Αιμα φαρμακο ψυχης!
«Καὶ καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,14-15)
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, μυστήρια στὴ ζωή μας, ποὺ ζαλίζουν τὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου.
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, μυστήρια στὴ ζωή μας, ποὺ ζαλίζουν τὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου.
Ὑπάρχουν μυστήρια στὴ φύσι, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ λύσουν οἱ ἐγκέφαλοι τῶν φυσικῶν.
Τί εἶνε π.χ. ζωή; ἢ τί καίει ὁ ἥλιος ὥστε νὰ μᾶς φωτίζῃ καὶ νὰ μᾶς θερμαίνῃ;…
Καὶ τόσα καὶ τόσα ἄλλα δύσκολα γιὰ τοὺς ἐπιστήμονες.
Ὑπάρχουν ὅμως μυστήρια καὶ στὴν πνευματικὴ σφαῖρα, στὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας.
Γιατί π.χ. ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος; ποιός ἦταν ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς του; ἢ πῶς ἑνώθηκαν στὸ πρόσωπό του ἡ θεία φύσις μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύσι;…
Αὐτὰ εἶνε πραγματικότητες τὶς ὁποῖες δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσῃ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό· τὶς δεχόμεθα μὲ τὴν πίστι.
Ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς γνωρίζει ὅλα τὰ μυστήρια.
Καὶ ὅταν ὁμιλεῖ σ᾽ ἐμᾶς γιὰ τὰ οὐράνια μὲ τὴν πεπερασμένη ἀνθρώπινη γλῶσσα, μᾶς ἀποκαλύπτει τόσα ὅσα μπορεῖ νὰ χωρέσῃ ὁ δικός μας νοῦς.
Αὐτὸ βλέπουμε καὶ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Ὁ Χριστὸς συνομιλεῖ μὲ τὸ Νικόδημο, ἕναν ἄρχοντα τῶν Ἑβραίων ποὺ ἦρθε νύχτα νὰ τὸν συναντήσῃ γιὰ νὰ ζητήσῃ ἐξηγήσεις ἐπάνω σὲ τέτοια ζητήματα τῆς πίστεως.
Γιατί ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνῃ ἄνθρωπος;
Στὸ ζήτημα αὐτὸ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔδωσε, ὅπως ἀκούσαμε, ἐξήγησι μὲ ἕνα βοηθητικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶνε π.χ. ζωή; ἢ τί καίει ὁ ἥλιος ὥστε νὰ μᾶς φωτίζῃ καὶ νὰ μᾶς θερμαίνῃ;…
Καὶ τόσα καὶ τόσα ἄλλα δύσκολα γιὰ τοὺς ἐπιστήμονες.
Ὑπάρχουν ὅμως μυστήρια καὶ στὴν πνευματικὴ σφαῖρα, στὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας.
Γιατί π.χ. ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος; ποιός ἦταν ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς του; ἢ πῶς ἑνώθηκαν στὸ πρόσωπό του ἡ θεία φύσις μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύσι;…
Αὐτὰ εἶνε πραγματικότητες τὶς ὁποῖες δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσῃ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό· τὶς δεχόμεθα μὲ τὴν πίστι.
Ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς γνωρίζει ὅλα τὰ μυστήρια.
Καὶ ὅταν ὁμιλεῖ σ᾽ ἐμᾶς γιὰ τὰ οὐράνια μὲ τὴν πεπερασμένη ἀνθρώπινη γλῶσσα, μᾶς ἀποκαλύπτει τόσα ὅσα μπορεῖ νὰ χωρέσῃ ὁ δικός μας νοῦς.
Αὐτὸ βλέπουμε καὶ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Ὁ Χριστὸς συνομιλεῖ μὲ τὸ Νικόδημο, ἕναν ἄρχοντα τῶν Ἑβραίων ποὺ ἦρθε νύχτα νὰ τὸν συναντήσῃ γιὰ νὰ ζητήσῃ ἐξηγήσεις ἐπάνω σὲ τέτοια ζητήματα τῆς πίστεως.
