Προφάσεις «Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς...» (Λουκά. 14,16)
«Ἀγρὸν ἠγόρασα… Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε… Γυναῖκα ἔγημα…» (Λουκ. 14,18-20)
Στὴν ὡραία παραβολὴ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, βλέπουμε ἕνα παράδοξο πρᾶγμα. Ποιό δηλαδή;
Κάποιος ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ τάξι τῶν φαρισαίων, ὅπως ἱστορεῖ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, εἶχε καλέσει, ἡμέρα Σάββατο, τὸν Κύριό μας νὰ τοῦ κάνῃ τὸ τραπέζι (βλ. Λουκ. 14,1-15).
Ὁ Χριστός, παρ᾽ ὅλο ποὺ ἐγνώριζε ὅτι οἱ διαθέσεις τῶν φαρισαίων δὲν εἶνε ἀγαθές, ὅτι παρατηροῦν κάθε κίνησί του ζητώντας ἀφορμὴ νὰ τὸν κατηγορήσουν, ἐν τούτοις δὲν ἐπρόβαλε κάποια πρόφασι γιὰ ν᾽ ἀρνηθῇ τὴν πρόσκλησι, ἀλλὰ πῆγε.
Δὲν πῆγε βέβαια γιὰ ν᾽ ἀπολαύσῃ φαγητά· πῆγε γιὰ νὰ δοθῇ εὐκαιρία νὰ διδάξῃ. Καὶ πράγματι, κατὰ τὴ διάρκεια ἐκείνου τοῦ γεύματος θεράπευσε ἕναν ἀσθενῆ, διδάσκοντας ὅτι δὲν ἁμαρτάνει ὅποιος ἀγαθοεργεῖ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου· καὶ ἐνῷ αὐτὸ τὸ ἄκουσαν ὅλοι, κανείς ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες δὲν τόλμησε νὰ τοῦ φέρῃ ἀντίρρησι.
Δίδαξε ἐπίσης τὴν ταπείνωσι λέγοντας· Ὅταν σᾶς καλοῦν σὲ γάμους, νὰ προτιμᾶτε στὸ τραπέζι ὄχι τὴν πρώτη ἀλλὰ τὴν τελευταία θέσι. Τέλος εἶπε καὶ στὸν οἰκοδεσπότη·
Ὅταν κάνῃς τραπέζι, νὰ καλῇς ὄχι φίλους καὶ συγγενεῖς ἢ πλουσίους γειτόνους, ἀλλὰ φτωχοὺς καὶ σακάτηδες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσουν ἐδῶ στὴ γῆ, ὥστε νὰ σοῦ ἀνταποδοθῇ στὸ τέλος ὅταν θὰ γίνῃ ἡ κοινὴ ἀνάστασι. Ἀκούγοντας τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια ἕνας ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες εἶπε στὸν Κύριο μὲ πόθο· Εὐτυχισμένος ὅποιος θ᾽ ἀξιωθῇ νὰ παρακαθήσῃ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ!
Τότε, μὲ ἀφορμὴ τὸν λόγο αὐτόν, ὁ Κύριός μας εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα.
Ὅτι κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε μεγάλο βραδινὸ τραπέζι καὶ κάλεσε πολλούς.
Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα κ᾽ ἦταν ὅλα ἕτοιμα, ἔστειλε τὸ δοῦλο του νὰ τοὺς φωνάξῃ.
Ἐκεῖ ὅμως συνέβη τὸ παράδοξο ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή· οἱ καλεσμένοι φίλοι ἄρχισαν νὰ δίνουν ὅλοι τὴν ἴδια ἀπάντησι, λὲς καὶ ἦταν συνεννοημένοι.
Οἱ πρῶτοι προσκεκλημένοι ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἀρνοῦνται νὰ λάβουν μέρος στὸ δεῖπνο. Προφασίζονται, ὅτι διάφορες ἐπείγουσες τάχα ἀσχολίες, ὅπως ὁ «ἀγρός», τὰ «ζεύγη βοῶν» καὶ ἡ οἰκογένεια («γυναῖκα ἔγημα»), τοὺς ἐμποδίζουν νὰ συμμετάσχουν στὸ τραπέζι (ἔ.ἀ. 14,18-20). Δὲν εἶνε λοιπὸν παράδοξο αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Πολὺ παράδοξο.
