Τα δάκρυα του κόσμου
«Χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις» (Ἀκάθ. ὕμν. Α2β΄)
ΕΙΝΕ μιὰ πνευματικὴ ἀπόλαυσις ν᾽ ἀκούῃ κανεὶς τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, ἀρκεῖ νὰ τὸν ἀκούῃ μὲ τὴν καρδιά. Εἶνε μιὰ εὐλογία. Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸ τραγούδι αὐτό.
Τὰ τραγούδια λησμονοῦνται· ἄλλα τραγουδοῦν οἱ γονεῖς, ἄλλα τὰ παιδιά, ἄλλα τὰ ἐγγόνια.
Τὸ τραγούδι ὅμως αὐτὸ περνάει ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ γιὰ 13 αἰῶνες ἐξακολουθεῖ σὰν μαγνήτης νὰ τραβᾷ τὶς εὐγενικὲς ψυχές.
Δὲν πιστεύω νὰ σᾶς λυπήσω, ἐὰν σᾶς κάνω μιὰ ἐρώτησι. Θὰ μᾶς ἀξιώσῃ ἆραγε ὁ Θεὸς ν᾽ ἀκούσουμε καὶ τοῦ χρόνου τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο; Πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ ζοῦν, καὶ πόσους θὰ μᾶς ἔχῃ καλύψει ἡ μαύρη πλάκα; Πόσοι ἀπὸ κείνους ποὺ ζοῦσαν πέρυσι καὶ τὸν ἄκουσαν, τώρα ἔχουν φύγει;… Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι. Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει· «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται. …Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται (Ματθ. 24,42,44).
Ἂν μετρήσετε τὰ «χαῖρε» τῶν οἴκων τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου, εἶνε 144.
Νὰ τὰ ἐξηγήσουμε ὅλα δὲν μποροῦμε. Οὔτε ἐγὼ ἔχω τὴ δύναμι, γιατὶ εἶμαι μικρὸς καὶ ἀδύνατος, οὔτε σεῖς τὴν ὑπομονή. Γι᾽ αὐτὸ ἀπὸ τὰ 144 διαλέγω 1, τὸ ὁποῖο θὰ ἐξηγήσω στὴν ἀγάπη σας πολὺ σύντομα, γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια.
Εἶνε τὸ «Χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις» (Ἀκάθ. ὕμν. Α2β΄). Τί σημαίνει αὐτό; Χαῖρε, Παναγία, ἐσὺ λύτρωσες τὴν Εὔα ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἔσβησες τὰ δάκρυα τῆς Εὔας.
Ποιά εἶνε αὐτὰ τὰ δάκρυα τῆς Εὔας;
* * *
Ὁ ἄνθρωπος δὲν φύτρωσε, ἀγαπητοί μου, μόνος του πάνω στὴ γῆ· κάποιος τὸν δημιούργησε. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, τὸ πρῶτο ζεῦγος ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο προέρχονται ὅλοι οἱ λαοὶ οἱ φυλὲς καὶ τὰ ἔθνη, ἡ ῥίζα τοῦ δέντρου τῆς ἀνθρωπότητος, εἶνε οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα.
Ζοῦσαν εὐτυχισμένοι μέσα στὸν ὡραιότατο κῆπο τῆς Ἐδέμ (Γέν. 2,8). Ἐκεῖ λουλούδια, ἐκεῖ δέντρα, ἐκεῖ νερὰ κρυστάλλινα, ἐκεῖ ἀηδόνια ποὺ κελαϊδοῦσαν, ἐκεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καμμία σκιὰ λύπης στὸν ὁρίζοντα. Ἀλλὰ ἦρθε ἡ κατηραμένη ὥρα τῆς ἁμαρτίας, ὅταν διέπραξαν τὴν παράβασι τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας μπῆκε ἡ λύπη, ἡ στενοχώρια, ἡ ἀγωνία. Τότε ἔσταξε τὸ πρῶτο δάκρυ.
Δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ ἡσυχάσουν. Δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ μείνουν στὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἄγγελος, μὲ σπαθὶ ξεγυμνωμένο, τοὺς ἔδιωξε μέσα ἀπ᾽ τὸν παράδεισο. Βγῆκαν ἔξω. Τί θὰ πῇ βγῆκαν ἔξω; Ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ κάνει κάποια ἀταξία καὶ ὁ καλὸς καὶ στοργικὸς πατέρας μὲ πόνο τὸ τιμωρεῖ μιά, τὸ τιμωρεῖ δυό, τὸ τιμωρεῖ τρίς, καὶ κατόπιν τὸ βγάζει ἔξω, τοῦ κλείνει τὴν πόρτα, καὶ τὸ ἀπόπαιδο κάθεται ἔξω ἀπ᾽ τὸ πατρικὸ σπίτι καὶ κλαίει καὶ χτυπάει καὶ παρακαλεῖ νὰ μπῇ πάλι μέσα· ὅπως ἕνας πατριώτης ποὺ ἀναγκάζεται νὰ ξενιτευτῇ ἀπὸ τὰ ἅγια χώματα τῆς πατρίδος, κι ὅταν μπῇ στὸ καράβι καὶ ξεκινήσῃ βλέπει μακριὰ τὴ στεργιὰ νὰ σβήνῃ ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ δακρύζει· ἔτσι καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ὅταν βγῆκαν ἀπ᾽ τὸν παράδεισο καὶ κάθησαν ἀπέναντί του, βούρκωσαν. Ἦταν πλέον ἐξόριστοι.
Δὲν εἶνε ἐδῶ ἡ πατρίδα μας. Αὐτὴ ἡ γῆ, τὸ λίγο τοῦτο χῶμα, αὐτὰ τὰ βράχια, δὲν εἶνε ἡ πατρίδα μας. Πατρίδα μας εἶνε ὁ οὐρανός. Γι᾽ αὐτὸ βλέπετε ὁ ἄνθρωπος δὲ μένει ἱκανοποιημένος ἐδῶ. Κι αὐτὰ τὰ διαστημικὰ ταξίδια, ἡ προσπάθεια νὰ νικήσῃ τὴν ἕλξι τῆς γῆς καὶ νὰ κατακτήσῃ τοὺς ἄλλους πλανῆτες, τί δείχνουν; Ζητάει τὰ οὐράνια. Δὲ μένει ἱκανοποιημένος ἐδῶ, δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ ἡ γῆ, ἔχει μιὰ περιέργεια, ζητεῖ κάτι ἀνώτερο.
Ἔκλαψε λοιπὸν ἡ Εὔα ὅταν βγῆκε ἔξω ἀπ᾽ τὸν παράδεισο. Κι ἀπὸ τότε τὸ δάκρυ δὲ σταμάτησε νὰ τρέχῃ ἀπ᾽ τὰ μάτια της. Ἔκλαψε ὅταν, πάνω σὲ πόνους, γέννησε τὰ παιδιά της. Ἀλλὰ ἔκλαψε πρὸ παντός, ὅταν τὸ πρῶτο της παιδί, ὁ Κάϊν, πῆρε τὸ μαχαίρι κ᾽ ἔβαψε τὰ χέρια του μὲ αἷμα ἀδελφικὸ σκοτώνοντας τὸν Ἄβελ. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ἡ πρώτη μάνα τοῦ κόσμου, ἔμαθε ὅτι τὸ ἕνα παιδί της σκότωσε τὸ ἄλλο, τὰ δάκρυα τῆς Εὔας ἦταν ποτάμι. Ἔκλαψε, καὶ τὰ δάκρυά της ἔπεσαν στὴ γῆ. Καὶ στὰ δικά της δάκρυα προστέθηκαν ἐν συνεχείᾳ ἄλλα.
