Να σταθούμε στα πόδια μας ειλικρινείς, με συνείδηση Θεού. Προτιμότερο τίμιοι με το Χριστό, πάρα κλέφτες με το διάβολο.
Κι αν ακόμα ο διάβολος μας στρώση το δρόμο με χρυσάφι, εμείς να προτιμήσουμε το στενό μονοπάτι του Χριστού μας.
Κυριακή Β΄ (Β΄ Ματθ.) (Ῥωμ. 2,10-16)
«…Οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν,
συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων» (Ῥωμ. 2,15)
συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων» (Ῥωμ. 2,15)
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε λόγια τοῦ ἀποστόλου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ. Εἶνε χρυσάφι, ἀκριβὰ νομίσματα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κάνουμε λιανά, νὰ τὰ ἐξηγήσουμε.
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχῃ μιὰ ἀλήθεια ποὺ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο, αὐτὴ εἶνε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀποδείξεις; Ἀναρίθμητες. Ἀπόδειξις ὅτι ὑπάρχει Θεὸς εἶνε τὰ ἔργα του. Ὁ ἥλιος π.χ., ποὺ εἶνε ἕνα τεράστιο ἀνεξάντλητο ἐργοστάσιο ἠλεκτρισμοῦ· τὸ φεγγάρι, ποὺ φωτίζει γλυκὰ τὴ νύχτα· τὰ ἀμέτρητα ἀστέρια τοῦ στερεώματος· ἡ γῆ αὐτὴ ποὺ κατοικοῦμε μὲ ὅλο τὸν πλοῦτο της· ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη, ποὺ εἶνε γεμάτη ψάρια· ἡ ξηρὰ ὅπου φυτρώνουν τόσα φυτὰ καὶ ζοῦν τόσα ζῷα μικρὰ καὶ μεγάλα· τί λέω; ἕνα κουκκὶ ἄμμου, ἕνα μόριο τῆς ὕλης ποὺ δὲν τό ᾿χουμε γιὰ τίποτα, κλείνει μέσα του τέτοια δύναμι, ποὺ μπορεῖ νὰ κινήσῃ ἕνα ὑπερωκεάνιο ἢ νὰ τρυπήσῃ ἕνα βουνό. Ὅλα λοιπὸν κηρύττουν τὴν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δὲν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά, ἔφτανε, ἀγαπητοί μου, ἕνα καὶ μόνο πρᾶγμα ν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶνε μιὰ φωνή. Ποιός δὲν τὴν ἔχει ἀκούσει; Κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος, κι ὁ ἐγγράμματος κι ὁ ἀπαίδευτος, ὁ κάθε ἄνθρωπος. Εἶνε φωνὴ ποὺ δὲν ἔρχεται οὔτε ἀπ᾿ τὰ οὐράνια οὔτε ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς γῆς· ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά. Ἡ μυστηριώδης αὐτὴ φωνὴ ποὺ μᾶς κάνει νὰ συγκλονιζώμεθα, ἡ ἀνερμήνευτος αὐτὴ φωνὴ ποὺ κάνει νὰ σείωνται θρόνοι, λέγεται συνείδησις.