«Ἀγρὸν ἠγόρασα… Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε… Γυναῖκα ἔγημα…» (Λουκ. 14,18-20)
Στὴν ὡραία παραβολὴ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, βλέπουμε ἕνα παράδοξο πρᾶγμα. Ποιό δηλαδή;
Κάποιος ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ τάξι τῶν φαρισαίων, ὅπως ἱστορεῖ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, εἶχε καλέσει, ἡμέρα Σάββατο, τὸν Κύριό μας νὰ τοῦ κάνῃ τὸ τραπέζι (βλ. Λουκ. 14,1-15).
Ὁ Χριστός, παρ᾽ ὅλο ποὺ ἐγνώριζε ὅτι οἱ διαθέσεις τῶν φαρισαίων δὲν εἶνε ἀγαθές, ὅτι παρατηροῦν κάθε κίνησί του ζητώντας ἀφορμὴ νὰ τὸν κατηγορήσουν, ἐν τούτοις δὲν ἐπρόβαλε κάποια πρόφασι γιὰ ν᾽ ἀρνηθῇ τὴν πρόσκλησι, ἀλλὰ πῆγε.
Δὲν πῆγε βέβαια γιὰ ν᾽ ἀπολαύσῃ φαγητά· πῆγε γιὰ νὰ δοθῇ εὐκαιρία νὰ διδάξῃ. Καὶ πράγματι, κατὰ τὴ διάρκεια ἐκείνου τοῦ γεύματος θεράπευσε ἕναν ἀσθενῆ, διδάσκοντας ὅτι δὲν ἁμαρτάνει ὅποιος ἀγαθοεργεῖ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου· καὶ ἐνῷ αὐτὸ τὸ ἄκουσαν ὅλοι, κανείς ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες δὲν τόλμησε νὰ τοῦ φέρῃ ἀντίρρησι.
Δίδαξε ἐπίσης τὴν ταπείνωσι λέγοντας· Ὅταν σᾶς καλοῦν σὲ γάμους, νὰ προτιμᾶτε στὸ τραπέζι ὄχι τὴν πρώτη ἀλλὰ τὴν τελευταία θέσι. Τέλος εἶπε καὶ στὸν οἰκοδεσπότη·
Ὅταν κάνῃς τραπέζι, νὰ καλῇς ὄχι φίλους καὶ συγγενεῖς ἢ πλουσίους γειτόνους, ἀλλὰ φτωχοὺς καὶ σακάτηδες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσουν ἐδῶ στὴ γῆ, ὥστε νὰ σοῦ ἀνταποδοθῇ στὸ τέλος ὅταν θὰ γίνῃ ἡ κοινὴ ἀνάστασι. Ἀκούγοντας τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια ἕνας ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες εἶπε στὸν Κύριο μὲ πόθο· Εὐτυχισμένος ὅποιος θ᾽ ἀξιωθῇ νὰ παρακαθήσῃ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ!
Τότε, μὲ ἀφορμὴ τὸν λόγο αὐτόν, ὁ Κύριός μας εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα.
Ὅτι κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε μεγάλο βραδινὸ τραπέζι καὶ κάλεσε πολλούς.
Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα κ᾽ ἦταν ὅλα ἕτοιμα, ἔστειλε τὸ δοῦλο του νὰ τοὺς φωνάξῃ.
Ἐκεῖ ὅμως συνέβη τὸ παράδοξο ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή· οἱ καλεσμένοι φίλοι ἄρχισαν νὰ δίνουν ὅλοι τὴν ἴδια ἀπάντησι, λὲς καὶ ἦταν συνεννοημένοι.
