ΓIATI ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ
«Tὸν σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν»
Στὸν αἰῶνα ποὺ ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν θεοποιήσει τὸ χρῆμα. Παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὸ χρῆμα ἔχει ἀξία ὁ χρόνος. Ἀκόμα καὶ ἕνα λεπτό, ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς, ἔχει ἀνυπολόγιστη ἀξία. Διότι μέσα σ᾽ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν θελήσῃ νὰ μετανοήσῃ, μπορεῖ νὰ πῇ τὸ «Ἥμαρτον», «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 15,18· 18,13· 23,42).Ἀλλ᾽ ἐὰν κάθε χρόνος ἔχῃ ἀξία, πολὺ περισσότερο οἱ σαράντα αὐτὲς ἡμέρες, ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εἶνε ἡμέρες νηστείας, προσευχῆς, ἐλεημοσύνης, κατανύξεως, δακρύων, ἀσκήσεως σὲ κάθε ἀρετή. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια τέτοιες μέρες βιολιὰ δὲν ἄκουγες, χοροὶ δὲν γίνονταν, οἱ διασκεδάσεις σταματοῦσαν. Ἦταν ἡμέρες ἅγιες. Ὦ Πόντε καὶ Μικρὰ Ἀσία καὶ Μακεδονία, ποῦ εἶστε;… Τώρα γέμισε ὁ τόπος κέντρα διασκεδάσεως.
Οἱ πιστοὶ λοιπὸν σήμερα, τρίτη (Γ´) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, βρισκόμαστε στὴ μέση τῆς Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ὑψώνεται ὁ τίμιος σταυρός. Γιατί ὑψώνεται ὁ σταυρός; Ὑπάρχει λόγος. Ἡ ζωή μας εἶνε μία ὁδοιπορία, εἴμαστε ὁδοιπόροι. Καὶ ὁ δρόμος τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶνε εὔκολος· εἶνε «τεθλιμμένη ὁδός» (Ματθ. 7,14), Γολγοθᾶς. Ὅπως λοιπὸν ὁ ὁδοιπόρος ἔχει ἀνάγκη ν᾽ ἀναπαυθῇ κι ὅταν δῇ ἕνα δέντρο κάθεται στὴ σκιά του καὶ παίρνει δυνάμεις γιὰ νὰ συνεχίσῃ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, στὴ μέση τῆς Σαρακοστῆς, ἔχουμε ἀνάγκη ἐνισχύσεως καὶ τρέχουμε κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ. Δέντρο εἶνε ὁ σταυρός, ἀντίθετο πρὸς τὸ δέντρο τῆς Ἐδέμ, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο ἔφαγαν οἱ προπάτορές μας καὶ ἔπεσαν, δέντρο εὐσκιόφυλλο καὶ ἀγλαόκαρπο.
Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου! Τί ὕμνους, τί ἐγκώμια νὰ τοῦ ψάλουμε; Ὁ σταυρὸς εἶνε «τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24,30), ἡ ῥομφαία τῆς μάχης, ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, τὸ ἀκατανίκητο ὅπλο, τὸ σάλπισμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ σημαία τοῦ Ἐσταυρωμένου· εἶνε ἡ δροσερὴ ὄασι, εἶνε ἡ ἕδρα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀκούγονται τὰ ὑψηλότερα μαθήματα, εἶνε τὸ στολίδι, ἡ κορώνα, «ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας» (ἐξαπ.). Πτωχὴ ἡ γλῶσσα μας γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὸ μεγαλεῖο του.
