Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (Ἰωάν. 9,1-38)
ΘΑ μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου. Καὶ παρακαλῶ κάντε λίγη ὑπομονὴ ν’ ἀκούσετε λόγια κάποιου ποὺ μιλάει ἀπὸ πίστι στὸ Χριστό. Ἐὰν δὲν πίστευα, δὲν θὰ μιλοῦσα.
Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου, θὰ βρῇς πολλοὺς πόθους, ἐπιθυμίες, ὄνειρα. Ἡ πιὸ ζωηρὰ ἐπιθυμία ποιά εἶνε· ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ζῇ εὐτυχής, ἐπιθυμεῖ τὴν εὐτυχία. Ὅλοι κυνηγοῦμε τὴν εὐτυχία. Ἀλλὰ ποῦ εἶνε ἡ εὐτυχία;
Ποιός εἶνε ὁ εὐτυχὴς ἄνθρωπος; Ἐδῶ διαφέρουν οἱ γνῶμες. Μήπως εἶνε εὐτυχὴς αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξουσία, ἢ ὁ δυνατὸς ποὺ τὸν φοβοῦνται ὅλοι, ἢ ὁ πλούσιος μὲ τὶς λίρες καὶ τὰ βαπόρια, ἢ αὐτὸς ποὺ πέφτει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις;
Δυστυχισμένε κόσμε, ποὺ τρέχεις νὰ σβήσῃς τὴ δίψα σου στὰ βαλτόνερα αὐτά, θέλεις τὴν εὐτυχία; Θὰ σοῦ τὸ πῶ, ἀλλ’ ὑπάρχουν αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσουν; Παλαιότερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀποτέλεσμα. Τώρα;… Ἂν θέλῃς λοιπόν, ἄκουσε τί συνιστᾷ ἡ Ἐκκλησία.
Θὰ σᾶς δώσω μιὰ συνταγή, καὶ ἂν τὴν ἐκτελέσετε θὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Ἡ συνταγὴ εἶνε σὲ μιὰ λέξι τοῦ εὐαγγελίου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Δὲ θὰ σᾶς τὴν πῶ· εἶστε ἔξυπνοι. Σᾶς τὸ ἀναθέτω, ὡς μία μικρὰ πνευματικὴ ἄσκησι, ὅταν γυρίσετε στὸ σπίτι, ἀντὶ κοσμικὰ περιοδικά, διαβάστε ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 9,1-38) νὰ βρῆτε τὴ λέξι αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συνταγὴ τῆς εὐτυχίας.
* * *
Ἔρχομαι τώρα στὸ θέμα μας, στὸ ἐρώτημα «ποιός εἶνε εὐτυχής;». Ἡ ἀπάντησις εἶνε· εὐτυχὴς εἶνε …ὁ τυφλός! Ὁ τυφλὸς εὐτυχής; θὰ ρωτήσετε. Δὲ λέω, ἀγαπητοί μου, ὅτι κάθε τυφλὸς εἶνε εὐτυχής· ἀλλὰ λέω, ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ τὸν τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ τοῦ ἀφιερώνει μία Κυριακή· σήμερα εἶνε Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν εἶνε ὁ εὐτυχέστερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Γιατί; Γιὰ τρεῖς λόγους.
1. Ὁ πρῶτος λόγος· διότι βγῆκε ἀπ’ τὸ σκοτάδι. Ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, εἶχε στερηθῆ χρόνια τὸ φῶς, ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ εἶδε. Σκεφτῆτε το αὐτό. Ἐμεῖς ἀνοίγουμε τὰ μάτια μας χιλιάδες φορές, διαρκῶς, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε. Αὐτὸς τὴ στιγμὴ ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὸ σκοτάδι φαντάζεστε τί ἔνιωσε; Θὰ θαύμασε καὶ θὰ εἶπε «Δόξα σοι, ὁ Θεός!».
Σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο εἶχα διαβάσει τὸ ἑξῆς. Κάποιος βασιλιᾶς ἤθελε ὁ διάδοχός του νὰ γίνῃ ἄξιος κυβερνήτης, νὰ γνωρίζῃ πρόσωπα καὶ πράγματα καὶ νὰ τὰ ἐκτιμᾷ σωστά.
