ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε μιὰ παραβολὴ τοῦ Θεανθρώπου ἐπίκαιρη καὶ γιὰ μᾶς. Εἶνε ἕνας καθρέφτης, μιὰ φωτογραφία τοῦ χαρακτῆρος μας. Ἐὰν προσέξουμε, κάπου θὰ δοῦμε καὶ τὸν ἑαυτό μας. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὴ ζωντανέψουμε.
Ἕνας βασιλεὺς ἔκανε τοὺς γάμους τοῦ υἱοῦ του.
Ἑπόμενο ἦταν νὰ δώσῃ στὸ γεγονὸς ἐξαιρετικὴ μεγαλοπρέπεια. Ἔστειλε ἀγγελιοφόρους καὶ προσκλητήρια ὅπου ἔγραφε· Τελῶ τοὺς γάμους τοῦ υἱοῦ μου, θὰ παρατεθῇ τράπεζα· ἐλᾶτε νὰ φᾶτε, νὰ πιῆτε, νὰ εὐφρανθῆτε· «δεῦτε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. 22,4)… Ποιός τώρα δὲν θὰ ἀνταποκρινόταν; Καὶ ὅμως συνέβη κάτι περίεργο· κανείς ἀπὸ τοὺς προσκεκλημένους δὲν ἦρθε! Γιατί; Ὁ ἕνας πῆγε νὰ καλλιεργήσῃ τὸ χωράφι του, ὀ ἄλλος πῆγε στὸ μαγαζί του γιὰ τὸ ἐμπόριο, καὶ ἄλλος μὲ ἄλλη πρόφασι ὅλοι ἀπέφυγαν τὴν πρόσκλησι. Κάποιοι δὲ θρασύτεροι, ἰταμὰ καὶ ὑπερήφανα πνεύματα, ἔκαναν κάτι χειρότερο· ὕβρισαν τοὺς ἀγγελιοφόρους, τοὺς χτύπησαν, καὶ τέλος τοὺς ἐφόνευσαν! Τέτοια διαγωγὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἐπισύρῃ κυρώσεις. «Ὁ βασιλεύς», ποὺ εἶχε τόση ἀγάπη, «ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε» (ἔ.ἀ. 22,7)· ἔστειλε τὸ στρατό του, ἀφάνισε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ ἔκαψε τὴν πόλι τους. Μετὰ ἔκανε ἄλλη πρόσκλησι, ὄχι πλέον στοὺς μεγάλους καὶ ὑψηλούς. Ἔστειλε καὶ μάζεψε ἀπ᾿ τὰ σοκάκια καὶ τὶς πλατεῖες ὅποιους βρῆκε· ὅλους τοὺς κάλεσε, καὶ ἡ αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων «ἐπλήσθη ἀνακειμένων» (ἔ.ἀ. 22,10). Μεταξὺ ὅμως ὅλων αὐτῶν ἦταν καὶ κάποιος ἀνάξιος γιὰ τὸ δεῖπνο. Γιατί; Διότι δὲν εἶχε «ἔνδυμα γάμου» (ἔ.ἀ. 22,11-12). «Εἰσελθών», λέει, ὁ βασιλεὺς τὸν εἶδε νὰ φοράῃ βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα ροῦχα. Μὰ ἦταν φτωχός, θὰ πῆτε. Ὄχι. Σημειῶστε, ὅτι τὰ παλαιὰ χρόνια οἱ βασιλεῖς στοὺς προσκεκλημένους, μόλις ἔφταναν στὰ ἀνάκτορα, ἔδιναν λαμπρὴ στολή. Ὄσο φτωχὸς λοιπὸν κι ἂν ἦταν, μποροῦσε καὶ αὐτὸς νὰ ἐφοδιαστῇ στὴν εσοδο μὲ κατάλληλη στολὴ γιὰ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου. Ἦταν ἀδικαιολόγητος· γι᾿ αὐτὸ καὶ τιμωρήθηκε.