Ὁ μεγαλύτερος ὑμνητὴς τοῦ σταυροῦ εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τί εἶπε; Διαβάστε τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή. Ἂς καυχῶνται, λέει, ἄλλοι γιὰ ἄλλα πράγματα· ὁ ἕνας γιὰ τὰ πλούτη του, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ὀμορφιά του, ἄλλος γιὰ τὴ γυναῖκα του, ἄλλος γιὰ τὰ παιδιά του, ἄλλος γιὰ τὰ λεφτά του, ἄλλος γιὰ τὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη του. Ἐγὼ γιὰ ἕνα καυχῶμαι· γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). Ὁ σταυρὸς εἶνε τὸ καύχημά μας. Γιατί ἆραγε τόση τιμὴ στὸ σταυρό;
* * *
Ὁ Χριστός μας ὑπῆρξε ἅγιος, ἀγαπητοί μου. Ἅγιος ὄχι μὲ ἔννοια σχετική, ὅπως τόσοι ἄνθρωποι ποὺ ἁγίασαν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔννοια. Οἱ ἄλλοι εἶνε κλάσμα ἁγιότητος· ἐκεῖνος εἶνε ἡ ἀκεραία μονάς, ἡ πλήρης ἁγιότης. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ἐνῷ καὶ ὁ ἥλιος ἀκόμη ἔχει τὶς κηλῖδες του, ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀκηλίδωτος «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (Χριστούγ.). Αὐτὸ προφήτευαν οἱ προφῆτες, αὐτὸ βεβαιώνουν καὶ οἱ μαθηταί του, ποὺ τὸν ἔζησαν· «Ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,9. Α΄ Πέτρ. 2,22). Αὐτὸ ὁμολογεῖ ὁ Πιλᾶτος ποὺ τὸν ἀνέκρινε· «Οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ» (Λουκ. 23,22· βλ. 23,4,14), εἶνε τελείως ἀθῷος. Αὐτὸ ὁμολογεῖ καὶ ὁ λῃστὴς ἐπάνω στὸ σταυρὸ ποὺ ἐπιτιμοῦσε τὸν ἄλλο λῃστὴ λέγοντας· «Ἡμεῖς… ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε» (ἔ.ἀ. 23,41).
Γιατί λοιπόν, ἀθῷος αὐτός, καταδικάσθηκε στὸν πιὸ ὀδυνηρὸ θάνατο, τὸν σταυρικό; Ποιός ὁ λόγος τοῦ θανάτου Του; Ἀπαντᾷ ὁ Ἠσαΐας· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἠσ. 53,4). Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρὸ εἶνε ὁ ἀντικαταστάτης ὅλων μας. Μὲ ἁπλᾶ λόγια, αὐτὰ ποὺ ἔπαθε ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ τὰ πάθουμε ἐμεῖς. Τὰ δικά μας χέρια, ποὺ κάνουν μύριες ἁμαρτίες, ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν μὲ τὰ μυτερὰ καρφιά, ὄχι τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅπου ἄγγιζε εὐεργετοῦσε. Τὰ δικά μας πόδια, ποὺ τρέχουν στὴν ἁμαρτία, ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν, ὄχι τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅπου πατοῦσε ἔφερνε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς. Ἡ δική μας πλευρά, ποὺ κρύβει μιὰ βρωμερὴ καρδιά, ἔπρεπε νὰ κεντηθῇ μὲ τὴ λόγχη, ὄχι ἡ πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκάλυπτε τὴν πιὸ ἁγία καρδία. Ἡ δική μας γλῶσσα, ποὺ «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει», ἔπρεπε νὰ ποτισθῇ μὲ ξίδι καὶ χολή, ὄχι ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κάθε λόγος του εἰρήνευε τὶς ψυχές. Καὶ ἡ δική μας κεφαλή, ποὺ κρύβει μία πονηρὴ διάνοια, θὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανθῇ τὶς αἰχμὲς τοῦ ἀγκάθινου στεφάνου, ὄχι ἡ ἀκήρατος κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ.
Φανταστῆτε μιὰ τεράστια ζυγαριὰ μὲ δύο δίσκους, ποὺ νὰ κρέμεται ἀπὸ τὰ ἄστρα. Καὶ στὸν ἕνα δίσκο της ἂς βάλουμε τὰ ἁμαρτήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων· τοῦ Ἀδάμ, τῆς Εὔας, τοῦ Κάϊν, ὅλων τῶν θνητῶν ἀπὸ τὸν πρῶτο μέχρι τὸν τελευταῖο· τὰ ἁμαρτήματα τὰ δικά μου, τὰ δικά σας, τῶν γονέων, παιδιῶν, συζύγων, τῶν πλουσίων, τῶν φτωχῶν, τῶν ἀρχόντων, τῶν κληρικῶν, τὰ ἁμαρτήματα ὅλων. Τί θὰ γίνῃ; Ἀπὸ τὸν ὄγκο ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνῃ πρὸς τὰ ᾽κεῖ. Διότι κάθε ἁμαρτία εἶνε ἕνα βάρος, Ὄλυμπος, Ἱμαλάια. Τὸ εἶπε ὁ Δαυΐδ· «Αἱ ἀνομίαι μου …ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾽ ἐμέ» (Ψαλμ. 37,5).