Ἀπὸ τότε τὸ ἀνθρώπινο γένος κλαίει. Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, γενεὰ ποὺ νὰ μὴν ἔκλαψε. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε στὸν κόσμο καὶ δὲν ἔκλαψε. Δὲν ὑπάρχει παιδὶ ποὺ δὲν ἔκλαψε. Τὸ παιδάκι, εἴτε γεννηθῇ σὲ καλύβα μέσα στ᾽ ἄχυρα εἴτε γεννηθῇ σὲ παλάτι μέσα στὰ μετάξια, μόλις πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του κλαίει, προμηνύοντας ὅτι ἡ ζωή του θά᾽ νε ὅλο κλάμα καὶ δάκρυ. Κλαίει ὁ ἄνθρωπος, δάκρυα κυλοῦν στὸν κόσμο.
Ἀφήνω, ἀγαπητοί μου, τὰ δάκρυα ποὺ χύθηκαν στὶς περασμένες γενεές· ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὰ δάκρυα ποὺ χύνουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ποῦ δὲν ὑπάρχουν τὰ δάκρυα! Ἂν κανεὶς εἶνε στενοχωρημένος καὶ νομίζῃ ὅτι μόνο αὐτὸς θλίβεται, ἂς πάῃ στὸ νοσοκομεῖο, στὸ ἄσυλο ἀνιάτων, στὸ λεπροκομεῖο, στὸ νοσοκομεῖο λοιμωδῶν νόσων, νὰ δῇ ἐκεῖ τὸν πόνο, τὶς πληγές, τὰ παραμορφωμένα πρόσωπα, τὶς θλιμμένες μορφές. Ἂς ἐπισκεφθῇ τὶς φυλακὲς καὶ τὰ κρατητήρια, νὰ δῇ πόσοι ἐκεῖ ὑποφέρουν καὶ κλαῖνε. Καὶ ὄχι μόνο ἐκεῖ. Πήγαινε ὅπου θέλεις· στὰ σπίτια καὶ τὶς καλύβες, στὰ μέγαρα καὶ τὰ παλάτια, στὰ χωριὰ καὶ τὶς πόλεις, στοὺς προλεταρίους καὶ τοὺς κεφαλαιοκράτας, στοὺς ἀριστεροὺς καὶ τοὺς δεξιούς, στοὺς μαύρους καὶ τοὺς λευκούς, στοὺς κίτρινους καὶ τοὺς ἐρυθρούς, στοὺς πάντας· ὅπου νὰ πᾷς, δὲ θὰ βρῇς γωνιὰ τῆς γῆς ποὺ νὰ μὴ στάζῃ δάκρυ, τὰ δάκρυα τῆς Εὔας, τὰ δάκρυα τοῦ κόσμου.
Καὶ γιατί, ἀδέρφια μου, νὰ πᾶμε μακριά; ῾Ρίξτε μιὰ ματιὰ στὴν ταπεινὴ συνοικία σας· παντοῦ τὸ ψωμάκι εἶνε ποτισμένο μὲ δάκρυ, τὸ δάκρυ τῆς φτωχολογιᾶς. Ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ κλείνεται στὸν ἑαυτό του καὶ δὲ βλέπει τί συμβαίνει δίπλα του· «ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκείνους ποὺ γελᾶνε ὅταν οἱ ἄλλοι κλαῖνε». Αὐτὰ τὰ δάκρυα, τὰ δάκρυα τῶν ταπεινῶν, τὰ παίρνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ μεταφέρουν ἐπάνω στὸν οὐρανό. Μὲ τέτοια δάκρυα ἔκλαψε ἡ Παναγία ποὺ ἦταν πτωχοτάτη, ἔκλαψε ὁ Χριστός, ἔκλαψαν ὅλοι οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι.
Ἕνα παράδειγμα. Στὴν Ἀνθούπολι Ἀθηνῶν ἕνα πτωχαδάκι εὐλογημένο, ὁ Φραγκίσκος, ἕνα παιδὶ ἄγγελος ποὺ ἐργαζόταν στὰ ἀσανσέρ, γλίστρησε, βρέθηκε στὸ χάος καὶ εἶχε τραγικὸ θάνατο. Πόσα δάκρυα δὲν ἔχυσε ἡ μάνα του! Ἀνεξιχνίαστες ὅμως οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ πῆρε στὴν ὥρα του. Δυὸ μέρες πρὶν τὸ δυστύχημα, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε στὴν Ἀθήνα, ὁ Φραγκίσκος συνάντησε ἕνα ὀρφανό. Τό ᾽φερε στὸ σπίτι καὶ λέει στὴ μάνα του· «Δυό εἴμαστ᾽ ἐμεῖς, τρίτος θά᾽ νε αὐτός· νὰ μείνῃ μαζί σου». Καὶ μετὰ δυὸ μέρες ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Τῆς ἄφησε παρηγοριὰ στὸ πένθος.
