Του μακαριστού Γέροντος Κλεόπα Ηλιέ
Περί Ιερωσύνης κατά την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και περί των καθηκόντων του Ιερέως
«Σύ ει Ιερεύς εις τον αιώνα κατά την ταξιν Μελχισεδέκ» (Ψάλμ. 109,4).
Αδελφοί και Πατέρες,
Επειδή και εγώ ο αμαρτωλός και τελείως ανάξιος έλαβα επάνω μου τον βαρύ ζυγό της Ιερωσύνης και Πνευματικής πατρότητος, σκέφθηκα, μετά από τους λόγους περί των αίτιων και των βαθμίδων της αμαρτίας, τα όποια πρέπει να γνωρίζουν οι Ιερείς για να οδηγούν, στην εκάστοτε περίπτωσι, σωστά τους πιστούς, να ομιλήσω τώρα για την ιερωσύνη του Νόμου και της Χάριτος και μερικά από τα καθήκοντα που επιβάλλονται στους Ιερείς της ιερωσύνης της Χάριτος. Και ιδού τί έχω να σας ειπώ:
Η ιερωσύνη του παλαιού Νόμου θεσπίσθηκε από τον Θεό διά του Μωϋσέως και Ααρών. Αυτή η ιερωσύνη ετελείτο με επίχρισι υπό του Μωϋσέως, που ενεργούσε εν ονόματι του Θεού. Η τελετή αυτή γινόταν μπροστά από την αγία σκηνή, παρουσία του λαού και ολοκλήρου της κοινότητος (Λευιτ. 8,34). Τόσο ο Ααρών όσο και οι απόγονοί του πρώτα εκαθαρίζοντο συμβολικώς βέβαια με νερό από τον Μωϋσή (κεφ. 6 ένθ. ανωτ.) κατόπιν έβγαζαν τα ενδύματα των και φορούσαν τα ειδικά άμφια τα όποια έκτοτε χρησιμοποιούσαν στην ώρα της Ιερατικής υπηρεσίας των. Ο ίδιος ο Μωϋσής έχριε τους υποψηφίους με λάδι με το όποιο και άγιαζε την Αγία Σκηνή του Μαρτυρίου και όλα τα έργα αυτού που εθυσίαζε το ζώο και το μετέφερε ως θυσία εξιλεώσεως (Ενθ’ ανωτ. κεφ. 10-15). Οι Ιερείς που επλησίαζαν τον Θεό, έπρεπε να εξαγνίζονται και αυτοί, για να μη τους πατάξη ο Κύριος διά του θανάτου (Εξοδ. 19,22). Μετά από μία παρόμοια τελετή με τον ίδιο σκοπό, εξαγνίζοντο και οι Λευΐται στην Ιερουργία της Σκηνής του Μαρτυρίου (Αριθμ. 8,5-10). Οι ιερείς του παλαιού Νόμου είχαν καθήκον να προσεύχονται για την συγχώρησι των αμαρτιών των ανθρώπων, να διδάσκουν τα παιδιά του Ισραήλ τις εντολές που έδωσε ο Θεός στον Μωϋσή (Λευϊτ. 10,11-12) και είχαν το δικαίωμα να δικάζουν τις ασυμφωνίες μεταξύ των πιστών (Δευτ. 12,8-13). Ακόμη οι Ιερείς του παλαιού Νόμου είχαν και μερικές αρμοδιότητες, εκτός από τις θρησκευτικές, όπως π.χ. να ενδιαφέρονται για την υγεία του λαού (Λευϊτ. κεφ. 13). Τόσο οι ιερείς όσο και οι Λευΐται-διάκονοι-είχαν καθήκον να σέβωνται ωρισμένες υποχρεώσεις που είχαν θεσπισθή ειδικά για το τάγμα των:
Περί Ιερωσύνης κατά την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και περί των καθηκόντων του Ιερέως
«Σύ ει Ιερεύς εις τον αιώνα κατά την ταξιν Μελχισεδέκ» (Ψάλμ. 109,4).