Βάρος! Ποιός θὰ σηκώσῃ τὸ βάρος αὐτό, ποιός θὰ ἐξαλείψῃ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας; Ἑκατὸ χρόνια νὰ ἀσκητεύῃς στὸ Ἅγιο Ὄρος, δὲν μπορεῖς μὲ τὰ ἔργα σου νὰ ἐξαλείψῃς οὔτε τὴν πιὸ μικρή σου ἁμαρτία. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Δὲ θὰ σωθοῦμε μὲ τὰ ἔργα μας· «ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ» (῾Ρωμ. 3,20). Πῶς λοιπὸν θὰ σωθοῦμε; πῶς ἡ ζυγαριὰ θὰ ἰσοσταθμήσῃ; Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ξαφνικὰ ἐπάνω στὸν ἄλλο δίσκο πέφτει – τί; μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Καὶ αὐτὴ κάνει τὴν πλάστιγγα νὰ γείρῃ πρὸς τὸ μέρος της! τόση βαρύτητα ἔχει. Ἔτσι σῴζεται ὁ ἄνθρωπος. Ἐὰν μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς νὰ σταυρωθῇ.
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὁ σταυρὸς εἶνε ἄξιος ἀγάπης, τιμῆς καὶ προσκυνήσεως.
Γιατί λοιπόν, ἀθῷος αὐτός, καταδικάσθηκε στὸν πιὸ ὀδυνηρὸ θάνατο, τὸν σταυρικό; Ποιός ὁ λόγος τοῦ θανάτου Του; Ἀπαντᾷ ὁ Ἠσαΐας· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἠσ. 53,4). Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρὸ εἶνε ὁ ἀντικαταστάτης ὅλων μας. Μὲ ἁπλᾶ λόγια, αὐτὰ ποὺ ἔπαθε ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ τὰ πάθουμε ἐμεῖς. Τὰ δικά μας χέρια, ποὺ κάνουν μύριες ἁμαρτίες, ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν μὲ τὰ μυτερὰ καρφιά, ὄχι τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅπου ἄγγιζε εὐεργετοῦσε. Τὰ δικά μας πόδια, ποὺ τρέχουν στὴν ἁμαρτία, ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν, ὄχι τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅπου πατοῦσε ἔφερνε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς. Ἡ δική μας πλευρά, ποὺ κρύβει μιὰ βρωμερὴ καρδιά, ἔπρεπε νὰ κεντηθῇ μὲ τὴ λόγχη, ὄχι ἡ πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκάλυπτε τὴν πιὸ ἁγία καρδία. Ἡ δική μας γλῶσσα, ποὺ «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει», ἔπρεπε νὰ ποτισθῇ μὲ ξίδι καὶ χολή, ὄχι ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κάθε λόγος του εἰρήνευε τὶς ψυχές. Καὶ ἡ δική μας κεφαλή, ποὺ κρύβει μία πονηρὴ διάνοια, θὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανθῇ τὶς αἰχμὲς τοῦ ἀγκάθινου στεφάνου, ὄχι ἡ ἀκήρατος κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ.
Φανταστῆτε μιὰ τεράστια ζυγαριὰ μὲ δύο δίσκους, ποὺ νὰ κρέμεται ἀπὸ τὰ ἄστρα. Καὶ στὸν ἕνα δίσκο της ἂς βάλουμε τὰ ἁμαρτήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων· τοῦ Ἀδάμ, τῆς Εὔας, τοῦ Κάϊν, ὅλων τῶν θνητῶν ἀπὸ τὸν πρῶτο μέχρι τὸν τελευταῖο· τὰ ἁμαρτήματα τὰ δικά μου, τὰ δικά σας, τῶν γονέων, παιδιῶν, συζύγων, τῶν πλουσίων, τῶν φτωχῶν, τῶν ἀρχόντων, τῶν κληρικῶν, τὰ ἁμαρτήματα ὅλων. Τί θὰ γίνῃ; Ἀπὸ τὸν ὄγκο ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνῃ πρὸς τὰ ᾽κεῖ. Διότι κάθε ἁμαρτία εἶνε ἕνα βάρος, Ὄλυμπος, Ἱμαλάια. Τὸ εἶπε ὁ Δαυΐδ· «Αἱ ἀνομίαι μου …ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾽ ἐμέ» (Ψαλμ. 37,5).
