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει στὸ μάτι τὸ νησὶ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ πάρουν. Πῆγαν ἐκεῖ μὲ τὴν ἀρμάδα τους, διακόσα – τριακόσα καράβια γεμᾶτα πάνοπλους στρατιῶτες. Οἱ ὑπερασπισταὶ τοῦ νησιοῦ ἀγωνίζονταν μὲ πέντε παλιοκάραβα, ἀλλὰ τὰ πληρώματά τους ἦταν γενναῖες ψυχές. Οἱ Σαμιῶτες βρέθηκαν σὲ μεγάλο κίνδυνο. Τί νὰ κάνουν; Χτύπησαν τὶς καμπάνες, κήρυξαν γενικὴ νηστεία κ᾽ ἔπεσαν σὲ προσευχή· ἔψαλλαν ὅλη νύχτα. Γυναῖκες ἄντρες παιδιά, ὅλοι τρεῖς μέρες νηστικοί, παρακαλοῦσαν τὴν Παναγιά. Καὶ ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι ἦταν βέβαιοι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ὅτι θὰ πάρουν τὸ νησί, ἐν τέλει δὲν τὸ πῆραν. Στὶς 5 Αὐγούστου τὰ πλοῖα τους ὑπέστησαν καταστροφή· ἡ ἀρμάδα ἀναγκάστηκε νὰ φύγῃ. Καὶ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως ὅλη ἡ Σάμος στὸ πόδι δοξολογοῦσε τὸ Θεό. Στὴ σημαία καὶ στὴ μεγάλη σφραγῖδα τους ἔγραψαν «Ἡ Παναγία ἔσωσε τὴ Σάμο», καὶ ἔκτοτε τὸ νησὶ τιμᾷ τὴν ἡμέρα αὐτή.
Δὲν εἶνε λοιπὸν ψέμα· μεγάλη ἡ χάρις τῆς Παναγίας! Σ᾽ αὐτὴν στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες μας καὶ τῆς ὀφείλουμε κάθε τιμή.
* * *
Ἀλλ᾽ ἐρωτῶ, ἀγαπητοί· τιμᾶται ἡ Παναγία;
Ἦρθε δυστυχῶς καὶ στὴν πατρίδα μας τὸ κατηραμένο φροῦτο ποὺ λέγεται αἵρεσις τῶν χιλιαστῶν. Αὐτοὶ βλαστημοῦν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, καταπατοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες, ἀσεβοῦν στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας.
Τί νὰ ποῦμε ὅμως καὶ γιὰ ὡρισμένους λεγομένους χριστιανούς; εἶνε χειρότεροι ἀπ᾽ τοὺς χιλιαστάς. Ἐκεῖνοι καῖνε τὶς εἰκόνες· αὐτοί, οἱ «ὀρθόδοξοι», μικροὶ – μεγάλοι βλαστημοῦν τὴν Παναγία. Καὶ στὸ στρατὸ καὶ στὰ σχολεῖα καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες καὶ στὰ χωράφια καὶ στὰ λιμάνια, παντοῦ, ἀκοῦς νὰ βρίζουν τὸ ὄνομά της. Καὶ κανείς δὲν ἐνοχλεῖται! Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· Νὰ ὑβρίσῃς τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα ποὺ μὲ γέννησαν, σὲ συγχωρῶ· νὰ ὑβρίσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ.
Ἂς τὰ προσέξουμε αὐτά. Τὴν ἁγία αὐτὴ περίοδο ἂς προσπαθήσουμε νὰ καταπολεμήσουμε τὴ βλαστήμια. Νὰ νηστέψουμε μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως. Νὰ προσευχηθοῦμε στὶς παρακλήσεις. Νὰ συγχωρήσουμε καὶ νὰ συγχωρηθοῦμε. Νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας. Ἔτσι, καθαροὶ «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος» (Β΄ Κορ. 7,1), νὰ προσέλθουμε τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς νὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ἔτσι θὰ τιμήσουμε πρεπόντως τὴν Παναγία.
Πηγαίντε στὰ σπίτια σας, κάντε προσευχὴ καὶ παρακαλέστε τὸ Θεό. Εἴμαστε σὲ ἄσχημα χρόνια. Ἀνοῖξτε τὴν Ἀποκάλυψι στὸ 14ο κεφάλαιο, νὰ δῆτε τί γράφει. Τρόμος καὶ φόβος. Θὰ ᾽ρθῇ, λέει, μεγάλη συμφορά. Θὰ στείλῃ ὁ Θεὸς ἀγγέλους. Κι ὅπως στ᾽ ἀμπέλια τρυγοῦν τὰ σταφύλια, ἔτσι τὸ κοφτερὸ δρεπάνι του θὰ κόψῃ τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ τοὺς βάλῃ μέσα στὸ πατητήρι τῆς ὀργῆς του καὶ θὰ τοὺς πατήσῃ. Καὶ θὰ βγῇ τόσο αἷμα, ποὺ θὰ γίνῃ ποτάμι· θὰ κολυμποῦν τὰ ἄλογα, ἡ στάθμη τοῦ αἵματος θὰ φτάσῃ ὣς τὰ χαλινάρια (βλ. Ἀπ. 14,14-20).
