Αν τραγουδάς τραγούδια πατριωτικά, αυτό σημαίνει πως αγαπάς την πατρίδα. Αν τραγουδάς τραγούδια της ξενιτιάς, σημαίνει πως νοσταλγείς το χωριό σου. Αν τραγουδάς τραγούδια του που εξυμνούν τον αισχρό έρωτα, σημαίνει πως η καρδιά σου είναι αιχμάλωτη από σεξουαλικούς πόθους.
Έτσι τα τραγούδια εκφράζουν την πνευματική κατάσταση ατόμων και λαών. Ήταν εποχή που η πατρίδα μας ήταν εγκλωβισμένη. Μέσα στην καρδιά τους όλοι οι εγκλωβισμένοι είχαν κρυμμένο τον πόθο της ελευθερίας. Μπροστά στους κατακτητές δεν μπορούσαν να τραγουδήσουν αυτό που αισθάνονταν. Αλλ΄ όταν βρίσκονταν μόνοι τους σε σπηλιές και ερημικά μέρη, σε γιορτές και πανηγύρια, πάνω στα ψηλά βουνά, εκεί ανοίγουν την καρδιά τους κι αρχίζουν να τραγουδούν.
Τραγουδούσαν ιδίως τα τραγούδια των κλεφτών και των αμαρτωλών, εκείνων δηλαδή που δεν υπέφεραν την τούρκικη σκλαβιά και είχαν φύγει στα ψηλά βουνά. Ένα μάλιστα τραγούδι λίγα χρόνια πριν από την επανάσταση είχε επικρατήσει και το τραγουδούσαν όλοι μικροί και μεγάλοι. Και τραγουδώντας τα μάτια τους βούρκωναν από δάκρυα. Ήταν το τραγούδι του Ρήγα Φερραίου:«Ως πότε, παλικάρια, θα ζούμε στα στενά;…».
***
Αλλ΄ όταν οι καρδιές ψυχραθούν και στρέψουν από ευγενή αισθήματα και στο κενό ορμίσουν άλλα αισθήματα, αισθήματα κατώτερα, αισθήματα σαρκολατρίας, τότε από μικρούς και μεγάλους ακούγονται άλλα τραγούδια, τραγούδια κοσμικά και αισχρά, τραγούδια που δείχνουν σε ποια κατάπτωση έχει πέσει μια κοινωνία. Μια διεφθαρμένη κοινωνία δεν θέλει να ακούει εκλεκτική μουσική.
Αλλ΄ όταν στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση παρουσιασθεί κάποιος και αρχίσει να τραγουδάει τραγούδια αισχρά, που παλιότερα ούτε οι πόρνες δεν τολμούσαν να τραγουδήσουν, τότε όλοι κολλάνε τα αυτιά τους στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση και μαθαίνουν τα αισχρά τραγούδια και τα τραγουδούν αδιάντροπα. Και νήπια ακόμα μαθαίνουν και τραγουδούν τέτοια τραγούδια, και ανόητοι γονείς τα ακούνε και καμαρώνουν για την πρόωρη μουσική «εξέλιξη» των παιδιών τους.
Χρυσές δουλείες κάνουν οι μουσικοσυνθέτες αισχρών τραγουδιών. Οι δίσκοι τους έχουν τεράστια κυκλοφορία. Έτσι τα σημερινά σπίτια γέμισαν από κοπριά του Σατανά. Ναι, τέτοια τραγούδια είναι κοπριά του σατανά! Που αίσθησης του καλού και του ωραίου;…
Η ιστορία διδάσκει και αυτό, όταν αισχρά τραγούδια επικρατήσουν μέσα στην κοινωνία, η κοινωνία καταστρέφεται και διαλύεται. Γι’ αυτό και το κράτος μας, που αφήνει να τραγουδούν από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις αισχρά τραγούδια, διαπράττει έγκλημα. Άλλα κράτη που θέλουν να ζήσουν, έχουν λάβει τα μέτρα τους και καμία σειρήνα του διαβόλου δεν τραγουδάει πορνικά τραγούδια. Εδώ στην Ελλάδα ανοίγεις το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση και νομίζεις πως μπαίνεις σ’ ένα πορνείο κι ακούς να τραγουδούν οι πόρνες.
***
Αλλά δεν υπάρχουν μόνο κοσμικά τραγούδια, δεν υπάρχουν μόνο τραγούδια του διαβόλου. Υπάρχουν και τραγούδια του Θεού.
Ποια είναι τα τραγούδια του Θεού; Πάνε τώρα πολλά χρόνια που σε ένα σπίτι της Αθήνας πήγαινε ένας σεμνός ηλικιωμένος άνθρωπος. Και αντί να φλυαρεί και να λέει ανοησίες, οι πολλοί στις επισκέψεις αυτός αρχίζει να ψέλνει με κατάνυξη τροπάρια και απολυτίκια της Εκκλησίας. Μέσα στο σπίτι ήταν και ένα παιδί που τον άκουγε με μεγάλη ευχαρίστηση. Κι όταν εκείνος ο ευγενικός άνθρωπος άργησε κάποτε να επισκεφθεί το φιλικό του σπίτι, ο μικρός ανησύχησε και ρώτησε τη μητέρα του: «Μάνα, που είναι ο άνθρωπος που τραγουδούσε τα τραγούδια του Θεού; Δεν θα μας έρθει πάλι;» η αγνή καρδιά του παιδιού αρεσκόταν στα τραγούδια του Θεού.
