ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, 20 Ἰουλίου εἶνε ἑορτή. Ἑορτάζει ὁ ἅγιος Ἠλίας ὁ προφήτης.
Τὸ ὄνομά του εἶνε γνωστὸ καὶ παντοῦ διαδεδομένο. Ὄχι μόνο ἐδῶ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία ἄντρες μὰ καὶ γυναῖκες φέρουν τὸ ὄνομά του καὶ ναοὶ τιμῶνται στὴ μνήμη του. Ναοὶ κ᾽ ἐξωκκλήσια, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ κορυφὲς βουνῶν, πανηγυρίζουν σήμερα.
Στὴν πατρίδα μου τὴν Πάρο, στὸ ψηλότερο βουνό, εἶνε χτισμένος ναὸς τοῦ Προφήτη Ἠλία, καὶ σήμερα ὅλο τὸ νησὶ ἀνεβαίνει στὴν κορυφή, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἀγναντεύουν τὸ ἀπέραντο πέλαγος καὶ δοξάζουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας! Ἀπ᾽ ὅλο τὸ βίο του θὰ ποῦμε λίγα θαυμαστὰ γεγονότα.
Τὸ ὄνομά του εἶνε γνωστὸ καὶ παντοῦ διαδεδομένο. Ὄχι μόνο ἐδῶ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία ἄντρες μὰ καὶ γυναῖκες φέρουν τὸ ὄνομά του καὶ ναοὶ τιμῶνται στὴ μνήμη του. Ναοὶ κ᾽ ἐξωκκλήσια, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ κορυφὲς βουνῶν, πανηγυρίζουν σήμερα.
Στὴν πατρίδα μου τὴν Πάρο, στὸ ψηλότερο βουνό, εἶνε χτισμένος ναὸς τοῦ Προφήτη Ἠλία, καὶ σήμερα ὅλο τὸ νησὶ ἀνεβαίνει στὴν κορυφή, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἀγναντεύουν τὸ ἀπέραντο πέλαγος καὶ δοξάζουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας! Ἀπ᾽ ὅλο τὸ βίο του θὰ ποῦμε λίγα θαυμαστὰ γεγονότα.
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε στὴν ἱερὰ γῆ τῆς Παλαιστίνης ὀχτακόσα χρόνια
πρὸ Χριστοῦ, σὲ ἐποχὴ ἄσχημη ποὺ ἡ εἰδωλολατρία καὶ ἡ διαφθορὰ εἶχαν ἐξαπλωθῆ πολύ. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν λησμονήσει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν εἴδωλα. Τόσο ἦταν τὸ ῥεῦμα τῆς εἰδωλολατρίας, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ γνώριζε τὸν ἀληθινὸ Θεό, παρασύρθηκε.
Βασιλιᾶς ἦταν ὁ Ἀχαάβ. Ὁ Ἀχαὰβ δὲν ἦταν κακός· καλὸς ἦταν. Ποιός τὸν χάλασε; ποιός χαλάει τὸν ἄντρα; Μιὰ γυναίκα. Ἡ γυναίκα ἢ θὰ ὑψώσῃ τὸν ἄντρα μέχρι τὰ ἄστρα ἢ θὰ τὸν ῥίξῃ μέχρι τὸν ᾅδη, στὴν κόλασι· παίζει σπουδαῖο ῥόλο στὴ ζωὴ τοῦ ἀντρός. Μιὰ τέτοια κακιὰ γυναίκα, ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, βρέθηκε δίπλα στὸν Ἀχαὰβ καὶ τὸν διέφθειρε ψυχικὰ καὶ ἠθικά· τὸν ἔσπρωξε νὰ λατρεύῃ τὰ εἴδωλα, νὰ εἶνε ἄδικος, πλεονέκτης καὶ βίαιος.