Αδελφοί και Πατέρες,
Επειδή και εγώ ο αμαρτωλός και τελείως ανάξιος έλαβα επάνω μου τον βαρύ ζυγό της Ιερωσύνης και Πνευματικής πατρότητος, σκέφθηκα, μετά από τους λόγους περί των αίτιων και των βαθμίδων της αμαρτίας, τα όποια πρέπει να γνωρίζουν οι Ιερείς για να οδηγούν, στην εκάστοτε περίπτωσι, σωστά τους πιστούς, να ομιλήσω τώρα για την ιερωσύνη του Νόμου και της Χάριτος και μερικά από τα καθήκοντα που επιβάλλονται στους Ιερείς της ιερωσύνης της Χάριτος. Και ιδού τί έχω να σας ειπώ:
Η ιερωσύνη του παλαιού Νόμου θεσπίσθηκε από τον Θεό διά του Μωϋσέως και Ααρών. Αυτή η ιερωσύνη ετελείτο με επίχρισι υπό του Μωϋσέως, που ενεργούσε εν ονόματι του Θεού. Η τελετή αυτή γινόταν μπροστά από την αγία σκηνή, παρουσία του λαού και ολοκλήρου της κοινότητος (Λευιτ. 8,34). Τόσο ο Ααρών όσο και οι απόγονοί του πρώτα εκαθαρίζοντο συμβολικώς βέβαια με νερό από τον Μωϋσή (κεφ. 6 ένθ. ανωτ.) κατόπιν έβγαζαν τα ενδύματα των και φορούσαν τα ειδικά άμφια τα όποια έκτοτε χρησιμοποιούσαν στην ώρα της Ιερατικής υπηρεσίας των. Ο ίδιος ο Μωϋσής έχριε τους υποψηφίους με λάδι με το όποιο και άγιαζε την Αγία Σκηνή του Μαρτυρίου και όλα τα έργα αυτού που εθυσίαζε το ζώο και το μετέφερε ως θυσία εξιλεώσεως (Ενθ’ ανωτ. κεφ. 10-15). Οι Ιερείς που επλησίαζαν τον Θεό, έπρεπε να εξαγνίζονται και αυτοί, για να μη τους πατάξη ο Κύριος διά του θανάτου (Εξοδ. 19,22). Μετά από μία παρόμοια τελετή με τον ίδιο σκοπό, εξαγνίζοντο και οι Λευΐται στην Ιερουργία της Σκηνής του Μαρτυρίου (Αριθμ. 8,5-10). Οι ιερείς του παλαιού Νόμου είχαν καθήκον να προσεύχονται για την συγχώρησι των αμαρτιών των ανθρώπων, να διδάσκουν τα παιδιά του Ισραήλ τις εντολές που έδωσε ο Θεός στον Μωϋσή (Λευϊτ. 10,11-12) και είχαν το δικαίωμα να δικάζουν τις ασυμφωνίες μεταξύ των πιστών (Δευτ. 12,8-13). Ακόμη οι Ιερείς του παλαιού Νόμου είχαν και μερικές αρμοδιότητες, εκτός από τις θρησκευτικές, όπως π.χ. να ενδιαφέρονται για την υγεία του λαού (Λευϊτ. κεφ. 13). Τόσο οι ιερείς όσο και οι Λευΐται-διάκονοι-είχαν καθήκον να σέβωνται ωρισμένες υποχρεώσεις που είχαν θεσπισθή ειδικά για το τάγμα των:
1. Δεν τους επιτρεπόταν να πίνουν κρασί: «Και έλά λη Κύριος τω Ααρών λέγων: οίνον και σίκερα ου πίεσθε, συ και οι υιοί σου μετά σου, ηνίκα εάν εισπορεύησθε εις την σκηνήν του Μαρτυρίου...» (Λευϊτ. 10,8-9).
2. Να μη ξυρίζουν καθόλου τα μαλλιά της κεφαλής των και του γενείου των (Λευϊτ, 21,5).
