«Ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν …καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (Λουκ. 15,13-14)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἀκούσαμε τὴν ἐξαίσια παραβολή, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ ὁποία εἶνε ἄφθαστη σὲ νοήματα, ἀνεξάντλητη σὲ διδάγματα.
Κάθε φράσι της δίνει ἀφορμὴ νὰ σκεφτῇ κανεὶς πολύ, νὰ ἐμβαθύνῃ σὲ μεγάλες ἀλήθειες.
Ἂς προσέξουμε σήμερα τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ λέει ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἄσωτο καὶ τὰ ὁποῖα περιγράφουν τὴν κατάντια τοῦ νεαροῦ ἀποστάτου·
«Ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν», λέει, καὶ ἐκεῖ «αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (Λουκ. 15,13-14).
Ἐγκατέλειψε δηλαδὴ τὸ πατρικό του σπίτι, ὅπου εἶχε ὅλα τ᾽ ἀγαθά, ταξίδεψε σὲ χώρα μακρινή, κ᾽ ἐκεῖ, ἀφοῦ δαπάνησε τὴν περιουσία ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἔπεσε πλέον σὲ μεγάλη φτώχεια, τοῦ ἔλειψαν καὶ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα, ὣς καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί· ἔτσι ἀναγκάστηκε νὰ μπῇ στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ἀφέντη πλουσίου καὶ νὰ γίνῃ χοιροβοσκός.
Κάθε φράσι της δίνει ἀφορμὴ νὰ σκεφτῇ κανεὶς πολύ, νὰ ἐμβαθύνῃ σὲ μεγάλες ἀλήθειες.
Ἂς προσέξουμε σήμερα τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ λέει ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἄσωτο καὶ τὰ ὁποῖα περιγράφουν τὴν κατάντια τοῦ νεαροῦ ἀποστάτου·
«Ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν», λέει, καὶ ἐκεῖ «αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (Λουκ. 15,13-14).
Ἐγκατέλειψε δηλαδὴ τὸ πατρικό του σπίτι, ὅπου εἶχε ὅλα τ᾽ ἀγαθά, ταξίδεψε σὲ χώρα μακρινή, κ᾽ ἐκεῖ, ἀφοῦ δαπάνησε τὴν περιουσία ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἔπεσε πλέον σὲ μεγάλη φτώχεια, τοῦ ἔλειψαν καὶ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα, ὣς καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί· ἔτσι ἀναγκάστηκε νὰ μπῇ στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ἀφέντη πλουσίου καὶ νὰ γίνῃ χοιροβοσκός.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀσώτου, ἀγαπητοί μου, βλέπουμε ὅλοι τὸν ἑαυτό μας.
Κάποτε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἦταν κοντὰ στὸ Θεό· ἐκεῖ ἔνιωθε ἐλεύθερη, ἀνέπνεε τὸ καθαρὸ ὀξυγόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα ὅμως ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό της σπίτι, ἔφυγε σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι – τὸ παλάτι τοῦ Θεοῦ…
Παλάτι τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Σπίτι – οἶκος τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ναός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, τότε νά ᾽ρχεσαι· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, ἀλλάζει τὸ πρᾶγμα, πήγαινε ὅπου θέλεις. Ὁ ναὸς εἶνε σπίτι τοῦ Θεοῦ. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος…» (Γέν. 28,17).
Ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ, αὐτὸ τὸ τετράγωνο, δὲν εἶνε ὅπως κάθε ἄλλο οἰκόπεδο τῆς γῆς· εἶνε ἕνα κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ, εἶνε ὁ οἶκος Κυρίου, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Γιά ῥίξτε μιὰ ματιά, πόσοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται σήμερα στὴν ἐκκλησία, πόσοι εἶνε οἱ ἐκκλησιαζόμενοι; Κάθε ἐνορία ἔχει ἕναν ἀριθμὸ ἐνοριτῶν, μικρὸ ἢ μεγάλο. Μερικὲς ἐνορίες ἔχουν χιλιάδες ἐνορῖτες.