Πιὸ κάτω ἀπ᾽ τὸ παλάτι ἦταν ἕνα ἀμπέλι, ποὺ ὁ νοικοκύρης του, ὁ φτωχὸς Ναβουθαί, τό ᾽χε κληρονομιὰ ἀπ᾽ τὸν πατέρα του. Καὶ ξέρετε πόσο οἱ χωρικοὶ ἀγαποῦν τὰ κτήματά τους, μάλιστα αὐτὰ ποὺ ὁ πατέρας τους τά ᾽χει ποτίσει μὲ τὸν ἱδρῶτα του. Ὁ Ναβουθαὶ τό ᾽σκαβε, τὸ κλάδευε, τὸ καλλιεργοῦσε· τὸ ἀγαποῦσε πολύ. Μὰ νά ποὺ τό ᾽βαλε στὸ μάτι ὁ βασιλιᾶς καὶ ἤθελε νὰ τὸ κάνῃ δικό του. Τοῦ τὸ ζήτησε, τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ δώσῃ ἄλλο καλύτερο ἢ χρήματα πολλά. Ὁ Βαβουθαὶ δὲν δέχτηκε. Τὸ ἀμπέλι τοῦ πατέρα μου δὲν τὸ πουλῶ, εἶπε. Τότε ἡ βασίλισσα ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἐνοχοποιήσουν μὲ συκοφαντία τὸ Ναβουθαὶ καὶ νὰ τὸν λιθοβολήσουν. Ἔτσι πῆρε τὸ ἀμπελάκι καὶ τό ᾽κανε κτῆμα τῶν ἀνακτόρων.
Αὐτὸ ἦταν μιὰ ἀδικία. Ποιός τώρα νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀδικία; Τὰ δικαστήρια μικρὰ ἀδικήματα τιμωροῦν· οἱ μεγάλοι ἐγκληματίες μένουν ἀτιμώρητοι. Κάποιος ὅμως ἤλεγξε καὶ τὸν Ἀχαὰβ καὶ τὴν Ἰεζάβελ. Ποιός; Ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πῆγε στὰ ἀνάκτορα καὶ λέει· Βασιλιᾶ, σκότωσες καὶ ἔτσι πῆρες τὸ ἀμπέλι· θὰ τιμωρηθῇς· θὰ σκοτωθῇς, καὶ ὅπου τὰ σκυλιὰ ἔγλειψαν τὸ αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θὰ γλείψουν καὶ δικά σας αἵματα… Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε (βλ. Γ΄ Βασ. κεφ. 20).
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί κακὸ εἶνε ἡ ἀδικία; Εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει. Λέει ἕνας ἅγιος· Ἔχεις ἑκατὸ πρόβατα· θέλεις νὰ τὰ χάσῃς ὅλα; Κλέψε ἕνα καὶ βάλ᾽ το μέσ᾽ στὸ κοπάδι σου. Ἐκεῖνο θὰ γίνῃ αἰτία νὰ χαθοῦν καὶ ὅλα τ᾽ ἄλλα.
⃝ Ἕνα ἐπεισόδιο αὐτό. Τὸ ἄλλο. Ὄχι μόνο ὁ βασιλιᾶς καὶ ἡ βασίλισσα ἦταν διεφθαρμένοι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ὁ λαός, ἄντρες – γυναῖκες, εἶχαν ἀπομακρυνθῆ. Κι ὁ Θεός, λέει ἡ Γραφή, ὠργίστηκε· κλείστηκαν τὰ οὐράνια καὶ δὲν ἔβρεχε (βλ. Γ΄ Βασ. 17,1-8).
Ἀχάριστοι ἄνθρωποι! Ἡ βροχούλα ποὺ πέφτει ξέρετε τί ἀξίζει; Λίρες ζητάει ὁ κόσμος· τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα τρέλλαναν ὅλους. Ἀλλὰ ῥίχνει ὁ οὐρανὸς λίρες· κάθε σταγόνα λίρα εἶνε, τόσο ἀξίζει. Γιατὶ ἅμα δὲ βρέξῃ, ὅλοι θὰ πεθάνουμε. Θά ᾽πρεπε γιὰ κάθε σταγόνα ποὺ πέφτει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό· ἀλλὰ τέτοιοι εἴμαστε ἐμεῖς, ἀχάριστοι.
Ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ ἄνθρωποι ἐγκατέλειπαν τὸ Θεό, ἐρωτοτροποῦσαν μὲ τὰ εἴδωλα, πόρνευαν, ἀτίμαζαν, ὠργίαζαν. Καὶ ὁ Κύριος τιμώρησε τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀνομβρία. Ὄχι ἕνα καὶ δυὸ μῆνες, ἀλλὰ τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες! Στέρεψαν οἱ βρύσες καὶ τὰ ποτάμια, ξεράθηκαν τὰ δέντρα, καταστράφηκαν οἱ καρποί, ψοφοῦσαν τὰ ζῷα, οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν. Λιμὸς μέγας, πεῖνα μεγάλη.
Καὶ ποιός ἔλυσε τὴν πεῖνα; ποιός ἄνοιξε τὰ οὐράνια ποὺ ἦταν κλεισμένα; Ὁ προφήτης Ἠλίας. Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος γονάτισε, ἔκανε προσευχή, καὶ τότε γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ σύννεφα, ἄρχισε νὰ βρέχῃ, ποτίστηκε ἡ γῆ, καὶ οἱ ἄνθρωποι σώθηκαν ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, καὶ σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους ἡ πεῖνα. Θὰ εἶνε τέτοια ἀνάγκη, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ ὑποφέρουν. Θὰ στερέψουν καὶ μεγάλα ποτάμια καὶ θὰ τὰ περνοῦν μὲ τὰ πόδια παιδιὰ καὶ κοπάδια. Τότε, σὲ μιὰ νύχτα, θ᾽ ἀδειάσουν οἱ μεγαλουπόλεις· ὅλοι θὰ τρέχουν σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, καὶ θὰ πάρουν πάλι τὶς ἀξίνες νὰ καλλιεργήσουν τὴ γῆ, ποὺ τὴν ἄφησαν γιὰ νὰ μαζευτοῦν σὲ πόλεις ἑκατομμυρίων κατοίκων, πόλεις – Σόδομα καὶ Γόμορρα. Πῶς ζοῦν ἐκεῖ; Σκάβουν τὴ γῆ; Ὄχι. Μὲ ἀτιμίες, κλεψιές, ἀδικίες. Ὅταν ὅμως γίνῃ ὁ λιμός, οἱ πόλεις θὰ ἐρημώσουν, καὶ μικρὰ χωριὰ θὰ ἔχουν χιλιάδες κατοίκους. Τότε βασιλιᾶδες καὶ σοφοὶ θὰ πέσουν νὰ προσκυνήσουν τὸ γεωργό, ποὺ σήμερα εἶνε περιφρονημένος, καὶ θὰ τὸν ἐκλιπαροῦν γιὰ λίγο ψωμάκι.
Ἔτσι νόμισες, ἄνθρωπε, ποὺ πίνεις ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ δὲ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ποὺ ἔχεις τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα καὶ βλαστημᾷς τὰ θεῖα, ἔτσι νόμισες; Γιὰ τὴν ἀχαριστία τέτοιων ἀνθρώπων ἡ καλύτερη τιμωρία θὰ ἦταν νὰ βρεθοῦν σὲ κάποιον ἄλλο πλανήτη. Γιατὶ μόνο ἐδῶ στὴ γῆ ἔδωσε ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά· καὶ ὅμως δὲ ἀκούει ἀπὸ μᾶς ἕνα εὐχαριστῶ.