Δὲν τὸν ἄφησε λοιπὸν στὸ παλάτι, οὔτε τοῦ ἐπέτρεψε νὰ διασκεδάζῃ μὲ διεφθαρμένα γύναια φορτωμένος γαλόνια καὶ παράσημα. Ἦταν βασιλιᾶς τοῦ παλιοῦ καιροῦ, κ’ ἤθελε νὰ παιδαγωγήσῃ τὸ παιδί του σωστά· κ’ ἕνα ποτήρι νερὸ ἂν πίνῃ, νὰ εὐχαριστῇ τὸ Θεό· κ’ ἕνα λουλούδι ἂν κόβῃ, νὰ θαυμάζῃ τὸν Πλάστη. Γι’ αὐτὸ τί ἔκανε. Μόλις γεννήθηκε, τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε σὲ μιὰ σπηλιά, ὅπου δὲν ἔφτανε ἀκτίνα ἡλίου.
Μὴ ῥωτᾶτε πῶς ἔζησε τὸ παιδὶ ἐκεῖ, εἶνε ἱστορία μεγάλη· ὅποιος ἐνδιαφέρεται νὰ μάθῃ, ἂς διαβάσῃ τὸ βιβλίο μας Ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης (Ἀθῆναι 1912). Ἕνα μόνο σᾶς λέω· ὅτι μέσα στὴ σπηλιὰ ὁ διάδοχος ἔμεινε δέκα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε τίποτε ἀπολύτως.
Ὅταν ἔγινε δέκα χρονῶν, ὁ βασιλιᾶς διέταξε καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω. Τότε θάμπωσαν τὰ μάτια του καὶ συνεχῶς ρωτοῦσε γιὰ τὸ κάθε τί· «Πατέρα, τί εἶν’ αὐτό;». Ἔβλεπε τὸν ἥλιο, «ποιός τὸν ἔκανε;». Εἶδε τὴ θάλασσα, «ποιός τὴν ἔκανε;». Ἔβλεπε τὰ δέντρα ν’ ἀνθίζουν, τὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν καὶ νὰ κελαηδοῦν, τ’ ἀρνάκια νὰ βόσκουν, ἔβλεπε… Καὶ συνεχῶς ρωτοῦσε «Ποιός τά ’κανε ὅλ’ αὐτά;»· καὶ δὲν ἔπαυε νὰ δοξάζῃ τὸ Θεὸ γι’ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· σὰ νὰ βγῆκε μέσα ἀπὸ μιὰ σπηλιά, ποὺ ἦταν ὄχι δέκα ἀλλὰ περισσότερα χρόνια κλεισμένος, ὅταν εἶδε ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς δημιουργίας, μέσα ἀπ’ τὴν καρδιά του βγῆκε φωνὴ ἐκπλήξεως, θαυμασμοῦ καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸ Θεό.
Ἐμεῖς, δυστυχῶς, ἀνοίγουμε τὰ μάτια μας καὶ βλέπουμε ὅλα τὰ ἄσχημα. Γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους. Στὴ ζούγκλα οἱ ἰθαγενεῖς περιμένουν νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, καὶ μόλις ἀνατείλῃ πέφτουν κάτω καὶ προσκυνοῦν εὐχαριστώντας.
Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε καὶ μάτια δὲν ἔχουμε, αὐτιὰ ἔχουμε καὶ αὐτιὰ δὲν ἔχουμε, καρδιὰ ἔχουμε καὶ καρδιὰ δὲν ἔχουμε. Μᾶς τύφλωσε ἡ ἁμαρτία· εἴμεθα σὰν τυφλοὶ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ πανόραμα τοῦ κόσμου τούτου δὲν βλέπουμε. Γιατὶ ἐγώ, ἀδέρφια μου, δὲν ξέρω ἄλλο κινηματογράφο. Ἕνα κινηματογράφο καὶ ἕνα θέατρο ξέρω, ποὺ ἔχει τέτοια θεάματα καὶ τέτοια μεγαλεῖα καὶ τέτοια λαμπρὰ δημιουργήματα, ποὺ δὲν τελειώνουν, καὶ τὸ εἰσιτήριό του εἶνε δωρεάν. Ἀνέβα πάνω σ᾿ ἕνα βουναλάκι καὶ ἅπλωσε τὸ μάτι σου νὰ δῇς τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ.