Ζοῦσαν εὐτυχισμένοι μέσα στὸν ὡραιότατο κῆπο τῆς Ἐδέμ (Γέν. 2,8). Ἐκεῖ λουλούδια, ἐκεῖ δέντρα, ἐκεῖ νερὰ κρυστάλλινα, ἐκεῖ ἀηδόνια ποὺ κελαϊδοῦσαν, ἐκεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καμμία σκιὰ λύπης στὸν ὁρίζοντα. Ἀλλὰ ἦρθε ἡ κατηραμένη ὥρα τῆς ἁμαρτίας, ὅταν διέπραξαν τὴν παράβασι τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας μπῆκε ἡ λύπη, ἡ στενοχώρια, ἡ ἀγωνία. Τότε ἔσταξε τὸ πρῶτο δάκρυ.
Δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ ἡσυχάσουν. Δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ μείνουν στὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἄγγελος, μὲ σπαθὶ ξεγυμνωμένο, τοὺς ἔδιωξε μέσα ἀπ᾽ τὸν παράδεισο. Βγῆκαν ἔξω. Τί θὰ πῇ βγῆκαν ἔξω; Ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ κάνει κάποια ἀταξία καὶ ὁ καλὸς καὶ στοργικὸς πατέρας μὲ πόνο τὸ τιμωρεῖ μιά, τὸ τιμωρεῖ δυό, τὸ τιμωρεῖ τρίς, καὶ κατόπιν τὸ βγάζει ἔξω, τοῦ κλείνει τὴν πόρτα, καὶ τὸ ἀπόπαιδο κάθεται ἔξω ἀπ᾽ τὸ πατρικὸ σπίτι καὶ κλαίει καὶ χτυπάει καὶ παρακαλεῖ νὰ μπῇ πάλι μέσα· ὅπως ἕνας πατριώτης ποὺ ἀναγκάζεται νὰ ξενιτευτῇ ἀπὸ τὰ ἅγια χώματα τῆς πατρίδος, κι ὅταν μπῇ στὸ καράβι καὶ ξεκινήσῃ βλέπει μακριὰ τὴ στεργιὰ νὰ σβήνῃ ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ δακρύζει· ἔτσι καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ὅταν βγῆκαν ἀπ᾽ τὸν παράδεισο καὶ κάθησαν ἀπέναντί του, βούρκωσαν. Ἦταν πλέον ἐξόριστοι.
Δὲν εἶνε ἐδῶ ἡ πατρίδα μας. Αὐτὴ ἡ γῆ, τὸ λίγο τοῦτο χῶμα, αὐτὰ τὰ βράχια, δὲν εἶνε ἡ πατρίδα μας. Πατρίδα μας εἶνε ὁ οὐρανός. Γι᾽ αὐτὸ βλέπετε ὁ ἄνθρωπος δὲ μένει ἱκανοποιημένος ἐδῶ. Κι αὐτὰ τὰ διαστημικὰ ταξίδια, ἡ προσπάθεια νὰ νικήσῃ τὴν ἕλξι τῆς γῆς καὶ νὰ κατακτήσῃ τοὺς ἄλλους πλανῆτες, τί δείχνουν; Ζητάει τὰ οὐράνια. Δὲ μένει ἱκανοποιημένος ἐδῶ, δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ ἡ γῆ, ἔχει μιὰ περιέργεια, ζητεῖ κάτι ἀνώτερο.
