Τὸ Ἀντίδωρο καθιερώθηκε ἀρκετὰ νωρὶς στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία
γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν θὰ ἔπαιρναν μέρος στὴν Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ δὲν
θὰ μετελάμβαναν τοῦ Παναγίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ μὴν
φύγουν ἀπὸ τὸν Ναὸ χωρὶς καμία εὐλογία. Σήμερα βλέπουμε νὰ παίρνουν
ἀντίδωρο καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κοινώνησαν καὶ πρόκειται μᾶλλον γιὰ πλεονασμό.
Τοὺς δίδεται ὅμως
ὥστε νὰ «ξεπλύνουν» τὸ στόμα τους ἀπὸ τοὺς μαργαρίτες,
γιὰ τὴν τελεία δηλαδὴ κατάποση τῆς Θείας Κοινωνίας.Πρέπει νὰ σημειωθεῖ καὶ ἰδιαιτέρως νὰ τονισθεῖ ὅτι τυγχάνει ἀδιανόητο γιὰ τοὺς πρώτους χριστιανοὺς νὰ παρίστανται στὴν Θεία Λειτουργία καὶ νὰ μὴν κοινωνοῦν.
Σύμφωνα μὲ τοὺς 8ο καὶ 69ο κανόνες τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ἀφορίζονται οἱ χριστιανοὶ ποὺ δὲν παραμένουν μέχρι τέλους τῆς Θείας Λειτουργίας ἢ ποὺ δὲν κοινωνοῦν.
Γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ ποινὴ κατὰ τῶν μὴ κοινωνούντων ἡ Ἐκκλησία καθιερώνει τὸ ἀντίδωρο:
«ὥστε καρτερεῖν ἐξ ἀνάγκης καὶ αὐτοὺς τοὺς μὴ δυναμένους μεταλαβεῖν τῶν ἀχράντων μυστηρίων μέχρι τῆς εὐχῆς τῆς ἀπολύσεως, ἵνα λάβωσιν ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερατεύσαντος τὴν εὐλογίαν τοῦ ἡγιασμένου κλάσματος (ἀντίδωρο)».
Καὶ τί εἶναι τὸ ἀντίδωρο;
Κατὰ τὸν μέγα λειτουργιολόγο μας Ἅγ. Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης (15ο αἰ.)
«(τό ἀντίδωρον) ἡγιασμένος ἐστίν ἄρτος ἐν τῇ προθέσει προσενεχθείς, ἐξ οὗ τό μεσαίτατον ἐκβληθέν καί ἱερουργηθῆναι προσενεχθέν, οὗτος ὕστερον, ὡς καί τῇ λόγχῃ σφραγισθείς καί θεῖα δεξάμενος ῥήματα, ἀντί τῶν δώρων, τῶν φρικτῶν δηλαδή μυστηρίων, τοῖς μή μετασχοῦσι τούτων παρέχεται».
Τὸ ἀντίδωρο λοιπὸν εἶναι τὰ περισσεύματα τοῦ προσφόρου ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξήχθη ὁ Ἀμνός, τὸ κομμάτι δηλαδὴ τοῦ προσφόρου μὲ τὸ ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ, τὸ ὁποῖο μετεβλήθη κατὰ τὴν Ἀναφορὰ τῆς Θείας Λειτουργίας σὲ Σῶμα Χριστοῦ.
Αὐτὸ τὸ πρόσφορο κατὰ τοὺς Πατέρες καὶ ἑρμηνευτὲς συμβολίζει τὸ παρθενικὸ σῶμα τῆς Παναγίας μας ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε ὁ ἐνσαρκωθεὶς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ·
«τί δ’ ἄλλο ἐστί τό λειπόμενον ἤ ὁ τοῦ παρθενικοῦ σώματος μερισμός τῆς εὐλογίας καί προσφορᾶς;» (Θεόδωρος Ἀνδίδων).
Αὐτὸς ὁ ἄρτος (τὸ πρόσφορο) προσήχθη στὰ ἅγια, ὅπως ἡ Παναγία μας τριετίζουσα προσεφέρθη στὸ Ναό, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀπεκόπη ὁ ἀμνός, ὅπως ἀπὸ ἐκείνην γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Ἐπειδὴ ὅμως συνήθως δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ τὸ πρόσφορο εὐλογεῖται διὰ τῆς ὑψώσεως καὶ ἄλλος ἄρτος κατὰ τὸν θεομητορικὸ ὕμνο, ποὺ παρεμβάλλεται στὴν Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ τὸ «Ἄξιόν ἐστι».
