Ἀκούγοντας, ἀγαπητοί μου, τὸ
σημερινὸ εὐαγγέλιο, μεταφερόμεθα μακριὰ ἀπὸ τὶς πόλεις. Βλέπουμε μιὰ
εἰκόνα ὑπαίθρου. Βρισκόμαστε τρόπον τινὰ σὲ μιὰ κατασκήνωσι· μιὰ
κατασκήνωσι ποὺ δὲν βάσταξε δέκα – δεκαπέντε μέρες, ὅσο διαρκοῦν οἱ
συνηθισμένες κατασκηνώσεις, ἀλλὰ βάσταξε μόνο μιὰ μέρα. Ἦταν μᾶλλον μιὰ
ἡμερήσια ἐκδρομὴ παρὰ μιὰ κατασκήνωσι· ἀλλ᾽ ἂς τὴν ποῦμε κατασκήνωσι,
διότι, ἕως ὅτου
ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι νὰ πᾶνε ἐκεῖ κι ἀπὸ ᾽κεῖ νὰ
ἐπιστρέψουν στὰ σπίτια τους, θὰ πέρασαν βέβαια δύο – τρεῖς μέρες.
Βλέπουμε λοιπὸν μιὰ κατασκήνωσι, στὴν ὁποία φιλοξενήθηκαν ὄχι
λίγοι ἄνθρωποι, πενήντα ἢ ἑκατὸ ἢ τριακόσα ἢ χίλια ἄτομα, ἀλλὰ πόσα;
Στὴν κατασκήνωσι αὐτή, ποὺ ἔγινε ἐκεῖ στὴν ἔρημο, μόνο οἱ ἄντρες ἦταν
5.000· ἂν ὑπολογίσουμε τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ποὺ εἶνε διπλάσιοι,
ὅλοι μαζὶ ἦταν πάνω – κάτω 15.000 ἄτομα. Γιά φανταστῆτε μιὰ κατασκήνωσι
μὲ 15.000 κόσμο!
Αὐτὴ ἡ κατασκήνωσι, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο,
καὶ μοιάζει καὶ διαφέρει ἐν συγκρίσει μὲ τὶς σημερινὲς χριστιανικὲς
κατασκηνώσεις, ποὺ λειτουργοῦν μὲ τὴ φροντίδα εἴτε ἱερῶν μητροπόλεων
εἴτε ἐκκλησιαστικῶν συλλόγων καὶ ἀδελφοτήτων.
Ἂς δοῦμε πρῶτα ποῦ διαφέρει. Διαφέρει κατ᾽ ἀρχὴν στὸν ἀριθμὸ
καὶ τὴν ἡλικία τῶν κατασκηνωτῶν. Σ᾽ αὐτήν, ὅπως εἴπαμε,
φιλοξενήθηκαν 15.000 ἄτομα κάθε ἡλικίας, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά.
Ἀκόμη, ἐνῷ οἱ σημερινὲς χριστιανικὲς κατασκηνώσεις γίνονται σὲ δροσερὰ
ἐξοχικὰ μέρη, ἡ κατασκήνωσι αὐτὴ ἔγινε σὲ τελείως ἔρημο τόπο, ἀφιλόξενο
καὶ ὄχι εὐχάριστο. Οὔτε καὶ δέντρα ἀκόμα ἀρκετὰ ὑπῆρχαν, ὥστε νὰ σταθῇ
αὐτὸ τὸ πλῆθος κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιά τους. Στὴν κατασκήνωσι τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελίου δὲν ὑπῆρχαν ἐγκαταστάσεις, σπίτια – σκηνές, κουζίνες,
τραπεζαρίες, ἀμφιθέατρα, ἄλλοι χῶροι, ὅπως ἔχουμε σήμερα. Δὲν ὑπῆρχαν
οὔτε τραπέζια οὔτε καθίσματα οὔτε πιάτα οὔτε ποτήρια οὔτε
μαχαιροπίρουνα, τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα γιὰ φαγητό, ξάπλωσαν
καταγῆς παρέες – παρέες· στρωσίδι καὶ τραπεζομάντηλό τους ἦταν τὸ
πράσινο, τὰ χορτάρια τῆς γῆς. Αὐτὲς εἶνε οἱ διαφορές.
Θὰ ρωτήσετε τώρα· Μὰ γιατί τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι νὰ σηκωθοῦν
νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, ν᾽ ἀφήσουν τὶς ὑποτυπώδεις ἔστω
ἀνέσεις ποὺ εἶχαν στὰ σπίτια τους, καὶ νὰ πᾶνε τόσο μακριά, σ᾽ ἕναν
ἔρημο τόπο, καὶ νὰ ὑποφέρουν τόσο; Τί ἆραγε νὰ συνέβη; Ἔτσι εὔκολα
φεύγει κανεὶς καὶ τραβάει μέσ᾽ στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, κι ἀφήνει
ἔρημες τὶς πόλεις; Τί ζητοῦσαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ στὴν ἔρημο;
Κάποιος ἦταν ἐκεῖ. Κάποιος, ποὺ ἄξιζε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλο τὸν
κόσμο. Ἦταν ἐκεῖ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸν ζητοῦσαν· κι ὅταν
τὸν βρῆκαν ἐκεῖ, δοκίμασαν χαρὰ ἀπερίγραπτη. Χαρά τους ἦταν νὰ μένουν
κοντὰ στὸ Χριστό, νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦνε.
Ὁ Χριστὸς εἶνε παραπάνω κι ἀπὸ τὴ μάνα κι ἀπὸ τὸν πατέρα κι ἀπὸ
κάθε ἄλλο πρᾶγμα· ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ὕψιστο ἀγαθό. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ
μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὶς ὑλικὲς καὶ πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ
Χριστὸς εἶνε τὸ πᾶν. Εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,13), ὁ
ἄξονας γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέφεται ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Πεινᾷς; ὁ
Χριστὸς εἶνε τὸ ψωμί· «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (Ἰω. 6,35,48), εἶπε.