⃝ Ἀλλ᾽ ἂς ἐπανέλθουμε στὸ βίο τοῦ ἁγίου. Τὸ πρῶτο ἐπεισόδιο ἦταν ὅτι τιμώρησε τὸν κλέφτη βασιλιᾶ, τὸ δεύτερο ὅτι τιμώρησε τὸν ἀχάριστο λαό. Τὸ ἄλλο ποιό εἶνε; Τότε, στὴν πεῖνα τὴ μεγάλη, πείνασε καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας. Περνώντας βουνὰ καὶ λαγκάδια χτύπησε πολλὰ σπίτια, μὰ τὸν ἔδιωχναν, κανείς δὲν τοῦ ᾽δινε τίποτα. Πῆγε καὶ σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριό, τὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας, σὲ μιὰ καλύβα ποὺ ἔμενε μιὰ χήρα μὲ τὸ μονόκριβο παιδί της. ―Δός μου, τῆς λέει, λίγο νερὸ νὰ πιῶ καὶ κάτι νὰ φάω. ―Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχω τίποτα. Λίγο ἀλεύρι μοῦ ᾽μεινε καὶ λίγο λαδάκι στὸ δοχεῖο. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἦρθες πέρασε μέσα. Ἄναψε τὸ φοῦρνο, ζύμωσε τὸ ἀλεύρι μὲ τὸ λάδι, ἔκανε μιὰ πίττα κ᾽ ἔφαγε ὁ προφήτης. Καὶ μὲ τὴν εὐλογία του ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη στὸ σπίτι τῆς χήρας δὲν ἔλειψε οὔτε τὸ ἀλεύρι οὔτε τὸ λάδι (βλ. Γ΄ Βασ. 17,9-16).
Δὲν πά᾽ νά ᾽χῃς, ἀγαπητέ μου, ἀποθῆκες μὲ ἀγαθὰ καὶ καταθέσεις σὲ τράπεζες; ἂν δὲν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, στάχτη θὰ γίνουν, θὰ πεθάνῃς. Ἐνῷ ὁ φτωχός, ποὺ δὲ λατρεύει τὰ χρήματα ἀλλὰ πιστεύει στὸ Θεό, θὰ ζήσῃ. Ἡ Γραφὴ λέει· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
⃝ Κάτι ἀκόμα καὶ τελειώνω. Ὁ προφήτης Ἠλίας ἐκεῖ στὸ σπιτάκι τῆς χήρας ἔκανε κ᾽ ἕνα ἄλλο πιὸ μεγάλο θαῦμα. Ἐκεῖνες τὶς μέρες ἀρρώστησε τὸ μονάκριβο παιδί της καὶ πέθανε, κ᾽ ἦταν μεγάλος ὁ πόνος της. Τότε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ γονάτισε, ἔκανε θερμὴ προσευχὴ καὶ ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε― τὸ παιδὶ ἀναστήθηκε, καὶ ἡ χήρα δοξολογοῦσε τὸ Θεό (βλ. Γ΄ Βασ. 17,17-24).
Ὅπως λοιπὸν ὁ Ἠλίας ἀνέστησε τὸ νεκρό, ἔτσι μιὰ μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροὶ ποὺ εἶνε θαμμένοι στοὺς τάφους. Δὲν πέθαναν· ζοῦν. Τὸ κορμὶ πεθαίνει, ἡ ψυχὴ δὲν πεθαίνει. Καὶ θά ᾽ρθῃ ἡ ὥρα ποὺ ὅλοι θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ καθένας θὰ ζυγιστῇ, θὰ κριθῇ· καὶ ὅσοι ἔκαναν τὰ φαῦλα, θὰ πᾶνε στὴν κόλασι, ἐνῷ οἱ δίκαιοι θὰ πᾶνε κοντὰ στὸ Θεό. Τὰ λέει αὐτὰ ὁ Χριστὸς κ᾽ εἶνε ἀναμφισβήτητα.
πρὸ Χριστοῦ, σὲ ἐποχὴ ἄσχημη ποὺ ἡ εἰδωλολατρία καὶ ἡ διαφθορὰ εἶχαν ἐξαπλωθῆ πολύ. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν λησμονήσει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν εἴδωλα. Τόσο ἦταν τὸ ῥεῦμα τῆς εἰδωλολατρίας, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ γνώριζε τὸν ἀληθινὸ Θεό, παρασύρθηκε.