Ο άνθρωπος που έψελνε τα τραγούδια του θεού ήταν ένας ψάλτης που δεν πήγαινε στις εκκλησίες σαν επαγγελματίας ψάλτης για να πάρει μισθό αλλά ήταν ένας ιδεολόγος ψάλτης που μακάρι να ήταν σαν αυτόν όλοι οι ψάλτες της Ελλάδας. Ο ψάλτης αυτός είναι ο γνωστός λογοτέχνης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Αυτός ο άνθρωπος του πνεύματος αφού δούλευε όλη την εβδομάδα σε εφημερίδες και περιοδικά για να βγάλει το ψωμί του, τις Κυριακές και τις γιορτές πήγαινε σε ένα ταπεινό εκκλησάκι των Αθηνών, στον Άγιο Ελισαίο, κι εκεί μαζί με άλλους ομοϊδεάτες έψελνε τα τραγούδια του Θεού.
***
Υπάρχουν σήμερα ψάλτες, που να ψέλνουν σαν τον Παπαδιαμάντη; Στην αρχαία εποχή, την εποχή την εποχή των διωγμών, οι χριστιανοί μαζεύονταν σε σπίτια, σπηλιές και κατακόμβες, κι εκεί με σιγανή φωνή, γεμάτοι κατάνυξη, όλοι μαζί, γυναίκες, άντρες και παιδιά, έψελναν τα τραγούδια του Θεού. Μια αγία, μια αγγελική ατμόσφαιρα εδημιουργήτο. Πιστοί και ταπεινοί άνθρωποι έσμιγαν τις φωνές τους με τις φωνές των αγγέλων. Έψελναν όπως λέει ο απόστολος Παύλος, «λαλλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και υμνοίς και ωδές πνευματικές, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδιά αυτών τω Κύριω».
Όλοι κατά την αρχαία εποχή της εκκλησίας έπαιρναν μέρος στην ψαλμωδία. Όλο το εκκλησίασμα ψυχικά ενωμένο και αδελφωμένο, γινόταν ένα στόμα και υμνούσε το Θεό. Αλησμόνητοι χρόνοι. Ήταν τέτοια η ευλάβεια των πρώτων χριστιανών, ώστε και άπιστοι, που σαν εχθροί και κατάσκοποι έμπαιναν στους τόπους της λατρείας έμεναν κατάπληκτοι, πίστευαν στο Χριστό και έλεγαν: εδώ πραγματικά λατρεύεται ο αληθινός Θεός. Αργότερα όταν το θρησκευτικό συναίσθημα ψυχράνθηκε και συνεβαίνανε αταξίες με το να ψέλνουν όλοι μαζί, η εκκλησία περιόρισε το ψάλσιμο σε λίγα πρόσωπα, που λέγονται ψάλτες και σχηματίζουν χορωδίες, που κατά κάποιο τρόπο υπενθυμίζουν την αρχαία εποχή.
Οι ψάλτες εκτελούν ιερή διακονία και πρέπει να είναι υποδείγματα χριστιανικής ζωής. άνθρωποι που δεν πιστεύουν στο Θεό, άνθρωποι ασεβείς και βλάσφημοι, άνθρωποι μέθυσοι και χαρτοπαίκτες με σκανδαλώδη οικογενειακοί ζωή, τέτοιοι άνθρωποι, όσο σπουδαίο μουσικό ταλέντο και αν έχουν, δεν επιτρέπεται να ανεβαίνουν στα αναλόγια και να ψέλνουν. Τέτοιοι ψάλτες δεν δημιουργούν κατάνυξη άλλα σκάνδαλο. Μ’ όση ευκολία ψέλνουν, με τόση τραγουδούν και τα αισχρά τραγούδια.
***
Γι΄ αυτό πρέπει και να δίνεται στο θέμα του διορισμού ψαλτών μεγάλη προσοχή, κυρίως στις πόλεις γιατί στα χωριά -αλλοίμονο- δεν υπάρχουν ψάλτες. Και η εκκλησία πρέπει να φροντίσει να συμπληρώσει το κενό που δημιουργεί η έλλειψης ψαλτών στην ύπαιθρο ιδρύοντας σχολές ψαλτών στις έδρες των Μητροπόλεων και άλλες πόλεις.
Είθε να αποκτήσουμε ψάλτες σαν τον Παπαδιαμάντη, ψάλτες στους οποίους να αρμόζει μια αρχαία ευχή της εκκλησίας: «Πρόσεχε ότι ψάλλεις δια του στόματος να πιστεύεις και εν τη καρδιά σου, και ότι πιστεύεις εν τη καρδιά σου, να επισφραγίζεις επί του βίου σου.»
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ» ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