Οἱ πρῶτοι προσκεκλημένοι ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἀρνοῦνται νὰ λάβουν μέρος στὸ δεῖπνο. Προφασίζονται, ὅτι διάφορες ἐπείγουσες τάχα ἀσχολίες, ὅπως ὁ «ἀγρός», τὰ «ζεύγη βοῶν» καὶ ἡ οἰκογένεια («γυναῖκα ἔγημα»), τοὺς ἐμποδίζουν νὰ συμμετάσχουν στὸ τραπέζι (ἔ.ἀ. 14,18-20). Δὲν εἶνε λοιπὸν παράδοξο αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Πολὺ παράδοξο.
* * *
Ἀλλ᾿ ἐάν, ἀγαπητοί μου, «ἀποκρυπτογραφήσουμε» τὴν παραβολή, θὰ βροῦμε τὸ νόημά της, αὐτὸ ποὺ Κύριος θέλει νὰ μᾶς διδάξῃ.
Κάτω ἀπὸ τὸ «μέγα δεῖπνον» πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὴν χριστιανικὴ ζωὴ γενικά, ἡ ὁποία εἶνε γεμάτη ἀπὸ πνευματικὰ θέλγητρα καὶ ἀπολαύσεις, ὄχι μόνο στὸν οὐρανὸ ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ σ᾽ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γῆ.
Κάτω δὲ ἀπὸ τοὺς προσ - «κεκλημένους» πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὰ διάφορα πρόσωπα ποὺ προσκαλοῦνται νὰ γευθοῦν τὰ ἀγαθὰ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἔχοντας τώρα ὑπ᾽ ὄψιν αὐτά, τὸ παράδοξο ποὺ περιγράφει ἡ παραβολὴ μετατρέπεται πλέον σὲ ἕνα γεγονὸς πολὺ συνηθισμένο, ποὺ τὸ βλέπουμε νὰ συμβαίνῃ κάθε μέρα, εἴτε μέσα στὴ δική μας τὴν καρδιὰ εἴτε μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων.
Διότι πράγματι πουθενὰ ἀλλοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμπεριφέρεται τόσο ἀπρόθυμα ὅσο στὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἀεικίνητος σὲ ὅλα, ἐδῶ γίνεται βραδυκίνητη χελώνα – καὶ μακάρι νὰ πήγαινε σὰν τὴ χελώνα· ἐδῶ γίνεται πέτρα ἀκίνητη, δὲν ἐννοεῖ νὰ σαλέψῃ, νὰ κινηθῇ ἀπὸ τὴ θέσι του.
Ματαίως τοῦ ἔρχονται οἱ προσκλήσεις μὲ διαφόρους τρόπους· μηνύματα, εἰδήσεις, προτροπὲς φίλων, κηρύγματα, ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως, εὐχάριστα ἢ δυσάρεστα γεγονότα εἴτε τῆς προσωπικῆς του ζωῆς εἴτε τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος εἴτε καὶ τοῦ ἐθνικοῦ ἢ τοῦ παγκοσμίου βίου. Μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους ὁ πανάγαθος Θεὸς προσκαλεῖ τὸν καθένα στὴν χριστιανικὴ ζωή, στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶνε τόσο ἀγαθὸς αὐτὸς ποὺ προσκαλεῖ, εἶνε τόσο μεγάλη ἡ τιμὴ ποὺ προτείνει, εἶνε τόσο ζηλευτὰ τὰ βραβεῖα ποὺ προσφέρει, ὥστε φυσιολογικὰ ὁ ἄνθρωπος θά ᾽πρεπε, χωρὶς πολλὴ σκέψι καὶ χωρὶς κανένα δισταγμό, νὰ δεχθῇ τὴν πρόσκλησι ποὺ φθάνει μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ εἴπαμε, ν᾽ ἀφήσῃ πίσω τὸ παρελθόν του, νὰ μετανοήσῃ, καὶ νὰ τρέξῃ ἐκεῖ ὅπου τὸν προσκαλεῖ ὁ Χριστός, ἔχοντας πλήρη βεβαιότητα ὅτι, ὅπου καλεῖ ὁ Χριστός, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ πραγματικὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Καὶ ὅμως αὐτό, τὸ τόσο λογικό, πολὺ σπανίως γίνεται. Γιατί;
Ὑπάρχει βέβαια ἐλευθερία. Ἀλλὰ στὴν ἐλευθερία παρεμβαίνουν ἄλλοι. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλοὺς κακοὺς συμβούλους.