Βασιλιᾶς ἦταν ὁ Ἀχαάβ. Ὁ Ἀχαὰβ δὲν ἦταν κακός· καλὸς ἦταν. Ποιός τὸν χάλασε; ποιός χαλάει τὸν ἄντρα; Μιὰ γυναίκα. Ἡ γυναίκα ἢ θὰ ὑψώσῃ τὸν ἄντρα μέχρι τὰ ἄστρα ἢ θὰ τὸν ῥίξῃ μέχρι τὸν ᾅδη, στὴν κόλασι· παίζει σπουδαῖο ῥόλο στὴ ζωὴ τοῦ ἀντρός. Μιὰ τέτοια κακιὰ γυναίκα, ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, βρέθηκε δίπλα στὸν Ἀχαὰβ καὶ τὸν διέφθειρε ψυχικὰ καὶ ἠθικά· τὸν ἔσπρωξε νὰ λατρεύῃ τὰ εἴδωλα, νὰ εἶνε ἄδικος, πλεονέκτης καὶ βίαιος.
Πιὸ κάτω ἀπ᾽ τὸ παλάτι ἦταν ἕνα ἀμπέλι, ποὺ ὁ νοικοκύρης του, ὁ φτωχὸς Ναβουθαί, τό ᾽χε κληρονομιὰ ἀπ᾽ τὸν πατέρα του. Καὶ ξέρετε πόσο οἱ χωρικοὶ ἀγαποῦν τὰ κτήματά τους, μάλιστα αὐτὰ ποὺ ὁ πατέρας τους τά ᾽χει ποτίσει μὲ τὸν ἱδρῶτα του. Ὁ Ναβουθαὶ τό ᾽σκαβε, τὸ κλάδευε, τὸ καλλιεργοῦσε· τὸ ἀγαποῦσε πολύ. Μὰ νά ποὺ τό ᾽βαλε στὸ μάτι ὁ βασιλιᾶς καὶ ἤθελε νὰ τὸ κάνῃ δικό του. Τοῦ τὸ ζήτησε, τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ δώσῃ ἄλλο καλύτερο ἢ χρήματα πολλά. Ὁ Βαβουθαὶ δὲν δέχτηκε. Τὸ ἀμπέλι τοῦ πατέρα μου δὲν τὸ πουλῶ, εἶπε. Τότε ἡ βασίλισσα ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἐνοχοποιήσουν μὲ συκοφαντία τὸ Ναβουθαὶ καὶ νὰ τὸν λιθοβολήσουν. Ἔτσι πῆρε τὸ ἀμπελάκι καὶ τό ᾽κανε κτῆμα τῶν ἀνακτόρων.
Αὐτὸ ἦταν μιὰ ἀδικία. Ποιός τώρα νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀδικία; Τὰ δικαστήρια μικρὰ ἀδικήματα τιμωροῦν· οἱ μεγάλοι ἐγκληματίες μένουν ἀτιμώρητοι. Κάποιος ὅμως ἤλεγξε καὶ τὸν Ἀχαὰβ καὶ τὴν Ἰεζάβελ. Ποιός; Ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πῆγε στὰ ἀνάκτορα καὶ λέει· Βασιλιᾶ, σκότωσες καὶ ἔτσι πῆρες τὸ ἀμπέλι· θὰ τιμωρηθῇς· θὰ σκοτωθῇς, καὶ ὅπου τὰ σκυλιὰ ἔγλειψαν τὸ αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θὰ γλείψουν καὶ δικά σας αἵματα… Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε (βλ. Γ΄ Βασ. κεφ. 20).
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί κακὸ εἶνε ἡ ἀδικία; Εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει. Λέει ἕνας ἅγιος· Ἔχεις ἑκατὸ πρόβατα· θέλεις νὰ τὰ χάσῃς ὅλα; Κλέψε ἕνα καὶ βάλ᾽ το μέσ᾽ στὸ κοπάδι σου. Ἐκεῖνο θὰ γίνῃ αἰτία νὰ χαθοῦν καὶ ὅλα τ᾽ ἄλλα.