Ἑπόμενο ἦταν νὰ δώσῃ στὸ γεγονὸς ἐξαιρετικὴ μεγαλοπρέπεια. Ἔστειλε ἀγγελιοφόρους καὶ προσκλητήρια ὅπου ἔγραφε· Τελῶ τοὺς γάμους τοῦ υἱοῦ μου, θὰ παρατεθῇ τράπεζα· ἐλᾶτε νὰ φᾶτε, νὰ πιῆτε, νὰ εὐφρανθῆτε· «δεῦτε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. 22,4)… Ποιός τώρα δὲν θὰ ἀνταποκρινόταν; Καὶ ὅμως συνέβη κάτι περίεργο· κανείς ἀπὸ τοὺς προσκεκλημένους δὲν ἦρθε! Γιατί; Ὁ ἕνας πῆγε νὰ καλλιεργήσῃ τὸ χωράφι του, ὀ ἄλλος πῆγε στὸ μαγαζί του γιὰ τὸ ἐμπόριο, καὶ ἄλλος μὲ ἄλλη πρόφασι ὅλοι ἀπέφυγαν τὴν πρόσκλησι. Κάποιοι δὲ θρασύτεροι, ἰταμὰ καὶ ὑπερήφανα πνεύματα, ἔκαναν κάτι χειρότερο· ὕβρισαν τοὺς ἀγγελιοφόρους, τοὺς χτύπησαν, καὶ τέλος τοὺς ἐφόνευσαν! Τέτοια διαγωγὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἐπισύρῃ κυρώσεις. «Ὁ βασιλεύς», ποὺ εἶχε τόση ἀγάπη, «ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε» (ἔ.ἀ. 22,7)· ἔστειλε τὸ στρατό του, ἀφάνισε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ ἔκαψε τὴν πόλι τους. Μετὰ ἔκανε ἄλλη πρόσκλησι, ὄχι πλέον στοὺς μεγάλους καὶ ὑψηλούς. Ἔστειλε καὶ μάζεψε ἀπ᾿ τὰ σοκάκια καὶ τὶς πλατεῖες ὅποιους βρῆκε· ὅλους τοὺς κάλεσε, καὶ ἡ αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων «ἐπλήσθη ἀνακειμένων» (ἔ.ἀ. 22,10). Μεταξὺ ὅμως ὅλων αὐτῶν ἦταν καὶ κάποιος ἀνάξιος γιὰ τὸ δεῖπνο. Γιατί; Διότι δὲν εἶχε «ἔνδυμα γάμου» (ἔ.ἀ. 22,11-12). «Εἰσελθών», λέει, ὁ βασιλεὺς τὸν εἶδε νὰ φοράῃ βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα ροῦχα. Μὰ ἦταν φτωχός, θὰ πῆτε. Ὄχι. Σημειῶστε, ὅτι τὰ παλαιὰ χρόνια οἱ βασιλεῖς στοὺς προσκεκλημένους, μόλις ἔφταναν στὰ ἀνάκτορα, ἔδιναν λαμπρὴ στολή. Ὄσο φτωχὸς λοιπὸν κι ἂν ἦταν, μποροῦσε καὶ αὐτὸς νὰ ἐφοδιαστῇ στὴν εσοδο μὲ κατάλληλη στολὴ γιὰ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου. Ἦταν ἀδικαιολόγητος· γι᾿ αὐτὸ καὶ τιμωρήθηκε.
* * *
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ συμποσίου τῶν βασιλικῶν γάμων. Ποιός τώρα εἶνε ὁ ἔνδοξος βασιλεύς; Βασιλεύς, ποὺ κυβερνᾷ ὅλο τὸν κόσμο καὶ κρατεῖ στὴ φούχτα του τὸ σύμπαν, εἶνε ὁ οὐράνιος Πατήρ. Υἱός του, τὸν ὁποῖον ἀγάπησε «πρὸ καταβολῆς κόσμου» (Ἰωάν. 17,24), εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ δὲ γάμος, ποὺ εἶνε ἱερὸ μυστήριο καὶ σημαίνει τὴν ἕνωσι ἀνδρὸς καὶ γυναικός (ἕνωσι ὄχι τόσο σωμάτων καὶ ἐπιδερμίδων φιληδόνων ἀνθρώπων, ὅσο καρδιῶν καὶ θελήσεων, καὶ συνταύτισι ὁλοκλήρου τοῦ βίου), ἐδῶ εἰκονίζει κάτι ἀκόμη ὑψηλότερο. Ὅπως στὸ γάμο ὑπάρχει νυμφίος καὶ νύμφη, τὰ δύο κύρια πρόσωπα, ἔτσι καὶ στοὺς γάμους τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου νυμφίος εἶνε ὁ Χριστός ―«Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν…» (κάθ. Μ. Τρίτης)―, νύμφη δέ, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸ Χριστό, εἶνε