Πόσα σπίτια καὶ πόσες οἰκογένειες ἔχει ἡ ἐνορία σας; κι ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ πλῆθος πόσοι μαζεύονται τὴν Κυριακὴ γιὰ τὴ λειτουργία; Ἀπ᾽ ὅλα τὰ σπίτια, μικρὰ – μεγάλα, ποιοί βρίσκονται μέσα, πόσοι μείναμε στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ; Γιά μετρηθῆτε. Οἱ πολλοὶ ἔφυγαν δυστυχῶς ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς μόλις δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι; Ἄσωτοι.
Μὰ κι αὐτοὶ πού ᾽νε μέσα εἶνε σὰν τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς (Λουκ. 15,25), ποὺ δὲν εἶχε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἀδελφό του, δὲν τοῦ καιγόταν καρφί.
Θὰ κολαστοῦμε ὅλοι, κι αὐτοὶ ποὺ εἶνε ἔξω ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς ποὺ λέμε πὼς εἴμαστε μέσα.
Γιατὶ ποιός ἀπὸ μᾶς πονάει γιὰ τοὺς 98 ποὺ μένουν ἔξω; Οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε ἐπίτροπος οὔτε λαϊκός· δὲν μᾶς πονάει ποὺ ὁ ναὸς μένει ἀδειανός.
Εἶνε ἔλεγχος γιὰ μᾶς ὁ καταστηματάρχης ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει πὼς ἀραιώνει ἡ πελατεία του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν αὐξήσῃ, ἐνῷ ἐμᾶς δὲν μᾶς νοιάζει ἂν ἡ ἐκκλησία μένει ἀδειανή.
Ἐσὺ ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία μόνος; Ὄχι, Χριστιανέ μου, δὲν θὰ ἔρχεσαι μόνος· νὰ πᾷς νὰ φέρῃς καὶ τοὺς ἄλλους.
Ὅταν πρόκειται γιὰ κινηματογράφο, φωνάζεις τὴ γειτονιὰ ὁλόκληρη νὰ ἔρθουν νὰ δοῦν τὸ ἔργο· ἀλλὰ ὑπάρχει πιὸ σπουδαῖο «ἔργο» ἀπὸ αὐτὸ τὸ μυστήριο ποὺ τελεῖται ἐδῶ;
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, –γιὰ νὰ ἐπανέλθω– οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τώρα ποῦ εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἂν πᾶτε αὐτὴ τὴν ὥρα ἔξω, θὰ τοὺς βρῆτε δεξιὰ κι ἀριστερά, σὲ διάφορα κέντρα, σὲ μεγάλα σπίτια ἢ σὲ καλύβες· παίζουν, πίνουν, κάνουν ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονται τώρα, ἀσωτεύουν.
Γεμᾶτα τὰ σπίτια τοῦ διαβόλου, καὶ ἄδειασε τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Μακριὰ ὅμως ἀπὸ τὸ Θεὸ τί ὑπάρχει;
Κάθε ψυχὴ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε σκλαβωμένη.
Σκλάβα ἡ ψυχὴ κάτω ἀπὸ διάφορα πάθη· στὸ ἀλκοόλ, στὸ χαρτί, στὸ ποτήρι, στὴ μπάλλα, σὲ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ἀτιμίες. Ἀναστενάζει ἡ ψυχή. Ποιός θὰ τὴν ἐλευθερώσῃ;
Σήμερα ἰδίως φθάσαμε πλέον στὸ ἀπροχώρητο.
Ἐγὼ φοβᾶμαι.
Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, «δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ χρυσὸ βιβλίο ποὺ εἶνε πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἂν δὲν διορθωθοῦμε, ἀλλοίμονό μας.
Ἀδειάσαμε τὰ χωριουδάκια μας τὰ εὐλογημένα, τὶς καλυβοῦλες ποὺ ἔζησαν οἱ ἅγιοι παπποῦδες μας, φύγαμε καὶ χορτάριασαν οἱ αὐλές τους.
Μαζευτήκαμε στὰ ἀστικὰ κέντρα, στὴ λακκούβα τῆς ἁμαρτίας, μέσα σὲ μιὰ χαβούζα, ἑκατομμύρια μυρμήγκια καὶ σκουλήκια ἀκάθαρτα.
Τί ἐπικρατεῖ στὰ μεγάλα κέντρα;
Βασιλεύει ἡ ἁμαρτία, ἡ πορνεία.