Ἄνοιξε τὰ μάτια του, λοιπόν, ὁ τυφλὸς καὶ εἶδε ὅλα αὐτὰ τὰ λαμπρὰ πράγματα, καὶ δόξασε τὸ Θεό.
2. Εἶνε εὐτυχὴς εἴπαμε, διότι εἶδε τὸν ὄμορφο κόσμο, καὶ δόξασε τὸ Θεό. Εὐτυχὴς ἀκόμα καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Τὴν ἡμέρα ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια του ὁ τυφλὸς εἶδε πολλὰ ὡραῖα πράγματα.
Ὄμορφος εἶνε ὁ ἥλιος πρωὶ – πρωὶ σὰν βγαίνῃ μὲ τὴν ἀνατολή, ὄμορφη εἶνε ἡ θάλασσα ἡ γαλανὴ ποὺ ἀφρίζει, ὄμορφα τὰ λιβάδια τὰ καταπράσινα, ὄμορφα τὰ λουλούδια μὲ μύρια χρώματα, ὄμορφα τὰ δέντρα, ὄμορφα τ’ ἀρνάκια, ὄμορφα τὰ παιδάκια τὰ μικρὰ ποὺ εἶνε χαριτωμένα σὰν ἄγγελοι – ἀπὸ τὰ ὡραιότερα πράγματα τοῦ κόσμου εἶνε τὸ ἀθῷο παιδί. Πολλὰ εἶνε ὄμορφα στὸν κόσμο. Δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ ὀμορφότερο ποὺ εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἐκεῖνο ποὺ ἔλαμπε παραπάνω κι ἀπ’ τὸν ἥλιο, ποιό εἶνε;
Εἶδε τὸ Χριστό. Τὴν ἴδια ἡμέρα ἀξιώθηκε νὰ δῇ – ποιόν; Τὸν ποιητὴ καὶ δημιουργό του, τον ἰατρὸ καὶ φωτοδότη του! Πότε τὸν εἶδε; Ὄχι ἀμέσως μόλις θεραπεύθηκε, ἀλλ’ ἀφοῦ τὸν ὡμολόγησε μὲ παρρησία ἐμπρὸς στοὺς ἐχθρούς του.
Γιατὶ ὁ Χριστός μας ὅταν τὸν ἔκανε καλὰ ἐξαφανίστηκε, ὅπως εἶχε κάνει ἐνωρίτερα καὶ μὲ τὸν παράλυτο (βλ. Ἰωάν. 5,13). Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ φαρισαῖοι τὸν ταλαιπώρησαν τὸν ἰαθέντα μὲ τὶς ἀνακρίσεις τους καὶ τὸν πέταξαν ἔξω ἐξ αἰτίας τῆς ὁμολογίας του, τότε τὸν βρίσκει πάλι ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέει· —Ἐσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; —Μὰ ποιός εἶνε, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν; —Ἐκεῖνος ποὺ καὶ τὸν εἶδες καὶ κουβεντιάζει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶνε. —Ἐσὺ εἶσαι, Κύριε; λέει. Πιστεύω! καὶ πέφτει καὶ τὸν προσκυνάει.
3. Εὐτυχὴς λοιπὸν ὁ τυφλὸς γιατὶ ἀπέκτησε μάτια καὶ εἶδε τὸν ὄμορφο κόσμο, εὐτυχὴς ἀκόμη περισσότερο γιατὶ εἶδε τὸ Χριστό, ἀλλὰ εὐτυχὴς κυρίως γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σωματικὰ ἀπέκτησε καὶ μάτια πνευματικά.