ἡ κάθε ψυχή – ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ εἶνε ἁμαρτωλὴ καὶ περιφρονημένη ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀρκεῖ μόνο νὰ μετανοῇ. Καὶ ὅπως στὸ γάμο ὑπάρχει τραπέζι, ἔτσι καὶ στὴν ἔνωσι τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χριστὸ ὑπάρχει τράπεζα, συμπόσιο. Ποιά εἶνε ἡ τράπεζα; Ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὸ ἱερὸ βῆμα· εἶνε ἡ ἁγία τράπεζα, ἐπάνω στὴν ὁποία προσφέρεται τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στὴν τράπεζα αὐτὴ μᾶς καλεῖ· «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Ἐλᾶτε λοιπὸν πεινασμένοι γιὰ νὰ χορτάσετε, καὶ διψασμένοι γιὰ νὰ ξεδιψάσετε. Προσκαλεῖ ὁ Κύριος. Προσκαλεῖ πάντοτε, ἀλλ᾿ ἰδίως μᾶς προσκαλεῖ τὴν Κυριακή. Ὅταν ἀκοῦμε νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα, τότε νὰ κάνουμε φτερὰ στὰ πόδια λέγοντας· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων…» (Ψαλμ. 83,2). Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ στὴν ἐκκλησία, ἐμεῖς τί κάνουμε; Κυριακὴ πρωΐ, ποὺ θά ᾿πρεπε οἱ πάντες (πλὴν ἀσθενῶν καὶ γερόντων) νὰ εμεθα στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου, ἄλλοι κοιμοῦνται, ἄλλοι παίρνουν τὸ τουφέκι καὶ τρέχουν στὰ βουνὰ νὰ κυνηγήσουν, ἄλλοι κάνουν βουτιὲς στὴ θάλασσα, ἄλλοι μὲ ἐκδρομικοὺς συλλόγους ἢ ἰδιωτικὰ μέσα σκορπίζονται στὰ πέρατα τῆς γῆς. Καὶ ὀργιάζουν τὴν Κυριακή, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν τὸ βράδυ ῥάκη ἠθικὰ καὶ πνευματικά. Ἐκτὸς αὐτῶν ὅμως ὑπάρχουν καὶ οἱ θρασεῖς καὶ ἰταμοί. Αὐτοὶ ὄχι ἁπλῶς κλείνουν τ᾿ αὐτιὰ στὴν πρόσκλησι τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ μόλις ἀκούσουν καμπάνα ἀφρίζουν ἀπὸ δαιμονικὴ κακία καὶ βρίζουν. Ποῦ εἶνε τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ εὐλογημένα, ποὺ ὁ τσοπᾶνος στὶς ῥαχοῦλες ἢ ὁ ψαρᾶς στὰ ἀκρογιάλι ἄκουγαν τὴν καμπάνα κ᾿ ἔκαναν τὸ σταυρό τους! Τώρα βρίζουν; Καὶ ποιόν; Τὸν Κύριο. Πάντοτε ἡ βλασφημία εἶνε ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ βλασφημία τῆς Κυριακῆς εἶνε πολὺ βαρύτερη. Δὲν ὑπάρχει στιγμὴ καὶ δὲν ὑπάρχει τόπος ποὺ νὰ μὴν ἀκούγεται βλασφημία. Προσωπικῶς, ἐπειδὴ ὑπηρέτησα καὶ ὡς στρατιωτικὸς ἱερεύς, θὰ ἤθελα τοὐλάχιστον ὁ στρατός μας νὰ εἶνε καθαρὸς ἀπὸ τὴ βλασφημία· νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἀξιωματικός, ὑπαξιωματικὸς καὶ στρατιώτης ποὺ νὰ βλαστημάῃ· ἕνας τέτοιος στρατὸς ―σᾶς ὑπογράφω συμβόλαιο― θὰ εἶνε ἀήττητος. Δὲν ἔφυγα ἀπὸ τὸ θέμα· ἡ βλασφημία ἔχει σχέσι μὲ τὴν περικοπή μας. Διότι λέει ἡ παραβολή, ὅτι «τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν» (ἔ.ἀ. 22,6), ἔβρισαν τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλέως.
