Εἶναι θαυμαστὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἐμφανίζεται σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους καθημερινὰ καὶ προσκαλεῖ τὸν καθένα ξεχωριστὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουμε ποτὲ φαντασθεῖ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ παρουσιασθεῖ ὁ Κύριος σὲ ἀνθρώπους τοῦ «Δυτικοῦ» κόσμου καὶ νὰ τοὺς καλέσει νὰ ἀκολουθήσουν τὸ θέλημά Του μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς προσευχόμαστε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ καθημερινὰ γνωρίζουν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀποφασίζουν ὄχι μόνο νὰ βαπτιστοῦν ἀλλὰ νὰ γίνουν καὶ Λειτουργοί του Ὀνόματος τοῦ Κυρίου;
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς ἐνορίας τοῦ Ἔξετερ(Ἀγγλία), ὁ μεγαλύτερος σὲ ἡλικία, μᾶς ἀφηγήθηκε τὴ δική του μοναδικὴ ἱστορία μὲ τὴν ὁποία γνώρισε τὴν Ὀρθοδοξία:
«Ἤμουν στὸ Παρίσι, ἔβρεχε κι ἔπρεπε κάπου νὰ πάω γιὰ νὰ μείνω στεγνός. Εἶδα κοντά μου μία πόρτα καὶ μπῆκα. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι εἶδα τὸ ἐξωτερικό της ἐκκλησίας διότι ἔβρεχε• ἁπλὰ εἶδα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα. Ἂν δὲν ἔβρεχε, δὲν θὰ ἔμπαινα! Ἀνοίγοντας ἀπότομα τὴν ἐξωτερικὴ πόρτα, παραπάτησα κι ἔπεσα σὲ μία ἄλλη πόρτα, κι ἔτσι μπῆκα στὴν ἐκκλησία. Χωρὶς νὰ θέλω νὰ ἐνοχλήσω κανένα, κάθισα πίσω στὴ γωνία καὶ παρακολουθοῦσα. Μόλις ἀπέκτησα περισσότερη αὐτοπεποίθηση προχώρησα γιατί ἤθελα νὰ μάθω τί συμβαίνει, ποῦ βρίσκομαι.
Εἶδα τὶς εἰκόνες, τοὺς σταυροὺς καὶ σκέφθηκα ὅτι πρέπει νὰ ἦταν ἐκκλησία. Ἀναρωτιόμουν ἂν....
ἦταν Συναγωγή, γιατί δὲν εἶχα δεῖ ποτὲ νὰ φοροῦν τὰ ἄμφια μὲ τέτοιο τρόπο. Τὰ ἄμφια, τὸ λιβάνι, ὁλόκληρη ἡ ὀπτικὴ ἐντύπωση τῆς ἀκολουθίας μου ἄρεσαν καὶ δὲν ἤθελα νὰ φύγω. Ἄκουσα τὴ χορωδία σὲ τελείως διαφορετικὴ γλώσσα, οὔτε καν στὰ Γαλλικά. Ἦταν Σλαβικά. Καθόμουν κι ἔβλεπα τότε τὶς εἰκόνες. Κι ἄν μου ἔλεγαν τότε, ὅτι σὲ ὀχτὼ χρόνια θὰ ἔκανα κι ἐγὼ τὸ ἴδιο, ὡς Διάκος, δὲν θὰ τοὺς πίστευα καθόλου.
Ὅσο ἤμουν στὸ ναὸ καὶ ἔβλεπα τὸν τρόπο ποὺ τελοῦνταν ἡ ἀκολουθία, τὴν τάξη ποὺ ὑπῆρχε ἀπὸ ἱερεῖς καὶ πιστούς, αἰσθανόμουν πὼς ἐκεῖ ἦταν ὁ οὐρανός, καὶ σκέφθηκα: «Ἂν ὑπάρχει Θεὸς -διότι ἀναρωτιόμουν ὡς ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἂν ὑπῆρχε- αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ λατρεύεται». Ἀπὸ τότε στὴν ἐνορία μᾶς λένε πὼς «ὁ Νικάνωρ μπῆκε στὸ ναὸ γιὰ νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὴ βροχὴ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ βρέθηκε στὸν Οὐρανό!» Πάντα λέω σὲ ὅποιον ἔρχεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ πρώτη φορὰ «Μπὲς στὸ ναό, προχώρησε στὸ μέσον της ἐκκλησίας καὶ θὰ δεῖς μπροστά σου τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου!» ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ τέμπλο.
Πρὶν γίνω ὀρθόδοξος, ἤμουν πιστὸς μὲ τὴν ἀγγλικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου: ὁ Θεὸς ἦταν πάντα ἐκεῖ! Ἤξερα νὰ προσεύχομαι ὅταν τὸ ἤθελα. Ἐπειδὴ ἤμουν καὶ ἀπὸ στρατιωτικὴ οἰκογένεια, εἶχα τὴ νοοτροπία ὅτι «ἂν ἡ Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἀρκετὰ καλὴ γιὰ τὸ Ναυτικό, εἶναι ἀρκετὰ καλὴ καὶ γιὰ μένα!» (Ιf God is good enough for the Royal Navy, then it is good enough for me!). Αὐτὸ ἦταν τὸ εὖρος τῆς θεολογίας μου!