⃝ Ἕνα ἐπεισόδιο αὐτό. Τὸ ἄλλο. Ὄχι μόνο ὁ βασιλιᾶς καὶ ἡ βασίλισσα ἦταν διεφθαρμένοι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ὁ λαός, ἄντρες – γυναῖκες, εἶχαν ἀπομακρυνθῆ. Κι ὁ Θεός, λέει ἡ Γραφή, ὠργίστηκε· κλείστηκαν τὰ οὐράνια καὶ δὲν ἔβρεχε (βλ. Γ΄ Βασ. 17,1-8).
Ἀχάριστοι ἄνθρωποι! Ἡ βροχούλα ποὺ πέφτει ξέρετε τί ἀξίζει; Λίρες ζητάει ὁ κόσμος· τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα τρέλλαναν ὅλους. Ἀλλὰ ῥίχνει ὁ οὐρανὸς λίρες· κάθε σταγόνα λίρα εἶνε, τόσο ἀξίζει. Γιατὶ ἅμα δὲ βρέξῃ, ὅλοι θὰ πεθάνουμε. Θά ᾽πρεπε γιὰ κάθε σταγόνα ποὺ πέφτει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό· ἀλλὰ τέτοιοι εἴμαστε ἐμεῖς, ἀχάριστοι.
Ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ ἄνθρωποι ἐγκατέλειπαν τὸ Θεό, ἐρωτοτροποῦσαν μὲ τὰ εἴδωλα, πόρνευαν, ἀτίμαζαν, ὠργίαζαν. Καὶ ὁ Κύριος τιμώρησε τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀνομβρία. Ὄχι ἕνα καὶ δυὸ μῆνες, ἀλλὰ τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες! Στέρεψαν οἱ βρύσες καὶ τὰ ποτάμια, ξεράθηκαν τὰ δέντρα, καταστράφηκαν οἱ καρποί, ψοφοῦσαν τὰ ζῷα, οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν. Λιμὸς μέγας, πεῖνα μεγάλη.
Καὶ ποιός ἔλυσε τὴν πεῖνα; ποιός ἄνοιξε τὰ οὐράνια ποὺ ἦταν κλεισμένα; Ὁ προφήτης Ἠλίας. Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος γονάτισε, ἔκανε προσευχή, καὶ τότε γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ σύννεφα, ἄρχισε νὰ βρέχῃ, ποτίστηκε ἡ γῆ, καὶ οἱ ἄνθρωποι σώθηκαν ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, καὶ σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους ἡ πεῖνα. Θὰ εἶνε τέτοια ἀνάγκη, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ ὑποφέρουν. Θὰ στερέψουν καὶ μεγάλα ποτάμια καὶ θὰ τὰ περνοῦν μὲ τὰ πόδια παιδιὰ καὶ κοπάδια. Τότε, σὲ μιὰ νύχτα, θ᾽ ἀδειάσουν οἱ μεγαλουπόλεις· ὅλοι θὰ τρέχουν σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, καὶ θὰ πάρουν πάλι τὶς ἀξίνες νὰ καλλιεργήσουν τὴ γῆ, ποὺ τὴν ἄφησαν γιὰ νὰ μαζευτοῦν σὲ πόλεις ἑκατομμυρίων κατοίκων, πόλεις – Σόδομα καὶ Γόμορρα. Πῶς ζοῦν ἐκεῖ; Σκάβουν τὴ γῆ; Ὄχι. Μὲ ἀτιμίες, κλεψιές, ἀδικίες. Ὅταν ὅμως γίνῃ ὁ λιμός, οἱ πόλεις θὰ ἐρημώσουν, καὶ μικρὰ χωριὰ θὰ ἔχουν χιλιάδες κατοίκους. Τότε βασιλιᾶδες καὶ σοφοὶ θὰ πέσουν νὰ προσκυνήσουν τὸ γεωργό, ποὺ σήμερα εἶνε περιφρονημένος, καὶ θὰ τὸν ἐκλιπαροῦν γιὰ λίγο ψωμάκι.