Κάποιος, ποὺ ἔζησε γύρω στὸ 200 μ.Χ., ἦταν τυφλὸς καὶ αὐτός. Τὸν εἶχε φωτίσει ὅμως ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαιναν λόγια σοφά. Τὸ ὄνομά του ἦταν Δίδυμος. Πήγαιναν κοντά του ἀκόμα καὶ διδάσκαλοι καὶ διδάσκονταν. Μιὰ μέρα κατέβηκε ἀπὸ τὴν ἔρημο ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τοῦ λέει· «Δίδυμε, σὲ μακαρίζω· γιατί, ἐνῷ δὲν ἔχεις μάτια φυσικά, ἔχεις ἄλλα ἀνώτερα μάτια, μὲ τὰ ὁποῖα βλέπεις πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι».
Τὰ μάτια αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς εἶνε φυσικά. Τέτοια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, μικρὰ καὶ μεγάλα. Καὶ αὐτὰ βεβαίως τὰ μάτια εἶνε ἀξιοθαύμαστα· φτάνει ἕνα μάτι ν᾿ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶνε ὅμως μικρὰ μπροστὰ στὰ πνευματικὰ μάτια. Φυσικὰ μάτια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα· τὰ ἔντομα, τὰ κοράκια, οἱ ἀλεποῦδες, οἱ λύκοι, οἱ ἀετοί.
* * *
Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, μάτια πνευματικά, μάτια ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι, μάτια ἁγίας Βαρβάρας, ἁγίου Νικολάου, μάτια εὐλογημένα ποὺ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Διότι τὰ μάτια σήμερα ἔγιναν μάτια διαβολικά.
Δὲν σοῦ τά ’δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ τὰ καρφώνῃς στὶς ὀθόνες μὲ τὰ αἴσχη, καὶ τὸ βράδυ νά ᾿χῃς κόλασι μέσα σου. Σοῦ τά ᾿δωσε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό· γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματά του καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς, νὰ βλέπῃς τὶς εἰκόνες στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ τὶς προσκυνᾷς, νὰ βλέπῃς ἁγίους ἀγγέλους. Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας. Ἂν ρωτήσετε τὴν παλαιὰ γενεά, ἐκεῖνοι βλέπανε ἁγίους. Τώρα;…
Τί θὰ δοῦμε στὸν ἄλλο κόσμο! Μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ κάλλη πόσο ἄθλια εἶνε τὰ θεάματα τοῦ κόσμου τούτου! Τότε θὰ δοῦμε, ὅτι ἄξιζε νὰ στερηθοῦμε τὰ ἄθλια αὐτὰ θεάματα γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουμε ἐκεῖνα. Θὰ λές· Προτιμότερο νά ᾿μουν τυφλὸς στὴ γῆ, νὰ μὴν εἶχα μάτια…
Δὲν σοῦ τά ’δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ τὰ καρφώνῃς στὶς ὀθόνες μὲ τὰ αἴσχη, καὶ τὸ βράδυ νά ᾿χῃς κόλασι μέσα σου. Σοῦ τά ᾿δωσε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό· γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματά του καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς, νὰ βλέπῃς τὶς εἰκόνες στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ τὶς προσκυνᾷς, νὰ βλέπῃς ἁγίους ἀγγέλους. Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας. Ἂν ρωτήσετε τὴν παλαιὰ γενεά, ἐκεῖνοι βλέπανε ἁγίους. Τώρα;…
Τί θὰ δοῦμε στὸν ἄλλο κόσμο! Μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ κάλλη πόσο ἄθλια εἶνε τὰ θεάματα τοῦ κόσμου τούτου! Τότε θὰ δοῦμε, ὅτι ἄξιζε νὰ στερηθοῦμε τὰ ἄθλια αὐτὰ θεάματα γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουμε ἐκεῖνα. Θὰ λές· Προτιμότερο νά ᾿μουν τυφλὸς στὴ γῆ, νὰ μὴν εἶχα μάτια…
Ἀδελφοί μου! Τὰ μάτια τὰ ἔφτειαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Ὑπάρχουν μάτια ἁγίων, μάτια ἀγγέλων, μάτια Παναγιᾶς, μάτια Χριστοῦ· ὑπάρχουν καὶ μάτια ζῴων, μάτια χοίρων, μάτια ἀλεπούδων, μάτια λύκων καὶ ἀγρίων θηρίων. Διαλέξτε καὶ πάρτε.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Δημητρίου Κοζάνης 3-6-1962)