–Μὴ λὲς τέτοιες λέξεις, θὰ ποῦν μερικοὶ μοντέρνοι θεολόγοι, δὲν κάνει, σοκάρουν…
Οἱ πράξεις σοκάρουν, ὄχι οἱ λέξεις.
Σήμερα κυριαρχεῖ στὸν κόσμο ἡ πορνεία, τὸ πορνικὸ πνεῦμα. Τὸ λέει ἄλλωστε σήμερα τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 15,30).
Καὶ ἂν δὲν μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, καμμιὰ νύχτα «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται» (Ψαλμ. 103,32), θὰ μᾶς σείσῃ ἐκ θεμελίων, νὰ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά μας.
Οἱ μὲν γίναμε ἄσωτοι, ἀμετανόητοι ἄσωτοι, οἱ δὲ ἄλλοι εἴμαστε «πρεσβύτεροι ἀδελφοί» (Λουκ. 15,25), μὲ μιὰ ψυχὴ κακιὰ – μοχθηρή, ἀφοῦ δὲν ποθοῦμε νὰ δοῦμε καὶ τὸν ἄλλο κοντὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μας τοῦ κλείνουμε τὴν πόρτα νὰ μὴ γυρίσῃ στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα.
Κι ὅταν δὲν κλείνουμε τὴν πόρτα, πάντως ἀδιαφοροῦμε γι᾽ αὐτόν, δὲν μᾶς πονάει ἡ ὑπόθεσι τῆς σωτηρίας του.
Γιὰ παράδειγμα· ἐσὺ ὁ ἄντρας· ἦρθες μόνος σου σήμερα στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ τὴ γυναῖκα σου; ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἦρθες μόνη σου στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ τὸν ἄντρα σου; Γιά προσπάθησε.
Ὅταν θέλῃς, ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἔχεις τρόπους νὰ τὸν ἐπηρεάζῃς. Κάποτε μάλιστα, γιὰ ἄλλα θελήματα, τὸν κάνεις σκουπίδι στὰ πόδια σου· στὸ ζήτημα αὐτὸ ὅμως δὲν ἐξήσκησες τὴν ἐπιρροή σου, ὥστε νὰ φέρῃς τὸν ἄνθρωπό σου στὴν ἐκκλησία· τὸ ἴδιο κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄντρας.
Προσπαθῆστε ὅλοι, ὥστε νὰ φθάσετε νὰ ἐκκλησιάζεστε οἰκογενειακῶς, νὰ γίνῃ χαρὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ἡ χαρὰ αὐτὴ φαίνεται μέσα στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἀπὸ τὴ μεγάλη χαρά του, λέει, ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἔσφαξε «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν» (ἔ.ἀ. 15,23,27,30).
Τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό, ποὺ ἔσφαξε καὶ παραθέτει καὶ μᾶς καλεῖ ὅλους στὸ τραπέζι, ποιό εἶνε;
Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἐλᾶτε πάλι τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως.
Ὄχι μόλις ἀκουστῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ν᾽ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες· νὰ μείνῃς μέχρι τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, καὶ τότε θ᾽ ἀκούσῃς ἐκεῖνο τὸν λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου·
«Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν».
Ὁ «μόσχος ὁ σιτευτός», ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
Κάποτε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἦταν κοντὰ στὸ Θεό· ἐκεῖ ἔνιωθε ἐλεύθερη, ἀνέπνεε τὸ καθαρὸ ὀξυγόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα ὅμως ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό της σπίτι, ἔφυγε σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι – τὸ παλάτι τοῦ Θεοῦ…
Παλάτι τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Σπίτι – οἶκος τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ναός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, τότε νά ᾽ρχεσαι· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, ἀλλάζει τὸ πρᾶγμα, πήγαινε ὅπου θέλεις. Ὁ ναὸς εἶνε σπίτι τοῦ Θεοῦ. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος…» (Γέν. 28,17).
Ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ, αὐτὸ τὸ τετράγωνο, δὲν εἶνε ὅπως κάθε ἄλλο οἰκόπεδο τῆς γῆς· εἶνε ἕνα κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ, εἶνε ὁ οἶκος Κυρίου, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Γιά ῥίξτε μιὰ ματιά, πόσοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται σήμερα στὴν ἐκκλησία, πόσοι εἶνε οἱ ἐκκλησιαζόμενοι; Κάθε ἐνορία ἔχει ἕναν ἀριθμὸ ἐνοριτῶν, μικρὸ ἢ μεγάλο. Μερικὲς ἐνορίες ἔχουν χιλιάδες ἐνορῖτες.