Γιὰ τὴν συνείδησι ὁμιλεῖ σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἂν πᾶμε, λέει, καὶ στὰ ἔθνη ὅπου δὲν πάτησε κήρυκας καὶ δὲν ἀκούστηκε ἡ ἀλήθεια, κ᾿ ἐκεῖ ἀκόμα, στοὺς ἀγρίους, χωρὶς νά ᾿χουν ἀκούσει τὸ εὐαγγέλιο, θὰ βροῦμε μέσα τους νὰ ὑπάρχῃ κάτι· καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ συνείδησι, ποὺ τοὺς κάνει νὰ ἐκτελοῦν κι αὐτοί, ἔστω ὑποτυπωδῶς, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
–Μὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ συνείδησι;
Ἄνθρωπε, κάνεις τὸ καλό; Δίνεις ἕνα ποτήρι νερὸ σ᾿ ἕνα διψασμένο; Μοιράζεσαι τὸ ψωμί σου μὲ κάποιον ποὺ πεινᾷ; Δείχνεις τὸ δρόμο σ᾿ ἕνα τυφλό; Πᾶς στὸ νοσοκομεῖο ἕνα μπουκέτο λουλούδια σ᾿ ἕναν ἄρρωστο; Ἐπισκέπτεσαι στὴ φυλακὴ ἕνα κρατούμενο ποὺ ὅλοι τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει; Ὑποστηρίζεις στὸ δικαστήριο τὸ φτωχαδάκι, ποὺ εἶνε ἕτοιμοι νὰ τὸ φᾶνε οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας; Βλέπεις ἄνθρωπο ποὺ τὸν παρέσυρε τὸ ποτάμι ἢ τ᾿ ἀφρισμένα κύματα τῆς θαλάσσης, καὶ πέφτεις νὰ τὸν σῴσῃς;… Κάνεις ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ καλά; Προσπαθεῖς νὰ τηρήσῃς τὸ θεῖο νόμο, νὰ ἐκτελέσῃς τὰ καθήκοντα ἀπέναντι στὸν ἑαυτό σου, στὴν οἰκογένειά σου, στὴν πατρίδα, ἀπέναντι στὸ Θεό; Ἔ, ὅταν τὰ κάνῃς αὐτά, μέσ᾿ στὴν καρδιά σου αἰσθάνεσαι – τί; Ἂς φωνάζουν οἱ ἄπιστοι, ἂς λένε ὅ,τι θέλουν, – ἐδῶ πῶς τὸ ἐξηγοῦν· ἅμα κάνῃς τὸ καλό, τὸ βράδυ ἐκεῖνο κοιμᾶσαι ἥσυχος. Ἂς μὴν ἔχῃς στρῶμα, ἂς ξαπλώσῃς πάνω στὴν ἀμμουδιὰ καὶ στὰ χαλίκια· παράδεισο ἔχεις μέσα σου. Γιατὶ ἀκοῦς μιὰ φωνὴ ἀπὸ μέσα σου σὰν οὐράνια μουσική, σὰν νὰ κελαηδοῦν χιλιάδες ἀηδόνια καὶ νὰ λένε· Δόξα σ᾿ αὐτὸν ποὺ κάνει τὸ καλό! αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν» (Ῥωμ. 2,10).