Ἔχει πρῶτα – πρῶτα τὸν διεφθαρμένο ἑαυτό του, ποὺ τὸν κρατάει δεμένο σὲ χρόνια πάθη. Ἔχει ἔπειτα τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους, τὸν κόσμο, ποὺ ζοῦν ὅπως κι αὐτὸς στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ἀποθαρρύνουν, ὥστε νὰ μὴν τολμήσῃ νὰ πετάξῃ πιὸ ψηλά. Ἔχει τέλος καὶ τὸν σατανᾶ, ποὺ μὲ δόλιο τρόπο τὸν ἐξαπατᾷ, ὥστε νὰ μὴ βλέπῃ τὸ συμφέρον του. Ὅλοι αὐτοὶ μὲ κοινὴ συμφωνία εἰσηγοῦνται στὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπορρίψῃ τὴν πρόσκλησι καὶ νὰ μένῃ στὰ ἴδια.
Ἔτσι ὁ δύστυχος ἄνθρωπος δέχεται τὶς εἰσηγήσεις τῶν ἐχθρῶν τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας του, ἀπορρίπτει τὴν πρόσκλησι, καὶ γιὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὰ ἀδικαιολόγητα ἢ μᾶλλον γιὰ νὰ κοιμίσῃ τὴ συνείδησί του, πλάθει διάφορες δικαιολογίες γιὰ νὰ ἀμνηστεύσῃ τὸ ὀλέθριο λάθος του, τὴν παράλειψι τοῦ ὑψίστου χρέους του νὰ σπεύσῃ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ ποὺ τὸν καλεῖ.
«Ἀγρὸν ἠγόρασα» – «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά» – «γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν», νά τί προφασίζεται ὅποιος δὲν ἔχει διάθεσι νὰ δεχθῇ τὴν πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ οἱ προφάσεις αὐτὲς εἶνε ἀνόητες καὶ μαρτυροῦν πόσο ἀδικεῖ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ ὅποιος προβάλλει τέτοιες δικαιολογίες.
Ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἡ γνήσια εὐαγγελικὴ ζωή, δὲν εἶνε ἄρνησι τῆς ζωῆς μέσα στὸν κόσμο. Πραγματοποιεῖται μέσα στὴν κοινωνία. Μπορεῖ νὰ συμβαδίσῃ σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ σταθῇ πολύτιμος σύντροφός του, σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος νομίμου ἐργασίας καὶ ἂν αὐτὸς καταγίνεται.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ν᾿ ἀφήσουμε ἀκαλλιέργητα τὰ χωράφια, νὰ κλείσουμε τὰ καταστήματα, νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ γάμο καὶ νὰ καταργήσουμε τὴν οἰκογένεια, προκειμένου νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Μποροῦμε καὶ ὡς ἀγρότες καὶ ὡς ἔμποροι καὶ ὡς ἔγγαμοι οἰκογενειάρχες νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου μας.
Ἡ ζωὴ ἡ χριστιανικὴ ὄχι μόνο δὲν μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσι τῶν καθημερινῶν μας ἔργων, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως ἐξυψώνει καὶ ἐξευγενίζει τὰ ἔργα καὶ τὶς ἀσχολίες μας ἐκεῖνες ποὺ ἐκτελοῦνται κάτω τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἔπειτα, ἡ πρώτη καὶ ὑψίστη ὑπόθεσι τῆς ζωῆς μας εἶνε ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καὶ κατόπιν κατὰ σειρὰν ἀξίας ἔρχονται οἱ ἄλλες ὑποθέσεις, γιὰ τὴν οἰκογένειά μας, γιὰ τὰ κτήματά μας, τὰ ἐμπόριά μας κ.τ.λ..