3. Οι ιερείς του Νόμου ήταν υποχρεωμένοι να διάγουν αγία ζωή, όπως είναι γραμμένο: «Άγιοι έσονται τω Θεώ αυτών και ου βεβηλώσουσι το όνομα του Θεού αυτών τας γάρ θυσίας Κυρίου δώρα του Θεού αυτών αυτοί προσφέρουσι και έσονται άγιοι» (Ενθ. ανωτ. στίχ. 6).
4. Ήταν υποχρεωμένοι να νυμφεύωνται μόνο με παρθένο και όχι με γυναίκα ακόλαστη η χήρα (ενθ. ανωτ. 21,7).
5. Τόσο οι ιερείς όσο και οι Λευΐται, καθώς και όλοι οι υπηρέται της Αγίας Σκηνής ήταν υποχρεωμένοι να έχουν ακεραιότητα στο σώμα, δηλ. να μη είναι ανάπηροι σωματικώς, όπως κουτσοί, τυφλοί, κυρτωμένοι κ.λ.π. (Λευϊτ, 21, 16-23). Αυτή η τάξις επεκράτησε και στους χριστιανούς Ιερείς (78, 79 Αποστολικοί Κανόνες).
6. Οι Ιερείς του παλαιού Νόμου έπρεπε να έχουν μεγάλη υπόληψι και σεβασμό από τον λαό, ωσάν να είναι άγιοι (Λευϊτ, 21,8).
7. Να μη έχουν εδαφική ατομική έκτασι από τις εκτάσεις του Ισραήλ, αλλά να συντηρούνται και να τρέφονται από τα δώρα που έφερναν οι πιστοί στην Σκηνή και από τις θυσίες (Δευτ. 18,1-5).
8. Εσημείωσα εδώ μερικά από τους ιερείς του παλαιού Νόμου, επειδή όλα αυτά είχαν συμβολικό χαρακτήρα και αποτελούσαν σκιά και υποτυπώσεις αυτών που επρόκειτο να έλθουν, να συμπληρώσουν και τελειοποιηθούν μέσα στον Νόμο της Χάριτος, καθόσον οι θυσίες και η ιερωσύνη του παλαιού Νόμου τίποτε δεν πραγματοποίησε στην τελειότητα, όσον άφορα το σωτήριο έργο του Θεού. Μάλιστα τόσο πολύ προσκολλήθηκε στα τυπικά καθήκοντα της, ώστε έφθασε με τον καιρό να υπηρέτη τα είδωλα (βλέπε Κριταί κεφ. 17 και 18ον).
Για τον μεγάλο αυτόν πνευματικό σκοπό της διατηρήσεως του αληθινού περιεχομένου της λατρείας του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, ανέλαβαν αργότερα οι άγιοι Προφήται το έργο αυτό, αρχίζοντας από την εποχή του προφήτου Σαμουήλ. Με αυτούς τους Προφήτας, τους οποίους ανεδείκνυε ο Θεός μέσα από τον λαό, με εξαιρετικό τρόπο κλήσεως, οι ιερείς ήρχοντο σε συναίσθησι και τήρησι των παραδοθέντων. Επίσης οι Προφήται τιμωρούσαν και κτυπούσαν αλύπητα, εν ονόματι του Θεού, όχι μόνο τις αμαρτίες του λαού, αλλά και των ιερέων (βλέπε Εζεκία 12,6, Ησαΐου 62,6). Όλοι οι Προφήται οι όποιοι ήλεγχαν με σκληρότητα τις ηθικές πτώσεις των ιερέων της Παλαιάς Διαθήκης, προέλεγαν σ’ αυτούς και την έλευσι του Μεσσίου και ότι ο Κύριος θα τοποθετήση άλλους ποιμένας, που με είναι άξιοι για το έργο της ποιμάνσεως του λαού (Ησαΐου 54,21). Και αυτά μέχρι εδώ είναι αρκετά για την ιερωσύνη του παλαιού Νόμου.