Ἔτσι νόμισες, ἄνθρωπε, ποὺ πίνεις ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ δὲ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ποὺ ἔχεις τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα καὶ βλαστημᾷς τὰ θεῖα, ἔτσι νόμισες; Γιὰ τὴν ἀχαριστία τέτοιων ἀνθρώπων ἡ καλύτερη τιμωρία θὰ ἦταν νὰ βρεθοῦν σὲ κάποιον ἄλλο πλανήτη. Γιατὶ μόνο ἐδῶ στὴ γῆ ἔδωσε ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά· καὶ ὅμως δὲ ἀκούει ἀπὸ μᾶς ἕνα εὐχαριστῶ.
⃝ Ἀλλ᾽ ἂς ἐπανέλθουμε στὸ βίο τοῦ ἁγίου. Τὸ πρῶτο ἐπεισόδιο ἦταν ὅτι τιμώρησε τὸν κλέφτη βασιλιᾶ, τὸ δεύτερο ὅτι τιμώρησε τὸν ἀχάριστο λαό. Τὸ ἄλλο ποιό εἶνε; Τότε, στὴν πεῖνα τὴ μεγάλη, πείνασε καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας. Περνώντας βουνὰ καὶ λαγκάδια χτύπησε πολλὰ σπίτια, μὰ τὸν ἔδιωχναν, κανείς δὲν τοῦ ᾽δινε τίποτα. Πῆγε καὶ σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριό, τὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας, σὲ μιὰ καλύβα ποὺ ἔμενε μιὰ χήρα μὲ τὸ μονόκριβο παιδί της. ―Δός μου, τῆς λέει, λίγο νερὸ νὰ πιῶ καὶ κάτι νὰ φάω. ―Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχω τίποτα. Λίγο ἀλεύρι μοῦ ᾽μεινε καὶ λίγο λαδάκι στὸ δοχεῖο. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἦρθες πέρασε μέσα. Ἄναψε τὸ φοῦρνο, ζύμωσε τὸ ἀλεύρι μὲ τὸ λάδι, ἔκανε μιὰ πίττα κ᾽ ἔφαγε ὁ προφήτης. Καὶ μὲ τὴν εὐλογία του ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη στὸ σπίτι τῆς χήρας δὲν ἔλειψε οὔτε τὸ ἀλεύρι οὔτε τὸ λάδι (βλ. Γ΄ Βασ. 17,9-16).
Δὲν πά᾽ νά ᾽χῃς, ἀγαπητέ μου, ἀποθῆκες μὲ ἀγαθὰ καὶ καταθέσεις σὲ τράπεζες; ἂν δὲν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, στάχτη θὰ γίνουν, θὰ πεθάνῃς. Ἐνῷ ὁ φτωχός, ποὺ δὲ λατρεύει τὰ χρήματα ἀλλὰ πιστεύει στὸ Θεό, θὰ ζήσῃ. Ἡ Γραφὴ λέει· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
⃝ Κάτι ἀκόμα καὶ τελειώνω. Ὁ προφήτης Ἠλίας ἐκεῖ στὸ σπιτάκι τῆς χήρας ἔκανε κ᾽ ἕνα ἄλλο πιὸ μεγάλο θαῦμα. Ἐκεῖνες τὶς μέρες ἀρρώστησε τὸ μονάκριβο παιδί της καὶ πέθανε, κ᾽ ἦταν μεγάλος ὁ πόνος της. Τότε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ γονάτισε, ἔκανε θερμὴ προσευχὴ καὶ ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε― τὸ παιδὶ ἀναστήθηκε, καὶ ἡ χήρα δοξολογοῦσε τὸ Θεό (βλ. Γ΄ Βασ. 17,17-24).