* * *
Ἀδελφοί μου· τελειώνοντας θὰ ἤθελα νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὴν τιμωρία. Νὰ προσέξουμε ἰδίως τὴ λέξι «ὠργίσθη» (ἔ.ἀ. 22,7). Μία δική μας διαγωγή, ποὺ ξεπερνᾷ ἐν πολλοῖς τὴ διαγωγὴ ἐκείνων ποὺ ἀπέπεμψαν τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλέως, σᾶς ἐρωτῶ, θὰ μείνῃ χωρὶς συνέπειες; Ὁ στρατιώτης νὰ μὴν πειθαρχῇ, κι ὁ ἀξιωματικὸς νὰ μὴν ἐπιβάλλῃ κυρώσεις; ὁ μαθητὴς νὰ ἀτακτῇ, κι ὁ δάσκαλος νὰ μὴν τιμωρῇ; τὸ παιδὶ νὰ ὀργιάζῃ στὸ σπίτι, κι ὁ πατέρας νὰ μὴν παίρνῃ τὴ βέργα; Μποροῦμε λοιπόν, ἐμεῖς νὰ παροξύνουμε τὸ Θεό, κ᾿ ἐκεῖνος νὰ μᾶς συγχωρῇ ἐπ᾿ ἄπειρον; Ὄχι. Ὁ κόσμος ἔχει ἀφέντη, τὸν Κύριο τοῦ παντός. Δὲν μποροῦμε νὰ ὀργιάζουμε· θὰ πληρώσουμε μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας. «Ὠργίσθη», λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ποιός «ὠργίσθη»; Ἐὰν αὐτὸς ποὺ θὰ ὀργισθῇ ἐναντίον μας εἶνε ἄνθρωπος, δὲν εἶνε παντοδύναμος. Ὅση δύναμι κι ἂν ἔχῃ, μὴ φοβηθῆτε. Πόσοι δὲν ἀπείλησαν τὸ ἔθνος μας στὸ παρελθόν! – διαβάστε τὴν ἱστορία. Ποῦ βρίσκονται τώρα, ποιός θυμᾶται τὰ ὀνόματά τους; Ἔγιναν σκόνη. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι σήμερα ἀπειλοῦν τὴ μικρά μας πατρίδα τί εἶνε; Μετὰ ἀπὸ λίγο σκόνη θὰ γίνουν κι αὐτοί. Ἂν αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀπειλεῖ εἶνε ἄνθρωπος, δὲν τὸν φοβούμεθα. Ἀλλὰ ἐδῶ τί λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· δὲν ὠργίσθη ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα· «ὠργίσθη» – ποιός; Ὁ Θεός! Καὶ ἂν ὀργισθῇ ἐναντίον μας ὁ Θεός, τότε ποῦ νὰ πᾶμε νὰ κρυφτοῦμε; Ἀδελφοί μου, ἂν αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω δὲν τὰ πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ κάνω κάποια ἄλλη δουλειά, νά ᾿χω ἕνα κασσέλι καὶ νὰ γυαλίζω παπούτσια. Γι᾿ αὐτὸ προσέξτε τί θὰ σᾶς πῶ. Φοβοῦμαι, μήπως γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων μας (τὶς μοιχεῖες, τὶς πορνεῖες, τὶς ἀδικίες, τὶς πλεονεξίες, τὰ μίση, τοὺς φόνους, τὶς διαιρέσεις ―δὲν εἶπα τίποτα―, προπαντὸς γιὰ τὶς βλασφημίες), μήπως τὸ ἔθνος μας ἔφυγε ἀπὸ τὴν τροχιὰ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ καὶ μπῆκε στὴν τροχιὰ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Ἂν εἶνε ἔτσι, τότε ἀλλοίμονο. Ἡ Ἀποκάλυψις ὁμιλεῖ γιὰ τὴν «ὀργὴ τοῦ ἀρνίου» (Ἀπ. 6,16), ἐμπρὸς στὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι, ἀλλόφρονες θὰ ζητοῦν καταφύγια· θὰ ἀδειάζουν τὶς πολιτεῖες καὶ θὰ τρέχουν στὰ σπήλαια νὰ κρυφτοῦν· θὰ τρέχουν καὶ στὰ μνήματα καὶ θὰ λένε στοὺς νεκροὺς «Βγῆτε, σεῖς οἱ πεθαμένοι, γιὰ νὰ μποῦμε ἐμεῖς οἱ ζωντανοί». Ὦ ἀδελφοί μου, μήπως φθάσαμε στὶς ἡμέρες αὐτές; Τί ὑπολείπεται; Τὸ ρολόι τοῦ κόσμου χτυπᾷ. Πλησιάζει ἡ 12η. Λίγο χρόνο ἔχουμε. Τί μένει; Νὰ μετανοήσουμε ῥιζικῶς. Ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἔχουμε ἕνα ἱερὸ καθῆκον· νὰ κάνουμε μία στροφή. Τί στροφή; Νὰ προλάβουμε ὥστε νὰ μὴ βρεθοῦμε στὴν ἄβυσσο, ἐμπρὸς στὴν ὁποία φθάσαμε. Νὰ κάνουμε στροφὴ ὄχι 5 οὔτε 10 μοιρῶν, ἀλλὰ 180 μοιρῶν. Ἐὰν κάνουμε τέτοια στροφὴ καὶ προσανατολισθοῦμε πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, τότε θὰ βροῦμε ἀσφάλεια καὶ δόξα! Εθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ μετανοήσουμε, γιὰ ν᾿ ἀσφαλισθοῦμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Χολαργοῦ – Ἀθηνῶν 3-9-1961)