Γιατί ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνῃ ἄνθρωπος;
Στὸ ζήτημα αὐτὸ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔδωσε, ὅπως ἀκούσαμε, ἐξήγησι μὲ ἕνα βοηθητικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
* * *
Οἱ Ἑβραῖοι, ἀγαπητοί μου, ἐπὶ 400 χρόνια ζοῦσαν σκλάβοι κάτω ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς τῆς Αἰγύπτου, τοὺς φαραώ.
Ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα.
Δούλευαν στὰ κτήματα καὶ σὲ ἄλλες ἐργασίες τῶν Αἰγυπτίων ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ· ἔχτιζαν παλάτια, μέγαρα καὶ τὶς περίφημες πυραμίδες.
Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ οἱ Αἰγύπτιοι δὲν τοὺς ἀγαποῦσαν· τοὺς ἄφηναν νὰ κατοικοῦν σὲ καλύβες, σὲ ἄθλιες συνθῆκες, τοὺς καταπίεζαν.
Ἐν τούτοις οἱ σκλάβοι αὐξάνονταν καὶ πλήθαιναν.
Ἦταν ὅμως τόση ἡ μανία τοῦ φαραὼ ἐναντίον τους, ὥστε στὸ τέλος ἀποφάσισε νὰ τοὺς ξεκληρίσῃ· ἔβγαλε διαταγή, κάθε ἀρσενικὸ Ἑβραιόπουλο ποὺ θὰ γεννιέται νὰ θανατώνεται!
Ἐρχόταν πλέον τὸ τέλος τους· ἀνθρωπίνως ἦταν καταδικασμένοι σὲ ἀφανισμό.
Ἀλλὰ ἦρθε κάποτε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος προστατεύει τὰ φτωχὰ καὶ ἀδύνατα παιδιά του, ἄρχισε νὰ τιμωρῇ τοὺς τυράννους.
Γιὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τοὺς Ἑβραίους, ἔστειλε τὸ Μωυσῆ· καί, μὲ διάφορα τιμωρητικὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν, ὁ φαραὼ ἀναγκάστηκε νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ.
Ἁλυσίδες αἰώνων ἔπεσαν!
Χαρούμενοι οἱ Ἑβραῖοι ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ποὺ τὴν εἶχαν ποτίσει μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὸ αἷμα τους.
Ποῦ πήγαιναν;
Ὁ Θεὸς τοὺς ὡδηγοῦσε γιὰ νὰ φτάσουν στὴν Παλαιστίνη, σὲ μιὰ χώρα ποὺ ἔρρεε μέλι καὶ γάλα (βλ. Ἔξ. 3,8,17 κ.ἀ.).
Πρὶν φτάσουν ὅμως ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ περάσουν ἀπὸ μιὰ ἔρημο.
Ὅπως οἱ δικοί μας στρατιῶτες κατὰ τὴ μικρασιατικὴ ἐκστρατεία ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο, ἔτσι καὶ οἱ Ἑβραῖοι τότε.
Ὅσοι ἀπὸ σᾶς δοκιμάσατε ὡς στρατιῶτες παρόμοιες καταστάσεις, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τί βασανισμὸ ζῇ ὁ ὁδοιπόρος στὴν ἔρημο· χωρὶς νερό, χωρὶς τροφή, μέσα στὸ καμίνι τῆς ζέστης…
Τότε οἱ Ἑβραῖοι ἄρχισαν νὰ γογγύζουν.
Τά ᾽βαλαν μὲ τὸ Μωυσῆ, ποὺ τοὺς ἔβγαλε στὴν ἔρημο. Θυμήθηκαν τί ἔτρωγαν στὴν Αἴγυπτο ξεχνώντας τὰ βάσανα ποὺ περνοῦσαν ἐκεῖ.