Ἔρχεται μεγάλη ὀργή (βλ. Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6). Θὰ δοκιμάσῃ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Θὰ περάσουμε ἀπὸ κόσκινο. Μεγάλες συμφορὲς περιμένουν τὴν ἀνθρωπότητα. Στὴν Κίνα εἶνε ἄθεοι. Δὲν ἔχουμε ἐμεῖς ἀνάγκη ἀπὸ τὸ Θεό, ἔλεγαν. Καὶ μιὰ νύχτα, μιὰ πόλις ἑνὸς ἑκατομμυρίου ἔξω ἀπ᾽ τὴν πρωτεύουσά τους τὸ Πεκῖνο, ἰσοπεδώθηκε ἀπὸ σεισμό. Δὲν ἔμεινε τίποτα ὄρθιο. Ὅ,τι ἔγινε στὴν Κίνα καὶ ὅ,τι θεομηνίες γίνονται ἀλλοῦ, θὰ πάθουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἂν δὲν μετανοήσουμε, κι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε.
«Ὅσοι πιστοί», ἄντρες – γυναῖκες, νὰ μείνουμε κοντὰ στὸ Θεό. Προσευχηθῆτε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, νηστέψετε, παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ σκεπάσῃ τὸν τόπο μας ἀπὸ φοβερὴ καταστροφή. Καὶ ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλων τῶν κομμάτων καὶ τῶν ἀποχρώσεων, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν λατρεύουμε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· ἀμήν.
Ἦρθε δυστυχῶς καὶ στὴν πατρίδα μας τὸ κατηραμένο φροῦτο ποὺ λέγεται αἵρεσις τῶν χιλιαστῶν. Αὐτοὶ βλαστημοῦν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, καταπατοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες, ἀσεβοῦν στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας.
Τί νὰ ποῦμε ὅμως καὶ γιὰ ὡρισμένους λεγομένους χριστιανούς; εἶνε χειρότεροι ἀπ᾽ τοὺς χιλιαστάς. Ἐκεῖνοι καῖνε τὶς εἰκόνες· αὐτοί, οἱ «ὀρθόδοξοι», μικροὶ – μεγάλοι βλαστημοῦν τὴν Παναγία. Καὶ στὸ στρατὸ καὶ στὰ σχολεῖα καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες καὶ στὰ χωράφια καὶ στὰ λιμάνια, παντοῦ, ἀκοῦς νὰ βρίζουν τὸ ὄνομά της. Καὶ κανείς δὲν ἐνοχλεῖται! Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· Νὰ ὑβρίσῃς τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα ποὺ μὲ γέννησαν, σὲ συγχωρῶ· νὰ ὑβρίσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ.
Ἂς τὰ προσέξουμε αὐτά. Τὴν ἁγία αὐτὴ περίοδο ἂς προσπαθήσουμε νὰ καταπολεμήσουμε τὴ βλαστήμια. Νὰ νηστέψουμε μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως. Νὰ προσευχηθοῦμε στὶς παρακλήσεις. Νὰ συγχωρήσουμε καὶ νὰ συγχωρηθοῦμε. Νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας. Ἔτσι, καθαροὶ «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος» (Β΄ Κορ. 7,1), νὰ προσέλθουμε τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς νὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ἔτσι θὰ τιμήσουμε πρεπόντως τὴν Παναγία.
Πηγαίντε στὰ σπίτια σας, κάντε προσευχὴ καὶ παρακαλέστε τὸ Θεό. Εἴμαστε σὲ ἄσχημα χρόνια. Ἀνοῖξτε τὴν Ἀποκάλυψι στὸ 14ο κεφάλαιο, νὰ δῆτε τί γράφει. Τρόμος καὶ φόβος. Θὰ ᾽ρθῇ, λέει, μεγάλη συμφορά. Θὰ στείλῃ ὁ Θεὸς ἀγγέλους. Κι ὅπως στ᾽ ἀμπέλια τρυγοῦν τὰ σταφύλια, ἔτσι τὸ κοφτερὸ δρεπάνι του θὰ κόψῃ τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ τοὺς βάλῃ μέσα στὸ πατητήρι τῆς ὀργῆς του καὶ θὰ τοὺς πατήσῃ. Καὶ θὰ βγῇ τόσο αἷμα, ποὺ θὰ γίνῃ ποτάμι· θὰ κολυμποῦν τὰ ἄλογα, ἡ στάθμη τοῦ αἵματος θὰ φτάσῃ ὣς τὰ χαλινάρια (βλ. Ἀπ. 14,14-20).
Ἔρχεται μεγάλη ὀργή (βλ. Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6). Θὰ δοκιμάσῃ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Θὰ περάσουμε ἀπὸ κόσκινο. Μεγάλες συμφορὲς περιμένουν τὴν ἀνθρωπότητα. Στὴν Κίνα εἶνε ἄθεοι. Δὲν ἔχουμε ἐμεῖς ἀνάγκη ἀπὸ τὸ Θεό, ἔλεγαν. Καὶ μιὰ νύχτα, μιὰ πόλις ἑνὸς ἑκατομμυρίου ἔξω ἀπ᾽ τὴν πρωτεύουσά τους τὸ Πεκῖνο, ἰσοπεδώθηκε ἀπὸ σεισμό. Δὲν ἔμεινε τίποτα ὄρθιο. Ὅ,τι ἔγινε στὴν Κίνα καὶ ὅ,τι θεομηνίες γίνονται ἀλλοῦ, θὰ πάθουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἂν δὲν μετανοήσουμε, κι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε.
«Ὅσοι πιστοί», ἄντρες – γυναῖκες, νὰ μείνουμε κοντὰ στὸ Θεό. Προσευχηθῆτε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, νηστέψετε, παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ σκεπάσῃ τὸν τόπο μας ἀπὸ φοβερὴ καταστροφή. Καὶ ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλων τῶν κομμάτων καὶ τῶν ἀποχρώσεων, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν λατρεύουμε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Περδίκα – Ἑορδαίας τὴν 5-8-1976
http://www.augoustinos-kantiotis.gr
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Περδίκα – Ἑορδαίας τὴν 5-8-1976
http://www.augoustinos-kantiotis.gr