Ἐκεῖνος ποὺ ἀφήνει τὸ νοῦ του ν᾿ ἀπορροφηθῇ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὶς σκέψεις μόνο τοῦ ἐπαγγέλματός του καὶ τῶν ἄλλων καθημερινῶν του ἀσχολιῶν, δείχνει ὅτι δὲν πιστεύει στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ τὴ μέλλουσα ζωή· γιατὶ ἂν πίστευε, θὰ εὕρισκε χρόνο ν᾿ ἀσχοληθῇ καὶ μὲ τὰ ζητήματα τῆς σωτηρίας του, χρόνο ἴσο τοὐλάχιστον μὲ τὸ χρόνο ποὺ διαθέτει γιὰ τὰ μικρὰ βιοτικὰ ζητήματα.
Ἀλλὰ τώρα; Ἀσχολεῖται νὰ τακτοποιήσῃ τὸ δωμάτιο, στὸ ὁποῖο θὰ κοιμηθῇ μία μόνο νύχτα, καὶ καθόλου δὲν μεριμνᾷ γιὰ τὸ οἴκημα τοῦ οὐρανοῦ, στὸ ὁποῖο ὄχι ὧρες καὶ ἡμέρες ἀλλὰ χρόνια καὶ αἰωνίως θὰ παραμείνῃ. Τόση φροντίδα γιὰ τὰ ἐπίγεια, τόση ἀμέλεια γιὰ ὅ,τι ἀφορᾷ στὸ πολυτιμότερο μέρος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως.
Κάτω ἀπὸ τὸ «μέγα δεῖπνον» πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὴν χριστιανικὴ ζωὴ γενικά, ἡ ὁποία εἶνε γεμάτη ἀπὸ πνευματικὰ θέλγητρα καὶ ἀπολαύσεις, ὄχι μόνο στὸν οὐρανὸ ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ σ᾽ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γῆ.
Κάτω δὲ ἀπὸ τοὺς προσ - «κεκλημένους» πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὰ διάφορα πρόσωπα ποὺ προσκαλοῦνται νὰ γευθοῦν τὰ ἀγαθὰ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἔχοντας τώρα ὑπ᾽ ὄψιν αὐτά, τὸ παράδοξο ποὺ περιγράφει ἡ παραβολὴ μετατρέπεται πλέον σὲ ἕνα γεγονὸς πολὺ συνηθισμένο, ποὺ τὸ βλέπουμε νὰ συμβαίνῃ κάθε μέρα, εἴτε μέσα στὴ δική μας τὴν καρδιὰ εἴτε μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων.
Διότι πράγματι πουθενὰ ἀλλοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμπεριφέρεται τόσο ἀπρόθυμα ὅσο στὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἀεικίνητος σὲ ὅλα, ἐδῶ γίνεται βραδυκίνητη χελώνα – καὶ μακάρι νὰ πήγαινε σὰν τὴ χελώνα· ἐδῶ γίνεται πέτρα ἀκίνητη, δὲν ἐννοεῖ νὰ σαλέψῃ, νὰ κινηθῇ ἀπὸ τὴ θέσι του.