Βάρος! Ποιός θὰ σηκώσῃ τὸ βάρος αὐτό, ποιός θὰ ἐξαλείψῃ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας; Ἑκατὸ χρόνια νὰ ἀσκητεύῃς στὸ Ἅγιο Ὄρος, δὲν μπορεῖς μὲ τὰ ἔργα σου νὰ ἐξαλείψῃς οὔτε τὴν πιὸ μικρή σου ἁμαρτία. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Δὲ θὰ σωθοῦμε μὲ τὰ ἔργα μας· «ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ» (῾Ρωμ. 3,20). Πῶς λοιπὸν θὰ σωθοῦμε; πῶς ἡ ζυγαριὰ θὰ ἰσοσταθμήσῃ; Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ξαφνικὰ ἐπάνω στὸν ἄλλο δίσκο πέφτει – τί; μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Καὶ αὐτὴ κάνει τὴν πλάστιγγα νὰ γείρῃ πρὸς τὸ μέρος της! τόση βαρύτητα ἔχει. Ἔτσι σῴζεται ὁ ἄνθρωπος. Ἐὰν μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς νὰ σταυρωθῇ.
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὁ σταυρὸς εἶνε ἄξιος ἀγάπης, τιμῆς καὶ προσκυνήσεως.
* * *
Ἀγαποῦν πράγματι τὸ σταυρὸ οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου; Ὄχι δυστυχῶς. Ἀμφιβάλλω ἐὰν μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕνας τὸν ἀγαπάει. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε λ.χ. οἱ χιλιασταί· τὸν μισοῦν ὅπως καὶ τὶς εἰκόνες, δὲν μποροῦν νὰ τὸν ἀντικρύσουν. Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι. Στὴν Ἀλβανία ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὰ νεκροταφεῖα ὄργανα τοῦ Ἐμβὲρ Χότζα ξερρίζωναν τοὺς σταυρούς. Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε οἱ ἀλλόθρησκοι. Στὴν Κύπρο στρατιῶτες τοῦ Ἀττίλα ἔσπαζαν σταυρούς. Καὶ γενικὰ ὅπου βασιλεύει τὸ ἰσλάμ, ὁ σταυρὸς ἀπαγορεύεται. Ὅπως τότε οἱ Ἑβραῖοι, ἔτσι σήμερα αὐτοὶ μισοῦν καὶ διώκουν τὸ σταυρό.
Μὰ καλὰ οἱ χιλιασταί, οἱ ἄθεοι, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἡμισελήνου· ὑπάρχουν ὅμως ―ἀλλοίμονο― καὶ κάποιοι λεγόμενοι χριστιανοὶ ποὺ εἶνε ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Συχνὰ ἀκούγονται ἔξω κάποια ἀπύλωτα στόματα ποὺ βλαστημοῦν τὸ σταυρό. Οἱ Ἑβραῖοι ἔρριξαν τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ στὰ κόπρια, καὶ οἱ βλάστημοι ἀνοίγουν τὰ στόματά τους καὶ τὸν ῥίχνουν ὄχι μέσα στὰ ἄνθη, ὅπως κάνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ μέσ᾽ στὸ βόρβορο καὶ στὴν ἀκαθαρσία. Ἀλλὰ «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰωάν. 19,36).
Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ ἀκόμη εἶνε – ποιοί; Καὶ ὅλοι ἐμεῖς. ―Ἐμεῖς; θὰ πῆτε· μὰ πῶς;… Προσέξατε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Ὅπως ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸ σταυρό του, ἔτσι καλεῖ κ᾽ ἐμᾶς νὰ σηκώσουμε καθένας τὸ δικό του σταυρό. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μᾶρκ. 8,34). Ποιός εἶνε ὁ σταυρός; γιὰ ἄλλον εἶνε ἡ φτώχεια καὶ δυστυχία, γιὰ ἄλλον ἡ ἀρρώστια, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφάνια, ὁ θάνατος, τὸ πένθος, ἡ συκοφαντία… Σταυροὶ εἶνε ὅλα αὐτά, ποὺ πρέπει νὰ τοὺς σηκώσουμε χωρὶς γογγυσμό. Ἂν γογγύσουμε, ῥίχνουμε ἀπὸ τὸν ὦμο τὸ σταυρό μας. Ὁ σταυρὸς ποὺ σηκώνεις εἶνε πολὺ μικρὸς καὶ ἐλαφρός, μπροστὰ στὸ σταυρὸ ποὺ σήκωσε ὁ Χριστός μας καὶ οἱ μάρτυρες τῆς πίστεώς μας.