Προτιμοῦσαν τὴ σιγουριὰ τῆς σκλαβιᾶς ἀπὸ τὴν ἀβεβαιότητα τῆς ἐλευθερίας.
Λησμόνησαν τὶς τόσες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισαν νὰ γογγύζουν.
Ἔτσι εἶνε ὁ ἄνθρωπος· τὸν εὐεργετεῖ καθημερινῶς ὁ Κύριος· ἀλλ᾽ ὅταν τοῦ λείψῃ τὸ παραμικρό, τότε τὰ βάζει μὲ τὸ Θεό.
Καὶ οἱ Ἑβραῖοι τώρα δείχνουν ἀχαριστία.
Ἡ ἀχαριστία ὅμως εἶνε μεγάλη ἁμαρτία, ποὺ ὁ Κύριος δὲν τὴν ἀφήνει ἀτιμώρητη.
Μιὰ μέρα λοιπὸν τὸ στρατόπεδό τους γέμισε φίδια! Καὶ τί φίδια· μεγάλα καὶ φαρμακερά.
Τί ἦταν πάλι αὐτό; ποιός τὰ γέννησε, ἡ ἄμμος τῆς ἐρήμου;
Τὰ φίδια τοὺς ἔφεραν μεγάλη καταστροφή· ὅποιον δάγκωναν δὲν γλύτωνε, πέθαινε ἀπ᾽ τὸ φαρμάκι.
Κ᾽ ἔβλεπες φοβερὸ θέαμα· γέροι καὶ νέοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιὰ νὰ ξεψυχοῦν· γέμισε ἡ ἔρημος πτώματα.
Τί νὰ κάνουν τώρα; Ἕνα τοὺς μένει· νὰ παρακαλέσουν τὸ Θεό.
Πέφτουν λοιπὸν μετανοημένοι στὰ γόνατα καὶ διὰ τοῦ Μωυσέως τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς λυπηθῇ.
Καὶ ὁ μακρόθυμος Κύριος, ποὺ συγχωρεῖ ὅταν δῇ μετάνοια, σπλαχνίζεται καὶ δίνει τώρα στὸ Μωυσῆ τὴν ἑξῆς ἐντολή.
Νὰ κατασκευάσῃ ἕνα φίδι ἀπὸ χαλκό, μπροῦτζο· νὰ τὸ κρεμάσῃ πάνω σ᾽ ἕνα ξύλο, νὰ τὸ στήσῃ στὴ μέση τοῦ στρατοπέδου, καὶ νὰ τοὺς πῇ·
Ὅποιος δαγκώνεται, νὰ στρέφῃ τὰ μάτια του σ᾽ αὐτό. Ἔτσι καὶ ἔγινε· κι αὐτὸ τοὺς ἔσωσε. Ὅποιος πληγωνόταν γύριζε, ἀτένιζε τὸ χάλκινο φίδι καὶ ζοῦσε (βλ. Ἀριθ. 21,4-9).
Ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα.
Δούλευαν στὰ κτήματα καὶ σὲ ἄλλες ἐργασίες τῶν Αἰγυπτίων ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ· ἔχτιζαν παλάτια, μέγαρα καὶ τὶς περίφημες πυραμίδες.
Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ οἱ Αἰγύπτιοι δὲν τοὺς ἀγαποῦσαν· τοὺς ἄφηναν νὰ κατοικοῦν σὲ καλύβες, σὲ ἄθλιες συνθῆκες, τοὺς καταπίεζαν.
Ἐν τούτοις οἱ σκλάβοι αὐξάνονταν καὶ πλήθαιναν.
Ἦταν ὅμως τόση ἡ μανία τοῦ φαραὼ ἐναντίον τους, ὥστε στὸ τέλος ἀποφάσισε νὰ τοὺς ξεκληρίσῃ· ἔβγαλε διαταγή, κάθε ἀρσενικὸ Ἑβραιόπουλο ποὺ θὰ γεννιέται νὰ θανατώνεται!