Σὲ καμία περίπτωση ὅμως τὸ ἀντίδωρο δὲν θεωρεῖται ἰσότιμο καὶ ἰσάξιο μὲ τὴν Θεία Κοινωνία. Εἶναι μιὰ εὐλογία ἐξ ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς πιστούς· «εὐλογία Κυρίου καί ἔλεος ἔλθοι ἐπί σε» εὔχεται ὁ Ἱερέας στὸν πιστὸ δίδοντάς του τὸ ἀντίδωρο. Γι’ αὐτὸ καὶ κανένας πιστὸς δὲν πρέπει νὰ φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Εὐχαριστίας χωρὶς νὰ πάρει τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ λειτουργοῦ Ἱερέως.
Εἶναι κακὴ ἡ συνήθεια νὰ διανέμεται τὸ ἀντίδωρο στὸ παγκάρι ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, ποὺ εἶναι λαϊκοί, εἴτε νὰ λαμβάνεται δι’ αὐτοεξυπηρετήσεως ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς πιστούς. Παίρνοντας κανεὶς τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ παγκάρι στερεῖται τῆς εὐκαιρίας νὰ λάβει τὴν εὐλογία τοῦ λειτουργοῦ Ἱερέως φιλῶντάς του τὸ χέρι.
Γράφει ὁ Ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας, σπουδαῖος ἑρμηνευτὴς τῆς Θείας Λειτουργίας:
«οἱ δὲ (πιστοὶ) σὺν εὐλαβείᾳ πάσῃ δέχονται (τὸ Ἀντίδωρο) καὶ καταφιλοῦν τὴν δεξιάν, ὡς ἂν προσφάτως ἁψαμένην τοῦ Παναγίου Σώματος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τὸν ἐκεῖθεν ἁγιασμὸν καὶ δεξαμένην καὶ μεταδοῦναι τοῖς ψαύουσι δυναμένην».
Ἡ σωστὴ λοιπὸν τάξη τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι νὰ περνοῦν μὲ τὴ σειρὰ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν λειτουργήσαντα Ἱερέα καὶ ἔχοντας τὶς δύο παλάμες των ἀνοικτὲς σὲ σχῆμα σταυροῦ, ἀσπαζόμενοι τὸ χέρι του νὰ παίρνουν τὸ ἀντίδωρο. Μερικοὶ βεβαίως πιστοὶ δὲν ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀσπάζονται τὸ χέρι τοῦ Ἱερέως των παίρνοντας τὸ ἀντίδωρο.
Κάνουν λάθος καὶ μάλιστα σοβαρὸ διότι τὸ χέρι ἐκεῖνο πρὶν λίγο ἔψαυσε τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, Τὸν τεμάχισε κ.λπ..
Εὐλαβὴς εἶναι καὶ ἡ συνήθεια ὁρισμένων χριστιανῶν νὰ παίρνουν ἀντίδωρο μαζί τους ὥστε νὰ τὸ τρώγουν τὶς ἡμέρες ποὺ δὲν θὰ ἐκκλησιασθοῦν, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ εὐλάβεια –κυρίως τῶν μεγαλυτέρων– νὰ προσέχουν ὥστε νὰ μὴν πέσει κάτω καὶ πατηθεῖ οὔτε ἕνα μικρὸ ψίχουλό του, ἀφοῦ συμβολίζει τὴν Παναγία μας, ἔχει δὲ εὐλογηθεῖ ἰδιαιτέρως. Πάντως τὸ ἀντίδωρο τρώγεται ἀπαραιτήτως ἀπὸ νηστικοὺς καὶ δὲν συνοδεύει γιὰ παράδειγμα τὸν καφὲ ἢ τὸ φαγητό μας.
Εἶναι κρίμα δὲ νὰ φεύγουν κάποιοι ἀπὸ τὸ Ναὸ χωρὶς οὔτε καὶ αὐτὴν τὴν εὐλογία τοῦ ἀντιδώρου καὶ τοῦ ἀσπασμοῦ τῶν χειρῶν τοῦ λειτουργήσαντος Ἱερέως, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν τέλεση τῶν Μνημοσύνων ἢ τὸ προχωρημένο τῆς ὥρας καὶ τὴν πληθώρα τοῦ κόσμου.
Δυστυχῶς μόνον στὸν ἐκκλησιασμὸ μᾶς πιάνουν βιασύνες καὶ δὲν διαθέτουμε 10-15 λεπτὰ παραπάνω ποὺ θὰ διαρκέσει ἴσως ἡ τελετὴ τοῦ Μνημοσύνου μαζὶ καὶ ἡ διανομὴ τοῦ ἀντιδώρου.
Ἡ τάξη λοιπὸν καὶ ἡ εὐπρέπεια πρέπει νὰ χαρακτηρίζει πρωτίστως τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ὀφείλουν καὶ νὰ ὀρθοπρακτοῦν!