Ματαίως τοῦ ἔρχονται οἱ προσκλήσεις μὲ διαφόρους τρόπους· μηνύματα, εἰδήσεις, προτροπὲς φίλων, κηρύγματα, ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως, εὐχάριστα ἢ δυσάρεστα γεγονότα εἴτε τῆς προσωπικῆς του ζωῆς εἴτε τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος εἴτε καὶ τοῦ ἐθνικοῦ ἢ τοῦ παγκοσμίου βίου. Μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους ὁ πανάγαθος Θεὸς προσκαλεῖ τὸν καθένα στὴν χριστιανικὴ ζωή, στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶνε τόσο ἀγαθὸς αὐτὸς ποὺ προσκαλεῖ, εἶνε τόσο μεγάλη ἡ τιμὴ ποὺ προτείνει, εἶνε τόσο ζηλευτὰ τὰ βραβεῖα ποὺ προσφέρει, ὥστε φυσιολογικὰ ὁ ἄνθρωπος θά ᾽πρεπε, χωρὶς πολλὴ σκέψι καὶ χωρὶς κανένα δισταγμό, νὰ δεχθῇ τὴν πρόσκλησι ποὺ φθάνει μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ εἴπαμε, ν᾽ ἀφήσῃ πίσω τὸ παρελθόν του, νὰ μετανοήσῃ, καὶ νὰ τρέξῃ ἐκεῖ ὅπου τὸν προσκαλεῖ ὁ Χριστός, ἔχοντας πλήρη βεβαιότητα ὅτι, ὅπου καλεῖ ὁ Χριστός, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ πραγματικὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Καὶ ὅμως αὐτό, τὸ τόσο λογικό, πολὺ σπανίως γίνεται. Γιατί;
Ὑπάρχει βέβαια ἐλευθερία. Ἀλλὰ στὴν ἐλευθερία παρεμβαίνουν ἄλλοι. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλοὺς κακοὺς συμβούλους.
Ἔχει πρῶτα – πρῶτα τὸν διεφθαρμένο ἑαυτό του, ποὺ τὸν κρατάει δεμένο σὲ χρόνια πάθη. Ἔχει ἔπειτα τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους, τὸν κόσμο, ποὺ ζοῦν ὅπως κι αὐτὸς στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ἀποθαρρύνουν, ὥστε νὰ μὴν τολμήσῃ νὰ πετάξῃ πιὸ ψηλά. Ἔχει τέλος καὶ τὸν σατανᾶ, ποὺ μὲ δόλιο τρόπο τὸν ἐξαπατᾷ, ὥστε νὰ μὴ βλέπῃ τὸ συμφέρον του. Ὅλοι αὐτοὶ μὲ κοινὴ συμφωνία εἰσηγοῦνται στὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπορρίψῃ τὴν πρόσκλησι καὶ νὰ μένῃ στὰ ἴδια.
Ἔτσι ὁ δύστυχος ἄνθρωπος δέχεται τὶς εἰσηγήσεις τῶν ἐχθρῶν τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας του, ἀπορρίπτει τὴν πρόσκλησι, καὶ γιὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὰ ἀδικαιολόγητα ἢ μᾶλλον γιὰ νὰ κοιμίσῃ τὴ συνείδησί του, πλάθει διάφορες δικαιολογίες γιὰ νὰ ἀμνηστεύσῃ τὸ ὀλέθριο λάθος του, τὴν παράλειψι τοῦ ὑψίστου χρέους του νὰ σπεύσῃ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ ποὺ τὸν καλεῖ.
«Ἀγρὸν ἠγόρασα» – «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά» – «γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν», νά τί προφασίζεται ὅποιος δὲν ἔχει διάθεσι νὰ δεχθῇ τὴν πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ οἱ προφάσεις αὐτὲς εἶνε ἀνόητες καὶ μαρτυροῦν πόσο ἀδικεῖ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ ὅποιος προβάλλει τέτοιες δικαιολογίες.
Ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἡ γνήσια εὐαγγελικὴ ζωή, δὲν εἶνε ἄρνησι τῆς ζωῆς μέσα στὸν κόσμο. Πραγματοποιεῖται μέσα στὴν κοινωνία. Μπορεῖ νὰ συμβαδίσῃ σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ σταθῇ πολύτιμος σύντροφός του, σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος νομίμου ἐργασίας καὶ ἂν αὐτὸς καταγίνεται.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ν᾿ ἀφήσουμε ἀκαλλιέργητα τὰ χωράφια, νὰ κλείσουμε τὰ καταστήματα, νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ γάμο καὶ νὰ καταργήσουμε τὴν οἰκογένεια, προκειμένου νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Μποροῦμε καὶ ὡς ἀγρότες καὶ ὡς ἔμποροι καὶ ὡς ἔγγαμοι οἰκογενειάρχες νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου μας.