Στην συνέχεια με ομιλήσουμε μερικά για τους ιερείς του Νόμου της Χάριτος και για τα καθήκοντα των με τα όποια εκπληρώνουν τον Νόμο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών Πατέρων, ο μέγας Απόστολος Παύλος ήταν ο εκ των μεγαλυτέρων πνευματικών διδασκάλων, τον όποιον είχε ποτέ ο Χριστιανισμός. Ο θεμελιώδης νόμος του ποιμαντικού του έργου ήταν η αγάπη, διότι ήταν ο ίδιος στην πνευματική κορυφή της χριστιανικής ιερωσύνης. Αυτός ο μεγάλος Απόστολος των εθνών ωμίλησε περισσότερο από τους άλλους άγιους Αποστόλους για την τελειότητα της ιερωσύνης στην Καινή Διαθήκη και για τα μεγάλα και μικρά καθήκοντα των χριστιανών προς τους ιερείς, δεδομένου ότι αυτά δεν υπήρχαν στους ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης, τόσο ως σκέψις όσο και ως έργο, αλλ’ όμως συμπληρώθηκαν και τελειοποιήθηκαν στην χριστιανική ιερωσύνη. Τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά αυτών είναι τα επόμενα:
1. Η ιερωσύνη του Νόμου της Χάριτος είναι εκ φύσεως θεία, επειδή θεμελιώθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα και πηγάζει από την ιδική Του αγία ιερωσύνη.
2. Η διάκρισις της ιερωσύνης της Παλαιάς Διαθήκης από την ιερωσύνη της Νέας γίνεται με σαφήνεια από τον Απόστολο Παύλο στην προς Εβραίους επιστολή του (4,14 και 10,22).
3. Η ιερωσύνη του Σωτήρος, η οποία είναι φυσική σ’ Αυτόν και αποτελεί την πηγή και το θεμέλιο της χριστιανικής ιερωσύνης, είναι πρώτα θεία και μετά ανθρώπινη, δεδομένου ότι ο Χριστός —ο Μέγας Αρχιερεύς— είναι όχι μόνο άνθρωπος, αλλά και Θεός.
4. Η ιερωσύνη του Νόμου της Χάριτος, κατά την μαρτυρία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, δεν αντικαθιστά τον θρόνο των Προφητών και Πατριαρχών, έτσι όπως ήταν η ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά αυτή έχει στον θρόνο τον Χριστό Θεό, τον θεμελιωτή της. Γι’ αυτό όποιος κατακρίνει και ονειδίζει τον ιερέα του Νόμου της Χάριτος, ονειδίζει και υβρίζει τον ίδιο τον Χριστό και Θεό μας.
5. Η ιερωσύνη της Χάριτος είναι εξ ολοκλήρου αγία και άμωμος, έτσι όπως ήταν και είναι ο θεμελιωτής της, ο Κύριος και Σωτήρ ημών, ο όποιος δεν είχε ανάγκη, όπως οι άλλοι αρχιερείς, να προσφέρη θυσίας για τον εαυτό Του, διότι δεν είχε αμαρτίες, μολονότι ήταν άνθρωπος όμοιος σε όλα με εμάς.
6. Η ιερωσύνη του Νόμου της Χάριτος είναι όχι μόνο θεία, αγία και άμωμος, αλλά και άφθαρτη και αιώνια, επειδή και ο Σωτήρ μας είναι ο αιώνιος Αρχιερεύς, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ (Εβρ. 6,20).
7. Η ιερωσύνη της Χάριτος ευρίσκεται υψηλότερα από την ιερωσύνη του Ααρών και των άλλων αρχιερέων (Εβρ. 7,11). Αφού είπαμε όλα τα ανωτέρω για την ιερωσύνη στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη και ότι η Χάρις τελειούται στην ιερωσύνη της Χάριτος, τώρα είναι κατάλληλη η στιγμή να ειπούμε και τα σπουδαιότερα καθήκοντα των ορθοδόξων ιερέων:
1. Ο ορθόδοξος ιερεύς πρέπει να αγωνίζεται σε όλα, ανάλογα με τις δυνάμεις του, να ομοιάση με τον Σωτήρα Χριστό, τον μεγάλο Ποιμένα των λογικών προβάτων (Α' Πέτρ. 5,4).