Γύρισα πίσω στὴν Ἀγγλία κι ἄκουσα ὅτι στὸ Λονδίνο ὑπῆρχε ἕνας ἐπίσκοπος, ὁ Ἀντονυ Μπλούμ, ἀλλὰ δὲν κυνήγησα τὰ πράγματα. Μία μέρα παρακολουθοῦσα στὴν τηλεόραση μία ταινία γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Τότε τὸ πρόγραμμα τῆς τηλεόρασης τελείωνε τὰ μεσάνυχτα καὶ ὑπῆρχε ἡ συνήθεια στὸ BBC νὰ προσκαλοῦν κάποιον γιὰ νὰ κάνει τὸν ἐπίλογο τῆς ἡμέρας. Ὡς ἐπίλογος ἐκείνης τῆς βραδιᾶς ἦταν κάποιες προσευχὲς ποὺ παρουσίασε ὁ ἐπίσκοπος Μπλούμ, τῆς Ρώσικης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἤμουν ἕτοιμος νὰ κλείσω τὴν τηλεόραση, ἀλλὰ σκόνταψα στὸ χαλὶ ποὺ ἦταν μπροστά της καὶ ἔτσι δὲν κατάφερα νὰ τὴν κλείσω. Ἀκούγοντας τὶς προσευχὲς παραξενεύτηκα καὶ κάθισα ξανὰ νὰ δῶ τὴ συνέχεια. Τότε ἦρθαν στὴ μνήμη μου οἱ εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἐκκλησία στὸ Παρίσι!
Δὲν εἶχα τὴ διεύθυνσή του, ὡστόσο τοῦ ἔγραψα ἕνα γράμμα λέγοντάς του «σᾶς ἄκουσα πρὶν ἀπὸ μία ἑβδομάδα στὴν τηλεόραση καὶ ἐνδιαφέρομαι νὰ γίνω Ὀρθόδοξος. Θὰ μποροῦσα κάποια στιγμὴ νὰ σᾶς συναντήσω». Ἔγραψα στὸ φάκελο «Ἐπίσκοπος Ἀντονυ Μπλούμ, Ρώσικη Ἐκκλησία, Λονδίνο», δὲν ἤξερα τίποτε ἄλλο. Ἄλλωστε, δὲν θὰ ὑπῆρχαν πολλὲς τέτοιες ἐκκλησίες στὸ Λονδίνο! Τελικά μου ἀπάντησε καὶ τὸν συνάντησα γιὰ ἕνα ὁλόκληρο ἀπόγευμα. Ἀργότερά μου πρότεινε νὰ ἐπικοινωνήσω μὲ κάποιον ἱερέα. Εἶχα ἐπικοινωνία μαζί του μέσω ἀλληλογραφίας γιὰ θέματα Ὀρθοδοξίας, εἴχαμε δηλαδὴ κάτι σὰν μαθήματα Ὀρθοδοξίας δὶ’ ἀλληλογραφίας! Συνεχίσαμε αὐτὴ τὴν ἐπικοινωνία γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ καὶ ἕνα Πάσχα ἔγινα Ὀρθόδοξος, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια Διάκονος».
Ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Βρετανοὺς ὀρθοδόξους, γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸ πὼς ἡ αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι γνώρισαν τὴν πραγματικὴ πίστη, ἦταν τὸ παράδειγμα κάποιων πιστῶν καὶ ἡ σωστὴ διδασκαλία ὅσων ἀνέλαβαν νὰ τοὺς κατηχήσουν. Ἡ Ὀρθοδοξία σὲ χῶρες τῆς Δύσης, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, δὲν εἶναι κάτι αὐτονόητο. Ἡ ὕπαρξή της ὀφείλεται κυρίως σὲ ἀνθρώπους ποὺ προσπάθησαν καὶ προσπαθοῦν νὰ βιώσουν τὴν τελευταία ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Μάτθ. 28, 19 ) καὶ νὰ διδάξουν πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνα μέσον ἀποικιοκρατίας, ἀλλὰ ἡ πηγὴ τῆς Ζωῆς καὶ ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Ἡ εὐθύνη ὅλων γιὰ τὸ πῶς θὰ πρέπει νὰ βιώνουμε τὴν πίστη μᾶς εἶναι πολὺ μεγάλης σημασίας. Εἴτε τὸ καταλαβαίνουμε εἴτε ὄχι, καθημερινὰ δίνουμε μαρτυρία σὲ προσωπικὸ καὶ ἐνοριακὸ ἐπίπεδο ὡς μέλη πάντα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι μας ἔχουμε εὐθύνη ἂν ἡ λανθασμένη στάση καὶ πρακτική μας γίνεται αἰτία ἄνθρωποι νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ συνεπῶς νὰ μὴν δοξάζεται ἀλλὰ νὰ βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου (Ρώμ. 2, 24). Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῶν Ἑλλήνων ἢ τῶν Ρώσων καὶ Σέρβων. Τὸ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» σημαίνει πὼς κάθε ἕνας χριστιανὸς ὀφείλει νὰ γίνει κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι νὰ κρατήσει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό του. Εἶναι παραπάνω ἀπὸ σίγουρο πὼς πρέπει ἄμεσα νὰ ἀλλάξουμε στάση ζωῆς καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ προσεγγίσουμε τὴν σωστὴ πίστη στὸν Χριστό.