Ἡ ζωὴ ἡ χριστιανικὴ ὄχι μόνο δὲν μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσι τῶν καθημερινῶν μας ἔργων, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως ἐξυψώνει καὶ ἐξευγενίζει τὰ ἔργα καὶ τὶς ἀσχολίες μας ἐκεῖνες ποὺ ἐκτελοῦνται κάτω τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἔπειτα, ἡ πρώτη καὶ ὑψίστη ὑπόθεσι τῆς ζωῆς μας εἶνε ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καὶ κατόπιν κατὰ σειρὰν ἀξίας ἔρχονται οἱ ἄλλες ὑποθέσεις, γιὰ τὴν οἰκογένειά μας, γιὰ τὰ κτήματά μας, τὰ ἐμπόριά μας κ.τ.λ..
Ἐκεῖνος ποὺ ἀφήνει τὸ νοῦ του ν᾿ ἀπορροφηθῇ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὶς σκέψεις μόνο τοῦ ἐπαγγέλματός του καὶ τῶν ἄλλων καθημερινῶν του ἀσχολιῶν, δείχνει ὅτι δὲν πιστεύει στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ τὴ μέλλουσα ζωή· γιατὶ ἂν πίστευε, θὰ εὕρισκε χρόνο ν᾿ ἀσχοληθῇ καὶ μὲ τὰ ζητήματα τῆς σωτηρίας του, χρόνο ἴσο τοὐλάχιστον μὲ τὸ χρόνο ποὺ διαθέτει γιὰ τὰ μικρὰ βιοτικὰ ζητήματα.
Ἀλλὰ τώρα; Ἀσχολεῖται νὰ τακτοποιήσῃ τὸ δωμάτιο, στὸ ὁποῖο θὰ κοιμηθῇ μία μόνο νύχτα, καὶ καθόλου δὲν μεριμνᾷ γιὰ τὸ οἴκημα τοῦ οὐρανοῦ, στὸ ὁποῖο ὄχι ὧρες καὶ ἡμέρες ἀλλὰ χρόνια καὶ αἰωνίως θὰ παραμείνῃ. Τόση φροντίδα γιὰ τὰ ἐπίγεια, τόση ἀμέλεια γιὰ ὅ,τι ἀφορᾷ στὸ πολυτιμότερο μέρος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως.
* * *
Μακριὰ λοιπὸν ἀπὸ μᾶς οἱ προφάσεις! Καὶ ἐπειδὴ οἱ προφάσεις εἶνε προϊὸν τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ζητάει νὰ καλυφθῇ κάτω ἀπὸ αὐτές, γι᾽ αὐτὸ ἂς λέμε στὸν Κύριο τὴ θερμὴ προσευχὴ τοῦ Δαυΐδ· «Κύριε, μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους πονηρίας τοῦ προφασίζεσθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», μὴ μ᾽ ἀφήσῃς νὰ βρίσκω ἁμαρτωλὲς προφάσεις (Ψαλμ. 140,4).
Ἂς τρέχουμε παντοῦ ὅπου μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός· καὶ στὰ προσκλητήριά του εἴθε οἱ ἄγγελοί του ποτέ νὰ μὴ σημειώνουν γιὰ μᾶς τὴ λέξι «ἀπών», ἀλλὰ νὰ σημειώνουν πάντοτε τὴ λέξι «παρών».
Τότε θὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς τὴν ἐλπίδα, νὰ παρακαθήσουμε στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, στὴν οὐράνιο βασιλεία του. Καὶ «μακάριος, ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14,15).
Ἂς τρέχουμε παντοῦ ὅπου μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός· καὶ στὰ προσκλητήριά του εἴθε οἱ ἄγγελοί του ποτέ νὰ μὴ σημειώνουν γιὰ μᾶς τὴ λέξι «ἀπών», ἀλλὰ νὰ σημειώνουν πάντοτε τὴ λέξι «παρών».
Τότε θὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς τὴν ἐλπίδα, νὰ παρακαθήσουμε στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, στὴν οὐράνιο βασιλεία του. Καὶ «μακάριος, ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14,15).
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 228-229/17-12-1939, σ. 131).