2. Ο ιερεύς πρέπει να έχη μεγάλη φροντίδα για το ποίμνιο το όποιον του εμπιστεύθηκε ο Θεός και σε μεγάλους κινδύνους να θυσιάζη ακόμη και την ζωή του για να το προστατεύση, όπως έκανε ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος και άλλοι πολλοί Πατέρες και ποιμένες της Εκκλησίας.
3. Ο ιερεύς πρέπει να είναι στολισμένος σ’ όλη την ζωή του με τις μεγάλες πνευματικές αρετές της αγάπης, της ταπεινώσεως, της πραότητος και της σωματικής και ψυχικής καθαρότητος.
4. Ο ιερεύς είναι υποχρεωμένος να έχη στενό πνευματικό δεσμό με το ποίμνιο του και να επιβλέπη από κοντά την ζωή του καθενός εκ των ενοριτών του.
5. Το καθήκον του ιερέως είναι όχι μόνο να φροντίζη για τα παρόντα λογικά του πρόβατα, αλλά άγρυπνος να σκέπτεται και για τα χαμένα και πλανεμένα, τα όποια έπεσαν στην απιστία η στις αιρέσεις, πώς με τα επαναφέρη και εκείνα στην ποίμνη του Χριστού.
6. Να διδάσκη το θέλημα του Θεού στους ενορίτας του, να τους καταρτίζη με τον λόγο και το παράδειγμα της ζωής του, ώστε να τους προαγάγη πνευματικά.
7. Να διατηρή αδιάκοπο τον δεσμό με τον Σωτήρα Χριστό διά της προσευχής, ώστε σε κάθε καιρό και χρόνο να έχη την βοήθεια του Θεού, ιδιαίτερα στην ιερά του αποστολή, όπως μας λέγη ο ίδιος ο Κύριος: «Μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν... ότι άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. 15,4). Είθε αυτή η εντολή να εφαρμόζεται από όλους τους χριστιανούς, αλλά κυρίως αυτή απευθύνεται στους ιερείς, οι όποιοι πρέπει πάντοτε να είναι με τον Χριστό και ο Χριστός με αυτούς.
8. Να έχη μία ζωή αγία και ακηλίδωτη, να είναι προσεκτικός, ευπρεπής, φιλόξενος, εγκρατής από ποτά, αφιλοκερδής, πράος, καλός κυβερνήτης του σπιτιού του και τα παιδιά του με σεμνότητα να υποτάσσονται σ’ αυτόν (πρβλ. Α' Τιμ. 3,1-5).
9. Να διδάσκη τους άλλους με επιδεξιότητα, να τους προτρέπη στην υγιή διδασκαλία και να ελέγχη τους άτακτους. Αυτός πρέπει να είναι ανώτερος από τους πιστούς ως προς την πνευματική σοφία, την θεμελιώδη γνώσι των Αγίων Γραφών, των Ιερών Κανόνων, των δογμάτων της πίστεως και των διδαχών των Αγίων Πατέρων. Με ένα λόγο να είναι παράδειγμα στους χριστιανούς του με τον λόγο, την συναναστροφή, την αγάπη, με το πνεύμα, την πίστη και την καθαρή του ζωή (πρβλ. Α' (Τιμ. 4,12).
10. Να αγωνίζεται για την ηθικότητα και ψυχική καθαρότητα της ζωής των πιστών και να προσεύχεται άνά πάσαν στιγμήν για όλους (Τίτ. 3,1-2).
11. Να αποφεύγη τις παρεξηγήσεις και μάταιες συζητήσεις μετά των πιστών του. Αντίθετα να αγρυπνή για την ψυχική ενότητα του ποιμνίου του, να καταπολεμή τους σπείροντας ζιζάνια, να επιβάλη την πειθαρχία στους πιστούς και να προστατεύη το ποίμνιο του από την λύμη των αιρέσεων (Α' Τιμ. 6,20).