Πόσα σπίτια καὶ πόσες οἰκογένειες ἔχει ἡ ἐνορία σας; κι ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ πλῆθος πόσοι μαζεύονται τὴν Κυριακὴ γιὰ τὴ λειτουργία; Ἀπ᾽ ὅλα τὰ σπίτια, μικρὰ – μεγάλα, ποιοί βρίσκονται μέσα, πόσοι μείναμε στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ; Γιά μετρηθῆτε. Οἱ πολλοὶ ἔφυγαν δυστυχῶς ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς μόλις δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι; Ἄσωτοι.
Μὰ κι αὐτοὶ πού ᾽νε μέσα εἶνε σὰν τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς (Λουκ. 15,25), ποὺ δὲν εἶχε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἀδελφό του, δὲν τοῦ καιγόταν καρφί.
Θὰ κολαστοῦμε ὅλοι, κι αὐτοὶ ποὺ εἶνε ἔξω ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς ποὺ λέμε πὼς εἴμαστε μέσα.
Γιατὶ ποιός ἀπὸ μᾶς πονάει γιὰ τοὺς 98 ποὺ μένουν ἔξω; Οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε ἐπίτροπος οὔτε λαϊκός· δὲν μᾶς πονάει ποὺ ὁ ναὸς μένει ἀδειανός.
Εἶνε ἔλεγχος γιὰ μᾶς ὁ καταστηματάρχης ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει πὼς ἀραιώνει ἡ πελατεία του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν αὐξήσῃ, ἐνῷ ἐμᾶς δὲν μᾶς νοιάζει ἂν ἡ ἐκκλησία μένει ἀδειανή.
Ἐσὺ ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία μόνος; Ὄχι, Χριστιανέ μου, δὲν θὰ ἔρχεσαι μόνος· νὰ πᾷς νὰ φέρῃς καὶ τοὺς ἄλλους.
Ὅταν πρόκειται γιὰ κινηματογράφο, φωνάζεις τὴ γειτονιὰ ὁλόκληρη νὰ ἔρθουν νὰ δοῦν τὸ ἔργο· ἀλλὰ ὑπάρχει πιὸ σπουδαῖο «ἔργο» ἀπὸ αὐτὸ τὸ μυστήριο ποὺ τελεῖται ἐδῶ;
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, –γιὰ νὰ ἐπανέλθω– οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τώρα ποῦ εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἂν πᾶτε αὐτὴ τὴν ὥρα ἔξω, θὰ τοὺς βρῆτε δεξιὰ κι ἀριστερά, σὲ διάφορα κέντρα, σὲ μεγάλα σπίτια ἢ σὲ καλύβες· παίζουν, πίνουν, κάνουν ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονται τώρα, ἀσωτεύουν.
Γεμᾶτα τὰ σπίτια τοῦ διαβόλου, καὶ ἄδειασε τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Μακριὰ ὅμως ἀπὸ τὸ Θεὸ τί ὑπάρχει;
Κάθε ψυχὴ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε σκλαβωμένη.
Σκλάβα ἡ ψυχὴ κάτω ἀπὸ διάφορα πάθη· στὸ ἀλκοόλ, στὸ χαρτί, στὸ ποτήρι, στὴ μπάλλα, σὲ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ἀτιμίες. Ἀναστενάζει ἡ ψυχή. Ποιός θὰ τὴν ἐλευθερώσῃ;
Σήμερα ἰδίως φθάσαμε πλέον στὸ ἀπροχώρητο.
Ἐγὼ φοβᾶμαι.
Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, «δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ χρυσὸ βιβλίο ποὺ εἶνε πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἂν δὲν διορθωθοῦμε, ἀλλοίμονό μας.
Ἀδειάσαμε τὰ χωριουδάκια μας τὰ εὐλογημένα, τὶς καλυβοῦλες ποὺ ἔζησαν οἱ ἅγιοι παπποῦδες μας, φύγαμε καὶ χορτάριασαν οἱ αὐλές τους.