Ἐρχόταν πλέον τὸ τέλος τους· ἀνθρωπίνως ἦταν καταδικασμένοι σὲ ἀφανισμό.
Ἀλλὰ ἦρθε κάποτε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος προστατεύει τὰ φτωχὰ καὶ ἀδύνατα παιδιά του, ἄρχισε νὰ τιμωρῇ τοὺς τυράννους.
Γιὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τοὺς Ἑβραίους, ἔστειλε τὸ Μωυσῆ· καί, μὲ διάφορα τιμωρητικὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν, ὁ φαραὼ ἀναγκάστηκε νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ.
Ἁλυσίδες αἰώνων ἔπεσαν!
Χαρούμενοι οἱ Ἑβραῖοι ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ποὺ τὴν εἶχαν ποτίσει μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὸ αἷμα τους.
Ποῦ πήγαιναν;
Ὁ Θεὸς τοὺς ὡδηγοῦσε γιὰ νὰ φτάσουν στὴν Παλαιστίνη, σὲ μιὰ χώρα ποὺ ἔρρεε μέλι καὶ γάλα (βλ. Ἔξ. 3,8,17 κ.ἀ.).
Πρὶν φτάσουν ὅμως ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ περάσουν ἀπὸ μιὰ ἔρημο.
Ὅπως οἱ δικοί μας στρατιῶτες κατὰ τὴ μικρασιατικὴ ἐκστρατεία ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο, ἔτσι καὶ οἱ Ἑβραῖοι τότε.
Ὅσοι ἀπὸ σᾶς δοκιμάσατε ὡς στρατιῶτες παρόμοιες καταστάσεις, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τί βασανισμὸ ζῇ ὁ ὁδοιπόρος στὴν ἔρημο· χωρὶς νερό, χωρὶς τροφή, μέσα στὸ καμίνι τῆς ζέστης…
Τότε οἱ Ἑβραῖοι ἄρχισαν νὰ γογγύζουν.
Τά ᾽βαλαν μὲ τὸ Μωυσῆ, ποὺ τοὺς ἔβγαλε στὴν ἔρημο. Θυμήθηκαν τί ἔτρωγαν στὴν Αἴγυπτο ξεχνώντας τὰ βάσανα ποὺ περνοῦσαν ἐκεῖ.
Προτιμοῦσαν τὴ σιγουριὰ τῆς σκλαβιᾶς ἀπὸ τὴν ἀβεβαιότητα τῆς ἐλευθερίας.
Λησμόνησαν τὶς τόσες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισαν νὰ γογγύζουν.
Ἔτσι εἶνε ὁ ἄνθρωπος· τὸν εὐεργετεῖ καθημερινῶς ὁ Κύριος· ἀλλ᾽ ὅταν τοῦ λείψῃ τὸ παραμικρό, τότε τὰ βάζει μὲ τὸ Θεό.
Καὶ οἱ Ἑβραῖοι τώρα δείχνουν ἀχαριστία.
Ἡ ἀχαριστία ὅμως εἶνε μεγάλη ἁμαρτία, ποὺ ὁ Κύριος δὲν τὴν ἀφήνει ἀτιμώρητη.
Μιὰ μέρα λοιπὸν τὸ στρατόπεδό τους γέμισε φίδια! Καὶ τί φίδια· μεγάλα καὶ φαρμακερά.
Τί ἦταν πάλι αὐτό; ποιός τὰ γέννησε, ἡ ἄμμος τῆς ἐρήμου;
Τὰ φίδια τοὺς ἔφεραν μεγάλη καταστροφή· ὅποιον δάγκωναν δὲν γλύτωνε, πέθαινε ἀπ᾽ τὸ φαρμάκι.
Κ᾽ ἔβλεπες φοβερὸ θέαμα· γέροι καὶ νέοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιὰ νὰ ξεψυχοῦν· γέμισε ἡ ἔρημος πτώματα.