Διψᾷς; ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ νερό, τὸ δροσερὸ νερὸ ποὺ ποτίζει τὶς ψυχές
μας. Κρυώνεις; ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ φωτιὰ ποὺ θερμαίνει. Εἶσαι γυμνός;
ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ λαμπρὴ στολή· «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν
ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Εἶσαι λυπημένος; ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ χαρά. Εἶσαι
ὀρφανός; ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πατέρας. Εἶσαι στενοχωρημένος, θλιμμένος; ὁ
Χριστὸς λέει «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα
τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,33). Πλησιάζει ὁ θάνατος; Μὴ φοβᾶσαι, λέει ὁ
Χριστός, «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (ἔ.ἀ. 11,25).
Κοντὰ στὸ Χριστὸ λοιπὸν ἦταν ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος. Κ᾽ ἔμενε
ἐνθουσιασμένος, δὲν τοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ φύγῃ. Πέρασε τὸ μεσημέρι, τὸ
ἀπόγευμα, βασίλευε ὁ ἥλιος, σκοτείνιαζε, ἀλλ᾽ αὐτοὶ ἔμεναν ἐκεῖ, κανείς
δὲ σκεπτόταν τίποτε ἄλλο· τοὺς ἔφτανε ἡ χαρά καὶ ἡ ἀγαλλίασι νὰ εἶνε
μαζὶ μὲ τὸν Κύριο.* * *
Αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀγαπητοί μου,
εἶνε ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο μοιάζει ἡ κατασκήνωσι ἐκείνη μὲ τὶς σημερινὲς
χριστιανικὲς κατασκηνώσεις. Ὅπως τότε στὴν ἔρημο, ποὺ πῆγαν ἐκεῖνοι οἱ
15.000 ἄνθρωποι, ἦταν ἐκεῖ ὁ Χριστός, κ᾽ ἔφτανε ὁ Χριστὸς γιὰ ὅλα,
ἔτσι καὶ σήμερα σὲ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ κατασκήνωσι βρίσκεται ὁ
Χριστὸς καὶ καλύπτει τὰ πάντα. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ κέντρο τῆς συμβιώσεως.
Τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι καὶ τὸ βράδυ γίνεται προσευχὴ στὸ ὄνομά του. Κάθε
μέρα διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιό του. Τακτικὰ διδάσκονται τὰ λόγια του, οἱ
ἀλήθειες ποὺ ἀπεκάλυψε, οἱ διδαχὲς ποὺ ἐκεῖνος κήρυξε. Ὕμνοι καὶ
τραγούδια δοξολογοῦν διαρκῶς τὰ μεγαλεῖα του.
Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ποὺ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶνε πλέον χειροπιαστὴ
εἶνε ὅταν στὴν ἐκκησιαστικὴ κατασκήνωσι τελῆται ἡ θεία λειτουργία καὶ οἱ
κατασκηνωταί, μετὰ ἀπὸ κατάλληλη προετοιμασία μὲ τὴν εἰλικρινῆ
ἐξομολόγησι καὶ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν τους, πλησιάζουν στὸ ποτήριο τῆς
ζωῆς καὶ μετέχουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Διότι δὲν νοεῖται ὀρθόδοξη
ἐκκλησιαστικὴ κατασκήνωσι χωρὶς ἐξομολόγησι καὶ θεία κοινωνία. Κι ὅταν
οἱ κατασκηνωταὶ κοινωνοῦν τὰ θεῖα μυστήρια, εἶνε πλέον μέσα τους ὁ
Χριστός.
Σὲ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ κατασκήνωσι, ποὺ εἶνε μία μικρὴ
χριστιανικὴ πολιτεία, τὸ πολίτευμα εἶνε «Χριστοκρατία». Τί θὰ πῇ
«Χριστοκρατία»· ὅ,τι θέλει ὁ Χριστός. Ἐπιδίωξις ὅλων ἐκεῖ εἶνε, παντοῦ
νὰ ἐφαρμόζεται τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας. «Χριστοκρατία» λοιπὸν στὴν
κατασκήνωσι θὰ πῇ· Χριστὸς στὴν καρδιὰ καὶ τοὺς πόθους, Χριστὸς στὴ
διάνοια καὶ τοὺς λογισμούς, Χριστὸς στὸ στόμα καὶ τὰ λόγια, Χριστὸς
στὶς αἰσθήσεις καὶ τὸ σῶμα, Χριστὸς παντοῦ καὶ πάντοτε. Ὁ Χριστὸς νὰ
συνοδεύῃ τὴ ζωὴ ὄχι μόνο τὶς λίγες ἡμέρες τῆς κατασκηνωτικῆς περιόδου,
ἀλλὰ νὰ μὴν ὑπάρξῃ στὸ ἑξῆς ποτέ πλέον ἡμέρα τῆς ζωῆς ποὺ ὁ Χριστὸς νὰ
μὴν εἶνε παρών.
Δὲν λέω περισσότερα, ἀγαπητοί μου. Ἕνα μόνο θὰ προσθέσω καὶ
μ᾽ αὐτὸ τελειώνω. Ἀλλάζοντας κάπως τὸν στίχο ἑνὸς μεγάλου ποιητοῦ
μας, ἀπευθύνομαι σ᾽ ἐσᾶς καὶ προτρέπω· Παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, κλεῖστε μέσ᾽
στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό, καὶ θὰ αἰσθανθῆτε κάθε εἴδους μεγαλεῖο.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης 24-7-1977)http://www.augoustinos-kantiotis.gr