Μαζευτήκαμε στὰ ἀστικὰ κέντρα, στὴ λακκούβα τῆς ἁμαρτίας, μέσα σὲ μιὰ χαβούζα, ἑκατομμύρια μυρμήγκια καὶ σκουλήκια ἀκάθαρτα.
Τί ἐπικρατεῖ στὰ μεγάλα κέντρα;
Βασιλεύει ἡ ἁμαρτία, ἡ πορνεία.
–Μὴ λὲς τέτοιες λέξεις, θὰ ποῦν μερικοὶ μοντέρνοι θεολόγοι, δὲν κάνει, σοκάρουν…
Οἱ πράξεις σοκάρουν, ὄχι οἱ λέξεις.
Σήμερα κυριαρχεῖ στὸν κόσμο ἡ πορνεία, τὸ πορνικὸ πνεῦμα. Τὸ λέει ἄλλωστε σήμερα τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 15,30).
Καὶ ἂν δὲν μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, καμμιὰ νύχτα «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται» (Ψαλμ. 103,32), θὰ μᾶς σείσῃ ἐκ θεμελίων, νὰ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά μας.
Οἱ μὲν γίναμε ἄσωτοι, ἀμετανόητοι ἄσωτοι, οἱ δὲ ἄλλοι εἴμαστε «πρεσβύτεροι ἀδελφοί» (Λουκ. 15,25), μὲ μιὰ ψυχὴ κακιὰ – μοχθηρή, ἀφοῦ δὲν ποθοῦμε νὰ δοῦμε καὶ τὸν ἄλλο κοντὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μας τοῦ κλείνουμε τὴν πόρτα νὰ μὴ γυρίσῃ στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα.
Κι ὅταν δὲν κλείνουμε τὴν πόρτα, πάντως ἀδιαφοροῦμε γι᾽ αὐτόν, δὲν μᾶς πονάει ἡ ὑπόθεσι τῆς σωτηρίας του.
Γιὰ παράδειγμα· ἐσὺ ὁ ἄντρας· ἦρθες μόνος σου σήμερα στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ τὴ γυναῖκα σου; ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἦρθες μόνη σου στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ τὸν ἄντρα σου; Γιά προσπάθησε.
Ὅταν θέλῃς, ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἔχεις τρόπους νὰ τὸν ἐπηρεάζῃς. Κάποτε μάλιστα, γιὰ ἄλλα θελήματα, τὸν κάνεις σκουπίδι στὰ πόδια σου· στὸ ζήτημα αὐτὸ ὅμως δὲν ἐξήσκησες τὴν ἐπιρροή σου, ὥστε νὰ φέρῃς τὸν ἄνθρωπό σου στὴν ἐκκλησία· τὸ ἴδιο κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄντρας.
Προσπαθῆστε ὅλοι, ὥστε νὰ φθάσετε νὰ ἐκκλησιάζεστε οἰκογενειακῶς, νὰ γίνῃ χαρὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ἡ χαρὰ αὐτὴ φαίνεται μέσα στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἀπὸ τὴ μεγάλη χαρά του, λέει, ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἔσφαξε «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν» (ἔ.ἀ. 15,23,27,30).
Τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό, ποὺ ἔσφαξε καὶ παραθέτει καὶ μᾶς καλεῖ ὅλους στὸ τραπέζι, ποιό εἶνε;
Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἐλᾶτε πάλι τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως.
Ὄχι μόλις ἀκουστῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ν᾽ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες· νὰ μείνῃς μέχρι τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, καὶ τότε θ᾽ ἀκούσῃς ἐκεῖνο τὸν λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου·
«Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν».
Ὁ «μόσχος ὁ σιτευτός», ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
* * *
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τὰ μεγαλεῖα τοῦ Χριστοῦ;
Ὅταν καθήσῃς κάτω καὶ σκεφθῇς τὰ πράγματα αὐτά, ὅταν σκεφθῇς ὅτι μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπεσε πάνω στὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή μου καὶ στὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή σου, ἔγινε πέλαγος καὶ Ἰορδάνης καὶ καταρράκτης Νιαγάρας καὶ ἔπλυνε τὰ ἁμαρτήματά μας, ὅταν τὰ σκεφθῇς αὐτά, ἡ καρδιά σου γεμίζει ἀπὸ εὐσπλαχνία, ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, καὶ λές· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ.