11. Να κηρύττη σε κάθε πνευματική ευκαιρία για την ειρήνη, την αγάπη και καλή συνεργασία μεταξύ των ενοριτών του, να παρακολουθή τους άνδρες και τις γυναίκες στα πνευματικά των έργα και ιδιαίτερα της προσευχής. Να ανησυχή για τον άγιο θησαυρό της παραδόσεως και διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων και Αποστόλων, που έφθασαν μέχρι τώρα με τον γραπτό και προφορικό λόγο (Β' Τιμ. 1,12-14).
12. Να κηρύττη με παρρησία, χωρίς φόβο και ανάπαυλα τις διδασκαλίες των Πατέρων στους χριστιανούς (Α' Τιμ. 4,13).
13. Να γνωρίζη με τι τρόπο να συμβουλεύη τα πνευματικά του παιδιά, ανάλογα δηλ. με την ηλικία, την μόρφωσι και τις άλλες σωματικές και πνευματικές τους ανάγκες. Επίσης πρέπει να είναι ελεήμων προς όλους, να συμβουλεύη τους έχοντας ανάγκη προσανατολισμού, να βοηθή τους πτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά (Α' Τιμ. 5,1 και 6,17).
14. Να εμβαθύνη συχνά στα νοήματα των Θείων Γραφών και να τρέχη πάντοτε στην ανάγνωσί των, όπως η έλαφος τρέχει στις πηγές των υδάτων, διότι αυτές περιέχουν τα όπλα του πνευματικού πολέμου και τα φάρμακα θεραπείας των τραυματισμένων από την αμαρτία ψυχών.
15. Να υποτάσσεται στους νόμους του κράτους και πάντοτε να είναι έτοιμος να βοηθήση σε οποιοδήποτε ωφέλιμο κοινοτικό έργο (Ρωμ. 13,1-7).
16. Να τιμά και ασχολείται με την εργασία για την απόκτηση των αναγκαίων ολοκλήρου του οικογενειακού του βίου.
17. Να προσεύχεται στον Θεό για τις κρατικές εξουσίες και τους άρχοντας του τόπου, για την προστασία των ορθοδόξων πιστών από τις διδασκαλίες των απίστων, και τους κοσμικούς και γραώδεις μύθους (Α' Τιμ. 4,7).
18. Να είναι ικανός για όλα και τέλειος σε κάθε έργο αγαθό.
19. Να επαγρυπνή σ’ όλα τα καλά έργα και να υπομένη όλες τις δοκιμασίες που περνά στην περίοδο της επιτελέσεως του ευαγγελικού του έργου (Β' Τιμ. 4,5).
20. Να είναι πάντοτε συνεργάτης με τον Θεό για την σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών (Α΄ Κορ. 3,6-9).
21. Να καλή σε μετάνοια τους αμαρτωλούς (Λουκ. 24,47). Να διδάσκη την οδό της σωτηρίας και τον τρόπο συγχωρήσεως των αμαρτιών (Λουκ. 1,77, Πράξ. 16,17, Ιωάν. 20,23). Να οδηγή τους πλανωμένους στην αληθινή πίστι του Χριστού (Ρωμ. 1,5 και 10, 8-14). Να σκορπίζη το σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού (Ματθ. 5,14-16).
22. Να είναι στον βίο του καθαρός, άμεμπτος, ειλικρινής και ταπεινός (Β' Κορ. 1,12 Α' Τιμ. 2,2). Να είναι γεμάτος από αγάπη για το ποίμνιο του (Α' Κορ. 16,24). Να μη αγαπά τον εαυτό του, να είναι ειρηνικός προς όλους και να υπομένη τα παραπτώματα των αμαρτωλών έως ότου διορθωθούν (Α' Κορ. 8,13 9,12 και 10,32). Να είναι προς όλους παράδειγμα αγάπης, πίστεως καθαράς και να εργάζεται για την σωτηρία όλων χωρίς κερδοσκοπία, φιλοδοξίες η κάτι άλλο παρόμοιο (Α΄ Τιμ. 3,2 Α΄ Θεσ. 2,4).
Όλα αυτά τα καθήκοντα και ποιμαντικές διατάξεις είναι γραμμένα για τους ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού από την αποστολική εποχή και εφαρμόσθηκαν πρώτα από τον Απόστολο Παύλο και τους άλλους Πατέρας και Ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού από την πρώτη ακόμη χριστιανική εποχή. Ο ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος στην αγιότητα την οποία πρέπει να έχη ο ιερεύς και ιδιαίτερα, όταν λειτουργή, λέγει τα έξης: «Καθαρώτερο από τις ακτίνες του ηλίου πρέπει να είναι το χέρι σου, ω ιερεύ, αφού με αυτό εσύ θυσιάζεις τον Αμνό του Θεού, τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου». Ενώ ο Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει ότι «ο ιερεύς και αν ακόμη φροντίζη να είναι η ζωή του αγία, αλλά δεν νοιάζεται γι’ αυτούς που τον ακούουν, θα βασανίζεται στο αιώνιο πυρ ως ένας πόρνος». Κάτι παρόμοιο έλεγε και ένας άλλος άγιος πατήρ: «Ο ιερεύς που επιτελεί αναξίως την Θεία Λειτουργία είναι δεύτερος Ιούδας και βαρύτερα με βασανίζεται στο πυρ της γεέννης από ο, τι εκείνος». Και πάλι ακούομεν τον Ιερό Χρυσόστομο να λέγη: «Ο επίσκοπος η ο ιερεύς που δεν είναι ενήμερος των Θείων Γραφών και των διδασκαλιών των Αγίων Πατέρων, καθώς και στην πρακτική φιλοσοφία, δηλ. στην κατά Θεόν ζωή, γίνεται αίτιος απωλείας όλων των ενοριτών και πνευματικών του τέκνων».
Ιδού λοιπόν, πατέρες και αδελφοί, και ιδιαίτερα εσείς που ελάβατε, εκτός από το μοναχικό Σχήμα και το φορτίο της ιερωσύνης, πόσο μεγάλη θα είναι η απολογία μας ενώπιον του Θεού και πόσο υψηλά καθήκοντα έχουμε ως ιερείς και λειτουργοί του Ιερού Βήματος.
Γι’ αυτό, αδελφοί μου, να αγρυπνούμε και να προσευχώμεθα στην άπειρη αγαθότητα του Θεού μας να μας βοηθήση με την Χάρι Του να επιτελούμε, όσο μπορούμε σωστά, αυτά τα υψηλά μας καθήκοντα, για να μη τιμωρηθούμε στην αιωνία κόλασι, λόγω της οκνηρίας, αναισθησίας και αδιαφορίας μας. Αμήν.
Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ
«Πνευματικοί Λόγοι»Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1992
Γέρων Κλεόπας Ηλιέ
Ένας σύγχρονος όσιος Πατέρας της Εκκλησίας που γεννήθηκε και έδρασε στην Ρουμανία. Εφάμιλλος των γνωστών και αγαπητών μας Γερόντων (Παϊσίου, Πορφυρίου κλπ.) ασκήθηκε με αυταπάρνηση και ζήλο και διακόνησε ιεραποστολικά το έθνος του και όχι μόνον. Ήταν η πνευματική παρηγορία και το στήριγμα, η γνήσια πατερική φωνή και ο απλανής οδηγός, ο ευλογημένος πατέρας και διδάσκαλος χιλιάδων πιστών που πρόστρεχαν κοντά του για να αναπαυθούν κυρίως στα δυσκολότατα χρόνια του αθεϊστικού καθεστώτος. Οι λόγοι του και το παράδειγμά του αλλά κυρίως οι ιερές του πρεσβείες συνεχίζουν να βοηθούν όλων τον κόσμο.