Ὄχι λοιπὸν ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ τιμὴ στὸ σταυρό. Ὁ σταυρός, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο σύμβολο, νὰ συνοδεύῃ παντοῦ καὶ πάντα τὴ ζωή μας. Ὅλα ν᾽ ἀρχίζουν καὶ νὰ τελειώνουν μὲ τὸ σταυρό. Καὶ νὰ τὸν σημειώνουμε ἐπάνω μας κανονικά, ὄχι νὰ ντρεπώμαστε.
Εἴθε ν᾽ ἀγαπήσουμε τὸ σταυρό, νὰ ἀφοσιωθοῦμε στὸ σταυρό, ν᾽ ἀναπαυθοῦμε κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρό· κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας, νὰ κλείσουμε τὰ μάτια μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ λέγοντας «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Μὰ καλὰ οἱ χιλιασταί, οἱ ἄθεοι, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἡμισελήνου· ὑπάρχουν ὅμως ―ἀλλοίμονο― καὶ κάποιοι λεγόμενοι χριστιανοὶ ποὺ εἶνε ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Συχνὰ ἀκούγονται ἔξω κάποια ἀπύλωτα στόματα ποὺ βλαστημοῦν τὸ σταυρό. Οἱ Ἑβραῖοι ἔρριξαν τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ στὰ κόπρια, καὶ οἱ βλάστημοι ἀνοίγουν τὰ στόματά τους καὶ τὸν ῥίχνουν ὄχι μέσα στὰ ἄνθη, ὅπως κάνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ μέσ᾽ στὸ βόρβορο καὶ στὴν ἀκαθαρσία. Ἀλλὰ «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰωάν. 19,36).
Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ ἀκόμη εἶνε – ποιοί; Καὶ ὅλοι ἐμεῖς. ―Ἐμεῖς; θὰ πῆτε· μὰ πῶς;… Προσέξατε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Ὅπως ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸ σταυρό του, ἔτσι καλεῖ κ᾽ ἐμᾶς νὰ σηκώσουμε καθένας τὸ δικό του σταυρό. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μᾶρκ. 8,34). Ποιός εἶνε ὁ σταυρός; γιὰ ἄλλον εἶνε ἡ φτώχεια καὶ δυστυχία, γιὰ ἄλλον ἡ ἀρρώστια, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφάνια, ὁ θάνατος, τὸ πένθος, ἡ συκοφαντία… Σταυροὶ εἶνε ὅλα αὐτά, ποὺ πρέπει νὰ τοὺς σηκώσουμε χωρὶς γογγυσμό. Ἂν γογγύσουμε, ῥίχνουμε ἀπὸ τὸν ὦμο τὸ σταυρό μας. Ὁ σταυρὸς ποὺ σηκώνεις εἶνε πολὺ μικρὸς καὶ ἐλαφρός, μπροστὰ στὸ σταυρὸ ποὺ σήκωσε ὁ Χριστός μας καὶ οἱ μάρτυρες τῆς πίστεώς μας.
Ὄχι λοιπὸν ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ τιμὴ στὸ σταυρό. Ὁ σταυρός, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο σύμβολο, νὰ συνοδεύῃ παντοῦ καὶ πάντα τὴ ζωή μας. Ὅλα ν᾽ ἀρχίζουν καὶ νὰ τελειώνουν μὲ τὸ σταυρό. Καὶ νὰ τὸν σημειώνουμε ἐπάνω μας κανονικά, ὄχι νὰ ντρεπώμαστε.
Εἴθε ν᾽ ἀγαπήσουμε τὸ σταυρό, νὰ ἀφοσιωθοῦμε στὸ σταυρό, ν᾽ ἀναπαυθοῦμε κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρό· κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας, νὰ κλείσουμε τὰ μάτια μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ λέγοντας «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 17-3-1985 πρωί)