Ὅπως λοιπὸν ὁ Ἠλίας ἀνέστησε τὸ νεκρό, ἔτσι μιὰ μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροὶ ποὺ εἶνε θαμμένοι στοὺς τάφους. Δὲν πέθαναν· ζοῦν. Τὸ κορμὶ πεθαίνει, ἡ ψυχὴ δὲν πεθαίνει. Καὶ θά ᾽ρθῃ ἡ ὥρα ποὺ ὅλοι θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ καθένας θὰ ζυγιστῇ, θὰ κριθῇ· καὶ ὅσοι ἔκαναν τὰ φαῦλα, θὰ πᾶνε στὴν κόλασι, ἐνῷ οἱ δίκαιοι θὰ πᾶνε κοντὰ στὸ Θεό. Τὰ λέει αὐτὰ ὁ Χριστὸς κ᾽ εἶνε ἀναμφισβήτητα.
* * *
Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀγαπητοί μου, δὲν πέθανε. Πύρινο ἅρμα, ἁμάξι μὲ τροχοὺς ποὺ ἔβγαζαν φωτιές, τὸν πῆρε καὶ τὸν ὕψωσε στὰ οὐράνια (βλ. Δ΄ Βασ. 2,1-12). Ἐκεῖ μένει καί, κατὰ τὴν παράδοσι, θὰ ξανάρθῃ στὸ τέλος νὰ ἐλέγξῃ τὸν κόσμο. Καὶ τότε ἀλλοίμονο στὸν κλέφτη, στὸν φονέα, στὸ μοιχὸ καὶ τὴ μοιχαλίδα, στὸ φιλάργυρο, στὸν ἄδικο καὶ κάθε ἐγκληματία.
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ γιὰ τὸν προφήτη Ἠλία τὸ Θεσβίτη, ποὺ ἑορτάζουμε. Ἡ ἑορτή του δὲν εἶνε γλέντι, μεθύσια, χοροὶ ἔξαλλοι· ἡ ἑορτὴ εἶνε νὰ διαβάσῃς τὸν βίο του καὶ νὰ δοξολογήσῃς τὸ Θεό. Ἔτσι ἑώρταζαν τὰ παλιὰ τὰ χρόνια· ἔρχονταν στὴν ἐκκλησιά, ἄκουγαν τὸ εὐαγγέλιο, κοινωνοῦσαν, καὶ τὸ ἀπόγευμα οἱ ἄντρες πήγαιναν στὸ χωράφι τῆς χήρας μὲ τὰ ὀρφανὰ καὶ τὸ καλλιεργοῦσαν· τέτοια ἔργα, τέτοιες καλωσύνες, τά ᾽χανε εὐλογία Θεοῦ.
Εὔχομαι διὰ πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ ὁ Θεὸς νὰ εὐλογῇ τὰ ἔργα καὶ τὶς οἰκογένειές σας, καὶ πάντοτε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι νὰ ἑορτάζετε τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα.
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ γιὰ τὸν προφήτη Ἠλία τὸ Θεσβίτη, ποὺ ἑορτάζουμε. Ἡ ἑορτή του δὲν εἶνε γλέντι, μεθύσια, χοροὶ ἔξαλλοι· ἡ ἑορτὴ εἶνε νὰ διαβάσῃς τὸν βίο του καὶ νὰ δοξολογήσῃς τὸ Θεό. Ἔτσι ἑώρταζαν τὰ παλιὰ τὰ χρόνια· ἔρχονταν στὴν ἐκκλησιά, ἄκουγαν τὸ εὐαγγέλιο, κοινωνοῦσαν, καὶ τὸ ἀπόγευμα οἱ ἄντρες πήγαιναν στὸ χωράφι τῆς χήρας μὲ τὰ ὀρφανὰ καὶ τὸ καλλιεργοῦσαν· τέτοια ἔργα, τέτοιες καλωσύνες, τά ᾽χανε εὐλογία Θεοῦ.
Εὔχομαι διὰ πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ ὁ Θεὸς νὰ εὐλογῇ τὰ ἔργα καὶ τὶς οἰκογένειές σας, καὶ πάντοτε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι νὰ ἑορτάζετε τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Προφήτου Ἠλιοὺ Ἄνω Καλλινίκης Φλωρίνης 20-7-1976)