Πῶς ἀλλιῶς θὰ ξεπληρώσουμε, μὲ τί τρόπο θὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη – τὴν εὐγνωμοσύνη μας στὸ Χριστό, μὲ ποιό μέσο; Ὄχι μιὰ ζωὴ ἀλλὰ καὶ χίλιες ζωὲς νὰ εἴχαμε καὶ νὰ τὶς θυσιάζαμε γιὰ τὸ Χριστό, δὲν ξεπληρώναμε τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε ἀπέναντί του.
Τί ζητάει ἀπὸ μᾶς; Νὰ ποῦμε ἕνα εὐχαριστῶ.
Ἄνθρωπε· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, δουλειά· ἔλα λοιπὸν τὴν Κυριακή, στάσου μιὰ ὥρα μέσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ πές· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ.
Ὦ ἀδελφοί μου· ἂν δὲν μετανοήσουμε σὰν τὸν ἄσωτο, ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Ἥμαρτον» (ἔ.ἀ. 15,18,21), ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Μνήσθητί μου…» (ἔ.ἀ. 23,42), καμμιὰ νύχτα, ἐκεῖ ποὺ κοιμώμαστε, σπίτια παλάτια δικαστήρια στρατῶνες, τὰ πάντα, θὰ γίνουν γῆς Μαδιάμ.
Ἂς προλάβουμε, ἂς μετανοήσουμε, ἂς πέσουμε στὰ γόνατα ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅπως ὁ ἄσωτος εἶπε τὸ «Ἥμαρτον», νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Χριστέ, ἥμαρτον· ἥμαρτον, Χριστέ»· ἵνα διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.
Ὅταν καθήσῃς κάτω καὶ σκεφθῇς τὰ πράγματα αὐτά, ὅταν σκεφθῇς ὅτι μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπεσε πάνω στὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή μου καὶ στὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή σου, ἔγινε πέλαγος καὶ Ἰορδάνης καὶ καταρράκτης Νιαγάρας καὶ ἔπλυνε τὰ ἁμαρτήματά μας, ὅταν τὰ σκεφθῇς αὐτά, ἡ καρδιά σου γεμίζει ἀπὸ εὐσπλαχνία, ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, καὶ λές· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ.
Πῶς ἀλλιῶς θὰ ξεπληρώσουμε, μὲ τί τρόπο θὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη – τὴν εὐγνωμοσύνη μας στὸ Χριστό, μὲ ποιό μέσο; Ὄχι μιὰ ζωὴ ἀλλὰ καὶ χίλιες ζωὲς νὰ εἴχαμε καὶ νὰ τὶς θυσιάζαμε γιὰ τὸ Χριστό, δὲν ξεπληρώναμε τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε ἀπέναντί του.
Τί ζητάει ἀπὸ μᾶς; Νὰ ποῦμε ἕνα εὐχαριστῶ.
Ἄνθρωπε· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, δουλειά· ἔλα λοιπὸν τὴν Κυριακή, στάσου μιὰ ὥρα μέσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ πές· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ.
Ὦ ἀδελφοί μου· ἂν δὲν μετανοήσουμε σὰν τὸν ἄσωτο, ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Ἥμαρτον» (ἔ.ἀ. 15,18,21), ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Μνήσθητί μου…» (ἔ.ἀ. 23,42), καμμιὰ νύχτα, ἐκεῖ ποὺ κοιμώμαστε, σπίτια παλάτια δικαστήρια στρατῶνες, τὰ πάντα, θὰ γίνουν γῆς Μαδιάμ.
Ἂς προλάβουμε, ἂς μετανοήσουμε, ἂς πέσουμε στὰ γόνατα ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅπως ὁ ἄσωτος εἶπε τὸ «Ἥμαρτον», νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Χριστέ, ἥμαρτον· ἥμαρτον, Χριστέ»· ἵνα διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου Ν. Μαδύτου – Ἀθηνῶν τὴν 1-3-1964. Καταγραφή, διαίρεσις, ἀναπλήρωσις 29-12-2014.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς μέσα στὸ cd 94α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς μέσα στὸ cd 94α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)