Ἀλλὰ δὲν κάνεις τὸ καλό; Ἐλεύθερος εἶσαι. Κάνεις τὸ κακό; Ποιό κακό; Ἀντὶ νὰ βοηθᾷς τὸν ἄλλο, ἁρπάζεις ἀπ᾿ τὸ στόμα του τὸ λίγο ψωμὶ ποὺ ἔχει; Ἀποφεύγεις νὰ βοηθήσῃς τὸ δυστυχισμένο; Εἶσαι τεχνίτης καὶ δὲν θέλῃς νὰ μάθῃς στὸν ἄλλο τὴν τέχνη σου; Ξέρεις τὸ φυλακισμένο καὶ δὲν πηγαίνεις νὰ τὸν ἐπισκεφθῇς; ἢ τὸν ἄρρωστο καὶ δὲν τὸν πλησιάζεις; Ἢ μολύνεις τὸ κορμί σου, ποὺ σοῦ τό ᾿δωσε ὁ Θεὸς νά ᾿νε μιὰ καθαρὴ λαμπάδα ποὺ θὰ προσφέρῃς στὸν Κύριο; (μερικοὶ τάζουν λαμπάδες σὰν τὸ μπόϊ τους· ἡ καλύτερη λαμπάδα ποὺ θέλει ὁ Θεὸς εἶνε τὸ σῶμα μας) Μολύνεις λοιπὸν τὸ κορμὶ μὲ πορνεῖες, μοιχεῖες, ἀκαθαρσίες; Μπαίνεις στὸ σπίτι τοῦ ἄλλου καὶ ἀτιμάζεις τὴ γυναῖκα ἢ τὸ κορίτσι του; Πᾷς στὸ δικαστήριο καὶ ἁπλώνεις τὸ βρωμερό σου χέρι πάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ παίρνεις ψεύτικο ὅρκο, καὶ κλείνεις τὸν ἀθῷο στὴ φυλακὴ καὶ βγάζεις ἔξω τὸν ἐγκληματία; Ἁρπάζεις, κλέβεις, μολύνεις τὰ χέρια σου μὲ ἀδικίες; Μολύνεις τὴ γλῶσσα σου μὲ ψέματα, κατακρίσεις, συκοφαντίες καὶ διαβολές; Μολύνεσαι μὲ τὸ φοβερώτερο ἁμάρτημα, τῆς βλασφημίας; Ἀμελεῖς τὰ καθήκοντά σου; Χτυπάει ἡ καμπάνα τὴν Κυριακὴ κ᾿ ἐσὺ πᾷς γιὰ κυνήγι ἢ ψάρεμα, ἢ πᾷς ἐκδρομή, καὶ στὴν ἐκκλησία δὲν πατᾷς παρὰ μόνο ἂν ἔχῃ κανένα μνημόσυνο; (Ἀλλὰ κάθε Κυριακὴ εἶνε μνημόσυνο, τὸ μνημόσυνο τοῦ Χριστοῦ· αὐτὸ σημαίνουν τὰ λόγια τῆς θείας Λειτουργίας «Μεμνημένοι τοίνυν …τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσεως…»). Ἔρχονται οἱ μεγάλες μέρες καὶ δὲν πᾷς νὰ ἐξομολογηθῇς τὰ ἁμαρτήματά σου, καὶ ζῇς μιὰ ζωὴ χωρὶς Θεό; Τότε, ἅμα κάνῃς τὸ κακό, μέσα σου ἔχεις στενοχώρια. Δὲν πά᾿ νὰ ξαπλώνῃς σὲ πουπουλένια στρώματα, δὲν πά᾿ νὰ κατοικῇς σὲ παλάτια, δὲν πά᾿ νά ᾿χῃς τοῦ κόσμου τὰ χρήματα; Δυστυχισμένος εἶσαι. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «θλῖψις καὶ στενοχωρία» πάνω σ᾿ αὐτὸν «ποὺ κατεργάζεται τὸ κακό» (ἔ.ἀ. 2,9).
Λένε γιὰ κάποιον ποὺ σκότωσε τὸν ἀδερφό του κ᾿ ἔγινε αὐτὸς βασιλιᾶς, ὅτι πῆγε νὰ κοιμηθῇ. Τὰ μεσάνυχτα, ἀκούει κάτι καὶ βλέπει μιὰ σκιά. Ἦταν ἡ σκιὰ τοῦ ἀδερφοῦ του· κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα ποτήρι γεμᾶτο αἷμα, τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ἔλεγε· Ἀδελφέ, «πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου!». Δὲν μπόρεσε νὰ ἡσυχάσῃ.
Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ συνείδησι. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα· φτάνει αὐτὴ ν᾿ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Ἀδελφοί μου· σήμερα ὅλα φαίνονται διαλυμένα. Οἱ ἔμποροι σοῦ λένε· Κρίσι στὸ ἐμπόριο… Οἱ ναυτικοί· Κρίσι στὰ καράβια… Οἱ τραπεζῖτες· Κρίσι στὸ χρηματιστήριο… Οἱ διπλωμάτες τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν· Διεθνὴς κρίσις… Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἐμπορικὴ κρίσις, καὶ ναυτιλιακὴ κρίσις, καὶ οἰκονομικὴ κρίσις, καὶ παγκόσμιος κρίσις. Ἀλλὰ πίσω ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ἀδέρφια μου, εἶνε ἡ κρίσις τῆς συνειδήσεως! Ζοῦμε στὴν πιὸ φοβερὴ ἐποχὴ ἀπὸ ἠθικῆς καὶ θρησκευτικῆς πλευρᾶς. Ὁ διάβολος σφυρίζει στ᾿ αὐτιὰ ὅλων· Δὲ βαριέσαι! μιλᾷς σήμερα γιὰ συνείδησι; ποιός μπορεῖ νὰ ζήσῃ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο;… Καὶ στὸ φτωχαδάκι λέει· –Δὲ βαριέσαι, καημένε! δὲ βλέπεις τὸν ἄλλο ποὺ ὄχι ἁπλῶς πλούτισε, ἀλλὰ ἔγινε μεγάλος ἐφοπλιστής;… Ἔρχεται καὶ στὴν τίμια κόρη καὶ τῆς λέει· –Τί κάθεσαι ἐσὺ ἔτσι; βγές, διασκέδασε, ξεγυμνώσου. Τί κέρδισες μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἐκκλησία; Δὲ βλέπεις τὴν ἄλλη;… Στὸν ἐργάτη λέει· –Τί πᾷς μὲ τὸ σταυρό; Πάρε στὰ χέρια δυναμῖτες καὶ τίναξέ τους στὸν ἀέρα… Καὶ στὸν καθένα λέει· –Δὲν ὑπάρχει τίποτα, μὴν ἀκοῦς παπᾶδες. Ὕλη καὶ μόνο ὕλη· τί θὰ πῇ συνείδησι, τί θὰ πῇ Θεός;…
Ἀδελφοί μου· «ὅσοι πιστοί», «στῶμεν καλῶς!». Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δικαίωμά τους. Ἐμεῖς νὰ σταθοῦμε στὰ πόδια μας εἰλικρινεῖς, μὲ συνείδησι Θεοῦ. Προτιμότερο τίμιοι μὲ τὸ Χριστό, παρὰ κλέφτες μὲ τὸ διάβολο. Κ᾽ ἐσὺ κορίτσι μου, προτιμότερο ταπεινὴ καὶ ἁγνὴ σὰν τὴν Παναγιά, παρὰ μιὰ στολισμένη πόρνη. Νὰ μείνουμε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν ἀκόμα ὁ διάβολος μᾶς στρώσῃ δρόμο μὲ χρυσάφι, ἐμεῖς νὰ προτιμήσουμε τὸ στενὸ μονοπάτι τοῦ Χριστοῦ μας.
Εὔχομαι ὅλοι ν᾿ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ φυλάξουμε καθαρὴ συνείδησι. Μὴν κάνουμε τίποτα ἀντίθετο μὲ τὴ φωνή της. Νὰ τὴ ρωτᾶμε καὶ νὰ τὴν ἀκοῦμε. Διαφορετικά, ἡ συνείδησι εἶνε σαράκι ποὺ τρώει τὸν ἄνθρωπο ὅπως τὸ σκουλήκι τὸ δέντρο· εἶνε κεντρὶ ποὺ πληγώνει χειρότερα ἀπὸ τὸ σκορπιό· εἶνε φίδι ποὺ δαγκώνει· εἶνε σπαθὶ πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι· ἡ συνείδησι εἶνε εἰσαγγελεὺς ποὺ ἀπευθύνει κατηγορῶ.
Ἂς προσέξουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου. Ἂς ζήσουμε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἂς κρατήσουμε τὴν ὀρθόδοξο πίστι. Μὴ δώσουμε τὴν ψυχή μας. Κι ἂν ἀκόμη ὁ διάβολος μᾶς προσφέρῃ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, ἐμεῖς φτωχοὶ πάνω στὰ βράχια μας –ἡ Ἑλλὰς ὑπῆρξε πάντοτε φτωχή–, μὴ ξεπουλήσουμε τὴν τιμή μας. Χίλιες φορὲς φτωχοὶ μὲ τὸ Χριστὸ παρὰ ἑκατομμυριοῦχοι μὲ τὸ διάβολο. Δὲν θέλουμε τὰ ἑκατομμύριά του. Νὰ μείνουμε ὣς τὸ τέλος μὲ ἀγαθὴ συνείδησι, δοξάζοντες Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Σπυρίδωνος Αἰγάλεω – Ἀθηνῶν 16-6-1963