Τί νὰ κάνουν τώρα; Ἕνα τοὺς μένει· νὰ παρακαλέσουν τὸ Θεό.
Πέφτουν λοιπὸν μετανοημένοι στὰ γόνατα καὶ διὰ τοῦ Μωυσέως τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς λυπηθῇ.
Καὶ ὁ μακρόθυμος Κύριος, ποὺ συγχωρεῖ ὅταν δῇ μετάνοια, σπλαχνίζεται καὶ δίνει τώρα στὸ Μωυσῆ τὴν ἑξῆς ἐντολή.
Νὰ κατασκευάσῃ ἕνα φίδι ἀπὸ χαλκό, μπροῦτζο· νὰ τὸ κρεμάσῃ πάνω σ᾽ ἕνα ξύλο, νὰ τὸ στήσῃ στὴ μέση τοῦ στρατοπέδου, καὶ νὰ τοὺς πῇ·
Ὅποιος δαγκώνεται, νὰ στρέφῃ τὰ μάτια του σ᾽ αὐτό. Ἔτσι καὶ ἔγινε· κι αὐτὸ τοὺς ἔσωσε. Ὅποιος πληγωνόταν γύριζε, ἀτένιζε τὸ χάλκινο φίδι καὶ ζοῦσε (βλ. Ἀριθ. 21,4-9).
* * *
Ὅ,τι ἔπαθαν, ἀγαπητοί μου, οἱ Ἑβραῖοι τότε στὴν ἔρημο, αὐτὸ παθαίνουμε κ᾽ ἐμεῖς.
Ἡ ζωὴ αὐτή, ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὸν κόσμο, εἶνε μία ἔρημος, μιὰ Σαχάρα, γεμάτη φίδια.
Δὲν ἐννοῶ φίδια φυσικά, ποὺ ζοῦν κρυμμένα στὶς πέτρες· αὐτὰ εἶνε λίγα.
Ὑπάρχουν κάποια ἄλλα φίδια φοβερώτερα· εἶνε τὰ φίδια τῆς ἁμαρτίας.
Αὐτὰ εἶνε πολλά· καὶ δὲν ἔχουν φωλιὰ σὲ πέτρες καὶ κουφάλες· αὐτὰ –ἀλλοίμονο– φωλιάζουν μέσα μας, φωλιάζουν στὴν καρδιά μας.
Μᾶς κεντοῦν, μᾶς πληγώνουν, μᾶς θανατώνουν κάθε μέρα, κάθε στιγμή.
Θέλετε νὰ σᾶς δείξω μερικά;
Νά ἕνα φίδι ποὺ λέγεται θυμός.
Εἶνε φαρμακερό, σοῦ δηλητηριάζει τὴ ζωή· σὲ ταράζει, σὲ ἀναστατώνει, σοῦ θολώνει τὴ σκέψι, σὲ κάνει νὰ χάνῃς τὴν ἠρεμία καὶ τὸν ὕπνο σου.
Ἄλλο φίδι ἡ μέθη.
Σὲ ποτίζει ὣς τὸ τελευταῖο σου κύτταρο μὲ τὸ φαρμάκι ποὺ λέγεται ἀλκοόλ· σὲ ὑποδουλώνει, σὲ κάνει παράφρονα («ὁ τρελλὸς εἶδε τὸ μεθυσμένο κ᾽ ἔφυγε» λέει μιὰ παροιμία), σὲ μεταβάλλει ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ κτῆνος, σὲ κάνει ἕνα πτῶμα ἄταφο.
Ἄλλο φίδι ἡ συκοφαντία.
Ἄχ αὐτή! μεταβάλλει τὴ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου σὲ γλῶσσα ὀχιᾶς.
Πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ τὸν ἄλλο, ὥστε φτάνει κάποτε ὁ συκοφαντημένος στὸ σημεῖο νὰ σκέπτεται·
Καλύτερα νὰ μὲ δάγκωνε φίδι παρὰ ἡ γλῶσσα τοῦ συκοφάντου!
Τὸ πιὸ φαρμακερὸ φίδι πάντως εἶνε ἡ βλασφημία.
Εἶνε ἡ χειρότερη μορφὴ ἁμαρτίας.
Γιατὶ τολμᾷ νὰ «δαγκώσῃ» ὄχι πλέον ἀνθρώπους ἀλλὰ αὐτὸν τὸν Θεό.
Δὲν ἔχουν τελειωμὸ τὰ φίδια αὐτὰ τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν. Καὶ πόσο ὕπουλα εἶνε!
Κρύβονται μερικὲς φορὲς τόσο καλά, ὥστε, ἐνῷ φωλιάζουν μέσα στὴν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος δὲν τὰ καταλαβαίνει, ἀλλὰ καὶ τὰ χαϊδεύει καὶ τὰ περιποιεῖται καὶ τὰ τρέφει· τὰ θερμαίνει «σὰν φίδι στὸν κόρφο του» ὅπως λέμε συχνά.
Κάποιος πῆγε σ᾽ ἕνα δάσος καὶ χαιρόταν νὰ βλέπῃ τὰ δέντρα, τὴ βλάστησι, τὴ χλόη, τὰ λουλούδια· ἅπλωνε μὲ ἀφέλεια τὸ χέρι στὰ πολύχρωμα λουλούδια.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ αἰσθάνθηκε στὴν παλάμη πόνο ὀδυνηρό· δὲν εἶχε προσέξει ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ μυρωδᾶτα τριαντάφυλλα μὲ τὰ ὡραῖα χρώματα ἦταν κουλουριασμένο ἕνα φαρμακερὸ φίδι, καὶ τὸν δάγκωσε θανάσιμα.
Ἔτσι εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Φαίνεται ἀκίνδυνη, ὡραία σὰν τὰ τριαντάφυλλα, ἑλκυστική.
Σὲ τραβᾷ.
Πρόσεξε ὅμως, γιατὶ πίσω της εἶνε κρυμμένο τὸ μεγάλο φίδι, ὁ θάνατος.
Ἡ ζωὴ αὐτή, ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὸν κόσμο, εἶνε μία ἔρημος, μιὰ Σαχάρα, γεμάτη φίδια.
Δὲν ἐννοῶ φίδια φυσικά, ποὺ ζοῦν κρυμμένα στὶς πέτρες· αὐτὰ εἶνε λίγα.
Ὑπάρχουν κάποια ἄλλα φίδια φοβερώτερα· εἶνε τὰ φίδια τῆς ἁμαρτίας.
Αὐτὰ εἶνε πολλά· καὶ δὲν ἔχουν φωλιὰ σὲ πέτρες καὶ κουφάλες· αὐτὰ –ἀλλοίμονο– φωλιάζουν μέσα μας, φωλιάζουν στὴν καρδιά μας.
Μᾶς κεντοῦν, μᾶς πληγώνουν, μᾶς θανατώνουν κάθε μέρα, κάθε στιγμή.
Θέλετε νὰ σᾶς δείξω μερικά;
Νά ἕνα φίδι ποὺ λέγεται θυμός.
Εἶνε φαρμακερό, σοῦ δηλητηριάζει τὴ ζωή· σὲ ταράζει, σὲ ἀναστατώνει, σοῦ θολώνει τὴ σκέψι, σὲ κάνει νὰ χάνῃς τὴν ἠρεμία καὶ τὸν ὕπνο σου.
Ἄλλο φίδι ἡ μέθη.
Σὲ ποτίζει ὣς τὸ τελευταῖο σου κύτταρο μὲ τὸ φαρμάκι ποὺ λέγεται ἀλκοόλ· σὲ ὑποδουλώνει, σὲ κάνει παράφρονα («ὁ τρελλὸς εἶδε τὸ μεθυσμένο κ᾽ ἔφυγε» λέει μιὰ παροιμία), σὲ μεταβάλλει ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ κτῆνος, σὲ κάνει ἕνα πτῶμα ἄταφο.