Ἔκλαψε λοιπὸν ἡ Εὔα ὅταν βγῆκε ἔξω ἀπ᾽ τὸν παράδεισο. Κι ἀπὸ τότε τὸ δάκρυ δὲ σταμάτησε νὰ τρέχῃ ἀπ᾽ τὰ μάτια της. Ἔκλαψε ὅταν, πάνω σὲ πόνους, γέννησε τὰ παιδιά της. Ἀλλὰ ἔκλαψε πρὸ παντός, ὅταν τὸ πρῶτο της παιδί, ὁ Κάϊν, πῆρε τὸ μαχαίρι κ᾽ ἔβαψε τὰ χέρια του μὲ αἷμα ἀδελφικὸ σκοτώνοντας τὸν Ἄβελ. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ἡ πρώτη μάνα τοῦ κόσμου, ἔμαθε ὅτι τὸ ἕνα παιδί της σκότωσε τὸ ἄλλο, τὰ δάκρυα τῆς Εὔας ἦταν ποτάμι. Ἔκλαψε, καὶ τὰ δάκρυά της ἔπεσαν στὴ γῆ. Καὶ στὰ δικά της δάκρυα προστέθηκαν ἐν συνεχείᾳ ἄλλα.
Ἀπὸ τότε τὸ ἀνθρώπινο γένος κλαίει. Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, γενεὰ ποὺ νὰ μὴν ἔκλαψε. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε στὸν κόσμο καὶ δὲν ἔκλαψε. Δὲν ὑπάρχει παιδὶ ποὺ δὲν ἔκλαψε. Τὸ παιδάκι, εἴτε γεννηθῇ σὲ καλύβα μέσα στ᾽ ἄχυρα εἴτε γεννηθῇ σὲ παλάτι μέσα στὰ μετάξια, μόλις πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του κλαίει, προμηνύοντας ὅτι ἡ ζωή του θά᾽ νε ὅλο κλάμα καὶ δάκρυ. Κλαίει ὁ ἄνθρωπος, δάκρυα κυλοῦν στὸν κόσμο.
Ἀφήνω, ἀγαπητοί μου, τὰ δάκρυα ποὺ χύθηκαν στὶς περασμένες γενεές· ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὰ δάκρυα ποὺ χύνουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ποῦ δὲν ὑπάρχουν τὰ δάκρυα! Ἂν κανεὶς εἶνε στενοχωρημένος καὶ νομίζῃ ὅτι μόνο αὐτὸς θλίβεται, ἂς πάῃ στὸ νοσοκομεῖο, στὸ ἄσυλο ἀνιάτων, στὸ λεπροκομεῖο, στὸ νοσοκομεῖο λοιμωδῶν νόσων, νὰ δῇ ἐκεῖ τὸν πόνο, τὶς πληγές, τὰ παραμορφωμένα πρόσωπα, τὶς θλιμμένες μορφές. Ἂς ἐπισκεφθῇ τὶς φυλακὲς καὶ τὰ κρατητήρια, νὰ δῇ πόσοι ἐκεῖ ὑποφέρουν καὶ κλαῖνε. Καὶ ὄχι μόνο ἐκεῖ. Πήγαινε ὅπου θέλεις· στὰ σπίτια καὶ τὶς καλύβες, στὰ μέγαρα καὶ τὰ παλάτια, στὰ χωριὰ καὶ τὶς πόλεις, στοὺς προλεταρίους καὶ τοὺς κεφαλαιοκράτας, στοὺς ἀριστεροὺς καὶ τοὺς δεξιούς, στοὺς μαύρους καὶ τοὺς λευκούς, στοὺς κίτρινους καὶ τοὺς ἐρυθρούς, στοὺς πάντας· ὅπου νὰ πᾷς, δὲ θὰ βρῇς γωνιὰ τῆς γῆς ποὺ νὰ μὴ στάζῃ δάκρυ, τὰ δάκρυα τῆς Εὔας, τὰ δάκρυα τοῦ κόσμου.
