Ανάμεσα στους θεσπέσιους και μακάριους ασκητές της αμωμήτου χριστιανικής πίστεως, οι οποίοι χάρη στην αδιάλειπτη άσκηση και τα ουράνια χαρίσματα αναδείχθηκαν φαεινοί αστέρες μέσα στο πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας μας, συγκαταλέγεται και ο Όσιος πατήρ ημών Παύλος ο Λατρινός, ο οποίος κατέστη «βλάστημα τερπνόν τῆς ἐρήμου», «μοναχῶν ἡ καλλονή καί ὁσίων καύχημα», «πιστῶν τό στήριγμα», «Λάτρου τό σεμνολόγημα καί τοῦ Κέρκη τό κλέος», όπως τόσο γλαφυρά υμνείται και γεραίρεται μέσα από την υμνογραφία. Ο «τήν ἡσυχίαν, τήν ἐγκράτειαν καί τήν νοεράν προσευχήν ποθήσας» Όσιος Παύλος ο Λατρινός, ο και ιδρυτής και ηγούμενος της επί του όρους Λάτρος ομωνύμου Μονής, γεννήθηκε περί τα τέλη του 9ου μ.Χ. αιώνα στην πόλη Ελαία της Μικράς Ασίας, η οποία βρίσκεται κοντά στην Πέργαμο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του Αντιόχου, ο οποίος σκοτώθηκε σε μία
ναυμαχία εναντίον των Αγαρηνών κοντά στη Χίο, η μητέρα του Ευδοκία εγκαταστάθηκε μαζί με τα δύο παιδιά της, τον Παύλο και τον Βασίλειο, στο χωριό Μαρικάτο της Βιθυνίας που ήταν και η γενέτειρα του Οσίου Ιωαννικίου του Μεγάλου, ο οποίος ήταν συγγενής της. Η ευσεβής Ευδοκία έστειλε τους δύο γιους της στη Μονή του Αγίου Στεφάνου για να λάβουν την απαιτούμενη παιδεία. Ο Βασίλειος που ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός, αναγκάσθηκε παρά τη θέλησή του να παντρευτεί, υπακούοντας τις προτροπές της μητέρας του. Έχοντας όμως ένθερμο πόθο για τον μοναχικό βίο, έφυγε κρυφά για το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, όπου εγκαταβίωσε στη Λαύρα του Προφήτου Ηλιού, γενόμενος μοναχός. Κατόπιν όμως αναγκάσθηκε να καταφύγει στο όρος Βραχιανό στην περιοχή της Μιλήτου, αφού οι συχνές επισκέψεις των συγγενών και φίλων του, διέκοπταν την αφοσίωσή του στην κατά Χριστόν άσκηση.
ναυμαχία εναντίον των Αγαρηνών κοντά στη Χίο, η μητέρα του Ευδοκία εγκαταστάθηκε μαζί με τα δύο παιδιά της, τον Παύλο και τον Βασίλειο, στο χωριό Μαρικάτο της Βιθυνίας που ήταν και η γενέτειρα του Οσίου Ιωαννικίου του Μεγάλου, ο οποίος ήταν συγγενής της. Η ευσεβής Ευδοκία έστειλε τους δύο γιους της στη Μονή του Αγίου Στεφάνου για να λάβουν την απαιτούμενη παιδεία. Ο Βασίλειος που ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός, αναγκάσθηκε παρά τη θέλησή του να παντρευτεί, υπακούοντας τις προτροπές της μητέρας του. Έχοντας όμως ένθερμο πόθο για τον μοναχικό βίο, έφυγε κρυφά για το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, όπου εγκαταβίωσε στη Λαύρα του Προφήτου Ηλιού, γενόμενος μοναχός. Κατόπιν όμως αναγκάσθηκε να καταφύγει στο όρος Βραχιανό στην περιοχή της Μιλήτου, αφού οι συχνές επισκέψεις των συγγενών και φίλων του, διέκοπταν την αφοσίωσή του στην κατά Χριστόν άσκηση.
Κάποια στιγμή ο Βασίλειος θέλησε να συναντήσει τον Παύλο, δεδομένου ότι τρεις φορές έλαβε από τον Θεό την εντολή να μεριμνήσει για την τύχη του αδελφού του, ο οποίος μετά τον θάνατο της μητέρας του ζούσε μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση και είχε αναγκασθεί να βόσκει τους χοίρους των κατοίκων του χωριού. Έτσι ο Βασίλειος έστειλε έναν μοναχό για να παραλάβει τον αδελφό του και να τον μυήσει κατόπιν στην αγγελική πολιτεία. Όμως ο μοναχός εξεδιώχθηκε δύο φορές από τους κατοίκους του χωριού με το πρόσχημα ότι ο Βασίλειος θα πουλούσε τον αδελφό του για χρήματα. Η τρίτη όμως προσπάθεια του μοναχού να παραλάβει τον Παύλο και να τον οδηγήσει στον αδελφό του, υπήρξε επιτυχής και έτσι ο νεότερος αδελφός που η ψυχή του φλογιζόταν από τη χάρη του Θεού, οδηγήθηκε στον αδελφό του Βασίλειο. Μετά από τη συνάντηση των δύο αδελφών ο Βασίλειος εμπιστεύτηκε τον Παύλο στην πνευματική καθοδήγηση του ηγουμένου Πέτρου της Μονής της καλουμένης Καρύα. Η Μονή αυτή βρισκόταν στην περιοχή του όρους Λάτρος που είναι ορεινός όγκος στη δυτική Μικρά Ασία πλησίον της αρχαίας πόλεως της Μιλήτου και απέναντι από τη Σάμο και την Πάτμο. Στο μεταξύ ο Βασίλειος επέστρεψε και εγκαταβίωσε και πάλι στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, όπου έγινε ηγούμενος και πνευματικός καθοδηγητής στη Λαύρα του Προφήτου Ηλιού, στην οποία και εκοιμήθη εν Κυρίῳ.
Ο Παύλος βρήκε την ψυχική ανάπαυση και στήριξη στον ενάρετο ηγούμενο Πέτρο, τον οποίο διακονούσε, ενώ προσπαθούσε να μιμηθεί με ακρίβεια την ενάρετη πολιτεία του. Μάλιστα πυρπολούμενος από θεϊκό ζήλο και έχοντας διακαή έρωτα προς την αρετή, επιδόθηκε στην κατά Χριστόν άσκηση και μιμείτο τον πνευματικό του πατέρα ακόμη και στην ένδυση, αφού φορούσε εναλλάξ τα δύο τρίχινα ράσα του ηγουμένου Πέτρου. Παράλληλα διδάχθηκε την υποταγή της σαρκός στο πνεύμα και ασκήθηκε στον αγώνα κατά του ύπνου. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο θεσπέσιος Παύλος νίκησε την υπνηλία, ταπείνωσε τη σάρκα, κατενίκησε τα πάθη και εξάσκησε τον εαυτόν του στην αγρυπνία και την ολονύκτια άσκηση. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο ηγούμενος Πέτρος τον ράπισε δυνατά στο πρόσωπο, διότι μία φορά αποκοιμήθηκε κατά τη διάρκεια ακολουθίας. Έτσι αποκόπηκε από τη νοσηρή συνήθεια του ύπνου. Στον Παύλο είχε ανατεθεί επίσης και η διακονία του μαγειρέματος, στην οποία επιδιδόταν με ιδιαίτερη επιμέλεια, ενώ κάθε φορά που έβλεπε τη φωτιά που έψηνε το φαγητό, δάκρυζε σκεπτόμενος το αιώνιο πυρ που κατακαίει τους αμαρτωλούς, όπως θεωρούσε και τον ίδιο του τον εαυτό. Συχνά πήγαινε σ’ ένα δάσος και προσευχόταν μπροστά σ’ ένα δένδρο, το οποίο φαινόταν να καίγεται ολόκληρο. Το άυλο αυτό πυρ τον περιέλουζε ολόκληρο, ενώ τα δάχτυλά του έμοιαζαν με φλεγόμενες λαμπάδες. Γι’ αυτό και ο Παύλος φλεγόμενος από τον έρωτα του Χριστού, ζήτησε από τον ηγούμενο Πέτρο να του επιτρέψει να αποσυρθεί σε ερημικό τόπο και να επιδοθεί με πλήρη αφοσίωση στον μοναχικό βίο και την απόλυτη ησυχία. Η επιθυμία του όμως αυτή δεν εκπληρώθηκε όσο ήταν εν ζωῄ ο Πέτρος, ο οποίος πίστευε ότι ο Παύλος δεν θα αντέξει τους ποικίλους δαιμονικούς πειρασμούς.
Όταν εκοιμήθη ο Πέτρος, οι υπόλοιποι αδελφοί της Μονής ζήτησαν επίμονα από τον Παύλο να αναλάβει την ηγουμενία, θεωρώντάς τον ως τον πλέον κατάλληλο. Εκείνος όμως αναλογιζόμενος τη βαριά πνευματική ευθύνη και αναζητώντας διακαώς την πλήρη απομόνωση και την αυστηρή άσκηση, αναχώρησε μαζί μ’ έναν πνευματικό του αδελφό, τον Δημήτριο, για μία ερημική περιοχή στο νότιο μέρος του όρους Λάτρος. Εκεί υπήρχαν πολλά σπήλαια ερημιτών, όπου είχαν καταφύγει πολλοί ασκητές από το Σινά και τη Ραϊθώ για να διασωθούν από τους Σαρακηνούς, οι οποίοι όμως τελικά τους κατέσφαξαν. Φτάνοντας σ’ αυτόν τον τόπο ο Παύλος και ο Δημήτριος εγκαταστάθηκαν σ’ ένα σπήλαιο, αλλά οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τόσο σκληρές, ώστε ο Δημήτριος αποφάσισε να εγκαταλείψει την υπερβολική άσκηση μέσα στο σπήλαιο και να μεταβεί στη Λαύρα των Καλλιβάρων. Στην πορεία του όμως συνάντησε κάποιον ασκητή, ονόματι Ματθαίο, ο οποίος τον παρότρυνε να μείνει μαζί του και να χορηγεί στον Παύλο την απαιτούμενη τροφή που χαρίζει ο Θεός. Ο Παύλος έμεινε στο σπήλαιο επιδιδόμενος με ξεχωριστή αφοσίωση στον αγώνα κατά του σαρκικού φρονήματος. Η αγρυπνία, η νηστεία, η προσευχή, η ορθοστασία και οι γονυκλισίες αποτελούσαν τα ασκητικά του παλαίσματα, ενώ στον αδιάλειπτο ασκητικό του αγώνα δεχόταν συνεχείς δαιμονικούς πειρασμούς, οι οποίοι δεν περιορίζονταν μόνο στον λογισμό και τη φαντασία, αλλά μεταμορφώνονταν σε άγρια θηρία που λάμβαναν τη μορφή ανθρώπου και επιτίθονταν εναντίον του με πάθος και ορμή, προκαλώντας συχνά θορύβους και ταραχές.
Στην έρημο ο θεοφόρος και μακάριος Παύλος έμεινε οκτώ μήνες και κατόπιν μαζί με τον πνευματικό του αδελφό Δημήτριο που είχε μείνει κοντά στον ασκητή Ματθαίο, επέστρεψαν στη Μονή, την επικαλουμένη Καρύα, κατόπιν εντολής του ηγουμένου Παύλου. Προτού όμως φτάσουν εκεί, έλαβαν και οι δύο την ευλογία του ασκητού Ματθαίου, ο οποίος τους προείπε για όσα θα τους συμβούν στο μέλλον. Ο Παύλος έμεινε λίγες ημέρες στο μοναστήρι, διότι αναχώρησε για το Λάτρος, όπου ακολουθώντας τη συμβουλή του ηγουμένου Αθανασίου της Μονής του Σωτήρος, εγκαταβίωσε σε σπήλαιο που βρισκόταν σε «αχειροποίητο» στύλο και σε υψόμετρο 740μ., όπου παλαιότερα είχε εγκαταβιώσει κάποιος άλλος ασκητής για είκοσι δύο χρόνια. Ένας βοσκός που ανακάλυψε τον Παύλο τυχαία στο σπήλαιο, φρόντιζε να του φέρνει τροφή, αλλά όταν ο βοσκός αναχώρησε για τη Μίλητο, ο Παύλος έμεινε «ἔρημος καί ἀτημέλητος» χωρίς να φροντίζει και να προνοεί γι’αυτόν κανείς. Αλλά ο Θεός βλέποντας τους σκληρούς ασκητικούς του αγώνες, τον ευσπλαχνίσθηκε και απέστειλε διά μέσου του ηγουμένου Αθανασίου της Μονής του Σωτήρος τροφή και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο. Πολυάριθμες ήταν και οι δαιμονικές επιθέσεις εναντίον του, τις οποίες όμως αντιμετώπιζε με αξιοθαύμαστη δύναμη, αφού η χάρις του Θεού τον επισκίαζε διαρκώς και γι’ αυτό και επιτελούνταν θαύματα. Έτσι όταν ήρθε ιερέας και τέλεσε μέσα στο σπήλαιο τη Θεία Λειτουργία, μετά το πέρας της θείας μεταλήψεως έγινε μεγάλος σεισμός, ο οποίος έγινε αντιληπτός μόνο από εκείνους που βρίσκονταν μέσα στο σπήλαιο. Αλλά και διά της προσευχής του Οσίου ανέβλυσε ύδωρ κοντά στο σπήλαιο, αφού καθ’ υπόδειξή του ένας βοσκός έσκαψε σε συγκεκριμένο σημείο και βρήκε νερό.
Σύντομα ο μακάριος Παύλος έγινε ονομαστός στην περιοχή για την αρετή, τις ουράνιες οπτασίες και τα θαύματά του και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι τον πλησίαζαν για να ασκηθούν στην αρετή και να μιμηθούν τον μοναχικό του βίο. Έτσι προστέθηκαν υπό την πνευματική του καθοδήγηση άνθρωποι, από τους οποίους άλλοι ζούσαν κοινοβιακά και συγκεντρώνονταν στον επ’ ονόματι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ανεγερθέντα ναό για να τελέσουν τις ιερές ακολουθίες, ενώ άλλοι προτίμησαν να ζήσουν ως ερημίτες. Το σημαντικό όμως ήταν ότι και οι δύο τάξεις των μοναχών τηρούσαν τον κανόνα της ακτημοσύνης και έπρατταν οτιδήποτε μόνο με την ευχή και την ευλογία του Παύλου. Όταν όμως ο αριθμός των υποτακτικών του άρχισε να αυξάνει, αλλά και όταν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να προστρέχουν σ’ αυτόν για να οικοδομηθούν πνευματικά, ο θεοφόρος Παύλος επιζητώντας την ησυχία αποφάσισε να φύγει από το σπήλαιο, όπου είχε εγκαταβιώσει δώδεκα χρόνια. Γι’ αυτό και κατευθύνθηκε σε απομονωμένα μέρη του όρους Λάτρος, όπου για συντροφιά είχε τα άγρια θηρία. Μερικές φορές επισκεπτόταν τη Λαύρα του Στύλου για να καθοδηγήσει τους υποτακτικούς του και να τους στηρίξει στον ασκητικό τους αγώνα και τον δρόμο της αρετής. Ο Όσιος Παύλος είχε αποβάλει κάθε είδους φόβο, παρόλο που ζούσε ολομόναχος σε ερημικό τόπο, αφού είχε συμπαραστάτη διαρκώς τον φύλακα άγγελό του, ο οποίος φρόντιζε για τις υλικές του ανάγκες. Άλλωστε ο Θεός είναι Εκείνος που μεριμνά και ικανοποιεί τις επιθυμίες των ανθρώπων, όταν αυτές δεν βλάπτουν την ψυχή.
Ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός των υποτακτικών του, αλλά και οι πολυάριθμοι επισκέπτες που αναζητούσαν στο πρόσωπο του Οσίου την αρετή και την άσκηση, του προκαλούσαν «πολλή ἀνία καί καρδίας ἰσχυρόν ἄλγημα». Γι’ αυτό και αποφάσισε να αναχωρήσει κρυφά και να μεταβεί στη νήσο Σάμο, επιζητώντας εκεί περισσότερη ησυχία. Φτάνοντας στο ορεινό αυτό αιγαιοπελαγίτικο νησί, κατευθύνθηκε στο όρος Κέρκης που η υψηλότερη κορυφή του, η Βίγλα, έχει υψόμετρο 1433μ. Το όρος αυτό, γνωστό και ως «Κερκετεύς» κατά τον Στράβωνα και «Κερκήτιος» κατά τον Πλίνιο, είναι το δεύτερο υψηλότερο βουνό του Αιγαίου μετά το όρος Σάος ή Φεγγάρι της Σαμοθράκης που η υψηλότερη του κορυφή φτάνει τα 1611μ. Η ανάβαση του Οσίου στο δυσπρόσιτο και υψηλό αυτό όρος της Σάμου υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη και αφού περιήλθε διάφορα μέρη, εγκαταστάθηκε σε σπήλαιο που βρίσκεται σε απόκρημνη χαράδρα, γνωστό μέχρι σήμερα με την προσωνυμία «Σπήλαιο του Πυθαγόρα», όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε καταφύγει ο ονομαστός Σάμιος φιλόσοφος και μαθηματικός Πυθαγόρας (570-495π.Χ.), την εποχή που τον καταδίωκε ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης. Στον Κέρκη ο Όσιος Παύλος γνώρισε τον «πρώτο» του νησιού που ονομαζόταν Θεοφάνης, ο οποίος ήταν δεινός κυνηγός. Αφού ανακάλυψε τον Όσιο μέσα σε καλαμώνα και εντυπωσιάσθηκε από την πραότητα και την αγάπη του, τον οδήγησε στο σπήλαιο του Πυθαγόρα. Το νέο ασκητήριο του Οσίου αποτέλεσε πόλο έλξης για νέους ασκητές, τους οποίους προέτρεψε να εγκατασταθούν και να επανιδρύσουν τρεις Λαύρες που υπήρχαν στη δυσπρόσιτη περιοχή του όρους Κέρκης και που είχαν καταστραφεί από τις επιδρομές των Αγαρηνών. Οι τρεις αυτές Λαύρες ταυτίζονται σύμφωνα με την άποψη του επιφανούς Σαμίου ιστορικού μελετητή Επαμεινώνδα Σταματιάδη με τρεις σωζόμενους μέχρι σήμερα βυζαντινούς ναούς στη βορειοδυτική περιοχή του επιβλητικού αυτού όρους της Σάμου. Πρόκειται για την Παναγία Μακρινή, τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Χαράλαμπο. Η Παναγία Μακρινή είναι κτισμένη μέσα σε σπήλαιο και σε υψόμετρο 800μ. νοτιοανατολικά από το χωριό Καλλιθέα. Ο παλαιότερος μονόχωρος ναός που κοσμείται με τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, χρησιμεύει σήμερα ως ιερό βήμα ενός νεὀτερου ναού που ανεγέρθηκε το 1764. Ο Άγιος Γεώργιος βρίσκεται βορειοανατολικά και σε μικρή απόσταση από το χωριό Δρακαίοι και αποτελεί σήμερα τον κοιμητηριακό ναό του χωριού. Πρόκειται για μικρό καμαροσκέπαστο ναό με σημαντικές βυζαντινές τοιχογραφίες που χρονολογούνται τον 13ο αιώνα, ενώ ο Άγιος Χαράλαμπος βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού Καλλιθέα και διαθέτει νεότερες τοιχογραφίες που χρονολογούνται τον 18ο αιώνα.
Ο Όσιος Παύλος συνήθιζε επίσης να επισκέπτεται συχνά και το σπήλαιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, το οποίο ταυτίζεται με το σπήλαιο «Καντήλι» στη βόρεια απόκρημνη πλευρά του Κέρκη. Σύμφωνα μάλιστα με την τοπική παράδοση και τις σχετικές αναφορές του Γάλλου περιηγητού Τεβενό το 1655, του Αρχιεπισκόπου Σάμου Ιωσήφ Γεωργειρήνη το 1666 και του πολυγραφότατου ιερομόναχου Καισαρίου Δαπόντε το 1757, στο σπήλαιο αυτό βρίσκονταν τα ιερά λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, τα οποία τις νύχτες εξέπεμπαν ένα υπερφυσικό φως, ορατό στους ναυτικούς που περνούσαν από την περιοχή αυτή. Κατά την παραμονή στο όρος Κέρκης της Σάμου ο Όσιος Παύλος δέχθηκε πάμπολλες δαιμονικές επιθέσεις, τις οποίες αντιμετώπισε με ξεχωριστή γενναιότητα και με όπλο το σημείο του Σταυρού. Μόλις όμως πληροφορήθηκαν οι μοναχοί του όρους Λάτρος ότι ο θεσπέσιος και μακάριος πνευματικός τους καθοδηγητής βρίσκεται στη Σάμο, απέστειλαν γράμματα μέσω του ιερομονάχου Ιωάννου με τη θερμή παράκληση να επιστρέψει ο Όσιος στο Λάτρος. Φτάνοντας όμως ο Ιωάννης στη Σάμο και στην προσπάθειά του να βρει τον Όσιο Παύλο, τον δάγκωσε στο πόδι μία οχιά με αποτέλεσμα να πέσει κάτω «ἡμιθανής», σπαράζοντας από φρικτούς πόνους. Το θλιβερό αυτό συμβάν γνωστοποιήθηκε στον Όσιο, ο οποίος έστειλε στον Ιωάννη ένα δοχείο με νερό που το είχε ευλογήσει. Ο ασθενής θεραπεύθηκε πίνοντας από το ευλογημένο νερό, κατόπιν δε μετέβη στον χώρο που ασκείτο ο Όσιος και του παρέδωσε την επιστολή των ασκητών του όρους Λάτρος.
Έτσι ο Όσιος κάτω από τις έντονες παρακλήσεις των Λατρινών μοναχών αναχώρησε από τη Σάμο και επέστρεψε στο όρος Λάτρος. Εκεί επιδόθηκε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο στην άσκηση και έφθασε στο σημείο να βλέπει τις τιμωρίες των αμαρτωλών, τις οποίες διηγείτο ένδακρυς στους μοναχούς, συμβουλεύοντάς τους να ζουν κατά το θέλημα του Ιησού Χριστού. Η θεάρεστη ασκητική του πολιτεία συντέλεσε στο να αποκτήσει φήμη εναρέτου πνευματικού ανδρός που διαδόθηκε στην Κρήτη, τη Βουλγαρία και την Ιταλία. Παράλληλα αξιώθηκε και του προορατικού χαρίσματος, αφού στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο (913-959), με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία, είχε διαμηνύσει να μην επιχειρήσει εκστρατεία εναντίον των Αράβων στην Κρήτη το 949. Ο αυτοκράτορας δεν έλαβε όμως σοβαρά υπόψη του την προτροπή του Οσίου με αποτέλεσμα να υποστεί οικτρή ήττα. Στο μεταξύ στο όρος Λάτρος άρχισαν και πάλι να συγκεντρώνονται πολυάριθμοι επισκέπτες για να λάβουν ευλογία και πνευματικές νουθεσίες από τον Όσιο, γεγονός που του προκάλεσε μεγάλη ενόχληση. Γι’ αυτό και μαζί με τρεις συνοδούς κατέβηκε από το όρος Λάτρος και μέσα σε μία νύχτα απέπλευσε με πλοίο για τη Σάμο. Οι συνοδοί του όμως άρχισαν να δυσανασχετούν με το επιχείρημα ότι μεταβαίνουν σε ερημική περιοχή, όπου θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της επιβίωσης. Ο Όσιος τους επέπληξε με πραότητα, τονίζοντάς τους ότι εφόσον βρίσκονται μαζί του, δεν θα πρέπει να είναι μικρόψυχοι. Φτάνοντας όμως στην απόμερη ακτή της Σάμου, είδαν έναν άνδρα να προσεύχεται, ο οποίος μάλιστα τους καλωσόρισε και τους προσφώνησε τρεις φορές, διότι όπως αποκάλυψε, την προηγούμενη νύχτα ακούσθηκε κάποια φωνή που τον καλούσε να μεταβεί στην παραλία για να υποδεχθεί τον «κύριο Παύλο». Την ίδια φωνή άκουσαν και οι δύο πιο ονομαστοί μοναχοί της Σάμου, ο Νικόδημος και ο Κοσμάς, οι οποίοι υποδέχθηκαν τον Όσιο με τη συνοδεία του κατά την πορεία του στο σπήλαιο, όπου παλαιότερα είχε εγκαταβιώσει ο θεσπέσιος Παύλος. Έτσι για δεύτερη φορά επισκέφθηκε την εύανδρο νήσο Σάμο ο «τάς τοῦ Κέρκη Μονάς ἀναδείξας» Όσιος πατήρ ημών Παύλος ο Λατρινός, ο οποίος υμνείται ως «τοῦ Κέρκη ὁ θεῖος μύστης, τό κλέος καί τό περιφανέστατον καύχημα», αφού η ασκητική παρουσία και η απαστράπτουσα αρετή του αναζωογόνησε τον σαμιακό μοναχισμό, ενώ χάρη σ’ αυτόν επανιδρύθηκαν τα τρία ερειπωμένα μοναστήρια στην περιοχή του ορεινού όγκου του Κέρκη. Γι’ αυτό και έχει συναριθμηθεί από την Τοπική Εκκλησία της Σάμου στη χορεία των εν Σάμῳ διαλαμψάντων αγίων, ενώ συνεορτάζεται μαζί και με τους υπόλοιπους τοπικούς αγίους του νησιού κατά την εορτή της Συνάξεως των εν Σάμῳ Αγίων, η οποία καθιερώθηκε το 1996 επί αρχιερατείας του νυν Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου και τελείται κατ’ έτος την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου Βαθέος Σάμου.
Μετά τη σύντομη δεύτερη επίσκεψη του στη Σάμο επέστρεψε στο όρος Λάτρος. Μάλιστα είχε φθάσει σε τέτοιο ύψος αρετής, ώστε υψωνόταν από τη γη «ἕνα πῆχυν, ὁτέ δέ καί δύο εἰς ἀέρα», ενώ έβλεπε «καθαρῶς τήν τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα», όπως ήταν αποτυπωμένη στο Άγιο Μανδήλιο. Ενδεικτικό του ύψους της αρετής του ήταν ότι μπορούσε να διακρίνει το καπνώδες και πυροειδές φως, το οποίο προέρχεται από δαιμονική ενέργεια σε σύγκριση με το αγαθό και θείο φως, το οποίο αγιάζει την ψυχή και τη γεμίζει με χαρά και ιλαρότητα. Παράλληλα διακρίθηκε για την ελεημοσύνη, τη συγχωρητικότητα και την αποστροφή του στην ανθρώπινη δόξα, αλλά και για την αμέριστη φροντίδα και επιμέλεια στα πνευματικά του τέκνα. Κάποια στιγμή προαισθανόμενος την επικείμενη εκδημία του, υπαγόρευσε στους μοναχούς με τη μορφή διαθήκης τους κανόνες του μοναχικού βίου με την προτροπή να τους μελετούν και να τους εφαρμόζουν. Όταν μάλιστα ασθένησε με πυρετό, ζήτησε να έρθουν όλοι οι μοναχοί κοντά του. Αφού τους καθοδήγησε με τις κατάλληλες πνευματικές συμβουλές, τονίζοντάς τους ότι θα είναι σωματικά και πνευματικά μαζί τους και θα προσεύχεται διαρκώς για τη σωτηρία τους, σήκωσε τα χέρια του και παρέδωσε «εἰς χεῖρας Θεοῦ τήν ἁγίαν αὐτοῦ ψυχήν». Η οσιακή του κοίμηση έλαβε χώρα στις 15 Δεκεμβρίου του 995 (έτος 6464 από κτίσεως κόσμου) που είναι και η ημέρα εορτασμού της μνήμης του από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι κατά τη στιγμή που η μακαρία ψυχή του μετέβαινε στον Ουρανό, κάποιοι μοναχοί που βρίσκονταν σε άλλους τόπους, είδαν τους αγγέλους να οδηγούν την ψυχή του στον θρόνο του Θεού. Η φανερή όμως απόδειξη της αγιότητος του Οσίου Παύλου είναι τα πάμπολλα θαύματα που τελέσθηκαν διά πρεσβείων του, αφού και «θανών ἐκεῖνος ἐν Χριστῷ ζῇ καί ποιητής ἔργων γίνεται θαυμασίων». Προς τιμήν του μάλιστα ανεγέρθηκε ναός, όπου μετεκομίσθηκε το ιερό του σκήνωμα, από το οποίο εξέπεμψε άρρητη ευωδία προς δόξαν Θεού. Ο επ’ ονόματί του ναός κτίσθηκε στην ιδρυθείσα το 940 από τον Όσιο Μονή, η οποία αποκαλείτο Μονή του Αγίου Παύλου ή Λαύρα του Στύλου ή της Θεοτόκου και ήταν η σπουδαιότερη στο όρος Λάτρος. Οι σκληροί ασκητικοί αγώνες, τα ουράνια χαρίσματα και τα θαύματα του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Παύλου του «ἐν τοῖς ὄρεσι Λάτρῳ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί Κερκετεῖ τῆς Σάμου ἀσκήσαντος» υμνούνται και γεραίρονται και μέσα από την ασματική του ακολουθία, η οποία εποιήθη υπό του λογίου Ιερομονάχου Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου, Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ενώ αριστουργηματική είναι η μορφή του Οσίου, όπως την ιστόρησε ο περίφημος ζωγράφος Μανουήλ Πανσέληνος στον Ναό του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος.
Ο Όσιος πατήρ ημών Παύλος ο Λατρινός προβάλλει στη σημερινή εποχή μας ως ολόφωτο πρότυπο αρετής, αφού αγωνίσθηκε να υποτάξει τη σάρκα στο πνεύμα και αξιώθηκε να καταστεί «συμμέτοχος τῶν Ἀγγέλων» «ὁμόσκηνος τῶν Ὁσίων καί τῶν Δικαίων», «κοινωνός θαβωρίου ἐλλάμψεως» και «θεῖος μυστολέκτης ἡσυχασμοῦ». Ας αποτελέσει και για τον κάθε αγωνιζόμενο χριστιανό της πνευματικά αλλοτριωμένης εποχής μας ένα ολόλαμπρο παράδειγμα που θα εμπνέει, θα στηρίζει και θα καθοδηγεί στην εν Χριστῴ ζωή και σωτηρία.
Βιβλιογραφία
· Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Παναγία η Μακρινή –Ένα σπάνιο βυζαντινό μνημείο της Σάμου, Περιοδικό «Μεταμόρφωση», τεύχος 103, Αύγουστος –Σεπτέμβριος 2004.
· Λαυριώτου Παύλου Μοναχού, Ο Όσιος Παύλος ο εν Λάτρῳ, Άγιον Όρος 1995.
· Μπαρδάκου Παντελεήμονος Δ., Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας, Φάσεις αγωνιστικές μιας δεκαετίας 1974-1984, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου και Ικαρίας, Σάμος χ.χ.
· Παπάλη Ιωάννου, Μητροπολίτου Σιδηροκάστρου, Η Εκκλησία της Σάμου από της ιδρύσεως αυτής μέχρι σήμερον, Σάμος 1967.
· Σταματιάδου Επαμεινώνδα, Σαμιακά, ήτοι Ιστορία της Σάμου από των παναρχαίων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, τόμος 4, Εν Σάμῳ 1886.
Εικόνες
[01] Ο Άγιος Παύλος ο εν τῳ Λάτρῳ. Τοιχογραφία δια χειρός Δημητρίου Κεντάκα στον Ιερό Ναό Αγίου Αρτεμίου Παγκρατίου Αθηνών.
[02] Ο Άγιος Παύλος ο Λατρινός. Φορητή εικόνα δια χειρός Κωνσταντίνου Σπανοδήμου στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου Βαθέος Σάμου.
[03] Τοιχογραφία του Αγίου δια χειρός Μανουήλ Πανσελήνου στον Ιερό Ναό Πρωτάτου Καρυών Αγίου Όρους.
[04] Τοιχογραφία του Αγίου δια χειρός Θεοφάνους στην Τράπεζα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους.
[05] Πανοραμική αεροφωτογραφία του όρους Κέρκης στη Σάμο, όπου ο Όσιος Παύλος ο Λατρινός διέλαμψε με την ασκητική του παρουσία. www.panoramio.com
[06] Το όρος Κέρκης της Σάμου με τις απόκρημνες πλαγιές, τα βαθύσκιωτα δάση και τα πολυάριθμα σπήλαια προσέλκυσε πολλούς νέους ασκητές χάρη στην ακτινοβολούσα αρετή του Οσίου Παύλου του Λατρινού.
[07] Το βραχώδες και επιβλητικό όρος Κέρκης της Σάμου αναδείχθηκε σπουδαίο κέντρο του μοναχικού βίου χάρη στον Όσιο Παύλο τον Λατρινό, ο οποίος επανίδρυσε τρία ερειπωμένα μοναστήρια στη δυσπρόσιτη αυτή περιοχή του νησιού. www.panoramio.com
[08] Άποψη της δυσπρόσιτης περιοχής του όρους Κέρκης, όπου βρίσκεται το περίφημο σπήλαιο του Πυθαγόρα, στο οποίο σύμφωνα με την παράδοση εγκαταβίωσε ο Όσιος Παύλος ο Λατρινός. www.panoramio.com
[09] Ο Όσιος Παύλος ο Λατρινός αναδείχθηκε το «κλέος του Κέρκη», αφού διέλαμψε με την ασκητική του παρουσία στο σπήλαιο του Πυθαγόρα.
[10] Η Παναγία Μακρινή είναι κτισμένη μέσα σε σπήλαιο στην περιοχή του χωριού Καλλιθέα Σάμου και μνημονεύεται ως μονή, την οποία επανίδρυσε ο Όσιος Παύλος ο Λατρινός. Νίκος Χατζηιακώβου – 11077
[11] Ο ναός της Παναγίας Μακρινής στη δυτική πλευρά του όρους Κέρκης αποτελεί σημαντικό βυζαντινό μνημείο της Σάμου και συνδέεται με τον Όσιο Παύλο τον Λατρινό, ο οποίος εγκαταβίωσε στην περιοχή.
[12] Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή του χωριού Δρακαίοι Σάμου υπήρξε παλαιά μονή, η οποία καταστράφηκε από τους Αγαρηνούς και επανιδρύθηκε από τον Όσιο Παύλο τον Λατρινό. www.panoramio.com
[13] Ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού Καλλιθέα Σάμου και μνημονεύεται ως μονή, η οποία επανιδρύθηκε από τον Όσιο Παύλο τον Λατρινό κατά τη διάρκεια της ασκητικής του εγκαταβιώσεως στο όρος Κέρκης. www.panoramio.com
[14] Η αριστουργηματική μορφή του Οσίου Παύλου του Λατρινού, όπως την απεικόνισε στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους ο Μανουήλ Πανσέληνος._
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της αναφοράς του συγγραφέα και του ιστολογίου πρώτης δημοσίευσης kallimasia.blogspot.gr