Ἄλλο φίδι ἡ συκοφαντία.
Ἄχ αὐτή! μεταβάλλει τὴ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου σὲ γλῶσσα ὀχιᾶς.
Πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ τὸν ἄλλο, ὥστε φτάνει κάποτε ὁ συκοφαντημένος στὸ σημεῖο νὰ σκέπτεται·
Καλύτερα νὰ μὲ δάγκωνε φίδι παρὰ ἡ γλῶσσα τοῦ συκοφάντου!
Τὸ πιὸ φαρμακερὸ φίδι πάντως εἶνε ἡ βλασφημία.
Εἶνε ἡ χειρότερη μορφὴ ἁμαρτίας.
Γιατὶ τολμᾷ νὰ «δαγκώσῃ» ὄχι πλέον ἀνθρώπους ἀλλὰ αὐτὸν τὸν Θεό.
Δὲν ἔχουν τελειωμὸ τὰ φίδια αὐτὰ τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν. Καὶ πόσο ὕπουλα εἶνε!
Κρύβονται μερικὲς φορὲς τόσο καλά, ὥστε, ἐνῷ φωλιάζουν μέσα στὴν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος δὲν τὰ καταλαβαίνει, ἀλλὰ καὶ τὰ χαϊδεύει καὶ τὰ περιποιεῖται καὶ τὰ τρέφει· τὰ θερμαίνει «σὰν φίδι στὸν κόρφο του» ὅπως λέμε συχνά.
Κάποιος πῆγε σ᾽ ἕνα δάσος καὶ χαιρόταν νὰ βλέπῃ τὰ δέντρα, τὴ βλάστησι, τὴ χλόη, τὰ λουλούδια· ἅπλωνε μὲ ἀφέλεια τὸ χέρι στὰ πολύχρωμα λουλούδια.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ αἰσθάνθηκε στὴν παλάμη πόνο ὀδυνηρό· δὲν εἶχε προσέξει ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ μυρωδᾶτα τριαντάφυλλα μὲ τὰ ὡραῖα χρώματα ἦταν κουλουριασμένο ἕνα φαρμακερὸ φίδι, καὶ τὸν δάγκωσε θανάσιμα.
Ἔτσι εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Φαίνεται ἀκίνδυνη, ὡραία σὰν τὰ τριαντάφυλλα, ἑλκυστική.
Σὲ τραβᾷ.
Πρόσεξε ὅμως, γιατὶ πίσω της εἶνε κρυμμένο τὸ μεγάλο φίδι, ὁ θάνατος.
* * *
Ταλαίπωρος ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου. Τί μπορεῖ νὰ πάθῃ;
Καὶ ποιός θα μπορέσῃ νὰ τὸν προστατεύσῃ καὶ νὰ ἐξοντώσῃ τὰ φαρμακερὰ φίδια τῶν παθῶν;
Μόνο ὁ Χριστός· αὐτὸ σήμαινε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο.
Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔσωσε μὲ τὸ αἷμα του.
Ὤ πόσο μεγάλη ἀγάπη ἔδειξε σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστός!
Γνωρίζουμε ὅλοι τὸν πελεκᾶνο.
Συμβαίνει λοιπὸν κάποτε, σὲ ὥρα ποὺ αὐτὸς ἀπουσιάζει, νὰ φτάσῃ ὣς τὴ φωλιά του το κακὸ φίδι καὶ νὰ δηλητηριάσῃ τὰ πουλιά του.
Τί κάνει τότε ὁ πελεκᾶνος;
Μόλις γυρίσῃ καὶ δῇ τὰ παιδιά του ἑτοιμοθάνατα, τρυπάει μὲ τὸ ῥάμφος τὸ πλευρό του, τὰ ποτίζει μὲ τὸ καθαρὸ αἷμα του, κι αὐτὰ σῴζονται.
Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς ἤμασταν δηλητηριασμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἕτοιμοι νὰ πεθάνουμε πνευματικά· ἀλλὰ ἦρθε ὁ Χριστός, κρεμάστηκε στὸ σταυρό, καὶ τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσε ἔγινε τὸ φάρμακο ποὺ ζωογονεῖ τὴν ὕπαρξί μας.
Ἀδελφοί μου! ὅλοι οἱ φαρμακωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂς πλησιάζουμε τὸν Ἐσταυρωμένο μὲ μετάνοια καὶ δάκρυα.
«Καὶ δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ λουτρῷ παλιγγενεσίας καὶ ἐπανάγει τὴν χάριν», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (περὶ μετανοίας), τὸ δάκρυ δηλαδὴ ἀνανεώνει τὴ χάρι τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
Αὐτὸς θὰ μᾶς θεραπεύσῃ, κι ἀπὸ τὴν ἔρημο αὐτῆς τῆς γῆς θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ὄχι ὁ δράκων τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ ἡ χαρά, τῆς ὁποίας εἴθε ὅλοι ν᾽ ἀξιωθοῦμε.
Καὶ ποιός θα μπορέσῃ νὰ τὸν προστατεύσῃ καὶ νὰ ἐξοντώσῃ τὰ φαρμακερὰ φίδια τῶν παθῶν;
Μόνο ὁ Χριστός· αὐτὸ σήμαινε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο.
Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔσωσε μὲ τὸ αἷμα του.
Ὤ πόσο μεγάλη ἀγάπη ἔδειξε σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστός!
Γνωρίζουμε ὅλοι τὸν πελεκᾶνο.
Συμβαίνει λοιπὸν κάποτε, σὲ ὥρα ποὺ αὐτὸς ἀπουσιάζει, νὰ φτάσῃ ὣς τὴ φωλιά του το κακὸ φίδι καὶ νὰ δηλητηριάσῃ τὰ πουλιά του.
Τί κάνει τότε ὁ πελεκᾶνος;
Μόλις γυρίσῃ καὶ δῇ τὰ παιδιά του ἑτοιμοθάνατα, τρυπάει μὲ τὸ ῥάμφος τὸ πλευρό του, τὰ ποτίζει μὲ τὸ καθαρὸ αἷμα του, κι αὐτὰ σῴζονται.
Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς ἤμασταν δηλητηριασμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἕτοιμοι νὰ πεθάνουμε πνευματικά· ἀλλὰ ἦρθε ὁ Χριστός, κρεμάστηκε στὸ σταυρό, καὶ τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσε ἔγινε τὸ φάρμακο ποὺ ζωογονεῖ τὴν ὕπαρξί μας.
Ἀδελφοί μου! ὅλοι οἱ φαρμακωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂς πλησιάζουμε τὸν Ἐσταυρωμένο μὲ μετάνοια καὶ δάκρυα.
«Καὶ δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ λουτρῷ παλιγγενεσίας καὶ ἐπανάγει τὴν χάριν», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (περὶ μετανοίας), τὸ δάκρυ δηλαδὴ ἀνανεώνει τὴ χάρι τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
Αὐτὸς θὰ μᾶς θεραπεύσῃ, κι ἀπὸ τὴν ἔρημο αὐτῆς τῆς γῆς θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ὄχι ὁ δράκων τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ ἡ χαρά, τῆς ὁποίας εἴθε ὅλοι ν᾽ ἀξιωθοῦμε.
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 11-9-1938. Ἀνάγνωσις, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, στοιχειοθεσία καὶ μικρὴ ἀναπλήρωσις 9-8-2019.
http://www.augoustinos-kantiotis.gr
http://www.augoustinos-kantiotis.gr