Καὶ γιατί, ἀδέρφια μου, νὰ πᾶμε μακριά; ῾Ρίξτε μιὰ ματιὰ στὴν ταπεινὴ συνοικία σας· παντοῦ τὸ ψωμάκι εἶνε ποτισμένο μὲ δάκρυ, τὸ δάκρυ τῆς φτωχολογιᾶς. Ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ κλείνεται στὸν ἑαυτό του καὶ δὲ βλέπει τί συμβαίνει δίπλα του· «ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκείνους ποὺ γελᾶνε ὅταν οἱ ἄλλοι κλαῖνε». Αὐτὰ τὰ δάκρυα, τὰ δάκρυα τῶν ταπεινῶν, τὰ παίρνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ μεταφέρουν ἐπάνω στὸν οὐρανό. Μὲ τέτοια δάκρυα ἔκλαψε ἡ Παναγία ποὺ ἦταν πτωχοτάτη, ἔκλαψε ὁ Χριστός, ἔκλαψαν ὅλοι οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι.
Ἕνα παράδειγμα. Στὴν Ἀνθούπολι Ἀθηνῶν ἕνα πτωχαδάκι εὐλογημένο, ὁ Φραγκίσκος, ἕνα παιδὶ ἄγγελος ποὺ ἐργαζόταν στὰ ἀσανσέρ, γλίστρησε, βρέθηκε στὸ χάος καὶ εἶχε τραγικὸ θάνατο. Πόσα δάκρυα δὲν ἔχυσε ἡ μάνα του! Ἀνεξιχνίαστες ὅμως οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ πῆρε στὴν ὥρα του. Δυὸ μέρες πρὶν τὸ δυστύχημα, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε στὴν Ἀθήνα, ὁ Φραγκίσκος συνάντησε ἕνα ὀρφανό. Τό ᾽φερε στὸ σπίτι καὶ λέει στὴ μάνα του· «Δυό εἴμαστ᾽ ἐμεῖς, τρίτος θά᾽ νε αὐτός· νὰ μείνῃ μαζί σου». Καὶ μετὰ δυὸ μέρες ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Τῆς ἄφησε παρηγοριὰ στὸ πένθος.
* * *
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, τὰ δάκρυα αὐτὰ ποὺ χύνει ὁ κόσμος εἶνε ἀποτέλεσμα – τίνος; τῆς ἁμαρτίας. Ἂν ἕνας ἄγγελος κατεβῇ καὶ μαζέψῃ ὅλα τὰ δάκρυά μας, θὰ γίνῃ ἕνα ποτάμι, τὸ πιὸ πικρὸ ποτάμι τοῦ κόσμου. Τὸ ποτάμι αὐτὸ τρέχει. Ὅταν ὅμως φτάνῃ κοντὰ σ᾽ ἕνα βράχο, ἐκεῖ γίνεται γλυκό. Ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ εὐλογημένος βράχος; Εἶνε ὁ βράχος ἐπάνω στὸν ὁποῖον ἐσταυρώθη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἐκεῖ σφογγίζονται τὰ δάκρυα, ἐκεῖ σταματᾷ πλέον ὁ ἀνθρώπινος πόνος.
Ναί, ἀγαπητοί μου. Τί μπορεῖ νὰ παρηγορήσῃ τὸν ἄνθρωπο; Μήπως τὰ χρήματα; Τί νὰ τοῦ κάνουν τὰ χρήματα ὅταν πονῇ, ὅταν δυστυχῇ, ὅταν ἔχῃ πένθος; Τὸ πολὺ – πολὺ ν᾽ ἀγοράσῃ ἕνα μεταξωτὸ μαντήλι γιὰ νὰ σφογγίζῃ τὰ δάκρυά του. Ὁ ἄλλος δὲν ἔχει μαντήλι καὶ τὰ δάκρυά του πέφτουν στὸ χῶμα. Ἀλλὰ εἴτε στὸ χῶμα πέφτουν εἴτε στὸ μεταξωτὸ μαντήλι, δάκρυα εἶνε. Τί νὰ τὰ κάνῃ τὰ λεπτά, ὅταν εἶνε ἄῥῤωστος ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια; Τὸ πολὺ πολὺ ν᾽ ἀγοράσῃ μιὰ χρυσῆ λεκάνη γιὰ νὰ φτύνῃ τὸ αἷμα του. Ἀλλὰ εἴτε τὸ φτύνει σὲ χρυσῆ λεκάνη εἴτε τὸ φτύνει στὴ γῆ, αἷμα εἶνε.
Παρηγοριὰ δὲν εἶνε τὸ χρῆμα, οὔτε οἱ φίλοι, οὔτε οἱ συγγενεῖς. Ἕνας μόνο, ἀδελφοί μου· ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, τὸν ὁποῖο ἐγέννησε ἡ Παναγία. Μόνο αὐτὸς σφογγίζει τὰ δάκρυα. Μόνο κοντὰ στὸ Χριστὸ βρίσκει ὁ ἄνθρωπος παρηγοριὰ καὶ ὁπλίζεται καὶ μάχεται καὶ νικᾷ. Ὅλα εἶνε μάταια στὸν κόσμο αὐτόν. Μηδὲν τὰ πλούτη, μηδὲν τὰ κάλλη, μηδὲν οἱ δόξες, κι αὐτὴ ἡ ἐπιστήμη μηδέν· μηδὲν τὰ πάντα. Ἕνα εἶνε αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο, ἡ πίστι μας, ἡ Ἐκκλησία μας. Ἕνας ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὁ δὲ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε πάντοτε μαζί σας· ἀμήν.
Ναί, ἀγαπητοί μου. Τί μπορεῖ νὰ παρηγορήσῃ τὸν ἄνθρωπο; Μήπως τὰ χρήματα; Τί νὰ τοῦ κάνουν τὰ χρήματα ὅταν πονῇ, ὅταν δυστυχῇ, ὅταν ἔχῃ πένθος; Τὸ πολὺ – πολὺ ν᾽ ἀγοράσῃ ἕνα μεταξωτὸ μαντήλι γιὰ νὰ σφογγίζῃ τὰ δάκρυά του. Ὁ ἄλλος δὲν ἔχει μαντήλι καὶ τὰ δάκρυά του πέφτουν στὸ χῶμα. Ἀλλὰ εἴτε στὸ χῶμα πέφτουν εἴτε στὸ μεταξωτὸ μαντήλι, δάκρυα εἶνε. Τί νὰ τὰ κάνῃ τὰ λεπτά, ὅταν εἶνε ἄῥῤωστος ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια; Τὸ πολὺ πολὺ ν᾽ ἀγοράσῃ μιὰ χρυσῆ λεκάνη γιὰ νὰ φτύνῃ τὸ αἷμα του. Ἀλλὰ εἴτε τὸ φτύνει σὲ χρυσῆ λεκάνη εἴτε τὸ φτύνει στὴ γῆ, αἷμα εἶνε.
Παρηγοριὰ δὲν εἶνε τὸ χρῆμα, οὔτε οἱ φίλοι, οὔτε οἱ συγγενεῖς. Ἕνας μόνο, ἀδελφοί μου· ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, τὸν ὁποῖο ἐγέννησε ἡ Παναγία. Μόνο αὐτὸς σφογγίζει τὰ δάκρυα. Μόνο κοντὰ στὸ Χριστὸ βρίσκει ὁ ἄνθρωπος παρηγοριὰ καὶ ὁπλίζεται καὶ μάχεται καὶ νικᾷ. Ὅλα εἶνε μάταια στὸν κόσμο αὐτόν. Μηδὲν τὰ πλούτη, μηδὲν τὰ κάλλη, μηδὲν οἱ δόξες, κι αὐτὴ ἡ ἐπιστήμη μηδέν· μηδὲν τὰ πάντα. Ἕνα εἶνε αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο, ἡ πίστι μας, ἡ Ἐκκλησία μας. Ἕνας ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὁ δὲ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε πάντοτε μαζί σας· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Μαρίνης Ἀνθουπόλεως Περιστερίου – Ἀθηνῶν τὴν 1-4-1960.
«Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον» (Ἀκάθ. ὕμν. Ε2)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr